Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Η φωτογραφία της μάνας που θρηνεί τον γιο της, Τάσο Τούση, από την οποία εμπνεύσθηκε ο Γιάννης Ρίτσος.
Πηγή: ΕΘΝΟΣ
Γιέ μου, ποια Μοίρα στο ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;
Πουρνό – πουρνό μού ξύπνησες, μού πλύθηκες, μού ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
Κοίταες μην έφεξε συχνά – πυκνά απ’ το παραθύρι
και βιάζοσουν σα να ’τανε να πας σε πανηγύρι.
Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κ’ είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.
Και γω η φτωχειά κ’ η ανέμελη και γω η τρελή κ’ η σκύλα,
σου ’ψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα
Μιά – μιά τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι
κι αγάλλομουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη
Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ’ έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
Κ’ έφτασ’ αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.
(Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος», άσμα IV).
Η φωτογραφία κάποιας μάνας που θρηνούσε τον νεκρό γιό της, τον Μάη του 1936, κατά τα αιματηρά επεισόδια που είχαν ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη με αφορμή την απεργία των καπνεργατών, συγκλόνισε τον Γιάννη Ρίτσο και αποτέλεσε την πηγή έμπνευσής του για το μεγαλόπνοο έργο του «Επιτάφιος».
«Μια αρχέτυπη εικόνα, που ανήκει στον κοινό θησαυρό της ανθρωπότητας, προσδιορίζει την έμπνευση του ποιητή: ο Επιτάφιος Θρήνος της Παναγίας. Μ’ άλλα λόγια, μια ψυχική εμπειρία κοινή στο χριστεπώνυμο πλήρωμα. Ως γνωστό, κάθε Μεγάλη Παρασκευή, οι σύγχρονες Μυροφόρες, αφού ακούσουν να ψάλλονται οι οίκοι, τα τροπάρια, τα κοντάκια και οι ειρμοί του Επιτάφιου, νιώθουν την παρόρμηση να συνεχίσουν το θρήνο με αυτοσχέδια μοιρολόγια ή παραδομένα ποιήματα (με λαϊκή ή λόγια προέλευση)…» γράφει χαρακτηριστικά ο Παντελής Πρεβελάκης (Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981, σ. 70).
Θεσσαλονίκη. Μάης 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της. Με αυτά ακριβώς τα λόγια ο Γιάννης Ρίτσος εισάγει τον αναγνώστη στο ποίημα:
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
(Τα 2 πρώτα δίστιχα του άσματος Ι του «Επιταφίου»).
Η πρώτη μορφή του ποιήματος – με τίτλο «Μοιρολόγι», αποτελούμενου από τρία μέρη (44 στίχους) και αφιερωμένου Στους ηρωϊκούς εργάτες της Θεσσαλονίκης – δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» της12ης Μαΐου 1936. Ακολούθησε η πρώτη έκδοση σε τόμο, με τον τίτλο «Επιτάφιος» (1936), όπου η έκταση του έργου είναι αισθητά μεγαλύτερη (14 άσματα – 224 στίχοι). Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1956, κυκλοφόρησε η οριστική έκδοση του έργου με έξι επιπλέον άσματα (X - XV). Η οριστική αυτή έκδοση περιλαμβάνει 20 άσματα, τα οποία αποτελούνται από 8 δίστιχα το καθένα, εκτός από το 19ο και το 20ο άσμα, που αποτελούνται από 9 δίστιχα. Όλοι οι στίχοι είναι ομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι, το δε ύφος ολόκληρου του έργου είναι γνήσια λαϊκό.
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;
Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.
Με τα χεράκια σου τα δυό, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.
Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θα ’μπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
Γιέ μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.
( Άσμα ΙΙ).
Το 1978, είκοσι δύο δηλαδή χρόνια μετά την οριστική έκδοση του έργου του, ο Γιάννης Ρίτσος είχε δηλώσει: «Έγραψα τον “Επιτάφιο” σε μια εποχή όπου τα πνευματικά ρεύματα σ’ όλο τον κόσμο δημιουργούσαν εκτροπές από τις παραδόσεις, … σα μια κατοχύρωση της εθνικής και φυλετικής ταυτότητας, σε καθαρά δημοτικά μέτρα… Σε μένα, οι αισθήσεις μου, οι βάσεις μου οι ακουστικές προέρχονται από το λαό. Αυτά μού βγήκαν από μέσα μου· τα τραγούδησα, τα χόρεψα, τα άκουσα από παιδί».
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.
Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.
Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου το ασβεστωμένο δώμα.
Θα καρτεράει κ’ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ο ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.
…………………………………………………………
Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
να ’ρθει ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.
(Απoσπάσματα από το άσμα V).
Από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο δίστιχο του έργου, ο Γιάννης Ρίτσος προκαλεί ρίγη συγκίνησης στον κάθε αναγνώστη· ρίγη συγκίνησης που, τελικά, ένοιωθε, νοιώθει και θα νοιώθει, για πάντα, ολόκληρος ο ελληνικός λαός, στον οποίο ο Μεγάλος μας Ποιητής μιλούσε πάντοτε απλά, άμεσα, ντόμπρα, χωρίς γρίφους· έτσι, όπως προσεύχεται κάποιος στον ίδιο τον Θεό…
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιέ, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τα ’δειχνες ένα – ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μου ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μου ’δειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,
τα ’βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μού ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
Και μού ’λεες, γιέ, πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ’ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.
(Άσμα VI).
Ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 75 – 76) γράφει πως ο Γιάννης Ρίτσος «έπραξε σοφά όταν έντυσε στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο το θρήνο της μάνας. Δεν είναι μονάχα που ο στίχος αυτός παράγεται φυσιολογικά από τη νεοελληνική γλώσσα, είναι που έχει κατέβει στο υποσυνείδητο του λαού ως ο φυσικός φορέας της ποίησης (ηρωικής ή ερωτικής, εορταστικής ή θρηνητικής). Συνάδοντας – κατά κυριολεξία – με το λαό, ο ποιητής δεν απομακρύνθηκε από τον άξονα της κοινής ευαισθησίας. Άκουσα να λέγεται πως ο δεκαπεντασύλλαβος έχει πεθάνει. Ω, της μωρίας! Ο Βιτσέντζος Κορνάρος απέχει έξι αιώνες (μπορεί και περισσότερους) από τον λαϊκό ποιητή που χρησιμοποίησε πρώτος το δεκαπεντασύλλαβο. Ο Σολωμός απέχει από τον Κορνάρο δυό αιώνες. Είναι λοιπόν θνησιμαίος ένας στίχος που έδειξε τέτοια αντοχή στο χρόνο; Και είναι παράλογο να τον κρατήσουμε στη ζωή; Ο Ρίτσος ενέργησε με το γερό του ένστικτο… και ακροάστηκε μέσα του μια γνήσια φωνή. Έτσι κατορθώθηκε η επαφή του ατόμου με την κοινότητα, δηλαδή το σπάνιο φαινόμενο να βλέπεις τον ίδιο χυμό ν’ ανεβαίνει από τη λαϊκή ρίζα ως την πνευματική κορυφή».
Πού πέταξε τ’ αγόρι μου; πού πήγε; πού μ’ αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.
…………………………………………………….
Γιέ μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.
Πότε τις χάρες σου, μιά – μιά, τις παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό – λυγμό, τις δένω μοιρολόι.
(Αποσπάσματα από το άσμα VIII).
Αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ στα πρώτα 14 άσματα του «Επιταφίου» δεν συναντάμε το «κόκκινο» ούτε το «μαύρο» χρώμα, και τα δύο αυτά συμβολικά χρώματα εμφανίζονται μετά, όταν η έμπνευση προσανατολίζεται στον επαναστατικό διδακτισμό…
Τί έκανες, γιέ μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους,
Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σου ’δωκαν μαχαίρι,
τον ίδρωτά σου ζήτησες και σου ’κοψαν το χέρι.
……………………………………………………
Ω, γιέ μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα ναν τα βρούνε
τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.
Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη να τη βάψω,
και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.
(Αποσπάσματα από το άσμα XVI).
Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
(Απόσπασμα από το άσμα XVII).
Για το αίμα που ’βαψε τη γης αντρειεύτηκαν τα πλήθια,
- δάσα οι γροθιές, πέλαα οι κραυγές, βουνά οι καρδιές, τα στήθεια.
………………………………………………………………………..
Ω, τι όμορφα σαν σμίγουνε, σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι,
φεγγοβολάνε οι ουρανοί, μοσκοβολάνε οι τόποι.
(Αποσπάσματα από το άσμα ΧΙΧ).
Το τελευταίο άσμα (ΧΧ) μας αφήνει άφωνους από τη συγκίνηση, καθώς παρακολουθούμε τα τελευταία θρηνητικά λόγια της χαροκαμένης μάνας, την ύστατη έκφραση λατρείας της προς τον αδικοχαμένο γιό της, την τρομερή οργή, το άγριο μίσος και τις φοβερές απειλές της προς τους υπαίτιους αυτού του θανάτου και, τέλος, την πίστη της για την ανάσταση του παιδιού της και την επανεμφάνισή του ανάμεσα στους συντρόφους του…
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι, -
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, -
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Και γω η φτωχή και γω η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους,
με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους
Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που μου ’καναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.
Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.
Κι ως το ’θελες (ως το ’λεγες τα βράδια με το λύχνο)
ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.
Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρύζω.
Γιέ μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου· κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.
Αναμφισβήτητα ο Γιάννης Ρίτσος, ως προς το μοτίβο «θάνατος – ανάσταση», εμπνεύστηκε από την ιστορία του «σταυρωθέντος και αναστηθέντος» Ιησού, αλλά και από τις παραδόσεις για τους πριν από τον Χριστό «θνήσκοντες και εγειρομένους θεούς» των Αρχαίων Ελλήνων και των Αιγυπτίων (Ζευς, Διόνυσος, Άδωνις, Όσιρις). Ο Μέγιστος Ποιητής μας, ακολουθώντας πιστά τη χριστιανική παράδοση τόσο στον θρήνο όσο και στην προσδοκία της Ανάστασης, κατάφερε, μ’ έναν εκπληκτικό τρόπο γραφής, να εκφράσει σε βάθος τις ψυχολογικές διακυμάνσεις μιας λαϊκής γυναίκας, που θρηνεί τον νεαρό, αδικοσκοτωμένο γιό της…
Η αριστουργηματική μελοποίηση του «Επιταφίου» από τον Μίκη Θεοδωράκη σηματοδότησε τη στροφή του Μεγάλου μας Μουσικοσυνθέτη προς το λαϊκό τραγούδι.
Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί μία από τις ιερότερες στιγμές όχι μόνο της Ελληνικής αλλά και της Παγκόσμιας Ποίησης· μιά Δημιουργία που θα παραμείνει Ανέγγιχτη από τον Χρόνο· ένα Γιγάντιο Έργο, που θα αγγίζει πάντοτε – με την ίδια δύναμη – την κάθε ανθρώπινη ψυχή, και θα διαβάζεται με την ίδια ευλαβική κατάνυξη, όσα χρόνια κι αν περάσουν…
Και κάτι ακόμη: Οι προσφωνήσεις της χαροκαμένης μάνας προς τον αδικοχαμένο γιο (Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου, γιόκα μου, πουλί μου, κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου, ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου, γλυκέ μου, παιδί μου, αγόρι μου, καμαρωτό δεντρί μου, παιδί μου κι άρχοντά μου, αστέρι μου, λεβέντη μου, καλέ μου, γλυκέ μου) σίγουρα θα ανακαλούν για πάντα σε ολόκληρο τον Κόσμο της Χριστιανοσύνης το «Ω ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ» του Επιταφίου Θρήνου…
Θα επιθυμούσα να ολοκληρώσω αυτό το ταπεινό κείμενό μου για τον τιτάνιο «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου με κάποιες σκέψεις του Παντελή Πρεβελάκη (σσ. 76 – 77): «Στο ερώτημα “Τί έχει κανείς να περιμένει από την ποίηση του Ρίτσου;” το ευρύ κοινό είναι έτοιμο να απαντήσει “Μιάν πρόσκληση στην Επανάσταση”. Πιστεύω πως, περισσότερο από τούτο, η ποίηση του Ρίτσου διευρύνει την ευαισθησία του αναγνώστη, του μεταδίδει ένα “νέο ρίγος” (κατά το λόγο του Hugo για τον Baudelaire) και του ανοίγει τα μάτια στο αίνιγμα του κόσμου».
*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα