"Το πρώτο του φιλί" - Διήγημα του Λευτέρη Τσίλογλου
Είναι κάτι μνήμες, μικρές μεν αλλά σημαδιακές, που μας συντροφεύουν δεκαετίες κι όταν έρχονται απρόσκλητες στο μυαλό, μας απαλύνουν το σκοτάδι που η ζωή πολλές φορές μας επιφυλάσσει. Είναι σαν τα φτωχά ψιχουλάκια από το αντίδωρο που πέ-φτουν στο χώμα από τον απρόσεκτο χριστιανό, που μετά το τέλος της λειτουργίας βγαίνει στο προαύλιο της εκκλησίας και τρώει σε μικρές μπουκιές το αγιασμένο σώμα του Χριστού. Τότε τα σπουργίτια έρχονται και λαίμαργα τα τσιμπολογάνε προ-σπαθώντας να μετριάσουν λίγο την πείνα τους. Έτσι κι οι μνήμες. Κοπάζουν μέρος από τις πίκρες μας. Εκεί που η καταιγίδα ανταριάζει τη ζωή μας, αυτές σπάνε το αδιαπέραστο τείχος από τα νέφη που κρύβουν τον ουρανό και σαν μια στενή δέσμη φω-τεινών ακτίνων του ήλιου κατορθώνουν να φτάσουν και να ζεστάνουν την παγωμένη διάθεσή μας, να θωπεύσουν με τρυφερότητα τον σπόρο ελπίδας και χαράς που ζει, ίσως κοιμισμένος, μέσα μας.
Το θυμόταν σαν να έγινε χθες, ενώ πέρασαν τόσα και τόσα ταραγμένα χρόνια. Ήταν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του για πρακτικούς λόγους και εξ ανάγκης, το σχολείο ήταν μεικτό σε αντίθεση με όλα τα γυμνάσια της χώρας, όπου με την στενόμυαλη και σεμνότυφη αντίληψη της εποχής τ’ αγόρια και τα κορίτσια έπρεπε να πηγαίνουν σε ξεχωριστά σχολεία που να βρίσκονται σε ξεχωριστά κτίρια. Να μην μπαίνουν, λέει, σε πειρασμούς. Όμως οι ορμονικές λειτουργίες μπορούν να ησυχάσουν και να υπακούσουν στις κρατικές απαγορεύσεις;
Είχανε μάθημα Αρχαίων. Κύρου Ανάβασις. Κι ο καλός και φιλότιμος φιλόλογος διάνθιζε το μάθημα με ιστορίες των πρωταγωνιστών αυτής της ενδιαφέρουσας περιπέτειας. Θέλω εδώ να θυμίσω ότι τότε οι γνώσεις ήταν είδος «εν ανεπαρκεία» κι έτσι τέτοιες ευκαιρίες ήταν σπάνιες κι όταν υπήρχαν συγκέντρωναν ευχαρίστως την προσοχή εκείνων που είχαν την περιέργεια να μάθουν. Οι πληροφορίες δεν κυκλοφορούσαν τόσο αυτονόητα όπως διαδίδονται σήμερα. Βιβλία στα σπίτια ήταν πολύ λίγα έως ανύπαρκτα, οι εγκυκλοπαίδειες βρίσκονταν μόνο κλειδωμένες στις βιβλιοθήκες. Η τηλεόραση ακόμα όνειρο μακρινού μέλλοντος. Μόνο οι τοπικές εφημερίδες κι αυτές στο καφενείο κι όταν τύχαινε και είναι ελεύθερες από τους μεγάλους που είχαν την προτεραιότητα.
Στη μέση του μαθήματος άνοιξε απότομα η πόρτα ταράζοντας όχι μόνο τους μαθητές, αλλά και τον ίδιο τον καθηγητή. Τότε κι αυτός ήταν συνεχώς υπό τον έλεγχο του γυμνασιάρχη και του επιθεωρητή. Η προαγωγή ή η μετάθεση ήταν κυρίως υπόθεση της έκθεσης που θα υπέβαλλαν αυτοί οι δυο για το έργο του. Η απότομη είσοδος δεν ήταν όμως για κακό. Ο γυμνασιάρχης έφερνε στην αίθουσα μια νέα μαθήτρια, που συνοδευόταν από τον πατέρα της, ανώτερο κρατικό υπάλληλο σε μια γεωργική υπηρεσία όπως πληροφορήθηκαν αργότερα. Μετά τις αναγκαίες συστάσεις οι μεγάλοι αποχώρησαν και το κορίτσι κάθισε μόνο του στο πρώτο άδειο θρανίο της τάξης. Θα ήταν συμμαθήτριά τους. Μέσα στον περιορισμένο χώρο του σχολείου, αλλά και της συνοικίας τους αυτό ήταν γεγονός.
Εκεί στο προαύλιο την παρατήρησε από μακριά για πρώτη φορά. Μέτραγε με τα μάτια τα χαρακτηριστικά της και τα θαύμαζε. Μικροκαμωμένη με συμμετρικά κατανεμημένα τα μέρη του σώματός της, όσο βέβαια του επέτρεπε να δει η ολόσωμη μπλε ποδιά και το λευκό στρογγυλό γιακαδάκι που κύκλωνε το λαιμό. Μακριά ίσα καστανά μαλλιά δεμένα πίσω με μια άσπρη κορδέλα. Μάτια μεγάλα που κοιτούσαν γεμάτα περιέργεια τους ανθρώπους και τα αντικείμενα. Στην αρχή ήταν μόνη της μα σύντομα πλησίασε δυο κορίτσια της τάξης. Αυτός δεν τόλμησε να πάει κοντά. Ήταν πάντα, μια ζωή διστακτικός κι εσωστρεφής.
Στις επόμενες μέρες θα έρχονταν περισσότερες πληροφορίες. Η μάνα της ξαφνικά πέθανε και ζούσε σε κοντινή πόλη με τον πατέρα της. Αυτός πήρε ξαφνική μετάθεση κι προσωρινά θα άφηνε τη μοναχοκόρη του στην αδελφή της γυναίκας του, που ζού-σε στη γειτονιά μας. Στην αρχή απροσανατόλιστη στο νέο περιβάλλον κινούνταν διστακτικά. Σύντομα όμως πήρε το θάρρος και προσαρμόστηκε με άνεση στις ιδιαιτερότητες του νέου χώρου. Έδειξε ότι είχε τον απαιτούμενο αέρα για τις κοινωνικές δραστηριότητες.. Δεν ήταν κακή ή αδιάφορη μαθήτρια. Έκοβε το μυαλό της, μόνο που δεν χώνευε τα μαθηματικά. Τα είχε πάρει απ’ την αρχή με κακό μάτι κι είχε κενά. Άλγεβρα και Γεωμετρία. Γι αυτόν, αντίθετα, ήταν η μεγάλη του αγάπη. Αφοσίωση έως ανωμαλίας. Έτσι ήρθε το πλησίασμα. Είχαν περάσει αρκετές μέρες στο νέο περιβάλλον όταν την πρωτοβουλία την πήρε εκείνη
«Κώστα, να σου πω κάτι; Δυσκολεύομαι στα μαθηματικά. Εσύ είσαι βλέπω σαΐνι. Θα ήθελες να με βοηθήσεις;»
«Ό,τι θέλεις Αργυρώ. Είμαι στη διάθεσή σου!»
«Θα σου πω αύριο»
Τον γέμισε η προσδοκία. Λες να βρεθούνε μόνοι τους κοντά; Πού ξέρεις;
Την άλλη μέρα χαρούμενη του είπε
«Ρώτησα τη θεια μου και μου είπε ναι! Αρκεί νάναι κι αυτή παρούσα. Δυστυχώς πρέπει να έρχεσαι στο σπίτι μας. Δε γίνεται αλλιώς. Μπορείς Κώστα;»
Ήταν δυνατόν να πει όχι;
Η αρχή έγινε από την επόμενη κιόλας μέρα. Κάθισαν δίπλα- δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας κι η θεία στον νεροχύτη έκανε δουλειές.
Ιδιότητες κι ασκήσεις στα ισοσκελή τρίγωνα για τη Γεωμετρία. Ταυτότητες κι απλοποιήσεις αλγεβρικών παραστάσεων στην Άλγεβρα. Εξηγήσεις σιγά-σιγά, ερμηνευτικά λόγια, ερωτήσεις εκατέρωθεν, ήταν το περιεχόμενο του πρώτου μαθήματος. Η θεία δίπλα απίκο λες και είχε να πλύνει τα πιάτα ενός συντάγματος. Στο επόμενο μάθημα έγινε μια από τα ίδια. Αλλά αυτή τη φορά η θεία είχε επισκέψεις κι έπρεπε να μένει στο σαλόνι. Στο μάθημα ήταν μόνοι. Όμως συχνά, για το φόβο των Ιουδαίων, μπαινόβγαινε στην κουζίνα και ρωτούσε μη θέλουν κάτι. Τον φίλευε, άλλωστε, με σταφίδες και ξηρούς καρπούς και αυτός, στερημένος, τα τιμούσε δεόντως.
Ο ίδιος, σαΐνι στα μαθηματικά, ξυλάγγουρο όμως στα της ζωής θα έμενε ακίνητος στον αιώνα τον άπαντα. Πάλι εκείνη είχε τον πρώτο λόγο. Αισθάνθηκε το μπούτι της να τον ακουμπάει με πίεση και να τον κοιτάει ενώ συγχρόνως είχε τον νου της και στην πόρτα. Άμαθος και παρθένος από αντίστοιχες εμπειρίες ανατρίχιασε σ’ όλο το σώμα. Απλώς γύρισε και την κοίταξε αμίλητος. Εκείνη πιο τολμηρή του έπιασε το χέρι και το ακούμπησε στιγμιαία στο στήθος της. Ένας θόρυβος τους έκανε απότομα να απομακρυνθούν, αλλά μετά από λίγο το κορίτσι τον ξαναπλησίασε και τώρα το πρόσωπό της προσέγγισε το δικό του. Θέλοντας και μη, με το φόβο κυρίαρχο μέσα του, ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά της κι εκείνη ανταποκρίθηκε πιο τολμηρά πιέζοντας τα δικά της ενώ συγχρόνως άνοιγε το στόμα. Ένιωσε στο στόμα του το σάλιο της κι άρχισε να τρέμει. Η αναστάτωση ήταν γι αυτόν πρωτόφαντη. Νέος θόρυβος τους απομάκρυνε πάλι. Αυτή τη φορά οριστικά. Η θεια ήρθε μέσα και τους είπε να τελειώνουν γιατί θέλουν να την δουν οι επισκέπτες της. Αυτό ήταν! Στη συνέχεια η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν ραγδαία, τόσο που δεν πρόλαβε να την ξαναδεί. Την επόμενη μέρα ο πατέρας της ήρθε και την πήρε μαζί του στη νέα θέση που τοποθετήθηκε.
Αυτός έμεινε με τη ζωντανή αίσθηση του πρώτου φιλιού, της παρθενικής επαφής με το άλλο φύλο. Κάποιος τρίτος με τα σημερινά δεδομένα θα έλεγε
«Σιγά μωρέ τον πολυέλαιο! Και τι ήταν;»
Κι όμως δε θα μπορεί να καταλάβει πως αυτό το απλό συμβάν εκείνον τον σημάδευσε οριστικά. Ενώ η ζωή του επεφύλαξε στη συνέχεια αρκετούς δεσμούς, το βιαστικό πρώτο φιλί κάθε φορά που το φέρνει στον νου του δίνει ακέρια την έντονη πρώτη συ-γκίνηση. Για το κορίτσι δεν ξέρει τίποτα. Ούτε κι έψαξε να την βρει. Εκείνη θα θυμά-ται άραγε τίποτα; Προτιμάει η απάντηση στο ερώτημα να μείνει μετέωρη κι αμφίβολη. Θα ήθελε όμως κάτι να έχει μείνει και σ’ αυτήν.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα