Όψεις της πολιτικής συμπεριφοράς των προσφύγων στην μεσοπολεμική Αθήνα
Η πολεμική δεκαετία 1912-1922 (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία) ήταν η περίοδος υλοποίησης του οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Το ελληνικό κράτος πολλαπλασίασε την επικράτειά του, εντάσσοντας σε αυτή τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και των μικρασιατικών παραλίων. Η κατάληξη του οράματος αυτού ήταν η τραγική, για τους ανθρώπους που υπέστησαν τις συνέπειές της, ήττα του ελληνικού στρατού στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, γνωστή ως Μικρασιατική Καταστροφή. Οι χειρισμοί της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας είχαν ως αποτέλεσμα το βίαιο εκτοπισμό περίπου 1.500.000 Ελλήνων και αρκετών χιλιάδων Αρμενίων από τα μικρασιατικά παράλια προς την Ελλάδα. Η ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε, με την οποία παράλληλα με τον εκτοπισμό των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας εκτοπίστηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνων από την Ελλάδα, σηματοδότησε τη μεγαλύτερη έως τότε αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών παγκοσμίως και αποτέλεσε υπόδειγμα για τις μετέπειτα παρόμοιες πληθυσμιακές «διευθετήσεις» σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, από την εφημερίδα ο "Δρόμος της Αριστεράς"
Μετά την άφιξη των προσφύγων στην Αθήνα προέκυψε ουσιαστικά μια νέα πρωτεύουσα. Μέχρι το 1928 είχαν εγκατασταθεί στην πόλη περισσότεροι από 130.000 πρόσφυγες. Το 1920, δύο χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Αθήνα είχε πληθυσμό 297.276 ατόμων, ενώ οκτώ χρόνια μετά, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, σε αυτή κατοικούσαν 131.810 γηγενείς, 129.380 πρόσφυγες και 198.021 εσωτερικοί μετανάστες.
Πέρα από την εικόνα που παρουσιάζουν οι αριθμοί, η άφιξη των προσφύγων άλλαξε τον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό χαρακτήρα της πόλης. Η πρώτη μεγάλη αλλαγή προέκυψε από τη δημιουργία των προσφυγικών συνοικιών. Στη δεκαετία του 1920 δημιουργήθηκαν οι συνοικισμοί της Ν. Φιλαδέλφειας, Ν. Ιωνίας, Περιστερίου, Καισαριανής, Βύρωνα, Υμηττού, Ν. Σμύρνης και πλήθος άλλων μικρότερων. Η δημιουργία των προσφυγικών συνοικισμών στα όρια του έως τότε οικιστικού ιστού της Αθήνας, υπήρξε το χωροταξικό αποτύπωμα της πολιτικής που ακολούθησαν οι μεσοπολεμικές κυβερνήσεις, με στόχο το διαχωρισμό προσφύγων και γηγενών προς αποφυγή κοινωνικών προστριβών.
Πράγματι, στην εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο της δεκαετίας του 1920, με τη ρευστή πολιτική κατάσταση και την κατεστραμμένη οικονομία λόγω των πολυετών πολεμικών επιχειρήσεων, η έλευση των προσφύγων εγκυμονούσε ποικίλους κινδύνους για το ισχύον πολιτικοκοινωνικό καθεστώς. Για τους γηγενείς που είχαν υποστεί τις οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες μιας ολόκληρης δεκαετίας πολέμων, η άφιξη των προσφύγων υπήρξε ένα τεράστιο και ανεπιθύμητο βάρος. Οι επιτάξεις κτιρίων –που είχαν ως αποτέλεσμα την αναγκαστική «φιλοξενία» προσφύγων από γηγενείς, μια συγκατοίκηση που όξυνε τις μεταξύ τους σχέσεις– και οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις οικοπέδων που ανήκαν σε γηγενείς και αποδίδονταν στους πρόσφυγες για την αποκατάστασή τους, υπήρξαν μερικά από τα πρώτα και επείγοντα μέτρα που οδήγησαν από πολύ νωρίς στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Με άλλα λόγια, πρόσφυγες και γηγενείς καλούνταν να συμβιώσουν στην Αθήνα κάτω τις χειρότερες δυνατές συνθήκες.
Οι πρόσφυγες ως ανταγωνιστικό εργατικό δυναμικό
Με αφετηρία την πολιτική διάσταση, την εισαγωγή δηλαδή των προσφύγων στο κυρίαρχο πολιτικό δίπολο της περιόδου ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, το προσφυγικό πρόβλημα απέκτησε σύντομα οικονομικές και πολιτισμικές προεκτάσεις. Όσα χώριζαν πρόσφυγες και γηγενείς σε πολιτικό επίπεδο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτυπώθηκαν τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις στους χώρους εργασίας, όσο και σε επίπεδο καθημερινότητας.
Αν για τους γηγενείς εργοδότες, οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες που ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν με εξαιρετικά χαμηλά ημερομίσθια, συνιστούσαν μια ευκαιρία μείωσης του κόστους εργασίας και άρα αύξησης των κερδών τους, για τους ντόπιους εργαζόμενους αποτελούσαν ανταγωνιστικό εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, το προσφυγικό εργατικό δυναμικό (στο οποίο κυριαρχούσαν οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά) χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές ως εργατική «εφεδρεία» ενάντια στις διεκδικήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Την περίοδο αυτή καταγράφονται πολλές περιπτώσεις χρησιμοποίησης των ανοργάνωτων συνδικαλιστικά προσφύγων, ως απεργοσπαστών κατά τη διάρκεια απεργιακών κινητοποιήσεων. Όπως επισήμαινε ο Δημήτρης Στρατής, γνωστός συνδικαλιστής του Μεσοπολέμου, σε επιστολή του προς το διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας A. Thomas στις 2 Μαρτίου 1927: «Η εργατική τάξη είναι αδύνατο να επιβληθεί στους εργοδότες οι οποίοι σε κάθε εργατική διεκδίκηση των οργανωμένων εργατών απαντούν με μαζικές απολύσεις, αντικαθιστώντας τους συνδικαλισμένους εργάτες με ασυνδικάλιστους από τους πρόσφυγες».
Προερχόμενοι κυρίως από αγροτικές κοινότητες χωρίς να φέρουν συνδικαλιστική εμπειρία, οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονταν την αντιπαράθεσή τους με τους γηγενείς εργάτες με πολιτισμικούς και όχι με ταξικούς όρους. Έτσι, η χρησιμοποίησή τους από την εργοδοσία ως απεργοσπαστών δεν γινόταν αντιληπτή στο πλαίσιο των ταξικών σχέσεων εξουσίας, αλλά σε αυτό της πολιτισμικής διαφοράς ανάμεσα σε πρόσφυγες που διεκδικούσαν το δικαίωμα στην εργασία και σε γηγενείς που το κατείχαν. Χαρακτηριστικά ήταν όσα διαδραματίστηκαν στο λιμάνι του Πειραιά κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας τον Αύγουστο του 1923. Στο μεγαλύτερο εργασιακό χώρο του λεκανοπεδίου –όπου κυριαρχούσαν λιμενεργάτες, υποστηρικτές του Λαϊκού Κόμματος και του βασιλιά, καταγόμενοι από τη Μάνη– πρόσφυγες «έσπασαν» την απεργία καταλαμβάνοντας τις θέσεις τους. Η πράξη αυτή έγινε κατανοητή από τους πρόσφυγες με πολιτισμικούς όρους ως «σπάσιμο» του «μανιάτικου μονοπωλίου» και όχι με ταξικούς, ως «σπάσιμο» της απεργίας.
Τέτοιου είδους προστριβές, υπήρξαν αποτέλεσμα της διαφορετικής εμπειρίας που έφεραν οι πρόσφυγες από τις πατρίδες τους στη Μ. Ασία. Οι άνθρωποι αυτοί έπρεπε να προσαρμοστούν σε μια κοινωνία που ήταν διαφορετικά οργανωμένη από αυτή που γνώριζαν στα μικρασιατικά παράλια. Από τις κοινωνίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ήταν δομημένες και ιεραρχημένες πολιτισμικά (ανάλογα με τη θρησκεία και την εθνικότητα), οι πρόσφυγες καλούνταν να προσαρμοστούν άμεσα στην κοινωνική δομή ενός έθνους-κράτους, η οποία ιεραρχούνταν με πολιτικούς και οικονομικούς όρους. Όσα τους διέκριναν στο πλαίσιο των πολυεθνικών-πολυπολιτισμικών κοινωνιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (θρησκεία, εθνικότητα και γλώσσα), δεν αποτελούσαν πλέον στοιχεία διάκρισης. Αντίθετα, όσα μοιράζονταν με τους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους γείτονές τους στις πόλεις και τα χωριά της Μ. Ασίας (ένδυση, κουζίνα, μουσική), τους διαφοροποιούσαν πλέον από τους παλιούς κατοίκους της Αθήνας.
Η πολιτισμική ετερότητα των προσφύγων ως πεδίο αντιπαράθεσης
Δεν ήταν όμως μόνο οι προστριβές στους χώρους εργασίας που καθιστούσαν δύσκολη τη συμβίωση. Πρόσφυγες και γηγενείς δεν αποτελούσαν συμπαγείς πολιτισμικά ομάδες, καθώς στο εσωτερικό τους υπήρχαν πολλές και σημαντικές διαφοροποιήσεις. Όμως τα αντικρουόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα η πολιτική πόλωση ανάμεσα σε βενιζελικούς πρόσφυγες και αντιβενιζελικούς γηγενείς, ομαδοποίησαν τις διαφοροποιήσεις αυτές εντάσσοντάς τες κάτω από τις έννοιες-ομπρέλα: πρόσφυγες και γηγενείς. Έτσι λοιπόν, η ανάδειξη της πολιτισμικής ετερότητας των προσφύγων ως παράγοντα αντιπαράθεσης, υπήρξε αποτέλεσμα της πολιτικοποίησης των πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών, συνέπεια της ταύτισής τους με το βενιζελικό χώρο, και της κοινωνικής-οικονομικής περιθωριοποίησής τους. Ο δημόσιος λόγος των αντιβενιζελικών (στη πλειοψηφία τους γηγενών) συνέδεε τα «ανατολίτικα» στοιχεία του προσφυγικού πολιτισμικού υποστρώματος, με την πολιτική τους συμπεριφορά: οι πρόσφυγες είχαν μετατραπεί σε υποχείρια του Βενιζέλου διότι δεν έφεραν κοινοβουλευτική πολιτική κουλτούρα στις «σκλαβωμένες» πόλεις και χωριά της Μ. Ασίας.
Έτσι λοιπόν η πολιτισμική διαφορά, όπως εκδηλώνονταν στην καθημερινότητα από το συγχρωτισμό ανθρώπων με εντελώς διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, υπήρξε ένα ακόμη πεδίο εμφάνισης της αντιπαράθεσης προσφύγων και γηγενών. Πολλοί πρόσφυγες ήταν τουρκόφωνοι ή μιλούσαν τα ακατανόητα ποντιακά, φορούσαν σαρίκια και φέσια, έπιναν ούζο και όχι ρετσίνα, έτρωγαν διαφορετικά φαγητά (η μικρασιατική κουζίνα με τις έντονες γεύσεις και τα πικάντικα φαγητά ήταν κάτι εντελώς ξένο για τους γηγενείς) και «λικνίζονταν προκλητικά» στους ρυθμούς του ανατολίτικου αμανέ.
Οι πρόσφυγες δεν αμφισβητούσαν απλά την πολιτική κυριαρχία των αντιβενιζελικών στην Αθήνα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά και την ηθική τάξη λόγω του διαφορετικού πολιτισμικού υποστρώματος που έφεραν από τις πατρίδες τους. Για παράδειγμα μπορεί οι γυναίκες που περιποιούνταν τον εαυτό τους να ήταν μια συνηθισμένη εικόνα για την αστική τάξη της πόλης, όμως στις φτωχές, πλέον, προσφυγοπούλες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Αθήνας αρωματισμένες και μακιγιαρισμένες σύμφωνα με τις συνήθειες που έφεραν από την πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη Σμύρνη, αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός της «παστρικιάς», της γυναίκας δηλαδή που χρησιμοποιούσε τη γοητεία της για να προσελκύσει πλούσιους γηγενείς, με απώτερο στόχο την «απόδραση» από τους άθλιους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Οι πρόσφυγες συνιστούσαν μια σημαντική απειλή για την ισχύουσα κοινωνική τάξη. Ήταν οι εκατοντάδες χιλιάδες πολιτισμικά «άλλοι», οι οποίοι αποτελώντας το 1/3 του πληθυσμού της πόλης μπορούσαν, όπως και έκαναν, να «αλλοιώσουν» τα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα στην πρωτεύουσα.
Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή
Η εγκατάσταση χιλιάδων φανατικά βενιζελικών προσφύγων στην Αθήνα, αμφισβητούσε άμεσα την πολιτική κυριαρχία των αντιβενιζελικών, στην πλειοψηφία τους, γηγενών της πόλης. Οι ευθύνες που έφερε το Λαϊκό Κόμμα και ο βασιλιάς για τον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών της Μ. Ασίας, είχαν ως αποτέλεσμα την α πόλυτη ταύτιση των προσφύγων με το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου και το βενιζελικό πολιτικό χώρο. Τα εκλογικά ποσοστά που συγκέντρωσε στις προσφυγικές συνοικίες η βενιζελική παράταξη στις εκλογές του 1928 ήταν συντριπτικά για τους υποψηφίους του αντιβενιζελικού χώρου: 98,5% στην Καισαριανή, 98,1% στη Ν. Ιωνία, 98% στη Ν. Κοκκινιά, 97,4% στο Βύρωνα, όταν στην περιοχή πρωτευούσης συγκέντρωσε το 63,7%.
Σύσσωμοι οι βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος και ο αντιβενιζελικός Τύπος κατηγορούσαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο για το καθεστώς συνδιαλλαγής που είχε επιβάλει. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι βενιζελικοί «εξαγόραζαν» την προσφυγική ψήφο παραχωρώντας περιουσίες, σε πολλές περιπτώσεις γηγενών, μέσω αναγκαστικών απαλλοτριώσεων σε πρόσφυγες. Η χρησιμοποίηση της προσφυγικής ψήφου από το βενιζελικό στρατόπεδο, στιγματίστηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους ως εκλογικό πραξικόπημα. Σε άρθρο του ο βουλευτής Αθηνών του Λαϊκού κόμματος Κων/νος Δεμερτζής, κατηγορούσε προσωπικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι μέσω της προσφυγικής ψήφου επιδίωκε την αλλοίωση του πολιτικού φρονήματος στην πρωτεύουσα με «την εγκαθίδρυσιν της προσφυγικής δικτατορίας, μεθ’ όλων των ολεθρίων συνεπειών της ένεκα του μίσους και της διακρίσεως, ήτις αυτομάτως προκαλείται οσάκις η μια μερίς της χώρας δεν σέβεται τα ιστορικά και αναμφισβήτητα δικαιώματα της ετέρας».
Η αντίληψη πάνω στην οποία επιχειρήθηκε η αμφισβήτηση της προσφυγικής ψήφου, βασίζονταν στην άποψη ότι οι πρόσφυγες στερούνταν «πολιτικής αγωγής» λόγω του μακρόχρονου «ξενικού ζυγού» κάτω από τον οποίο ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια. Από τη στιγμή λοιπόν που οι πρόσφυγες, προερχόμενοι από διαφορετικού τύπου κοινωνίες, δεν έφεραν την πολιτική κουλτούρα της κοινοβουλευτικής βασιλευόμενης ή μη δημοκρατίας, δεν μπορούσαν να καθορίζουν τις τύχες των πολιτών της χώρας. Η λογική αυτή έφτασε μέχρι του σημείου της ευθείας αμφισβήτησης του δικαιώματος των προσφύγων να εκλέγονται, αλλά ακόμη και να ψηφίζουν.
Η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων υπήρξε ένα τεράστιο πρόβλημα για το Λαϊκό Κόμμα. Το πρόβλημα αυτό λύθηκε, όταν το 1933 κατάφεραν οι Λαϊκοί να κερδίσουν τις εκλογές. Ένα από τα πρώτα μέτρα που προώθησε η κυβέρνηση Τσαλδάρη, ήταν η απόσπαση των προσφυγικών συνοικιών από το Δήμο Αθηναίων και μετατροπή τους σε αυτόνομους δήμους. Η τακτική του «εκλογικού μαγειρέματος» υπονόμευσε την προσφυγική ψήφο στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Για παράδειγμα, οι προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά αποσπάστηκαν από τους δύο μεγάλους δήμους και εντάχθηκαν στο Νομό Αττικοβοιωτίας όπου διακυβεύονταν μόλις τρεις κοινοβουλευτικές έδρες σε σχέση με τις 31 σε Αθήνα και Πειραιά.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων παρουσίασε ένα διαφορετικό πολιτικό κίνδυνο. Η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1930 –το οποίο ουσιαστικά υποτιμούσε τις περιουσίες των χριστιανών που εγκατέλειψαν τη Μ. Ασία σε σχέση με αυτές των μουσουλμάνων που αναχώρησαν από την Ελλάδα κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών– και η οικονομική κρίση που οδήγησε στην πτώχευση 1του 1932 –την οποία χρεώθηκε πολιτικά ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος– είχαν ως αποτέλεσμα την αποστασιοποίηση ενός σημαντικού τμήματος του προσφυγικού στοιχείου από το βενιζελικό πολιτικό χώρο. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις πολυπληθείς φτωχές προσφυγικές συνοικίες, η αποτυχία των πελατειακού τύπου σχέσεων που είχαν αναπτύξει οι πρόσφυγες με το Κόμμα των Φιλελευθέρων με στόχο την ικανοποίηση βασικών προβλημάτων τους (στέγαση, επαγγελματική αποκατάσταση, αποζημιώσεις) και η δραστηριοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στις συνοικίες, οδήγησαν στην εκλογική και πολιτική ενδυνάμωση του ΚΚΕ. Πλέον οι πρόσφυγες δεν αποτελούσαν απειλή μόνο για τους οπαδούς του Λαϊκού Κόμματος και του βασιλιά, αλλά για το σύνολο του αστικού πολιτικού συστήματος.
Η μεγάλη εκλογική επιτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος στις προσφυγικές συνοικίες στις εκλογές του 1933, θορύβησε τον αστικό πολιτικό κόσμο καθώς και όσους πρόσφυγες δραστηριοποιούνταν ως «μεσάζοντες» στα πελατειακά δίκτυα που είχαν αναπτύξει τα δύο μεγάλα κόμματα με την εκλογική τους βάση. Αυτοί οι «μεσάζοντες» λειτουργούσαν ως διαμορφωτές της προσφυγικής κοινής γνώμης (εκδότες εφημερίδων προσφυγικών συμφερόντων, πρόσφυγες βουλευτές, πρόεδροι προσφυγικών ενώσεων και σωματείων), με στόχο τον έλεγχο του τρόπου εκδήλωσης των προσφυγικών διεκδικήσεων και την πολιτική τους διαχείριση, εξασφαλίζοντας ότι αυτές δε θα συνδεθούν με ανατρεπτικά νοήματα και πρακτικές.
Η αρθογραφία των μεγάλων προσφυγικών εφημερίδων, όπως ο Προσφυγικός Κόσμος, έλαβε καθαρά αντικομμουνιστικό χαρακτήρα κυρίως μετά τα γεγονότα του Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Λίγες ημέρες μετά, στο πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο με τίτλο «Διαγράψατε τα προσφυγικά χρέη πριν εκσπάση η κοινωνική θύελλα», η εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος, προειδοποιούσε την κυβέρνηση για τον κίνδυνο μαζικής μετατόπισης του προσφυγικού στοιχείου προς την Αριστερά, όχι στη βάση μιας ιδεολογικής επιλογής, αλλά ως εκδήλωση διαμαρτυρίας. Η εξέλιξη αυτή ερμηνεύονταν ψυχολογικά ως «σεισμός ψυχής», για να υπονομευτεί τυχόν ιδεολογική ταύτιση των προσφύγων με το Κομμουνιστικό Κόμμα:
«Τέτοιοι σεισμοί της ψυχής είνε εκείνοι, που ωδήγησαν εις την Γαλλικήν Επανάστασιν […] Αλλά σήμερον δεν είνε της μόδας το σύστημα της Επαναστάσεως εκείνης. Σήμερον έχομεν άλλα υποδείγματα […] Έχομεν το υπόδειγμα της επαναστάσεως της Μόσχας. Κάπου εκεί, ενεδρεύει κακός της δυστυχούσης προσφυγικής ζωής, σύμβουλος. Ο κομμουνισμός!»
Το γεγονός που ανησυχούσε τον αστικό πολιτικό κόσμο δεν ήταν τόσο τα πρωτόγνωρα ποσοστά που συγκέντρωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα στις προσφυγικές συνοικίες στις εκλογές του 1933 (12,4% στη Ν. Ιωνία, 12% στην Καισαριανή, 11,2% στη Ν. Κοκκινιά, 10,5% στο Βύρωνα11), αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη του κινητοποιούσαν τους κατοίκους. Ο μαχητικός και κυρίως συλλογικός χαρακτήρας των κινητοποιήσεων που οργάνωναν οι κομμουνιστές, «καταργούσε» το χώρο δράσης των τοπικών μεσαζόντων στο πλαίσιο των πελατειακών δικτύων. Οι κομματικές και εξωκομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ, εισήγαγαν μια νέα πολιτική κουλτούρα που βασίζονταν στην ενεργοποίηση των κατοίκων και στην ανάληψη σημαντικών αρμοδιοτήτων από την πλευρά τους. Υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών, οι ίδιοι οι κάτοικοι συγκροτούσαν επιτροπές αγώνα, δίκτυα συμπαράστασης απεργών, ομάδες υλικής υποστήριξης φυλακισμένων και εξορίστων, ενεργοποιώντας μια διαδικασία όπου η ανάληψη ευθυνών ενίσχυε την αλληλεγγύη των κατοίκων και το συλλογικό χαρακτήρα της δράσης τους. Με άλλα λόγια, η δράση των κομμουνιστών στις προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας, έδειχνε στην πράξη τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του ρόλου των ποικίλων μεσαζόντων και πρότεινε ένα διαφορετικό τρόπο διεκδίκησης, πολιτικοποιώντας παράλληλα τις κινητοποιήσεις των κατοίκων για στέγαση, ύδρευση, εργασία κ.ά.
Τους τελευταίους μήνες πριν την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, η κλιμάκωση της δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος πανελλαδικά, οδήγησε σε εντονότερες αντιδράσεις. Έτσι σε ένα ακόμη κύριο άρθρο της εφημερίδας Προσφυγικός Κόσμος με τίτλο «Το κράτος με την αναλγησίαν του μας οδηγεί βία προς τα αριστερά», ο συντάκτης επικαλείται τη μικρασιατική παράδοση, τις «ρίζες» των προσφύγων, για να υποστηρίξει ότι ο κομμουνισμός δεν «ταιριάζει» στην ψυχοσύνθεσή τους, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποκρούσει τις κατηγορίες, κυρίως από την πλευρά του Λαϊκού Κόμματος, ότι οι πρόσφυγες είναι κομμουνιστές:
«Ο προσφυγικός κόσμος ποτέ – μα ποτέ, δεν υπήρξεν αριστερός. Εις τας πατρίδας του, η κοινωνική ιεραρχία ήτο ριζωμένη ως θρησκεία μέσα εις τας συνειδήσεις του […] Και οι πλέον γλίσχρως αμειβόμενοι εργάται είχαν την μικροαστικήν νοοτροπίαν των. Το σπιτάκι των, το νοικοκυριό των […] Πώς να εμφιλοχωρήση ο κομμουνισμός μέσα εις αυτήν την ειδυλλιακώς ισορροπημένην κοινωνικήν ευδαιμονίαν; […] Όχι! Δεν είνε κομμουνισταί οι πρόσφυγες. Και η επιθυμία των, είνε να μείνουν δεξιά. Αλλ’ αν συν εχισθή αυτή η κοινωνική τραγωδία των […] αι τότε και οι πρόσφυγες θα βγουν εις το πεζοδρόμιον έξαλλοι, θα θελήσουν να αναμετρηθούν με το Κράτος […] Και θα είνε αδιάφορον, αν αυτό θα είνε κλίσις προς τα αριστερά ή όχι.»
Προβάλλοντας την «ειδυλλιακώς ισορροπημένην κοινωνικήν ευδαιμονίαν» του μικρασιατικού παρελθόντος, οι εκφραστές του προσφυγικού στοιχείου στη δημόσια σφαίρα, αρνούνταν να κατανοήσουν ή να παραδεχθούν δημοσίως τον κοινωνικό μετασχηματισμό που προκλήθηκε από τη μακροχρόνια εξαθλίωση των προσφύγων: οι «νοικοκυραίοι» των μικρασιατικών παραλίων είχαν πλέον μετατραπεί σε προλετάριους των φτωχών συνοικιών της Αθήνας.
Δεν ήταν όμως μόνο οι εκφραστές του προσφυγικού στοιχείου που «διέγνωσαν» τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Η ριζοσπαστικοποίηση μέρους του προσφυγικού κόσμου προκάλεσε την αντίδραση των γηγενών, κυρίως του τμήματος που υποστήριζε το Λαϊκό Κόμμα. Με τη δημοσίευση άρθρων σε εφημερίδες που στήριζαν το Λαϊκό Κόμμα, το τμήμα αυτό των γηγενών στράφηκε ενάντια στο προσφυγικό στοιχείο, επαναφέροντας το δίπολο πρόσφυγες-γηγενείς στον πολιτικό ανταγωνισμό της περιόδου. Σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη, ο Σ. Αθανασάκης, αρτεργάτης, κάτοικος Καισαριανής, έκανε αναφορά στους «τσαλδαρικούς και κονδυλοθεοτοκικούς» που μέσω προσβλητικών δημοσιευμάτων στις εφημερίδες Ελληνικό Μέλλον και Τύπος, «τελευταία προσπαθούν να ξεσηκώσουν μια αισχρή αντιπροσφυγική κίνηση. Καλούν τους γηγενείς να ενωθούν εναντίον των προσφύγων, ζητώντας να απομονωθούν σε ιδιαίτερους εκλογικούς συλλόγους οι προσφυγικοί συνοικισμοί κτλ. […] Επειδή η μάζα των προσφύγων δεν τους ψήφισε, μας λένε “σαρικοφόρους” και “Τουρκόγλωσσους”».
Το ζήτημα αυτό έλαβε διαστάσεις, όταν τρεις μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε στην Καλλιθέα συνδιάσκεψη με τη συμμετοχή 70 εκπροσώπων προσφυγικών οργανώσεων της Αθήνας και του Πειραιά. Ο κεντρικός εισηγητής και εκπρόσωπος των προσφυγικών οργανώσεων της Καλλιθέας, Μήτσος Παπαδόπουλος, αναφέρθηκε σε ένα κίνδυνο που μόλις οκτώ χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έγινε πραγματικότητα κάτω από ένα διαφορετικό πλαίσιο εκδήλωσης της διάστασης ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς: «Κινδυνεύουμε να βρεθούμε καμμιά μέρα με καμμένους τους συνοικισμούς μας, να πάθουμε χειρότερα απ’ ότι πάθαμε απ’ τον Τούρκο, αν δεν οργανωθούμε, αν δεν διαμαρτυρηθούμε στο Βασιληά, στην κυβέρνηση, σ’ όλον το κόσμο, για να μπει τέρμα σ’ αυτή την εκστρατεία».
Αν και, τόσο η απειλή του κομμουνισμού όσο και αυτή του καψίματος των προσφυγικών συνοικισμών από τους «δεξιούς» του Μεσοπολέμου, ήταν σαφώς υπερεκτιμημένη, απέκτησε εντελώς διαφορετική δυναμική κατά την περίοδο της Κατοχής. Η αντιπαλότητα προσφύγων και γηγενών, όπως εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από το κυρίαρχο δίπολο βενιζελικοί-αντιβενιζελικοί κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, έλαβε νέες διαστάσεις και διαφορετικά νοήματα, όταν κατά την κατοχική περίοδο η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων στις προσφυγικές συνοικίες ταυτίστηκε με το ΕΑΜ, ενώ παράλληλα η συντριπτική πλειοψηφία των αξιωματικών και ανδρών της Χωροφυλακής και των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας, που πρωτοστάτησαν στις συγκρούσεις και τα μπλόκα στις προσφυγικές συνοικίες, κατάγονταν από την Παλαιά Ελλάδα15.
* Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος και υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα