Το σκουληκάκι - Του Λευτέρη Τσίλογλου
(Μια ιστορία- πρόκληση για να σκάσει ένα μικρό χαμόγελο)
Απ’ ό,τι θυμόταν- το ίδιο επιβεβαιώνουν και οι γονείς του- ήταν παράδοση στην οι-κογένεια. Κάθε διακοπές του Πάσχα να πηγαίνουν από νωρίς όλοι μαζί στο χωριό του παππού. Ήταν ο πατέρας της μάνας του. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο σπίτι, ενώ δίπλα βρισκόταν το αγροτικό υποστατικό με το κοτέτσι, τον όμορφο κήπο και το μεγάλο μπαξέ. Πιο δίπλα, το λιοστάσι με το μικρό αμπέλι μέσα του. Ιδανικός χώρος για παι-χνίδι και γνωριμία με τη φύση. Τα φυτά και τα ζώα της ήταν γνώριμες εικόνες για τον μοναχογιό της οικογένειας, τον Γιαννάκη.
Οι γονείς του ήταν και οι δυο καθηγητές σε γυμνάσια της Αθήνας. Έτσι μπορούσαν να βρίσκονται εκεί από τις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο μπαμπάς, παιδί της πό-λης, χωρίς παιδικές αναμνήσεις από την ύπαιθρο, γέμιζε από αδημονία και χαρά όπο-τε του δινόταν η ευκαιρία να πηγαίνει στο χωριό, όπου είχε κάνει καινούριους φίλους και ρουφούσε μ’ ευχαρίστηση τη ζωή του χωριού.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ο παππούς ασχολιόταν ο ίδιος με τις αναγκαίες αγροτι-κές εργασίες, από τις οποίες πάντα είχε ένα πρόσθετο εισόδημα. Βέβαια η κύρια απα-σχόλησή του ήταν το δασκαλίκι στο χωριό. Μέχρι να βγει στη σύνταξη, πριν από κά-μποσα χρόνια από τα χέρια του πέρασαν σχεδόν όλα τα παιδιά του χωριού. Κι αυτό επί τριάντα συναπτά χρόνια. Γενιές και γενιές παιδιών. Στο χωριό είχαν ξεχάσει το βαπτιστικό του όνομα: Για όλους ήταν ο «δάσκαλος»! Σεβαστός για την επιμονή κι αφοσίωσή του να μάθει σ’ όλους γράμματα, αλλά κι ονομαστός για την αυστηρότητά του. Όλοι είχαν δοκιμάσει τις βιτσιές της λυγαριάς που κρατούσε πάντα στα χέρια του ή ακόμα και τις ηχηρές ανάποδές του. Σεβασμός ανάμεικτος με φόβο ότι εσύ θα είσαι το επόμενο θύμα των υλικών νουθεσιών του.
Με το πέρασμα του χρόνου τα κότσια του παππού, οι δυνάμεις του γενικότερα, μει-ώθηκαν δραστικά και η ενασχόληση με τη γη περιορίστηκε μόνο στην επιτήρηση του βολικού και φιλότιμου μετανάστη, που συνέχισε τη καλλιέργεια των αναγκαίων ζαρ-ζαβατικών για τους ίδιους, την περιποίηση και το πότισμα των λουλουδιών που ήταν η αδυναμία της γιαγιάς, το κλάδεμα, την λίπανση των λιόδεντρων και τη συγκέντρω-ση μια φορά το χρόνο των καρπών τους. Απλώς, να βγαίνει το λάδι της χρονιάς για όλη την οικογένεια. Το αμπέλι αφέθηκε στην τύχη του. Τα χρειαζούμενα ποτά της χρονιάς τα προμηθεύονταν πλέον από το εμπόριο.
Ο Γιαννάκης την έβρισκε στο χωριό. Συνεχώς σουλατσάριζε με το ποδήλατο στις κοντινές εξοχές μαζί με κάποιους από τους ντόπιους κολλητούς του ή το έριχνε στο δίτερμα μέσα στο προαύλιο του σχολείου.
Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ όλη η οικογένεια ανελλιπώς πήγαινε στην εκκλησία για τη λειτουργία της Αναστάσεως. Φέτος ο παππούς δεν είχε όρεξη για να βγει έξω από το σπίτι. Ίσως γιατί ο καιρός δεν ήταν στα καλύτερά του. Φοβήθηκε μην αρπάξει καμιά πούντα κι έχουμε άλλα ντράβαλα. Την πρόσεχε τη ζωούλα του ο γέρος. Ευκαι-ρία βρήκε ο μικρός και πρόσθεσε τον εαυτό του μέσα.
- Θα κάτσω κι εγώ στο σπίτι. Να προσέχω τον παππού! Δεν είναι καλό να μείνει μό-νος του!
Με κάποια αμηχανία οι υπόλοιποι το βρήκαν λογικό και χρήσιμο. Συμφώνησαν μαζί του. Μόνο η γιαγιά είπε
- Μη φάτε όμως. Περιμένετε να φάμε όλοι μαζί. Η μαγειρίτσα είναι έτοιμη.
Όμως, αφού πρώτα χωρίς σκέψη δεσμεύτηκε με τη δήλωσή του, στη συνέχεια θυμή-θηκε ότι ο παππούς θα του πρήξει τα σκώτια. Δεν θα τον αφήσει λεπτό ελεύθερο να πάρει ανάσα. Θα τον τρελάνει στις ερωτήσεις και τον έλεγχο των γνώσεων του. Ό-μως ήταν πια αργά να πάρει το λόγο του πίσω.
Πράγματι, μόλις οι άλλοι έφυγαν άρχισε το σφυροκόπημα
- Γιαννάκη, βλέπω μεγάλωσες κι εσύ. Πρώτη γυμνασίου δεν είσαι;
-Ναι παππού
-Βρε, μπόμπιρα, πότε ήταν που βγήκες απ’ τη κοιλιά της μάνας σου και τώρα έγινες γυμνασιόπαιδο!
- Ναι, παππού…
Άρχισε η συζήτηση πάνω σε διάφορα θέματα της επικαιρότητας. Ο παππούς δεν ξέ-χασε καθόλου τις παλιές του συνήθειες. Συμβουλές, παραινέσεις, μικρές παγίδες για έλεγχο γνώσεων. Κάποια στιγμή, εκεί που η συζήτηση είχε φουντώσει, είδε ότι μέσα από μια μικρή τρύπα του ενός τοίχου βγήκε με όλη δύναμη το κεφαλάκι ενός σκου-ληκιού που αγωνιζόταν φιλότιμα να περάσει όλο το κορμί του μέσα στο δωμάτιο. Μόλις το πήρε χαμπάρι και ο παππούς μονολόγησε από μέσα του. Ευκαιρία να δώσω ένα περιβαλλοντικό μάθημα στο μικρό
Απευθυνόμενος στον εγγονό του, ρώτησε
- Τι είναι αυτό Γιαννάκη;
-Ένα σκουληκάκι» παππού
-Τι πρέπει να κάνουμε Γιαννάκη;
-Δεν ξέρω. Κάνε ό,τι νομίζεις. Πέταξε το στο τζάκι, παππού. Θα καεί μαζί με τα ξύ-λα.
Ο παππούς μόρφασε με δυσφορία
- Μα δεν το λυπάσαι, παιδί μου; Το σκουληκάκι είναι ένα ζωντανό πλάσμα, χρήσιμο στη φύση. Εδώ μέσα στη ζέστη θα στεγνώσει. Και ένα στεγνό σκουληκάκι είναι νε-κρό κι άχρηστο. Αυτό πρέπει να βρίσκεται έξω στη γη. Ν’ ανασκαλεύει το χώμα, ν’ ανοίγει τρύπες, να βοηθά τις ρίζες των φυτών να βρίσκουν διαδρόμους, να εισχωρούν στο έδαφος, ν’ απορροφούν όλες τις απαραίτητες ουσίες, ν’ ανεβάζουν στα κλαδιά τους χυμούς, να δίνουν στον άνθρωπο τους χρήσιμους για τη διατροφή του καρπούς. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν, Γιαννάκη;
- Άνοιξε το παράθυρο και πέταξέ το έξω! Τι άλλο να σου πω;
- Γιαννάκη! Τι σκληρότητα κι απονιά είναι αυτή εκ μέρους σου;
Με άφατη τρυφερότητα, ο παππούς έπιασε απαλά το σκουληκάκι και προσπάθησε να το περάσει μέσα από την τρύπα που είχε μπει. Όμως, αυτό κούναγε το κεφαλάκι του και δεν έμπαινε μέσα. Προσπάθησε για δεύτερη φορά, αλλά πάλι τίποτα. Το κεφαλά-κι κουνιόταν και δεν έμπαινε μέσα. Ο παππούς άρχισε να νιώθει αμηχανία για την αδυναμία του. Ντροπή! Μπροστά στον εγγονό!
Αν κάποιος ήταν προσεκτικός παρατηρητής θα έβλεπε, έστω και δύσκολα, στο μέ-τωπο του παππού τις πρώτες αδιόρατες σχεδόν ακόμα σταγόνες ιδρώτα. Συνέπεια της αμηχανίας που ένιωθε. Έκανε και τρίτη απόπειρα. Τα χρόνια που πέρασαν, το τρέ-μουλο των χεριών, οι αναπόφευκτες συνέπειες δεν τον άφησαν να έχει επιτυχία στο στόχο του. Την ίδια ώρα ο Γιαννάκης από μέσα του έβραζε και σκυλόβριζε. Στο τέ-λος δεν άντεξε πια. Απότομα του είπε
- Παππού, δώστο μου να το κάνω εγώ!
Ο παππούς δεν παραιτήθηκε της προσπάθειας. Έκανε μια ακόμα απόπειρα, αλλά κι αυτή ήταν ανεπιτυχής.
-Δώστο σε μένα παππού, επιτέλους!
Με βαριά καρδιά του το έδωσε. Αλλά γιομάτος αγωνία του είπε
- Πρόσεχε, Γιαννάκη! Πρόσεχε!
Ο Γιαννάκης το άρπαξε αποφασιστικά με το ένα του χέρι και με το άλλο χέρι έβγαλε από την κωλοτσέπη του το σωληνάριο UHU, που είχε πάντοτε μαζί του. Έριξε πάνω του μια σταγόνα, την άλειψε στο σκουληκάκι και το φύσηξε αρκετά μέχρι να στε-γνώσει. Τότε σημάδευσε την τρύπα και πετώντας το με δύναμη – λες κι ήταν η μπά-λα του μπάσκετ για τρίποντο- αυτό πέρασε μέσα από την τρύπα και βρέθηκε αυτο-στιγμής έξω, πάλι μέσα στη φύση.
Έχει μεγάλη αξία να περιγράψουμε με λίγα λόγια τις διαδοχικές εκφράσεις στο πρό-σωπο του παππού και τις εναλλαγές που έγιναν στη διάρκεια των κινήσεων του Γιαν-νάκη.
Σε πρώτη φάση τα μάτια του πετάγανε φωτιές θυμού. Έτοιμος να ρίξει ως άλλος Δί-ας τους κεραυνούς του επί της κεφαλής του εγγονού του. Σε λίγο η έκφραση στο πρόσωπό του άλλαξε. Κυριάρχησε η απορία για τα συμβαίνοντα. Έμεινε ενεός από την έκπληξη. Τελικά με αστραφτερό βλέμμα έβγαλε θριαμβικές κραυγές χαράς κι ε-πιδοκιμασίας.
- Γιαννάκη μου! Αίμα μου, DNA μου! Χριστέ μου, τι ιδέα είναι αυτή! Πως δε μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό; Έλα κοντά μου, ξύπνιε εγγονέ μου.
Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω του. Τόσο που ένιωσε να πνίγεται απ’ αγάπη
- Κράτα αυτά τα πέντε ευρώ να πάρεις αύριο σοκολάτες αμυγδάλου!
-Ευχαριστώ, παππού!
Εκείνη την ώρα επέστρεψαν στο σπίτι οι εκκλησιασθέντες, μεταφέροντας μαζί τους το ιλαρόν φως της Αναστάσεως. Όλοι είδαν χαρά κι ικανοποίηση στα πρόσωπα του παππού και του Γιαννάκη. Χρόνος για συζήτηση δεν υπήρχε. Μόνο η έντονη επιθυ-μία να γευτούν το αναστάσιμο τραπέζι. Ευχαριστημένοι και χορτασμένοι πήγαν, χω-ρίς καμιά καθυστέρηση, για ύπνο.
Την άλλη μέρα ο Γιαννάκης μπήκε πρώτος στην κουζίνα. Οι άλλοι φαίνεται κοιμού-νταν ή χουχούλιαζαν στα κρεβάτια τους. Εφόσον δεν ήταν κάποιος να του σερβίρει πρωινό, άρπαξε πρόχειρα ένα κουλούρι κι ένα κόκκινο αυγό και βγήκε με φόρα στην αυλή. Για το συνηθισμένο πρωινό του παιχνίδι. Του φάνηκε παράξενο που ο παππούς δεν καθόταν στη συνηθισμένη πολυθρόνα του, πίνοντας τον πρωινό του καφέ. Εικόνα που, χωρίς εξαίρεση, κάθε πρωί συναντούσε όλες τις άλλες φορές. Η νιότη και η ανά-γκη για παιχνίδι έσβησαν σύντομα την απορία του και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στις δικές του ασχολίες.
Μετά από λίγη ώρα ο παππούς βγήκε κι αυτός στην αυλή. Αλλά με καινούρια χαρα-κτηριστικά. Το μουστάκι του φρεσκοχτενισμένο και τσιγκελωτό. Πρόσωπο γεμάτο αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Κοτσονάτος κι αυτάρκης. Το πρώτο που έκανε ήταν να αναζητήσει τον εγγονό του. Όταν τον πήρε το μάτι του με βροντερή φωνή τον κάλεσε κοντά.
-Γιαννάκη έλα εδώ!
Ο Γιαννάκης με κάποιο φόβο μουρμούρισε από μέσα του.
Ωχ! Αυτή τη φορά δε γλυτώνω τη σφαλιάρα
Πήρε το κατάλληλο ύφος και με μελιστάλακτη φωνή του είπε
-Τι θέλεις, παππούλη;
Αυτός του πρότεινε ένα νέο πεντάευρω
- Πάρτο να πάρεις σοκολάτες!
Γεμάτος αμφιβολία και φόβο του θύμισε
-Μα χτες μου έδωσες παππού;
-Πάρε κι αυτό! Είναι απ’ τη γιαγιά σου. Με τις ευχαριστίες της. Έτσι μου είπε να σου πω!
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα