Βιβλίο: "Από το ραδιοφωνάκι της Γυάρου έως τη σύνταξη της «Κ»" - Εκδόσεις Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Φωτο: Αντώνης Καρκαγιάννης
Οι όροι και τα όρια μιας αναδρομικής επιλογής δημοσιευμένων άρθρων του Αντώνη Καρκαγιάννη την περίοδο 1998 - 2010
Του Παντελή Mπουκάλα
Εκλογή άρθρων, 1998 - 2010 πρόλογος: Αλέξης Παπαχελάς επιμέλεια: Παντελής Μπουκάλας - Μιχάλης Ν. Κατσίγερας εκδ. «Η Καθημερινή», 2011, σελ. 644
Οσο τον ήξερα, εικάζω ότι δύσκολα θα συμφωνούσε με μια έκδοση επιλεγμένων κειμένων από τα πάμπολλα που δημοσίευσε στην «Καθημερινή», στη διάρκεια μιας δεκαπενταετίας περίπου, και στα οποία πρέπει να προστεθούν τα πολλά που δημοσιεύτηκαν είτε ανυπόγραφα είτε με τα αρχικά του, Α. Κ. Αλλα είχε στο μυαλό του ο Αντώνης Καρκαγιάννης, «μια δουλειά περισσότερο σφαιρική, λιγότερο αποσπασματική και πολύ πιο σύνθετη», όπως ο ίδιος την περιγράφει σε ένα από τα λιγοστά χειρόγραφα που άφησε πίσω του αδημοσίευτα: να καταπιαστεί, σε μεγαλύτερο βάθος απ’ όσο επιτρέπει το άγχος του καθημερινού γραπτού, η πίεση του χρόνου και του χώρου δηλαδή, με ορισμένα από τα ζητήματα, κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά, με τα οποία ούτως ή άλλως είχε ασχοληθεί κατ’ επανάληψη. Ηθελε δηλαδή να κάνει ένα ταξίδι ανάποδα στο χρόνο, όπως το εξηγούσε:
«Αν κάποιος “κάθε μέρα και κάθε Κυριακή” κρατάει σημειώσεις, ύστερα από λίγα χρόνια διαπιστώνει ότι έκανε ένα μεγάλο θαλάσσιο ταξίδι και φρόντισε να ρίξει πίσω του κόκκινες σημαδούρες που όταν προχωρήσει και τις βλέπει από μακριά σχηματίζουν μια κόκκινη γραμμή· είναι η πορεία που ακολούθησε. Αν κάποτε θελήσει να κάνει την αντίστροφη πορεία, να ξαναπεράσει από τα σημεία όπου έριξε τις σημαδούρες, δεν θα πρόκειται για επιστροφή. Σ’ αυτά τα ταξίδια στον χρόνο δεν υπάρχει επιστροφή».
Το χειρόγραφο
Η δύσκολη αρρώστια και εντέλει ο θάνατος δεν του επέτρεψαν να βάλει τα σχέδιά του στο χαρτί, στα μπλοκ με το κατριγιέ χαρτί συγκεκριμένα, όπου συνήθιζε να γράφει. Κι ας το σημειώσω εδώ, το χειρόγραφο κείμενο, όσο κι αν μας φαίνεται πια υπόθεση της προϊστορίας, έχει τη χάρη του, και σίγουρα τη δική του πειθαρχία: με τη γνώση ότι οι πολλές διορθώσεις δεν είναι εφικτές, παρεκτός και χρησιμοποιήσεις πρόχειρο, το χέρι σου γράφει όσα έχεις ήδη σκεφτεί, όσα έχεις ήδη σχηματίσει σε φράσεις στο μυαλό σου· δεν γράφεις σκεπτόμενος καθ’ οδόν δηλαδή, όπως συνήθως συμβαίνει με τον υπολογιστή, και πολύ λιγότερο με τη γραφομηχανή, η οποία διατηρεί κάμποσα γνωρίσματα της χειρωνακτικής γραφής.
Καθόλου εύκολο δεν είναι να επιλέξεις ορισμένα μόνο (ένα στα πέντε ή ένα στα δέκα) από τα κείμενα ενός γραφιά που δεν βρίσκεται πια εδώ για να πει τη γνώμη του, να συμφωνήσει, να διαμαρτυρηθεί, να αρνηθεί. Και τα δικά σου εφημεριδογραφήματα όταν περνάς αναδρομικά από την κρησάρα για να δεις ποια από αυτά έχουν ξεπεράσει έστω και κατ’ ελάχιστον τον εξ ορισμού εφήμερο χαρακτήρα τους και να τα κρίνεις αναδημοσιεύσιμα ως ύλη κάποιου τόμου, και τότε ακόμα έχεις πολλά προβλήματα να λύσεις. Οταν όμως πρόκειται για κείμενα άλλου, απόντος μάλιστα, τότε, όποια λύση κι αν δώσεις, είναι πολύ πιθανό να κριθεί μεροληπτική.
Κι ωστόσο, από τη στιγμή που η «Καθημερινή» αποφάσισε να εκπονηθεί και να εκδοθεί ένας τόμος με εκλεγμένα δημοσιεύματα του Αντώνη Καρκαγιάννη, και η δουλειά της εκλογής και της σύνθεσης ανατέθηκε σ’ εμένα και στον φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Κατσίγερα, που ζούσε καθημερινά και επί χρόνια τον Καρκαγιάννη στην παραγωγή της εφημερίδας κι ήξερε από πρώτο χέρι και πρώτο αυτί τις εμμονές του, έπρεπε να πάρουμε κάποιες αποφάσεις. Επρεπε δηλαδή να προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε ένα πρόσωπο πίσω από τα γραπτά, να αναδείξουμε τα κύρια γνωρίσματα ενός λόγου που είναι πλέον ορφανός· και, όπως έγκαιρα μας ειδοποίησε ο Πλάτων στον «Φαίδρο» του, ο λόγος έχει ανάγκη πάντοτε τον πατέρα του για να τον βοηθάει, «του πατρός αεί δείται βοηθού» · ειδάλλως εκτίθεται στον κίνδυνο της παρανάγνωσης.
Διαβάζοντας ξανά, και από κάποια απόσταση πια, χρονική περισσότερο παρά συναισθηματική, όλα τα δημοσιευμένα κείμενα του Αντώνη Καρκαγιάννη, ο Μιχάλης κι εγώ είδαμε (ή ξαναείδαμε) τις σταθερές της θεματολογίας και της σκέψης του, και αυτές σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να αναδείξουμε. Είδαμε, για παράδειγμα, πόσο συχνά επέστρεφε σε τρεις επαναστάσεις, τη Γαλλική, την Ελληνική του 1821 και την Οκτωβριανή, για να εξετάσει την καταγωγή και την πορεία τους, πόσο συχνά επίσης αναφερόταν στη γενέτειρά του, τα Αμπελάκια, πόσο ενδιαφερόταν, Πάσχα ή Χριστούγεννα, για τα χριστολογικά, κι ας μην ήταν θρήσκος (στο γραφείο του υπήρχε πάντοτε μια Σύνοψη, και σχεδόν κανένα άλλο «βοήθημα»), καθώς και πόσα γραπτά του έπαιρναν αφορμή από την επιστολή κάποιου αναγνώστη.
Το κριτήριο
Για να συντελεστεί αυτή η μεταθανάτια ανάδειξη, ο ανα-σχηματισμός δηλαδή μιας γραφής και της εσώτερης λογικής της όχι πια μέσα από την καθημερινή της ροή αλλά από (αυθαιρέτως, πώς αλλιώς) επιλεγμένα κείμενα, καθημερινά ή κυριακάτικα, που εκ των πραγμάτων διακόπτουν και διασπούν αυτή τη ροή, θεωρήσαμε θεμελιώδες και απαράβατο κριτήριο της εκλογής το εξής απλό: το «συμφωνώ–δεν συμφωνώ» δεν επιτρεπόταν σε καμία περίπτωση να εμποδίσει, να αποπροσανατολίσει ή και να νοθεύσει την εκλογή, ούτε καν το τυπικά ηπιότερο «μου αρέσει–δεν μου αρέσει».
Πάλι καλά, το σύνολο των κειμένων του Αντώνη Καρκαγιάννη βρίσκεται πια αναρτημένο στο Διαδίκτυο, που, αν πιστέψουμε τους ειδικούς του, θα καταρρεύσει τη στιγμή της «Μεγάλης Σύνθλιψης», όχι νωρίτερα. Αυτή η ψηφιακή «αθανασία» δίνει τη δυνατότητα σε οποιονδήποτε να αναζητήσει ό, τι δεν χώρεσε στον τόμο που απαρτίστηκε με την εκλογή ημερήσιων και καθημερινών κειμένων της περιόδου 1998 - 2010. Πού να τη φανταζόταν αυτή την ηλεκτρονική αθανασία, αυτή τη διηνεκή γραφή, όποιος μετείχε στο γράψιμο, τη στοιχειοθεσία, την εκτύπωση και τη διανομή παράνομων εντύπων, όπως μετείχε ο Αντώνης Καρκαγιάννης, στη δεκαετία του 1950, στην όλη παραγωγή της παράνομης «Νέας Γενιάς» και του επίσης παράνομου «Ριζοσπάστη» · αυτή ήταν άλλωστε η πρώτη του δημοσιογραφική εμπειρία.
Το πρώτο «δελτίο ειδήσεων» βγήκε το βραδάκι της 21ης Απριλίου 1967
Τη δεύτερη δημοσιογραφική εμπειρία του, πολύ πριν γίνει διορθωτής στο «Φως των Σπορ» και αρκετά αργότερα συντάκτης ύλης στην «Καθημερινή», την αφηγείται ο ίδιος, και με τη δική του φωνή είναι πιστεύω το πρέπον να κλείσει ετούτο το εξηγητικό σημείωμα:
«Τη δεύτερη σχέση μου με τη δημοσιογραφία τη θεωρώ πιο σοβαρή και κυρίως χρήσιμη. Με συνέλαβαν την πρώτη μέρα της δικτατορίας τα χαράματα (κυριολεκτικά στον ύπνο) και με οδήγησαν στην αρχή στον Ιππόδρομο του Φαλήρου και μετά από πέντε μέρες στη Γυάρο. Στον Ιππόδρομο, όσο προχωρούσε εκείνη η μέρα, συγκέντρωσαν όλον τον “καλό κόσμο” της Αριστεράς. Ξαφνικά, βρέθηκε ένα ραδιοφωνάκι με μπαταρίες, αυστηρά απαγορευμένο, που πέρασε μέσα απαρατήρητο. Ηδη από την πρώτη μέρα ο Χαρίλαος Φλωράκης μού είπε να το δουλεύω με ομάδα προστασίας τον Μανόλη Σιγανό και τον Κυριάκο Τσακίρη. Με την κάλυψή τους θα άκουγα όσο γίνεται περισσότερους σταθμούς, θα συγκρατούσα τις ειδήσεις και θα τις μετέδιδα προφορικά στον Γιώργο Τρικαλινό (ποτέ γραπτά) και αυτός από στόμα σε στόμα θα τις κυκλοφορούσε στο στρατόπεδο. Οσο και αν φαίνεται αστείο, ήταν ένας πυρήνας δημοσιογραφικής δουλειάς.
» Το πρώτο “δελτίο ειδήσεων” κυκλοφόρησε το βραδάκι της πρώτης μέρας, της 21ης Απριλίου 1967, και, αν θυμάμαι καλά, περιείχε τα ονόματα των πρώτων μελών της δικτατορικής κυβέρνησης. Μεταφέραμε αυτό το ραδιοφωνάκι στη Γυάρο κρυμμένο μέσα σε μια στρατιωτική κουραμάνα, από την οποία είχαμε αφαιρέσει την ψίχα. Σε κάθε σημείο ελέγχου την κρατούσε επιδεικτικά στο χέρι του ο γιατρός Σιγανός, για να φαίνεται ότι είναι κουραμάνα και όχι τίποτε άλλο. [...] Σε λίγες μέρες ο Χαρίλαος Φλωράκης το ξανάφερε σ’ εμένα και από τότε το “δούλευα” χωρίς διακοπή, πρώτα στη Γυάρο και έπειτα στο Παρθένι της Λέρου. Στη Λέρο ήταν που άρχισαν να κυκλοφορούν καθημερινά τα πρώτα γραπτά “δελτία ειδήσεων”. Ακουγα σταθμούς σχεδόν ολόκληρη την ημέρα. Κρατούσα σύντομα σημειώσεις, μια - δυο λέξεις για κάθε θέμα, γιατί οι συνθήκες της ακρόασης, συνήθως κάτω από επιλεγμένα κρεβάτια, ήταν δύσκολες. Αργότερα έγραφα το “δελτίο”, ακριβέστερα το συνέθετα αναφέροντας επιμελώς τις πηγές. Το γραπτό το παρέδιδα στον Λευτέρη Βουτσά, κι αυτός το διοχέτευε σε ομάδες αντιγραφέων που με καρμπόν παρήγαν μερικά αντίγραφα για να κυκλοφορήσουν στο στρατόπεδο.
» Τώρα καταλαβαίνω ότι εκείνη την εποχή αντιμετώπισα σχεδόν όλα τα προβλήματα που αργότερα συνάντησα και σε συγκροτημένες εφημερίδες, όπως η “Κ”: την αναζήτηση αξιόπιστων πηγών, την αξιολόγηση και κατάταξη των ειδήσεων, τη σαφή και σύντομη καταγραφή, τις πολιτικές προεκτάσεις και παρενέργειες της είδησης. Οταν το 1968 το ΚΚΕ διεσπάσθη στις φατρίες του και η διάσπαση επεκτάθηκε στο στρατόπεδο, η είδηση δεν είχε πλέον την αυτόνομη “αντικειμενική” αξία της, έγινε είδηση σχετική ως προς κάτι άλλο. Αυτό συχνά συμβαίνει και στις εφημερίδες, γι’ αυτό πιο τίμιες και ειλικρινείς είναι εκείνες που δεν καλύπτονται υποκριτικά πίσω από τη δήθεν “αντικειμενικότητα”.
» Με τη διάσπαση ετέθη ένα ζήτημα, το μόνο που με αφορούσε άμεσα: Ποια φατρία του στρατοπέδου θα ήλεγχε το “δελτίο ειδήσεων”. Στην αρχή συμφώνησαν ότι είμαι αξιόπιστο πρόσωπο και μπορούσα να συνεχίσω τη δουλειά μου όπως και πριν. Σύντομα όμως άρχισαν και οι δύο πλευρές να αμφισβητούν την αξιοπιστία μου και τότε εγκατέλειψα το “δελτίο ειδήσεων”».
Ισως σ’ αυτήν την παράδοξη εφαρμογή της δημοσιογραφίας, από την ακρόαση στη συνοπτική καταγραφή κι ύστερα στην προφορική αναμετάδοση των ειδήσεων, να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο κουβεντιαστός, συνομιλητικός τόνος των γραπτών του Αντώνη Καρκαγιάννη στην εφημερίδα.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα