Η «αναχώρηση» - Του Λευτέρη Τσίλογλου
Η πρωινή αυγούλα σε αργή κίνηση έλουζε, με το αχνό φως της, τα αντικείμενα γύρω του. Καθάριζε τις θολές κι απροσδιόριστες γωνιές τους, τα οριοθετούσε. Έδιω-χνε τις απειλητικές σκιές που σκέπαζαν προηγουμένως το τοπίο. Σε λίγη ώρα οι ζωο-γόνες ακτίνες του ήλιου θα ξανάφερναν στη ζωή τα κοιμισμένα στοιχειά της φύσης. Κι αυτός ήταν ένα κομμάτι αδιαίρετο μαζί της.
Χαμηλά, στη μεγάλη απλωσιά που απλωνόταν μπροστά του, ήταν τα σπίτια της πό-λης με τα νυχτερινή φώτα να υποχωρούν μπροστά στη μεγάλη κι αξεπέραστη φυσική πηγή φωτός που είναι ο ήλιος. Από δω μακριά που βρισκόταν αχνοέβλεπε την κίνηση που άρχιζε μέσα στην πόλη και στ’ αυτιά του ίσως να έφταναν κάποιοι μισοσβησμέ-νοι ήχοι μιας πόλης που τώρα ξυπνούσε.
Ήξερε πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο η κοιμισμένη πόλη αποκτούσε ζωή. Πώς οι άδειοι δρόμοι άρχιζαν να έχουν κίνηση, πως τα κατεβασμένα ρολά ανέβαιναν, οι κλειδαριές άνοιγαν στα μαγαζιά και άφηναν ελεύθερη την είσοδο στους πελάτες. Πως οι εργάτες τραβούσαν προς τα εργοστάσια και τα παιδιά ετοιμάζονταν για το σχολείο. Πριν αρκετό καιρό δεν ήταν κι αυτός ενεργό μέλος αυτής της πόλης, ένα κομμάτι της;
Γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά τα δρομάκια,, τους ανθρώπους, τα συνήθη καθημερινά επαναλαμβανόμενα συμβάντα. Πολύ περισσότερο ήξερε πολλά από τα μυστικά των κατοίκων της, τις ανομολόγητες αμαρτίες τους. Ακόμα και τα χωμένα βαθιά στο μυαλό απωθημένα τους. Μέχρι τη μέρα που έγινε αναχωρητής κουβαλούσε ένα αβά-σταχτο φορτίο. Δικών του, αλλά και ξένων, αμαρτιών.
Αυτές αποτέλεσαν το υπόστρωμα που τον έκανε να χάσει την εμπιστοσύνη του στην οργανωμένη κοινωνία. Φτάνει πια ο φαρισαϊσμός! Το ψέμα έγινε κανόνας. Δεν αντέχει άλλο τα υποκριτικά χαμόγελα, τις δύσκολα καλυπτόμενες κακίες, την άκρατη πλεονεξία μερικών, την αλόγιστη επίδειξη των περισσοτέρων. Όχι, αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του, δεν είναι στοιχείο του χαρακτήρα του. Για αρκετό καιρό έκανε υπομονή και σε κάποια φάση επιχείρησε να βελτιώσει μερικές καταστάσεις. Έπεσε πάνω σ’ ένα ανυποχώρητο τείχος άρνησης ν’ αλλάξει το ο,τιδήποτε. Για όλους υπήρ-χε μια βολική ισορροπία, ένας εύσχημος τρόπος οργάνωσης των πραγμάτων που εν-σωμάτωνε στο σύστημα όλα τα χαρακτηριστικά τους. Είτε καλά, είτε κακά.
« Ως εδώ», είπε κάποια στιγμή.
Ρύθμισε τα θέματα της προσωπικής του περιουσίας, κράτησε μόνο κάτι λίγα ενθύ-μια από τους πρόωρα χαμένους δικούς του και, χωρίς να ενημερώσει κανέναν από τους περίοικους, έριξε πίσω του μαύρη πέτρα κι αναχώρησε πάνω στο βουνό. Εκεί έκανε ένα πρόχειρο καλύβι, κανόνισε τις πρώτες απαραίτητες προμήθειες και ξεκίνη-σε μια μοναχική ζωή αποφεύγοντας τους ανθρώπους, ακόμα και στις πιθανές τυχαίες συναντήσεις μαζί τους. Δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τα σχόλια που ενδεχομένως θα προκάλεσε η βιαστική κι ανεξήγητη αναχώρησή του. Τον άφηναν τελείως αδιάφορο.
«Ας πούνε ό,τι θέλουν! Ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλω να τους δω»
Έκανε αναγνώριση του περιβάλλοντος γύρω από το καλύβι του. Βρήκε εναλλακτι-κές θέσεις να πηγαίνει σε ώρες ανάγκης, ανακάλυψε πηγές φρέσκου και δροσερού νερού. Ρύθμισε τις βιοτικές του ανάγκες στο ελάχιστο και μέχρι τώρα που είχε συ-μπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της εθελούσιας απομόνωσής του, είχε κατέβει στις πα-ρυφές της πόλης, στην αντίθετη πλευρά από τη γειτονιά του, για μερικές απαραίτητες προμήθειες, όπως αλεύρι και διάφορους σπόρους, μόνο δυο φορές. Άρχισε να μαζεύει την πρώτη σοδειά στον πρόχειρο μπαξέ που έφτιαξε κοντά του.
Έπρεπε να μάθει τους τρόπους που οι μοναχικοί άνθρωποι επιβίωναν κόντρα σ’ όλες τις δυσκολίες. Θυμήθηκε τον Ροβινσώνα Κρούσο, που είχε κάποια στιγμή διαβάσει κι έκανε τις αυτόματες συγκρίσεις. Η δική του απομόνωση ήταν εθελούσια σε αντίθεση με τον Κρούσο, που την επέβαλαν οι ατυχείς συνθήκες του ναυαγίου. Ο Ροβινσώνας περίμενε την εξωτερική άφιξη του πολιτισμού που θα τον σώσει από το έρημο νησί. Αυτός μπορούσε με μια πορεία λίγων ωρών να βρεθεί στον «πολιτισμό». Ο ίδιος τον απαρνήθηκε, ο ίδιος τον απέρριψε κι έφυγε μακριά του. Δεν θ’ ανεχόταν τη συνδρομή κανενός Παρασκευά.
Το βασικό κίνητρο για τη φυγή του ήταν η απέχθεια που ένιωθε για τους ανθρώπους γύρω του, αλλά όχι μόνο. Το ίδιο σπουδαίο γι’ αυτόν ήταν η μοναξιά κι η επαφή του με τη φύση να γίνει αφετηρία για μια πλήρη ενδοσκόπηση. Μέσα του υπήρχαν ανα-πάντητα ερωτήματα, χίλιες απορίες. Ήταν η δική του ιδιομορφία και παραξενιά ή το κακό ήταν αντικειμενικά υπαρκτό; Πίεσε το μυαλό του, κατέγραψε σ’ ένα πρόχειρο τεφτέρι ό,τι ερώτημα κατέβαζε η κούτρα του και προσπάθησε τίμια, με πείσμα κι ε-πιμονή να δώσει στον εαυτό του πειστικές απαντήσεις.
Ο μέχρι τώρα απολογισμός της προσπάθειάς του ήταν πενιχρός. Έστυβε καλά το μυαλό του. Δεν είχε τους περισπασμούς των απασχολήσεων της αστικής κοινωνίας, δεν αποπροσανατολιζόταν από τη συνεχή ροή των συμβάντων της καθημερινής συ-γκυρίας. Κι όμως, οι αναμενόμενες απαντήσεις δεν έρχονταν.
« Τελικά δεν διαθέτω το απαιτούμενο μυαλό να βρω τη λύση, ούτε είμαι τόσο προικισμένος σε γνώσεις κι εξυπνάδα για να φέρω σε πέρας το στόχο μου!»
Δεν παραιτήθηκε. Με τον ίδιο αρχικό ενθουσιασμό συνέχισε, λες κι ήταν ο αισιόδο-ξος χρυσοθήρας που από μέρα σε μέρα συνεχίζει να ελπίζει πως θα πέσει πάνω στην αστείρευτη φλέβα.
Όλα όμως τελικά έχουν το όριό τους. Όταν συμπληρώθηκε κι ο δεύτερος χρόνος, η αμφιβολία μέσα του άρχισε να κερδίζει πόντους.
« Λες να μη φταίω εγώ; Μήπως κυνηγώ μια χίμαιρα; Μήπως εγκλωβίστηκα σε μια ουτοπία; Χιλιάδες μυαλά στο παρελθόν με ιδιαίτερες ικανότητες, τουλάχιστον περισ-σότερο από μένα, για τόσα χρόνια δεν μπόρεσαν ν’ απαντήσουν κι εγώ μια σκέτη μο-νάδα θα το πετύχω; Μάλλον δεν έκανα τους σωστούς λογαριασμούς!»
Είχε κάνει τις επιλογές του πια κι αισθανόταν ότι είναι μη αντιστρέψιμες. Του ήταν αδύνατο να επιστρέψει στους παλιούς ρυθμούς. Μπορεί να μην είχε βρει απάντηση στα ερωτήματα που τον ταλάνιζαν, βρήκε όμως έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, που γι’ άλλους ίσως νάταν ανυπόφορος, αλλά για τον ίδιο κάλυπτε τα νέα ποιοτικά του κριτήρια.
Ένας ήταν ο νέος μελλοντικός κίνδυνος που άρχισε σιγά- σιγά να διαγράφεται ενώ-πιον του. Ενώ απαρνήθηκε τον πολιτισμό και τις ανέσεις του, αισθανόταν ότι αυτός, χρόνο με το χρόνο τον πλησίαζε απειλητικά, έφτανε πάλι κοντά του. Η πόλη συνεχώς επεκτεινόταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήδη τα περάσματα από ανθρώπους έγιναν συχνότερα. Σε κάποια βέβαια απόσταση είχε ανοίξει κι ένας νέος δρόμος από τον ο-ποίο περνούσαν αυτοκίνητα.
Το ερώτημα εισχώρησε στη σκέψη του σαν βασανιστικό καρφί που στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό του για να του υπενθυμίζει χωρίς διακοπή κι έλεος αυτά που ήρθαν αλλά κυρίως αυτά που αναμένονται:
- Και τώρα, τι γίνεται;
Μια λύση ήταν να ψάξει για νέο καταφύγιο, να μετακινηθεί ακόμα πιο μέσα στο δάσος, να προφυλαχθεί από πιθανούς απρόσκλητους επισκέπτες, να επιμείνει στην αρχική του απόφαση. Η απέχθεια για τον πολιτισμό παρέμεινε μέσα του αλώβητη, όπως ήταν στην αφετηρία του εγχειρήματός του. Όμως έπρεπε ν’ αρχίσει πάλι να τα-κτοποιεί τις πρώτες ανάγκες: Νέο γιατάκι, νέο περβόλι, όλα εξαρχής. Ο σωματικός κόπος δεν τον φόβιζε, οι ενδεχόμενες δυσκολίες δεν ήταν παράγοντας αποτροπής. Άλλες σκέψεις άρχισαν να ξεφυτρώνουν στο μυαλό του και να γίνονται οι νέοι δαί-μονές του.
Μέχρι πότε θα έχω το κουράγιο, την σωματική ικανότητα ν’ αυτοσυντηρούμαι; Ο χρόνος είναι αδυσώπητος και στο πέρασμά του αφήνει ευδιάκριτα τα σημάδια πάνω του. Ήδη άρχισαν τα όργανα, ο εαυτός του δεν ήταν όπως παλιά. Οι αντοχές του πε-ριορίζονται. Βεβαίως οι επιπτώσεις δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Αλλά μέσα στην προο-πτική του χρόνου;
Έτσι το ερώτημα επανήλθε. Δύο είναι τα ενδεχόμενα. Ένα, γυρίζει πίσω. Εντάξει, δεν του ταιριάζει η οργανωμένη ζωή, αυτή άλλωστε ήταν κι η αίτια της αναχώρησης του. Αλλά η πόλη έχει τα γηροκομεία, τα νοσοκομεία, τους γιατρούς της και σε λίγο αυτά θα του ήταν απαραίτητα. Το άλλο ενδεχόμενο ήταν η ηθελημένη διακοπή της ζωής. Θα επέλεγε ένα εύκολα προσβάσιμο μέρος που διέθετε γκρεμό κι όταν έφτανε στο αμήν θα έριχνε έναν πήδο κι όλα θα έσβηναν σε δευτερόλεπτα. Ηθικές ή θρη-σκευτικές αναστολές δεν είχε. Έπρεπε σύντομα να πάρει τις οριστικές αποφάσεις του.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα