Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Μάνου Χατζιδάκι «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (έργο 22 [1964]) - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Αρχική | Μουσική | Ελληνική Μουσική | Μάνου Χατζιδάκι «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (έργο 22 [1964]) - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Πριν από λίγες μέρες – και συγκεκριμένα στις 15 Ιουνίου – συμπληρώθηκαν 17 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι (Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994). Ως απότιση ελάχιστου φόρου τιμής στη μνήμη του κορυφαίου μας μουσικοσυνθέτη, σκέφθηκα να αναφερθώ σε ένα από τα πιο γνωστά, τα πιο σημαντικά κι αγαπημένα απ’ όλους μας έργα του, στο περίφημο «Χαμόγελο της Τζοκόντας», έργο 22 [1964].

Ως προς την πηγή έμπνευσής του, ο ίδιος ο συνθέτης έχει γράψει τα εξής:

«Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη, με μουσικές, με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα, το Φθινόπωρο του 1963, όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή, με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της, χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει, μόνη, έρημη μες στο άγνωστο πλήθος που την σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντάς την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχισε να φυσά.

Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε, κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να το καταλάβω, είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του «Ριτζιόλλι» και στη βιτρίνα του, απέναντί μου ακριβώς, βρισκότανε ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι, με την Τζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυσμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στο δρόμο.

Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου.

Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα, έρημη μες στη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι ένας μονόλογός της, κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί…».

Το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» ηχογραφήθηκε τον Απρίλιο του 1965, στη Νέα Υόρκη. Ο δίσκος κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Αμερική, με δώδεκα τραγούδια, την ίδια δε χρονιά κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, χωρίς τα τραγούδια «Οι Αθλητές» και «Ο Στρατιώτης».

Η πρώτη σύνθεση του έργου φέρει τον τίτλο «Όταν έρχονται τα σύννεφα»…

«Τα σύννεφα πυκνά – πυκνά μαζεύονται κι απειλούν την ισορροπία μου σ’ έναν αβέβαιο κόσμο.

Ας μπορούσα να τα σταματήσω…

Ας μπορούσα να διαφύγω μέσα από μια στενή λουρίδα ουρανού.

Πού θα με πήγαινε και ποιον θα συναντούσα εκεί;

Όμως τα σύννεφα έχουν μαυρίσει τον ορίζοντα, την πόλη, την καρδιά μου, και κάθε ελπίδα έχει χαθεί.

Τα σύννεφα είναι κατάρα κι απειλή. Τα σύννεφα με σκεπάζουν.

Κι είναι σιωπή» γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις. Κι όμως ο καθένας από μας, ακούγοντας αυτή τη θεσπέσια μελωδία, βρίσκεται σ’ έναν κόσμο ονείρου, όπου τα σύννεφα δεν είναι βέβαια ούτε «κατάρα» ούτε «απειλή», αλλά ο χώρος του απόλυτου και αναλλοίωτου κάλλους…

«Απ’ το ανοιχτό παράθυρό μου κοιτάζω τα σύννεφα και πέφτουν στάλες – χωρίς να καταλάβω αν είναι απ’ τα μάτια μου ή από τον ουρανό – στα λουλούδια που καλλιεργεί στο δικό της παράθυρο η κοντέσα Εστερχάζυ, ακριβώς κάτω από το δικό μου δωμάτιο.

Ο γιος της κοντέσας, μαθητής, που διάβαζε στο παραθύρι, είδε τις στάλες, γύρισε και με κοίταξε και μου χαμογελάει. Η κοντέσα έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, τον πήρε μέσα και του ’δειξε τα σκυθρωπά πορτραίτα των προγόνων θυμίζοντάς του πως ποτέ ένας Εστερχάζυ δεν χαμογελάει στον ουρανό» γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις για την «Κοντέσα Εστερχάζυ», που αποτελεί και τον τίτλο της δεύτερης σύνθεσης του έργου. Η μελαγχολία που αποπνέει η σύντομη ιστορία αποτυπώνεται θαυμάσια στην μελωδία αυτή, που όσες φορές κι αν την ακούσουμε μας προξενεί πάντοτε τη συγκίνηση της πρώτης φοράς…

Η τρίτη κατά σειρά σύνθεση του έργου τιτλοφορείται «Η παρθένα της γειτονιάς μου», για την οποία ο συνθέτης έχει γράψει τα εξής:

«Την ίδια ώρα οι γείτονές μου, περίεργοι, έκπληκτοι και βιαστικοί, μαζευόντουσαν στην εκκλησιά να δουν το θαύμα που από στόμα σε στόμα είχε μαθευτεί. Η Παναγία κλαίει. Τρέχω κι εγώ, μα από τον κόσμο δεν μπορώ να μπω. Όλοι μιλούν με φόβο και με περιέργεια για το θαύμα. Είναι η μοναδική Παναγία της πολιτείας που κλαίει κι είναι πολύ για τη μικρή κι ασήμαντη γειτονιά μας. Παρακαλώ για να μ’ αφήσουνε να μπω, θέλω να δω, με σπρώχνουν, με πατούν, πονώ, ίσαμε που άρχισα να κλαίω κι εγώ.

