Η ενδιάμεση γενιά - Του Λευτέρη Τσίλογλου
Είμαι άτυχος από τα γεννοφάσκια μου και μετέωρος ως προς την «ταξινόμησή» μου. Γεννήθηκα κι έζησα μεγάλο μέρος της ζωή μου στο μεταίχμιο ανάμεσα στις δυο δο-ξασμένες γενιές των τελευταίων δεκαετιών, έτσι όπως καταγράφηκαν, με ιδιαίτερη φροντίδα και λεπτομέρεια, από τους διάφορους σχολιαστές των συμβαινόντων στην πατρίδα μας κι από τους απαραίτητους και πολλές φορές χρήσιμους ιστοριογράφους. Στη διάρκεια της καταγραφής των γεγονότων υπήρξαν ασφαλώς υπερβολές, παραχα-ράξεις, ψευδείς ισχυρισμοί, εντέχνως κατασκευασμένες φανταστικές ηρωικές ιστορί-ες, όμως εικάζω και ισχυρίζομαι - αλλά χωρίς να μπορώ να το αποδείξω - ότι το ίδιο θα έχει συμβεί και στην εξιστόρηση των παλαιότερων περιόδων. Αυτό ίσως μπορεί να μετριάζει την πίκρα που μπορεί κάποιος να νιώθει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Η ιστορία εμπεριέχει τα πάντα. Αλήθειες, ψέματα, υπερβολές κι αποσιωπήσεις. Η καταγραφή της στηρίζεται σε προφορικές διηγήσεις, που μεταφερόμενες αρχικά από στόμα σε στόμα υφίσταται διαστρεβλώσεις κι αυθαί-ρετες μεταβολές. Ο κάθε ενδιάμεσος κρίκος, μεταφορέας της είδησης, προσθέτει το δικό του αλάτι, αυτό που του ταιριάζει, αυτό που προσιδιάζει με τις απόψεις του. Α-κόμα ρόλο παίζει αν αυτό έρχεται σε συμφωνία με τις αντικειμενικές κοινωνικές σκοπιμότητες κι αναστολές της εποχής ή το αντίθετο. Λησμονεί ή ενσυνείδητα απο-σιωπά γεγονότα και περιστατικά ή υποτιμά τη σημασία τους.
Ακόμα η ιστορία στηρίζεται σε γραπτές αναφορές και σε επίσημα κείμενα. Κι αυτά με τη σειρά τους, ως ανθρώπινα δημιουργήματα, εμπεριέχουν το προσωπικό στοιχείο, ιδιαίτερα στις απομνημονευτικές διηγήσεις, όπου ο καθένας, πολλές φορές χωρίς υ-στεροβουλία, βάζει υπερβολικές πινελιές στην προσωπική του συμμετοχή, αποσιωπά τις αρνητικές πλευρές της δράσης του κι ενισχύει αντίθετα τις θετικές. Τέλος, η κατα-γραφή των ιστορικών γεγονότων περνάει μέσα από το φίλτρο γενικών κοινωνικών ή ηθικών αναστολών και αυθαιρέτως εξυπηρετεί τις προαιώνιες «εθνικές διεκδικήσεις», θρησκευτικές δοξασίες και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Αυτά είναι αναπόφευκτα. Απλώς πρέπει ο καθείς εξ ημών να μην το ξεχνάει ή να το αγνοεί και να τα λαμβάνει πάντα υπόψη του στην αξιολόγηση των πραγμάτων.
Δεν ανήκω στη γενιά της Εθνικής Αντίστασης, που με ηρωισμό κι αξιοπρέπεια πο-λέμησε τον ξένο εισβολέα, Γερμανό κατακτητή, που δονήθηκε από τη γλυκιά ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας και με τη δράση της κράτησε αλώβητη την Εθνική παράδοση κι αξιοπρέπεια. Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής εγώ ήμουν στα πρώτα βήματα της ζωής μου κι αντικειμενικά δεν ήμουν πνευματικά σε θέση να εκτιμήσω τις κρίσιμες καταστάσεις που περνούσε η πατρίδα μας και σωματικά να έχω την δύναμη και την τιμή να κρεμάσω στον ώμο μου το όπλο, να περπατήσω τα ψηλά βουνά της πατρίδας μας, αδιάψευστο σημάδι και κι απόδειξη της προσωπικής μου συμμετοχής.
Όταν κάποια στιγμή άρχισα να συνειδητοποιώ το περιβάλλον και να ψιλοκαταλαβαί-νω τα συμβαίνοντα γύρω μου είχαμε περάσει πια στη φάση όπου η εμφύλια διαμάχη, που είχε ξεσπάσει μεταξύ των Ελλήνων μετά την αποχώρηση των Γερμανών, βρισκό-ταν στο τέλος της κι οι «νικητές» αυτής της εθνικής τραγωδίας έδρεπαν χωρίς ντρο-πή, αλλά και μέτρο, τα επινίκια κέρδη τους. Τα κυνηγητά που ακολούθησαν για τους ηττημένους, πέρα από τις αρνητικές επιπτώσεις που αναπόφευκτα είχαν στην πορεία και την πρόοδο ολόκληρης της χώρας, έγιναν ταυτόχρονα κι η ελκυστική δύναμη που έκανε συμπαθείς τους διωκόμενους αριστερούς σε όσους διέθεταν το στοιχειώδες αί-σθημα της αλληλεγγύης και συμπαράταξης προς στους πάσης φύσεως κατατρεγμέ-νους.
Η δεύτερη γενιά είναι η γενιά του Πολυτεχνείου. Να διευκρινίσω σ’ αυτή τη θέση ότι με τον όρο γενιά δεν εννοώ το σύνολο των συνομήλικων της αντίστοιχης περιόδου, αλλά μόνο αυτούς που, με τον οποιοδήποτε τρόπο, είχαν κάποια συμμετοχή στα α-ντίστοιχα γεγονότα. Οι συγκρίσεις μεταξύ των δυο γενιών είναι καταλυτικές και χω-ρίς αμφιβολία, προσωπικά πιστεύω, σε βάρος της δεύτερης.
Πρώτον, ως προς τη χρονική διάρκειά της αγωνιστικής τους δράσης. Η Εθνική Αντί-σταση κράτησε χρόνια ολόκληρα, είχε μαζικότητα και συμμετοχή, πανελλήνια επέ-κταση και ήταν παρούσα κι ενεργή σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας. Τα γε-γονότα του Πολυτεχνείου ήταν μια έκρηξη ολίγων ημερών, χωρίς προηγούμενο διαρ-κές ή αξιοσημείωτο παράδειγμα σημαντικής ομαδικής αντίστασης ενάντια στους επί-ορκους συνταγματάρχες και κυρίως ήταν τοπικού χαρακτήρα.
Οι μαχητές της πρώτης γνώριζαν εκ των προτέρων ότι διακινδύνευαν τη ζωή τους στην περίπτωση που θα έπεφταν στα χέρια του εχθρού. Πόσοι και πόσοι αγωνιστές συμπατριώτες δεν έγιναν βορά της θηριωδίας των κατακτητών, πόσοι και πόσοι συ-νάνθρωποι μας όρθιοι και περήφανοι δεν στήθηκαν απέναντι στα εκτελεστικά απο-σπάσματα, αψηφώντας το θάνατο, προσφέροντας τη ζωή τους στο βωμό της πατρί-δας, διαιωνίζοντας έτσι τις ηρωικές παραδόσεις μας.
Αντίθετα, στην περίπτωση της δεύτερης γενιάς τα τραγικά γεγονότα, με τα δεκάδες αθώα νεαρά θύματα, έγιναν στη διάρκεια ολίγων ημερών, ήταν μια απροσδόκητη ε-ξέλιξη, και κυρίως χωρίς την εκ των προτέρων γνώση της τελικής τραγικής κατάλη-ξης, αφού κιόλας δεν υπήρχε αντίστοιχο προηγούμενο.
Η δεύτερη διαφορά βρίσκεται στις εξελίξεις των γεγονότων μετά το πέρας των συμ-βάντων. Η γενιά της Εθνικής Αντίστασης συνέχισε να υφίσταται το Γολγοθά των συ-νεπειών επί μακρόν και μάλιστα με αυξημένη ένταση και εκδικητική μανία, ενώ η γενιά του Πολυτεχνείου συντόμως, μετά τη μεταπολίτευση, εντάχτηκε στο σύστημα και χωρίς- τις περισσότερες φορές- τις αναμενόμενες ηθικές αναστολές ρούφηξε έως και υπερβολής τα πλεονεκτήματα της εξουσίας, αποδεικνύοντας έτσι την έλλειψη στιβαρού ιδεολογικού υπόβαθρου και του αναγκαίου στοιχείου της ανιδιοτέλειας, χα-ρακτηριστικό γνώρισμα της προσφοράς. Αυτό είναι γεγονός και πρέπει να υπογραμ-μιστεί, όσο κι αν δεν ηχεί όμορφα στα αυτιά των περισσοτέρων..
Τρίτον, το παλλαϊκό αίτημα για την απελευθέρωση από τον ξένο κατακτητή και η προφανής κινητήρια δύναμή που αυτό αντικειμενικά έχει, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε επίκληση αντίστοιχου κινήτρου της δεύτερης γενιάς. Η σιωπή που ακολούθησε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου μέχρι τη κατάρρευ-ση της χούντας έδειξε την έλλειψη βάθους και συνέχειας αυτού του κινήματος.
Τέταρτον, η γενιά της Εθνικής Αντίστασης είχε ένα, ίσως ασαφές, όραμα για την κοινωνία που θέλει να οικοδομήσει μετά την απελευθέρωση από τον ξένο ζυγό. Βε-βαίως το όραμα αυτό στην πορεία σκιάστηκε από τα αυστηρά ιδεολογικά σχήματα της εποχής κι αργότερα μπήκε στα καλούπια ξενόφερτων οργανωμένων κοινωνιών που πολύ λίγο ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, γιατί υπάκουε στις επιτα-γές μιας αυστηρής και ξενόφερτης ιδεολογίας.
Προσωπικά, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου δεν συμμετείχα ούτε ως πρωταγωνι-στής, αλλά ούτε και ως απλώς συνοδοιπόρος. Τα παρακολουθούσα όμως επισταμέ-νως, κυριευμένος από ανησυχία και φόβο για την κατάληξή τους. Τους λόγους θα του εξηγήσω στη συνέχεια. Εγώ ασχολήθηκα με τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της πατρίδας μας στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα των δυο γενιών, γι αυτό ο τίτλος του άρθρου είναι η «χαμένη» ενδιάμεση γενιά.
Στη διάρκεια αυτών των χρόνων δεν καταγράφηκαν συνταρακτικά «επαναστατικά» συμβάντα. Έγιναν όμως αξιόλογοι αγώνες για να ξεπεραστούν οι τραγικές συνέπειες του εμφύλιου σπαραγμού, να αποκατασταθούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, να υπάρξουν οι όροι ένταξης στην καθημερινή ζωή όλων των Ελλήνων και να δημιουρ-γηθούν οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις ανάπτυξης και προόδου της χώρας. Ήταν μια πορεία δύσκολη και η πρόοδος σημειωνόταν βήμα-βήμα με τα αναπόφευκτα και φυσικά σκαμπανεβάσματα.
Έτσι, με αυτήν τη δυστοκία συμβαίνουν στην ανθρώπινη ιστορία οι αλλαγές. Πρέπει η κοινωνία με έναν ελεγχόμενο ρυθμό να προλαβαίνει ν’ αφομοιώνει τις συνεχείς μι-κρές έως ανεπαίσθητες αλλαγές και να τις εντάσσει στο ήδη υπάρχον πλαίσιο θεσμών και συνηθειών. Είναι, κατά την άποψή μου, ψευδαίσθηση και συνακόλουθα αρνητικό έρμα η πολιτική αντίληψη των βίαιων κι «επαναστατικών» αλλαγών. Η προσεκτική μελέτη τέτοιων περιπτώσεων δείχνει ότι οι κοινωνίες στις απότομες αλλαγές στέκο-νται με μια αμηχανία και σε πολλούς τομείς στη συνέχεια αυτή η αμηχανία μετασχη-ματίζεται σε παραλυσία κι έλλειψη οποιασδήποτε δραστηριότητας. Η στάση αυτή γίνεται η απαρχή της γενικής οπισθοδρόμησης, με τελική κατάληξη την αποτυχία του όλου εγχειρήματος.
Ο ιστορικός χρόνος υπερβαίνει κατά πολύ τη συνήθη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής. Έτσι στη ζωή του μεμονωμένου ανθρώπου η ανυπομονησία του για αλλαγές -εδώ κι τώρα - είναι ανεδαφική και τελικώς καταντάει εκβιασμός των εξελίξεων. Αυ-τές δεν έχουν το ρυθμό με τον οποίο, όπως προηγουμένως ανέφερα, η κοινωνία μπο-ρεί να απορροφήσει ομαλά τις αλλαγές. Η ανθρώπινη αδημονία και βιασύνη αντί για βελτίωση των όρων της ζωής, αντί για κίνητρο προόδου μετασχηματίζεται σε αίτιο της οπισθοδρόμησης. Αυτό συνέβη στο χρονικό διάστημα που εγώ ιστορώ, το διά-στημα που με άλλους όρους το αναφέρω σαν «ενδιάμεση γενιά».
Η χώρα μας, με τις αιματηρές πολεμικές περιπέτειες της Κατοχής και ιδίως του Εμ-φυλίου έβγαινε βαριά τραυματισμένη μέσα από τα μίση των αλληλοσπαραγμών, που καταλείπουν πάντα τέτοιου είδους διαμάχες. Η επούλωση αυτών των πληγών ήθελε χρόνο. Στα πρώτα χρόνια τα αιτήματα της λήθης και της γενικής αμνηστίας ήταν α-παραίτητα και χρήσιμα. Σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, τα αιτήματα αυτά αναβαπτίσθηκαν και κάποιες φορές έφτασαν να περιλαμβάνουν, κακώς, και μια νότα ρεβανσισμού. Άρχισαν να διεκδικούνται νέα αιτήματα. Μια αδικαιολόγητη αμνησία των γεγονότων του πρόσφατου παρελθόντος. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των εκλογών του 1958.
Ενώ είχαν περάσει μόνο δέκα χρόνια από το τέλος του εμφυλίου, για συγκυριακούς λόγους, που έχουν σχέση με την κατάσταση και τις διαμάχες των κεντρώων πολιτι-κών δυνάμεων, η ηττημένη Αριστερά, η πολλαπλώς κυνηγημένη κι αποδεκατισμένη πολιτική παράταξη, σημειώνει μια ανεπάντεχα σημαντική εκλογική επιτυχία κι ανα-δεικνύεται αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή. Το ίδιο το γεγονός θορυβεί όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις μέσα κι έξω από τη χώρα. Όλες μαζί αρχίζουν να προετοι-μάζουν την αντεπίθεσή τους. Φυσικό κι αναμενόμενο επακόλουθο.
Η μόνη πολιτική δύναμη που δεν ερμηνεύει σωστά τις εξελίξεις και τα επόμενα βή-ματά της είναι η ίδια η Αριστερά. Δεν το βλέπει ως αποτέλεσμα συγκυρίας. Αντίθετα, το αντιμετωπίζει ως ασφαλές εφαλτήριο για το επόμενο βήμα που ασφαλώς θα είναι η κοινοβουλευτική κατάκτηση της εξουσίας. Κοντόφθαλμη, ζώντας τον επίκαιρο θρίαμβο, αντί να καλλιεργήσει τους ενωτικούς δεσμούς που είχε πετύχει προεκλογικά με άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, κάνοντας τις απαραίτητες υποχωρήσεις, αφήνει πο-λύ εύκολα τους συμμάχους να ξεχωρίσουν και να δημιουργήσουν στη Βουλή αυτό-νομες κομματικές ομάδες. Η έπαρση της εφήμερης νίκης θόλωσε τον ορίζοντα και δεν επέτρεψε την Αριστερά να αρθεί στο ύψος της συγκυρίας..
Έτσι έρχεται η προϊούσα οπισθοδρόμηση με τον αυξημένο φόβο της κυρίαρχης τά-ξης για τις μελλοντικές εξελίξεις. Από τότε αρχίζουν τα σχέδια για τη συνταγματική εκτροπή και την αυθαίρετη κατάληψη της εξουσίας. Απλώς, όταν ωρίμασαν οι συν-θήκες, τους φιλόδοξους στρατηγούς τους πρόλαβαν κάποιοι πιο βιαστικοί, αλλά και αποτελεσματικοί, συνταγματάρχες.
Το τραγικό του γεγονότος είναι το έλλειμμα προβληματισμού που παρουσιάστηκε στην αριστερή παράταξη. Η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι η Αριστερά, διαθέτοντας το «ιδεολογικό όπλο» της μαρξιστικής θεωρίας, θα είχε έτοιμα σχέδια και σενάρια για κάθε ενδεχόμενο. Πλην όμως όλα αυτά στην πράξη αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες. Η πολιτική σκέψη της ηγεσίας της Αριστεράς αποδείχθηκε ελλειμματική, επίπεδη κι ανακόλουθη με τις ανάγκες της εποχής. Σ’ αυτό συνέβαλε και το ετερόφωτο της ηγε-σίας της. Οι εγχώριοι ηγέτες ζούσαν υπό το βρόχο της εξόριστης ιστορικής ηγεσίας και ο διφυής αυτός χαρακτήρας παρέλυε κι ανέστελλε την οποιαδήποτε καινοφανή αλλά αναγκαία πρωτοβουλία. Χρειάστηκε να έρθει η δικτατορία για να σπάσει η κα-κοφορμισμένη πληγή. Τότε όμως, στις συνθήκες της παρανομίας, με βάση τις ανα-στολές και τη διαπαιδαγώγηση των οργανωμένων οπαδών του ΚΚΕ, με βάση την έ-ξωθεν πολλαπλή στήριξη, το παιχνίδι ήταν εκ των πραγμάτων χαμένο. Η καθυστέρη-ση της διάσπαση κι όχι η ίδια η διάσπαση έγινε αφορμή πισωγυρίσματος. Αυτή είναι η άποψή μου.
Για τη διάρκεια της δικτατορίας υπάρχει μια θεμελιώδης αποσιώπηση. Η αυθαίρετη κατάληψη της εξουσίας από τους επίορκους αξιωματικούς δεν συνάντησε την αναμε-νόμενη αντίσταση. Όλοι οι περί αντιθέτου ισχυρισμοί θολώνουν τα νερά και αμφι-σβητούν το προφανές κι αυταπόδεικτο. Το αρχικό μάζεμα των «επικίνδυνων στοι-χείων» είχε περισσότερο παραδειγματικό χαρακτήρα. Να αποτρέψει ενδεχόμενες α-ντιδράσεις, αλλά περισσότερο να φοβίσει τους λιγοστούς τολμηρούς. Ο αριθμός των εκτοπισμένων από το πρώτο κιόλας διάστημα μειώθηκε σημαντικά, όχι βέβαια από την καλοσύνη των επιβητόρων της εξουσίας, αλλά από την φυσική κι ανθρώπινη α-νάγκη αρκετών από τα δρώντα μέλη της αριστερής παράταξης να γυρίσουν μια ώρα αρχήτερα στις γυναίκες και τα παιδιά τους, που βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλ-λη έρημα κι απροστάτευτα. Γι αυτή τη στάση κανείς από τους σιωπήσαντες δε δικαι-ούται να πει κουβέντα. Χρειάστηκε ένας προσωρινός συμβιβασμός, αλλά αυτή είναι η ανθρώπινη φύση και δεν γίνεται αλλιώς. Το δέχεσαι ως στοιχείο αυτοσυντήρησης, γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει το μυαλό σου. Οι α-ντοχές στις κακουχίες, στις καταπονήσεις δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι ίδιες για όλους τους ανθρώπους. Όπως δεν είναι ίδιες οι κοινωνικές κι οικογενειακές υπο-χρεώσεις
Οι αντιστασιακές πράξεις ήταν ολιγάριθμες σε σχέση με τις θεωρητικά αναμενόμε-νες και τις περισσότερες φορές ήταν πρωτοβουλίες ατομικές από ανθρώπους με ανε-πτυγμένη ευαισθησία στο καθήκον ή γιατί όχι και λίγο ελαφρόμυαλους. Αρκετές φο-ρές είχαν την αφετηρία τους στην αυτοκτονική αποκοτιά των νέων, συνοδευτικό στοιχείο της ίδιας τους της φύσης.
Ας κάτσουν οι ενδελεχείς ερευνητές να καταμετρήσουν τις αντιστασιακές πράξεις για όλο το διάστημα από τον Απρίλη του 1967, έως την έκρηξη του Πολυτεχνείου, το Νοέμβρη του 1973. Πεντέμισι ολόκληρα χρόνια! Στο αναμενόμενο βολικό και θολό επιχείρημα ότι σύσσωμος ο λαός ήταν ενάντια στη χούντα καλούμε τους μελετητές να καταφύγουν στα αρχεία της ελληνικής τηλεόρασης και να καταμετρήσουν τις χι-λιάδες των Ελλήνων που παραβρέθηκαν στις πάμπολλες συγκεντρώσεις, ανά την Ελλάδα που έκαναν σ’ αυτό το χρονικό διάστημα οι πρωταγωνιστές του απριλιανού πραξικοπήματος και κυρίως ο Στυλιανός Παττακός.
Ας μη στηρίζονται στις εκ των υστέρων μαρτυρίες από τις οποίες ένας αφελής ή α-νυποψίαστος άνθρωπος θα πίστευε ότι εντέλει σύσσωμος ο λαός πάλευε από το πρωί έως το βράδυ τη χούντα. Οι εκ των υστέρων ισχυρισμοί αρκετών να αυτοβαπτιστούν αντιστασιακοί έχει σχέση με την τάση που έχουν αρκετοί άνθρωποι να προσεταιρι-στούν τα πλεονεκτήματα αυτού του χαρακτηρισμού, όταν βέβαια αυτός ο χαρακτηρι-σμός μετασχηματίστηκε σε προσόν και έπαψε να αποτελεί στοιχείο κινδύνου με α-πρόβλεπτες συνέπειες. Σε μερικές περιπτώσεις έγινε κάτι ακόμα πιο σατανικό. Οι ψεύτικες ιστορίες, που αναφέρουν κι εντέχνως διαφημίζουν κάποιοι στα διάφορα έ-ντυπά τους, υποστηρίζονται από μια οργανωμένη κλίκα ομοειδών υποκειμένων που ο ένας επιβεβαιώνει τους ψεύτικους ισχυρισμούς του άλλου.
Ας επιστρέψω όμως σε μια οφειλή:
Γιατί εσύ, κύριε, δεν έλαβες μέρος στα γεγονότα του Πολυτεχνείου; Πού ήσουν αυ-τό το διάστημα και πώς εξηγείται η στάση σου; Ήμουν ένας από τους αλαφροΐσκιω-τους που με κάποιο τρόπο- όχι τίποτα συγκλονιστικό κι ιδιαίτερο- έβαλα το χεράκι μου σ’ αυτό που καλείται αντίσταση ενάντια στη δικτατορία. Από τη φυλακή είχα βγει με την αμνηστία του Παπαδόπουλου προς το τέλος του Αυγούστου του 1973, λίγο πριν τα τραγικά γεγονότα. Η πολύχρονη απομόνωση από τη φυσιολογική ζωή, ο άπειρος ελεύθερος χρόνος για ατομικό διαλογισμό κι ανασυγκρότηση, η προσγείωση στην πραγματικότητα κι όχι στα αισιόδοξα σενάρια για καθολική εξέγερση του λαού κι οι ενδιάμεσες διεθνείς εξελίξεις, με είχαν κάνει πολύ επιφυλακτικό σε νέες πολιτι-κής φύσεως πρωτοβουλίες.
Η φυλακή, χωρίς να κάνει κάτι το ιδιαίτερο, από την ίδια της τη φύση παίζει το σω-φρονιστικό της ρόλο. Σε ατομικό επίπεδο οι πιεστικές προσωπικές εκκρεμότητες ή-ταν πάμπολλες. Μέσα στα άλλα ο ορισθείς γάμος μου εκείνες τις μέρες και οι προχω-ρημένες ήδη προετοιμασίες γι αυτόν. Ναι, ήμουν επιφυλακτικός με τον έγκαιρα ανα-πτυγμένο φόβο για την πιθανή τραγική του τελική κατάληξη. Μαζί με συμπάσχοντες φίλους μου παρακολουθούσα τις εξελίξεις εκ του σύνεγγυς, αλλά πρέπει να το ξεκα-θαρίσω μόνο ως παρατηρητής και όχι ως συμμέτοχος.
Με όλα αυτά μην τυχόν τελικά παρεξηγηθώ. Αξίζουν όλο το σεβασμό μου και την τιμή οι αθώοι και γεμάτοι αυτοθυσία κι αυταπάρνηση αγώνες χιλιάδων νέων παιδιών, που έπαιρναν οι περισσότεροι το βάπτισμα του πυρός, διακινδυνεύοντας και τη ζωή τους. Και μόνο γι αυτό προσκυνάμε με ευλάβεια τις καλές τους προθέσεις. Οπωσδή-ποτε τα τραγικά γεγονότα του Πολυτεχνείου έπαιξαν ρόλο στην τελική πτώση της χούντας, που είχε αρχίσει ήδη να φτάνει στα όριά της. Αλλά μαζί απετέλεσαν το άλ-λοθι και το καταφύγιο πολλών για τη σιωπή σ’ όλα τα ενδιάμεσα χρόνια.
Θα έχετε παρατηρήσει τη σπανιότητα των περιπτώσεων που αναφέρονται στα εν-διάμεσα χρόνια. Και, τέλος, εν είδει παρατηρήσεως ας καταμετρηθεί η πορεία και η συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα της μεταδικτατορικής περιόδου των ολίγων εκατο-ντάδων Ελλήνων που δοκίμασαν τις περιποιήσεις και την πολύχρονη απομόνωση των φυλακών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Θα δούμε τότε να επαληθεύεται το σύνη-θες ιστορικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις: Στις κρίσιμες φάσεις άλλοι είναι εκείνοι που βγάζουν τα κάστανα από τη φωτιά και κάποιοι άλλοι είναι που τα γεύονται όταν αυτά κρυώσουν. Αυτό πρέπει κανείς να το δεχθεί χωρίς παρά-πονα και μεμψιμοιρίες. Έτσι είναι η ζωή. Όμως, ως υστερόγραφο να τονίσω κάτι. Η προσφορά στον τόπο σου δεν ζητά, ούτε χρειάζεται ανταπόδοση. Αλλιώς θα έχανε όλη τη σημασία της.
Ιούλιος 2010
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα