Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Άγγελου Σικελιανού «Γράμματα στην Άννα» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Αρχική | Τέχνες - Επιστήμες | Πεζογραφία | Άγγελου Σικελιανού «Γράμματα στην Άννα» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

 

Δυο αστέρια ακόμα ταξιδεύουνε απάνω από βουνό και πέλαο για να σμίξουνε σε λίγο, σ’ ένα μόνο Αστέρι αιώνιο, Μυστικό!

η Άννα Αγγέλου Σικελιανού,

ο Άγγελος Άννας Σικελιανού.

 

 

Τα «Γράμματα στην Άννα» είναι ο τίτλος του βιβλίου που εκδόθηκε το 1980 (εκδόσεις «Ίκαρος») και περιλαμβάνει τις ερωτικές επιστολές του μεγάλου μας ποιητή Άγγελου Σικελιανού προς την δεύτερη σύζυγό του, την Άννα Καραμάνη – Σικελιανού, την οποία γνώρισε το 1938 και παντρεύτηκε το 1940.

Η κυριολεκτικά «ιερή» Αγάπη, που είχε κατακλύσει την καρδιά του ποιητή για την Άννα του, και που παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι τη στιγμή που αυτή καρδιά έπαψε να χτυπά, τον Ιούνιο του 1951, στους Δελφούς, αποτυπώνεται ολοζώντανα σ’ αυτά τα περίφημα «γράμματα»…

Στο Εισαγωγικό Σημείωμα του βιβλίου η Άννα Σικελιανού γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Πολλά, πάρα πολλά χρόνια στερήθηκα αυτά τα γράμματα, γιατί όταν τ’ άγγιζα… με καίγανε σαν αναμμένα κάρβουνα. Κάλλιο να μένανε εκεί στα κατάβαθα φυλαγμένα και μόνο η μνήμη μου να διαλέγει τα πιο τρυφερά, τα πιο καυτερά, πότε να με φωτίζουν και πότε να με παρηγορούν.

Τρελές σκέψεις, τραγικοί δισταγμοί, η ωριμότητά μου και η δύσκολη ζωή μου πολεμήσανε για την τύχη τους. Να την πάρω μαζί μου αυτή τη μυστική περιουσία ή να την αφήσω για πατήματα και σ’ άλλους, να βρούνε το δρόμο το χαμένο; Θα δεχτούν οι άνθρωποι να φτερουγίσουν μαζί τους ή θα προτιμήσουν τον πεζόδρομο;

Πάνω σ’ αυτό το ζύγισμα, η ακριβή μου φίλη Μαρίνα Λαμπράκη μου ’δειξε το χρέος μου ν’ αφήσω να κυλήσει το φωτεινό μήνυμα του Άγγελου στις καρδιές των νέων που αγαπούν και διψάνε για πρότυπα και να κοινωνήσουν με τον υψηλό Λόγο του, τη θρησκευτικότητα και τη συνέπειά του προς τον “απόλυτο Έρωτα”.

Έτσι, με τον Πρόλογο που έγραψα με τόση οδύνη, παρέδωσα τα πιο ιερά και αληθινά βιώματα του Άγγελου, … γιατί αυτά τα γράμματα είναι σάρκα από το έργο Του και το έργο του φωτίζεται απ’ αυτά τα γράμματα…»

Στον εκτενή Πρόλογο του βιβλίου, η Άννα Σικελιανού – με νοσταλγική και εξομολογητική διάθεση – αναφέρεται σε σημαντικά γεγονότα της κοινής τους ζωής. Θα περιοριστώ σε κάποια αποσπάσματα του Προλόγου που αφορούν μόνον στη διετία 1938 – 1940, δηλαδή στο διάστημα από την γνωριμία μέχρι και τον γάμο τους…

«Όποιος δεν έχει γνωριστεί με την προσωπικότητα και το έργο του Άγγελου και διαβάσει αυτά τα γράμματα μπορεί να τα θεωρήσει υπερβολές ενός ερωτευμένου άντρα και τότε θα πρέπει να αναβάλει αυτή την ανάγνωση, ώσπου να πειστεί πως ό,τι έγραφε τότε το υπαγόρευε το ήθος του και η πίστη του στον Έρωτα…

Αυτά τα γράμματα είναι ένας πύρινος διάλογος με μένα, ή καλύτερα ένας μονόλογος, και πολλές φορές μου εξομολογιέται τη βιολογική αναζήτηση του Είναι του, τον επίμονο πόθο του για την πληρότητα στην ένωσή του με το Θεό, με τη Ζωή και με το Θάνατο…

Στη γνωριμιά μας, λέει, βρίσκει τα υπέρτατα ιδανικά και σε ό,τι πει λάμπει όλος από αλήθεια, και μια εσωτερική φλόγα φωτίζει την προσφορά του αληθινού κι ακέριου εαυτού του…

…Το ύφος της γλώσσας του με διαπέρασε και συνεννοήθηκα μαζί του τόσο φυσικά, όπως το παιδί που έμαθε να κολυμπά και για χρόνια στερήθηκε τη θάλασσα, μα μόλις άκουσε τη βουή του πελάγου ξαναρίχτηκε στο γνώριμό του στοιχείο. Τώρα όμως που έμαθα να μιλώ και πιο πολύ να ακούω, δε χρειάζομαι την καινούρια αυτή γλώσσα. Η ματιά μας στα ίδια μάκρη, η θερμοκρασία του χεριού του μες στο δικό μου, τ’ όνομά του ή τ’ όνομά μου ψιθυριστά μόνο, ο δρόμος του έργου του που ξαφνικά ανοίχτηκε μπροστά μου προεκτείνουν τη μυστική συνεννόηση αυτής της γνωριμιάς. “Ήρεμη που ’ναι η γνωριμιά μας! ” του είπα όταν ειδωθήκαμε για πρώτη φορά…

Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή μας, με συνόδεψε στο Βόλο με το τρένο, 10 Απριλίου 1938, ημέρα Κυριακή. Αγόρασε τα εισιτήρια όλου του διαμερίσματος, για να μπορεί να μου μιλάει ελεύθερα. Μου μιλάει στον πληθυντικό, δεν μου αγγίζει ούτε το χέρι. Στα γράμματά μου μόνο θ’ αρχίσει να μεταχειρίζεται τον ενικό. Θέλει να βρει ένα σπιτάκι στο Πήλιο κοντά δικό μου, όπου κατοικούσα παντρεμένη εδώ και κάμποσα χρόνια. Την Τρίτη φεύγει για την Αθήνα. Τον συνόδεψα ως το τρένο και τότε εγώ τον φίλησα για πρώτη φορά.

Όταν γύρισα στο σπίτι μου, αναρωτήθηκα πότε είχα γνωριστεί μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Δέκα μέρες πριν, δέκα χρόνια, δέκα αιώνες; Όσο και να γύριζα πίσω, δεν έβρισκα το στίγμα αυτής της αντάμωσης. Τότε ο χωρισμός αλάφιασε την ψυχή μου. Η ομορφιά της παρουσίας του, το τρυφερό και έντονο κοίταγμά του, το γλυκό και αυστηρό ήθος και ύφος και στις παραμικρές κινήσεις δεν πρέπει ουδέ στιγμή ν’ απολείπουν απ’ τα μάτια μου…

Η αλληλογραφία άρχισε στις 14.4.1938, μετά το πρώτο μας ταξίδι στο Βόλο και συνεχίστηκε ως τον Ιούνιο, που ήρθε κι εγκαταστάθηκε σ’ ένα σπιτάκι κάτω από τη δημοσιά όπου βρισκότανε το Πρεβαντόριό μου, που είχα κτίσει δυο χρόνια πριν, συνεπαρμένη απ’ την αγάπη μου για παιδιά, και όπου κατοικούσα μόνιμα.

Τον Ιούνιο (του 1938) άρχισε μια καινούρια σειρά από τρυφερά σημειώματα κι ερωτικά γράμματα, κι ας βλεπόμαστε κάθε νύχτα ως τις πέντε το πρωί…

Τα γράμματα από τις 6 ως τις 10 Αυγούστου του 1938 είναι από την Αθήνα, όπου πήγε για λίγες μέρες. Αυτά τα γράμματα είναι σαν Χαιρετισμοί και μόνο σ’ ένα απ’ αυτά ξεστομίζει για το παιδί που θέλει από μένα… Από δω κι εμπρός θα είναι η καθημερινή προσευχή του μαζί με την αγωνία του για το μεγάλο μας δρόμο και προορισμό, πότε θα νικηθούν τα εμπόδια που μας τριγυρνάνε και πώς θα πραγματοποιηθεί το δικό μου ξερίζωμα από την πρωτύτερη ζωή μου. Ο θάνατος του πατέρα μου σ’ αυτό το καλοκαίρι, μια αρρώστια που μ’ έφερε στο χείλος του τάφου κι η σωματική αδυναμία μου που ακολούθησε, όλα φοβίζουνε τον Άγγελο για το μεγάλο μας ξεκίνημα…

Έπειτα από τα χριστουγεννιάτικα γράμματα, που τελειώνει και η χρονιά της γνωριμιάς μας, άρχισε ο καινούριος χρόνος (1939) με τη Μεγάλη Είδηση που περιμέναμε από το καλοκαίρι [εννοεί την εγκυμοσύνη της]. Την Πρωτοχρονιά τού είπα στο τηλέφωνο: “Δεν έχεις πια τίποτε να ζητήσεις από το Θεό!” Αυτό το Μέγα Μήνυμα τραντάζει την καρδιά του από χαρά, πίστη, αγαλλίαση κι αγωνία μαζί για την υγειά μου, για την ηρεμία μου, για το χωρισμό μας και την ευθύνη μας απέναντι στο Θεό τη σημαντική αυτή ώρα…

…Έφτασα στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου του 1939 με το τρένο πάλι. Ο Άγγελος με περιμένει και μόλις με βλέπει σκύβει και μου φιλεί τα γόνατα και με κρατάει, τρέμοντας για κάθε μου βήμα, για κάθε μου κίνηση. Για λίγες μέρες θα μείνομε στην Αθήνα, στο σπίτι της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου 23, όπου μου έχει ετοιμάσει ένα ωραίο δωμάτιο με πολλά λουλούδια κι ένα παλιό εικονισματάκι της Παναγιάς με το Χριστό…

Θα φύγομε να ζήσομε στο σπιτάκι της Σαλαμίνας που είχε νοικιάσει… Είναι ένα γλυκύτατο ερημικό σπιτάκι πάνω στη θάλασσα, κτισμένο από ’να καλόγερο, ένα ισόγειο δωμάτιο μ’ ένα κουζινάκι κι ένα άλλο από πάνω, με μια χαριτωμένη σκάλα, κι ένα λιακωτό που το μεταχειριζόμαστε για μπάνιο.

Μόνη μας συντροφιά το τζάκι ως τη βαθιά νύχτα, η θάλασσα, ο αέρας…

…Μια νύχτα του Μάρτη (του 1939) χάθηκε το αστέρι μας [εννοεί το παιδί τους], πριν προλάβουμε καν τη φεγγοβολή του!

Γυρίσαμε στην Αθήνα τσακισμένοι. Εγώ θέλω να φύγω για τιμωρία κι εξιλέωση στο βουνό. Τότε ο Άγγελος παίρνει τα στεφάνια…, μου ακουμπάει το δικό του στο κεφάλι μου και το δικό μου εγώ στο δικό του και ορίζει πως αυτός είναι ο επίσημος γάμος μας.

Ο Έρωτάς μας είναι πάντα στο ίδιο καυτό κλίμα, η ανάγκη της παρουσίας τού ενός για τον άλλον έχει φτάσει στο κορύφωμα της ένωσης, άγγιξε τα σύνορα του φόβου θα ’λεγα…

Τον Απρίλη θα κατεβεί ο άντρας μου απ’ το βουνό να με ρωτήσει ποιαν απόφαση πήρα. Δεν μπορώ και δεν θέλω να περιγράψω την απάντησή μου. Γυρίζω στον Άγγελο. Το τράνταγμα για τον άντρα μου είναι συθέμελο και παθαίνει ένα φριχτό νευρικό κλονισμό. Ένας φίλος μας έρχεται στο σπίτι να με πάρει. Ο Άγγελος δεν θέλει ούτε την πόρτα ν’ ανοίξει. Τότε ο φίλος μας αρχίζει και φωνάζει από το δρόμο την κατάσταση του Γιώργου. Δεν αντέχω αυτόν τον σπαραγμό και τότε ξαναγυρίζω με τον Γιώργο στο βουνό, ώσπου να βρούμε κάποια ηρεμία. Θα μείνω πέντε μήνες εκεί, από τον Απρίλη ως την πρώτη Σεπτεμβρίου 1939… Τα γράμματα που ακολουθούν αυτό το χωρισμό δείχνουνε σε ποια ξέφρενη απελπισία παραδοθήκαμε ολόσωμοι. Ο πόνος δεν ήτανε μόνο ψυχικός, κάτι άλλο σκληρό κι ανελέητο συνέβηκε, σα να μας ανασπάσανε τη σάρκα από τα κόκαλα και χάσαμε την ισορροπία και το μέτρο που απαιτούσε αυτή η ώρα...

Στις 10 Μαΐου, γυρίζοντας από την Αθήνα με τον Άγγελο που με συνόδεψε ως τη Λάρισα, μίλησα στον άντρα μου για την απόφασή μου να φύγω αμέσως. Γράφω την ίδια μέρα στον Άγγελο την είδηση, αλλά πως θα πρέπει να μείνω ως την 1 Σεπτεμβρίου να φροντίσω τη λειτουργία του Πρεβαντορίου…

Τα γράμματα αυτής της εποχής ίσως είναι από τα σημαντικότερα στο έργο του για την αξιολόγηση του ψυχικού του δυναμισμού, του αισθηματικού του πλούτου και της συνέπειας στην “Υπέρτατη Αρχή” που έταξε για τη ζωή του, για τη ζωή μας…

Όταν πήγα στο ξενοδοχείο του Βόλου την 1 Σεπτεμβρίου 1939 όπου με περίμενε για να φύγομε, τον είδα σ’ ένα άνοιγμα μπροστά, δεν έβλεπα τα χαρακτηριστικά του με το φως που τον τύλιγε, μα ήταν Εκείνος, στάθηκα απέναντί του και του είπα ό,τι θα ’λεγα αν πήγαινα στο μοναστήρι που ήθελα να πάω μικρό κορίτσι: “Ιδού εγώ, ήρθα!” Και κείνος με κοίταξε ώρα πολλή χωρίς να πει λέξη, μόνο με πήρε από το χέρι και κατ’ ευθείαν στο καράβι.

Στο σπιτάκι της Σαλαμίνας ξαναπήρα ανάσα… Ο Άγγελος, ένας άγγελος, φωλιάζει το χέρι του μες στο δικό μου και περνάει μαζί μου τη Στενή Πύλη με υπομονή και τρυφεράδα. Στο σούρουπο ξεμυτίζομε για λίγα βήματα μες στο δάσος ή περιμένομε ν’ ανηφορίσει το φεγγάρι για να τ’ απαντήσομε με το βαρκάκι καταμεσής της θάλασσας.

Όταν ανάλαβα λίγο, γυρίσαμε στην Αθήνα και στήσαμε το “σπίτι μας” στο διαμέρισμα της οδού Πάνου Αραβαντινού 1, όπου ζήσαμε όλα μας τα χρόνια…

Μόλις τελειώσαμε την εγκατάσταση του σπιτιού, ξαναγυρίσαμε στο νησί μας με το γλαυκό φως. Αν ήξερα να ζωγραφίζω, σ’ αυτή τη γωνιά θε να τοποθετούσα τον παράδεισο…

Όσο βαριά και να κοιμάται ο Άγγελος, στην παραμικρή μου κίνηση ξυπνάει και είναι έτοιμος για τη ζωή, να πει χίλια χάδια, να σηκωθεί να βγούμε στα χωράφια, ν’ απαγγείλει, να φάει, να γελάσει, να θυμηθεί τι του έγραφα ή τι μου έγραφε, κι εγώ σχεδόν λαχανιασμένη και σαν μέσα σ’ όνειρο να προσπαθώ να τον προλάβω σ’ αυτόν τον καλπασμό! Πηγαίνομε ως το Μουσείο του Άργους, για να μου δείξει το τρυφερό μαρμάρινο κεφαλάκι ενός παιδιού, κι άλλη φορά ως το θέατρο της Επιδαύρου. Στέκει στη μέση της ορχήστρας και μου απαγγέλλει· δεν είναι ψέμα ή ονειροφαντασία αν πω πως η παρουσία του και η φωνή του γεμίζουν το θέατρο από πλήθος και συγκίνηση… Αυτό θα το δω χίλιες φορές στη ζωή μας, ν’ αλλάζει με την παρουσία του ένα τοπίο ή ένα φτωχόσπιτο και να σε μεταφέρει σ’ άλλα μάκρη ή σ’ ένα χώρο αλλοτινού κόσμου.

Ήρθε ο καιρός να ετοιμαστούμε για το γάμο μας. Τέλειωσαν οι διατυπώσεις, τα χαρτιά, οι αποφάσεις. Ο Άγγελος θέλει να γίνουν όλα με τη μεγαλύτερη επιμέλεια κι επισημότητα για το μυστήριο που περιμέναμε τόσον καιρό… Κι όταν τελειώσαμε τις ετοιμασίες, αποτραβηχτήκαμε για λίγες μέρες περισυλλογής στο νησί μας. Γυρίσαμε το Σάββατο στην Αθήνα με καθαρά μάτια και καθάρια την ακοή από σιωπή και συγκέντρωση. Την Κυριακή μεταλάβαμε στο εκκλησάκι της Πλάκας που ’χε τη εικόνα της Αγίας Άννας… Και τη Δευτέρα τ’ απόγεμα 17 Ιουνίου 1940, ημέρα του Αγίου Πνεύματος, φορέσαμε τα νυφικά μας και πήραμε το δρόμο που ’χει “σημάδι του ιερό την Ελευσίνα”. Μπήκαμε στον αρχαιολογικό χώρο, λίγο πριν πέσει η νύχτα, κι όχι δεν ήταν όνειρο η “θεία ετούτη μέρα”.

Διαβήκαμε το δρομάκι ανάμεσα “σ’ ορατά κι αόρατα”, και φτάσαμε στο εκκλησάκι της Παναγίτσας που βρίσκεται πάνω στο λόφο. Ο παπάς έδειξε έναν μικρό βωμό ακριβώς έξω από το εκκλησάκι κι είπε στον Άγγελο πως αυτή ήταν η “Αγέλαστη Πέτρα”, όπου κάθισε η Δήμητρα να συλλογιστεί την κόρη της. Άλλο δεν ήθελε ν’ ακούσει ο Άγγελος, να γεφυρώσει τη ζωή μας με τ’ αόρατα, κι ο γάμος μας δεν έγινε στο εκκλησάκι μέσα, παρά στο βωμό της Δήμητρας. Είχε νυχτώσει πια και μόνο το φεγγάρι μεσούρανα κι οι λαμπάδες που τις κρατούσαμε μόνοι μας, με τρεμάμενη τη φλόγα τους και την καρδιά μας, φωτίζανε το μυστήριο. Και μπροστά στο θάνατο μπορώ να το πω: Δεν έγινε ποτέ ωραιότερος γάμος!

Πήγαμε κατ’ ευθείαν με το αυτοκίνητο ως το σπιτάκι της Σαλαμίνας. Αυτό το πέρασμα στη φεγγαρόλουστη θάλασσα, εγώ με τα νυφιάτικά μου που τ’ ανέμιζε ο αέρας, επήρε ένα συμβολισμό, σα να ’γινα εγώ η βάρκα και ο περατάρης για την άλλη όχθη όπου μας περίμενε “η Μέθη της ενότητάς μας”, “η αυγή του καινούριου σύμπαντος”, και με το χέρι μου μες στο χέρι του θα βυθιζόμαστε στη γνωριμιά άλλων κόσμων!»

Τα γράμματα του Άγγελου Σικελιανού προς την Άννα, από τα οποία μόνον μερικά αποσπάσματα θα παραθέσω, καλύπτουν το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 1938 μέχρι και τον Οκτώβριο του 1947.


Πέμπτη, 14.4.1938, Αθήνα

Πηγή πηγών, η ένωσή μας είν’ απόλυτη, τελειωτική. Ο κόσμος έχει σβήσει. Αστραπές θεϊκές διαβαίνουνε διαρκώς το νου μου. Το βλεφαροσάλεμά Σου μου σκεπάζει και μου ξεσκεπάζει το βυθό του σύμπαντος και του εαυτού μου. Ο κόσμος τώρα πρέπει να ξαναπλαστεί!

Σάββατο, 16.4.1938, Αθήνα

Άννα μου!

Η ζωή μου όλη έχει κριθεί. Δεν Σου την έδωσα. Σου δόθηκε απ’ την πρώτην ώρα μ’ όλες της τις ρίζες…

Άννα, η ζωή μου έχει κριθεί. Να ξέρω μόνο πως τη θέλεις, πως μπορεί να μπει ποτιστική κι ακοίμητη στο περιβόλι της ψυχής Σου!...

Δευτέρα, 18.4.1938

Ψυχή ήταν η φωνή Σου, Αγάπη μου, ζεστή ήταν η φωνή Σου, κι έσμιξε με το αίμα μου και μου χτυπάει μες στην καρδιά μου και τη νιώθω αδιάκοπα μες στο σφυγμό μου!

Ω μακρινό μου κάλεσμα, γλυκό, γλυκό!

Κι εγώ δεν ήρθα ακόμα, Αγάπη μου, για να ριζώσω εκεί, στα πόδια Σου, στον ίσκιο των φτερών Σου, να βυθίσω έξω από τον κόσμο, πάνω από τον κόσμο, ολόκληρη την Ύπαρξή μου, την αληθινή, τη ζωντανή, την αιώνια Ύπαρξή μου, που μου την ξανάδωκες Εσύ, στην πρώτη αθάνατή της λάμψη, την αμόλυντη…

Α, πες μου, πες μου, Αγάπη μου, πως δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει δύναμη ποτέ, μικρή ή μεγάλη, που να σκιάσει το Μυστήριο και το Θάμα που μας ένωσε! Πες μου πως κούνια, κλίνη, τάφος γίναν ένα και στους δυο μας και πως οι ψυχές μας, το αίμα μας, τα κόκαλά μας αξεχώριστα θ’ ανάψουνε στον κόσμο, σ’ όλο του το νόημα, της Ανάστασης το Φως!

Πώς Σε ζητάει, πώς σε ζητάει σήμερα, Γλυκιά μου, ο Άνθρωπός Σου!

Ας άγγιζα μονάχα σήμερα την άκρη από το φόρεμά Σου, ας έφτανα ως τα πόδια Σου, ως τα πόδια σου μοναχά αυτή την ώρα, για να πιω, να πιω, να πιω, σα σε πηγή!

21.4.1938, Σαλαμίνα

Άννα μου, πνοή μου!

Αν απ’ την πρώτην ώρα Σου ’λεγα για το σπαραγμό του χωρισμού μας, θα ’τανε σα να ’βγανα από την καρδιά μου το μαχαίρι οπού εκείνη τη στιγμή μπήκε βαθιά ως το κόκαλο, και ν’ άφηνα το αίμα μου όλο να χυθεί. Το κράτησα μες στην καρδιά μου για να ζήσω, να μπορέσω να Σε ξαναϊδώ, κι αν θέλεις να μη φύγω από κοντά Σου πια! Κι όλα τα λόγια μου που Σου ’γραψα στο μεταξύ ήτανε βγαλμένα από τη μεγάλη πειθαρχία του Πόνου. Τίποτ’ άλλο…

22.4.1938, Σαλαμίνα

Το ξέρω, θησαυρέ μου, πως τα λόγια μοναχά δεν δημιουργούνε «Παρουσία»…

Εδώ είμαι μόνος, τέλεια μόνος, μ’ άμετρη σιωπή μες στο σπιτάκι, με τη βουή της θάλασσας τριγύρα μου, με τη φωτιά που καίει σιγά – σιγά στο τζάκι έναν ολάκερο κορμό, λες κι είναι αιώνας ή θεός, που καταλύεται αγάλι – αγάλι μες στη φλόγα!

Σ’ αγαπώ και σε κοιτάζω αδιάκοπα στα μάτια με μια τέτοια απόφαση και πίστη, καθώς σήμερα κοιτάζω αυτή τη φλόγα, κι όπως κάποια μέρα θα κοιτάξω πρόσωπο με πρόσωπο το Θάνατο!...

Άννα μου (στ’ όνομά Σου μέσα απλώνετ’ όλη μου η Ζωή), Αγάπη μου Άννα!

19.5.1938

…Γλυκό μου φως, αναπνοή μου, αίμα μου, Ένα μου, θεϊκά μαλλιά μου, μάτια μου, σφραγίδα της καρδιάς μου, στόμα μου γλυκό, απαντοχή μου, λύτρωσή μου, Αγάπη μου, …Δεν θ’ αργήσω να ’ρθω. Κράτησέ με αρμονικά, απαλά, γλυκά όπως μας αξίζει. Μη μου τυραννιέσαι, αφού υψώθηκες μαζί μου μια για πάντα στον υπέρτατο Βωμό!

20.6.1938

Πνοή μου μονάκριβη, φροντίδα μου άγια, ακοίμητη, άσβηστη, Άννα… Η ψυχή μου και το σώμα, σε χαρά και πόνο, πλάι Σου πια ως τον τάφο, μες στον τάφο, πέρα από τον τάφο!

Άννα μου, Άννα μου, Άννα! Στα θεία Σου πόδια, όλα του νου και της καρδιάς μου τα φιλιά!

Κυριακή, 1.1.1939

Ακροστεφάνωμα όλης μου της ζωής,

η Πίστη μου κι η Δόξα μου κι η Απαντοχή μου!

Ο χρόνος που ξημέρωσε ας μας σμίξει απόλυτα, αξεχώριστα, άρρηκτα, για τη ζωή και για το θάνατο, και Σου το τάζω πως ο νέος, «ο μείζων Αιώνας» για όλους τους ανθρώπους από μας θα γεννηθεί!

Τρίτη βράδυ, 3.1.1939

…Γονατιστός Σου γράφω, λατρεμένη μου, μπρος στο βωμό και μπρος στην Άγια Τράπεζα της Θείας κοιλιάς Σου, μπρος στον άρρητον ανθό της Ομορφιάς Σου, μπρος στο Θείο, το άναρχο λειτούργημα του Μυστηρίου βαθιά Σου!

Θεέ, σε ποιους βυθούς συγκίνησης υπέρτατης σκιρτά αμολόγητα το πνεύμα μου, Άννα!...

Τετάρτη, 4.1.1939

Βωμέ ολόκληρης της ζωής μου,

Άσβηστε βωμέ του νου μου, της καρδιάς μου, του αίματός μου, γονατίζω εμπρός Σου μέρα – νύχτα και Σου δέομαι: «Την υγειά Σου, Αγάπη, Αγάπη μου», στην πλάσην όλη δεν υπάρχει άλλο αγαθό την ώρα αυτή!

Λατρεία μου, πύρινη, θεϊκή μου Αγάπη, την ΥΓΕΙΑ Σου!

Ξέρε πως σηκώνεις μες στα σπλάχνα Σου το Θεό!

2.7.1939, Αθήνα

Είσαι δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες τού είναι μας είναι μπλεγμένες κάτω από το χώμα κι ολοένα μπλέκονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας…

Νύχτα 5 – 6.8.1942 [Αθήνα]

Κλέβω, Πνοή μου, από τις ώρες της νυχτός, γιατί και ’δω αγρυπνώ, αγρυπνώ στη σκέψη Σου που ’ναι για με ό,τι η αφή σ’ ένα τυφλό!...

…Ένα χτυποκάρδι είν’ όλη μου η ύπαρξη για Σένα, τίποτ’ άλλο!

[Μάρτης 1943, Κηφισιά]

…Στον αέρα, που φυσάει σήμερα και σείει τόσο γλυκά τα δέντρα και τα διαποτίζει καθώς κι όλα τ’ άλλα, ανάσανε την αναπνοή της λαχτάρας μου! Ζω από Σε, ΓΙΑ ΣΕ! Μην το ξεχνάς ούτε στιγμή!

24.2.1946, Φανερωμένη της Σαλαμίνας

Πνοή και ζωή μου μοναχή!

Το ξέρεις πως εδώ όλα είν’ Εσύ, κι η γη κι η θάλασσα και τα βουνά κι ο αέρας, όλα…, όλα, ζωή και όνειρο είσ’ Εσύ! Μα η Παρουσία είν’ ακόμα τόσο πιο βαθιά σε τούτη τη σιωπή, που δεν μπορεί να τη μετρήσει ο λόγος. Είν’ ακόμα πιο βαθιά και πιο βαθιά. Τη νύχτα ονειρευόμουνα πως μου φυτρώσανε φτερά στους ώμους και πετούσα ελεύθερα από πάνω από τη θάλασσα, σα γλάρος, να ’ρθω να Σε βρω…

20.9.1947, Φανερωμένη

…Έχω πάντα μπρος στα μάτια μου το «Δεκάλογό» Σου. Κι Εσύ έχε το «μονόλογό» μου: «Αγάπα με όπως σ’ αγαπώ!»

Υ.Γ. Πρόσεχε να μην κουράζεσαι…

…Από Σε, για Σε κρατιέμαι ακόμα στη ζωήν ετούτη.

Σ’ αγαπώ!

[Είναι οι τελευταίες λέξεις από το τελευταίο γράμμα του Άγγελου προς την Άννα (τέλος του 1947)].

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση των «Γραμμάτων στην Άννα», εγώ προσωπικά ένοιωσα ένα κράμα ευφορίας της ψυχής και βαθιάς συγκίνησης· της συγκίνησης, που κατακλύζει την ψυχή μου, κάθε φορά που βλέπω, ακούω ή διαβάζω κάτι… υπέροχο! Και πραγματικά αυτός ο Απόλυτος Έρωτας του Άγγελου για την Άννα, αυτό το ιερό, το ιδανικό, το σχεδόν εξωπραγματικό Αίσθημα είναι κάτι που ακόμη κι αυτή η λέξη «υπέροχο» είναι φτωχή για να το αποδώσει…

Για ένα πράγμα είμαι απόλυτα σίγουρη: πως «αυτά τα γράμματα, που έχουν την ίδια ευλάβεια, την ίδια ευγένεια και τρυφεράδα με όλα όσα έγραψε ο Άγγελος σ’ αυτή τη διάρκεια, μας τοποθετούν όλους, σύμφωνα με το λόγο του, μπροστά στον ίδιο ορίζοντα της Αιωνιότητας, όπου του λοιπού θα είμαστε αχώριστα ενωμένοι!», όπως χαρακτηριστικά γράφει η Άννα Σικελιανού στον επίλογο του Εισαγωγικού Σημειώματος του βιβλίου της…

Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου

*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

"Ο Πόλεμος": Μία αναφορά στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου - Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη*

11 Οκτωβρίου 2019, 23:43
Έχοντας ακόμη καλά κλεισμένο στο δισάκι της μνήμης το νόημα και τις μορφές των ...

Λογοτεχνία: Γιώργου Θεοτοκά, "Ελεύθερο Πνεύμα"

01 Οκτωβρίου 2019, 22:47
Αποσπάσματα από ένα πολύτιμο βιβλίο που γράφτηκε 90 χρόνια πριν -ακόμα ψάχνουμε να βρούμε ...

Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας στον Νίκο Χρυσό

23 Μαϊου 2019, 23:18
Στον Νίκο Χρυσό και το μυθιστόρημά του «Καινούργια μέρα» (Καστανιώτης, 2018) απονεμήθηκε το Βραβείο ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0