Μα ξαφνικά σαν μ’ είδανε να κλαίω, όλοι τους γύρω μου φτιάξανε κύκλο και σιγά – σιγά απομακρυνόντουσαν από κοντά μου ταραγμένοι αφήνοντάς με μόνη στο κέντρο ενός κύκλου που ολοένα μεγάλωνε, κι εγώ να κλαίω, να κλαίω και να γίνομαι ένα μικρό σημάδι της πολιτείας, ενώ αυτοί να φεύγουν και να χάνονται στους γύρω δρόμους ψελλίζοντας: Η Παναγία που κλαίει».

Η τόσο γνωστή κι αγαπημένη αυτή μουσική ανακαλεί αμέσως στη μνήμη μας το τραγούδι «Μες σ’ αυτή τη βάρκα» (σε στίχους του Γιώργου Ρούσσου), που είχε τραγουδήσει η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Μανταλένα».

Ιδιαίτερα ατμοσφαιρική… είναι η «Βροχή», η τέταρτη σύνθεση του έργου, για την οποία ο Μάνος Χατζιδάκις έχει σημειώσει τα εξής:

«Τότε με είδε ο ουρανός κι έκλαψε κι αυτός. Μια καταιγίδα ξέσπασε κραυγάζοντας κι ενώθηκε με τις κραυγές και τις δικές μου και καθενός που βρέθηκε σ’ αυτή την πόλη μοναχός.

Ίσαμε που ένα σφύριγμα σκίζει την πολιτεία στα δύο και ξεψυχάει στα πόδια μου, αφήνοντας να διαφανεί ο παλιός ήχος από ένα τσέμπαλο, που μες στη νύχτα με οδήγησε στο εσωτερικό ενός σιωπηλού σπιτιού – ενός σπιτιού που κατοικεί η μητέρα μου».

Ο γραπτός λόγος του Μάνου Χατζιδάκι χαρακτηρίζεται από την ίδια ακριβώς ευαισθησία, που αποπνέει και η μουσική του. Στη συγκεκριμένη σύνθεση, το «κλάμα του ουρανού» και το «ξέσπασμα της καταιγίδας» γίνονται πράγματι εμφανή από τις πρώτες κιόλας νότες. Το εκπληκτικό φινάλε μοιάζει στ’ αλήθεια, σαν ένα ουράνιο τόξο που λάμπει ολόφωτο μετά τη βροχή, να οδηγεί σ’ έναν λατρεμένο χώρο, στο σπίτι της μητέρας…

Για την «Προσωπογραφία της μητέρας μου» ο Μάνος Χατζιδάκις έχει γράψει:

«Η μητέρα μου είναι γλυκιά και τρυφερή και μ’ αγαπάει. Θα ’θελε να ’χε σταματήσει ο χρόνος εκείνη τη στιγμή που μ’ έχει αντίκρυ της και με κοιτάζει. Γνωρίζω εκείνη τη στιγμή καλά, μα δεν μπορώ ούτε μπορεί να τη σταματήσει.

Κι έτσι θα μείνει πάντα στη μνήμη μας, ευγενική και τρυφερή να καρτεράει μια δυο στιγμές που πέρασαν, μια δυο στιγμές που έζησα μοναδικά για κείνη».

Αυτή ακριβώς η γλυκύτητα, η τρυφερότητα και η ευγένεια του προσώπου και της εν γένει παρουσίας της μητέρας αποτυπώνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σ’ αυτή την υπέροχη μελωδία που όλοι μας έχουμε αγαπήσει και ξεχωρίσει…

Ο χαρακτήρας της έκτης σύνθεσης του έργου, που τιτλοφορείται «Το κοντσέρτο», είναι ερωτικός. Η αναζήτηση του τρυφερού ερωτικού συντρόφου, η ανάγκη έστω μιας ψευδαίσθησης και, τέλος, η συνειδητοποίηση της απέραντης μοναξιάς μας αποτελούν τα θεματικά μοτίβα αυτής της συγκλονιστικής σύνθεσης. Ο ίδιος ο συνθέτης έχει σημειώσει τα εξής:

«Βρίσκομαι σε μια αίθουσα συναυλιών.

Παίζουν Βιβάλντι και με το πρώτο θέμα βλέπω το κάθισμα πλάι μου αδειανό. Αρχίζω να σε φτιάχνω με τη φαντασία μου και να σε βλέπω πλάι μου ν’ ακούς μαζί μου μουσική. Όμως έρχεται πάλι το πρώτο θέμα και μου δείχνει το κάθισμά σου αδειανό. Σε ξαναφτιάχνω με αγωνία και για να μη μου φύγεις πιάνω το χέρι σου και στο κρατώ μες στο δικό μου, ίσαμε που ’ρχεται ξανά το πρώτο θέμα κι αφήνει άδειο το κάθισμά σου.

Χαϊδεύω τ’ άδειο κάθισμα που ’ναι ζεστό από το κορμί σου, αρχίζω πάλι πλάι μου να νιώθω την αναπνοή σου, αλλά το πρώτο θέμα οριστικά, τυραννικά κι απελπισμένα μου φανερώνει την αλήθεια.

Εγώ είμαι μόνη, το κάθισμα άδειο κι εσύ δεν υπάρχεις».

Στην ιδιαίτερα μελαγχολική και υποβλητική σύνθεση «Ο κ. Νολλ», κύριο θέμα αποτελεί η επίσκεψη του θανάτου, με τη μορφή ενός ξανθού νέου, σε μια νεαρή γυναίκα, η οποία δεν είναι ακόμη έτοιμη να τον δεχθεί. Ο συνθέτης περιγράφει την ιστορία με τα ακόλουθα λόγια:

«Βγαίνοντας με πλησιάζει ένα ξανθό νέο παιδί. Όλοι από γύρω μας εξαφανίστηκαν και μείναμε μόνοι οι δύο κι αυτός να με κοιτάζει λίγο θλιμμένα και λίγο ειρωνικά. Μου λέει: “Είμαι μια περίπτωση Νέου, που θα ’θελε να σας γνωρίσει”. Του απαντώ πως είμαι ολομόναχη και πως δεν είμαι έτοιμη να τον δεχτώ. Κι ήθελα τόσο πολύ – μα δεν τολμούσα. Εκείνος μου χαμογέλασε, είπε “Κρίμα”, και άφησε στα χέρια μου μια κάρτα του, μα ώσπου να δω τι έγραφε, είχε εξαφανιστεί. Η κάρτα είχε εξαφανιστεί. Η κάρτα είχε τυπωμένες δυο μόνο λέξεις: “Νολλ, ο Θάνατος”».

Για τους «Δολοφόνους», την όγδοη κατά σειρά και μικρότερης διάρκειας σύνθεση (1.59΄΄), ο Μάνος Χατζιδάκις έχει σημειώσει τα εξής:

«Αυτόματα γύρω μου αστράψανε φώτα πράσινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, ο κόσμος πηγαινοερχόταν, μου ρίχνανε ματιές που με κορόιδευαν, μου τρύπαγαν τα σωθικά, με τις φωνές τους πρόστυχες σκίζαν τα ρούχα μου, περνούσανε βελόνες στο κορμί μου, έτρεχα να γλιτώσω, μα από παντού ξεφύτρωναν οι Δολοφόνοι.

Δεν νομίζω ότι η συγκεκριμένη ψυχική αναστάτωση, η αγωνία και η ανάγκη διαφυγής θα ήταν ποτέ δυνατόν να αποδοθούν μουσικά με καλύτερο τρόπο…

Σε μιαν απέραντη θάλασσα μελαγχολίας μας ταξιδεύει η προτελευταία σύνθεση με τίτλο «Βραδινή επιστροφή», για την οποία ο συνθέτης έχει γράψει τα ακόλουθα:

«Τέλος βρέθηκα στην απομακρυσμένη γειτονιά μου, σκισμένη, ματωμένη και τσακισμένη, χωρίς ζωή, να περπατώ στον έρημο μα γνώριμό μου δρόμο, μ’ όλα τα σπίτια σιωπηλά, να με κοιτάζουν εχθρικά να προσπερνώ, θλιμμένη αβάσταχτα, γιατί δεν σταμάτησα τη στιγμή που θέλησε η μητέρα μου, γιατί δεν είπα “ναι” στον κ. Νολλ, γιατί δεν άφησα να μ’ αφανίσουν οι δολοφόνοι.

Τώρα ένας έναστρος μα παγωμένος ουρανός με συνθλίβει και με κάμει να τρέχω, σέρνοντας τα βήματά μου προς το σπίτι μου».

Για την τελευταία σύνθεση «Χορός με τη σκιά μου» – ο Μάνος Χατζιδάκις έχει γράψει, μ’ αυτή την ιδιαίτερα γλαφυρή, δυνατή και ζωντανή γραφή του:

«Σαν μπήκα σπίτι μου άρχισα να χορεύω. Ο ήχος μιας μπάντας με παρασύρει. Σκίζω τον τοίχο, βρίσκομαι στους δρόμους, χρωματισμένους εφιαλτικά κι οι μπάντες να χτυπάνε τους ρυθμούς ξέφρενα, ενώ εγώ χάνομαι μες στο χρόνο, μόνη, έρημη, αινιγματική, μέσ’ από κει που ήρθα, αφήνοντας πίσω μου ένα χαμόγελο παντοτινό στη μνήμη των ανθρώπων.

Γιατί κανείς ποτέ δεν θα γνωρίσει αν ήρθα, αν έφυγα κι αν πράγματι υπήρξα κάποτε τυχαία ανάμεσά τους».

Πρόκειται για μια κυριολεκτικά «μεγαλειώδη» σύνθεση, που μας αφήνει άφωνους με τη μαγεία και τη δύναμή της…

46 χρόνια έχουν περάσει από τότε που κυκλοφόρησε «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» του Μεγάλου μας Μάνου… Μισός περίπου αιώνας έχει μεσολαβήσει από τότε που πρωτακούστηκαν αυτές οι «θεϊκές» μελωδίες· μελωδίες που όλοι μας αγαπήσαμε και που ο καθένας μας τις έχει καταχωρήσει σ’ έναν ξεχωριστό χώρο της μνήμης και – κυρίως – της ψυχής του… Είμαι σίγουρη πως όλες αυτές οι συνθέσεις θα ζεσταίνουν και θα πλουτίζουν τις ψυχές των ανθρώπων, στα χρόνια που θα έρθουν…

Το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι, εμπνευσμένο από το αινιγματικό εκείνο χαμόγελο της αριστουργηματικής Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι, πραγματεύεται μ’ έναν μαγικό τρόπο την ανθρώπινη μοναξιά, τη μάταιη αναζήτηση της τρυφερότητας και της συντροφικότητας, την ιερότητα της μητρικής αγάπης, τον θάνατο και τελικά την απέραντη θλίψη που νοιώθει ο κάθε άνθρωπος, καθώς συνειδητοποιεί την αβάσταχτη ερημιά του μέσα στην απέραντη ανθρωποθάλασσα που τον περιβάλλει…

Ο Μάνος Χατζιδάκις, εκεί ψηλά, πέρα και πάνω από τα σύννεφα, στην ολόφωτη Γειτονιά… των Αγγέλων όπου βρίσκεται εδώ και 17 χρόνια τώρα, σίγουρα μας βλέπει και γνωρίζει την Αγάπη μας για κείνον και για το αθάνατο έργο του· μιαν Αγάπη που όχι απλώς παραμένει αναλλοίωτη, αλλά γιγαντώνεται όσο τα χρόνια περνούν… Και σίγουρα χαμογελάει μ’ εκείνο το γλυκό, το γνώριμο, το παιδιάστικό του χαμόγελο…


 

Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου.

*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια


 





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Βαγγέλης Παπάζογλου, ο ασυμβίβαστος - Ρεμπέτικο πορτρέτο Νο 4

17 Ιουλίου 2024, 20:59
Γράφει ο Βαγγέλης Ρέτσας* Φωτό: Πολιτιστικός Σύλλογος Βαγγέλης Παπάζογλου Έχουμε αρκετές φορές αναφέρει για την Μεταξική ...

Μπουζούκι και μελοποιημένη ποίηση (Μια άκρως ερωτική σχέση)

23 Φεβρουαρίου 2024, 14:46
Γράφει ο Βαγγέλης Ρέτσας *   Φωτό: Pixabay.com Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 κι ενώ το ...

Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) - Ρεμπέτικο Πορτρέτο Νο 3

21 Ιανουαρίου 2024, 20:58
Γράφει ο Βαγγέλης Ρέτσας* Φωτό: YouTube/PAMPOSCY  Ο Δημήτρης Γκόγκος ήρθε στον κόσμο στις 28 Φεβρουαρίου του ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0