Φτου σας καρεκλοκένταυροι!! - Του Αντώνη Κακαρά
Και όμως συνέβη
(Φτου σας κακό που μας βρήκε!)
Κατέφτασε πριν προλάβει να ντυθεί δυο η ώρα τη νύχτα, πήρε απ’ το χέρι τη γυναίκα και σα να ‘τανε μάνα του την οδήγησε όλο στοργή στο νοσοκομειακό, ξεκίνησε οδηγώντας σαν Παναγία να πούμε και κάθε τρεις και λίγο γύρναγε να δει, ανησυχούσε, νάσου και το τηλεφώνημα, Πού είστε τώρα, πώς είναι η κυρία, όλα καλά, ρωτούσε λεπτομέρειες ο εφημερεύων, άλλο πάλι και τούτο…
Όχι κύριε, όχι, πληρώνομαι, είναι δουλειά μου, σας παρακαλώ, αρνήθηκε να πάρει το κατιτίς ο οδηγός με την τόση φροντίδα, με την καρδιά του πρόσφερε ο ασπρομάλλης ηρεμότερος στον πανικό του, έτσι έχει μάθει ν’ ανοίγει δρόμους, εδώ όμως γιατί; Δαγκώθηκε σαν πήρε το μάθημα…
Τους παρέλαβε στην πόρτα ο νέος που ‘κανε το αγροτικό του, με τη σειρά του τα ‘δωσε όλα αρχίζοντας να εξετάζει, να ρωτάει χίλια δυο, ν’ αφουγκράζεται τη φωνή του σώματος, να περιποιείται, να ζητάει συγγνώμην για την απειρία που ούτε κατάλαβε κανείς απ’ το ζευγάρι, να καθησυχάζει, να εξηγεί τι ακριβώς πρόκειται να κάνει, να τους έχει καλμάρει και τους δυο στον πανικό τους και στο τέλος η γνωμάτευση που αποδείχτηκε σωστή, αμέε, στο ενδιάμεσο να ‘ρχονται τα κορίτσια της βάρδιας για βοήθεια, τη μία η υπεύθυνη του ορόφου, άλλη να ρωτήσει αν όλα πάνε καλά, νάσου και στο τηλέφωνο κάποιος από τους μεγάλους να ενημερωθεί, να δώσει παραπάνω οδηγίες…και το πρωί;
Ε ρε και τι έγινε το πρωί, απ’ τα χαράματα κατέφτασαν οι μέλισσες, γιατί σε μελίσσι αποδείχτηκε πως είχαν καταφύγει, όλη μέρα το ίδιο γινότανε παρακαλώ κι όχι μονάχα τις εργάσιμες ώρες, τι να περιγράψεις…
Πόσο χρόνων είστε είπατε, Αντράλα έχει γιατρέ μου, μπήκε στη μέση ο κύριος όλο μέριμνα, πάγια τακτική αλλά τι ήθελε κι ανακατεύθηκε; Μη μιλάτε σεις, άκου αντράλα, τι ‘ναι πάλι τούτο, πόσο είπατε πως είστε κυρία μου, Δεν είπα, είμαι… εξήντα έξη, Μην την ακούς γιατρέ εξήντα επτά είναι τι εξήντα έξη, αφού… Μπα μπελάς, ποιος σας ρώτησε μου λέτε, ορίστε βάλαμε και εισαγγελέα, για έλα δω κούκλα μου εσύ, για ξάπλωσε κι άσε ήσυχη τη νυχτικιά, έτσι μπράβο, μεταξύ μας έχουμε κάνα δυο κιλάκια παραπάνω έ;
Έ όχι και δυο, όχι και δυο, πάλι ο ασπρομάλλης που χόρευε σε κάρβουνα όλη τη νύχτα, γιατί δε λέτε δέκα δυο για να μην πω είκοσι δυο, όχι κι έτσι γιατρέ μου, όχι τέτοιο κανάκεμα, Σιωπή είπα θα σας βγάλω έξω, το κορίτσι μας κάνει και δίαιτα, δεν τα λέω σωστά, Σωστά γιατρέ μου πολύ σωστά τα λέτε, κάθε εξάμηνο αρχίζω και μια καινούργια η κακομοίρα, Χμμμ έτσι έ, για να δούμε λοιπόν, για να δούμε…
Συνέχισαν τις εξετάσεις και αίματος και υπέρηχους και ακτινογραφίες εδώ και κει και ναα οι φροντίδες, όχι πως κάνανε τίποτα παραπάνω, σ’ όλους το ίδιο φέρονταν τα θηρία, να νομίζεις πως είσαι σε… δεν πάει ο νους μου πουθενά με τόσα χαϊδολογήματα, και να μη βλέπεις ασπροντυμένο να κάθεται, οι νοσοκόμες λίγες αλλά να σκίζουν, οι βοηθητικοί στο τρέξιμο, οι καθαρίστριες με το γέλιο, ροδάνι η γλώσσα και στιγμή να μη σταματάνε να παστρεύουν κι αυτές το παμπάλαιο κτήριο, φανερές οι ελλείψεις σε προσωπικό, όσο για υλικά… ό,τι ήταν απαραίτητο όμως εμφανιζόταν εκεί που ‘πρεπε τη στιγμή που το θέλανε, όχι σε αφθονία, όχι τέτοια πράματα, αλλά νοικοκυρεμένα, πουθενά το μπάχαλο που λένε για τα κρατικά, άντε από κει ρε, άντε από κει πέρα, ας είναι καλά το φιλότιμο…
Έτσι προχώρησε όλη η υπόλοιπη νύχτα με κάνα λυγμό που και που κι απ’ το ξημέρωμα μέχρι το μεσημέρι που τους αποδέσμευσαν με καθαρές οδηγίες, Έχετε αυτό και δεν έχετε τ’ άλλο, θα πάρετε αυτά, να προσέχετε τούτο και κείνο, θα ξανάρθετε αύριο πρωί κι άμα λέμε πρωί όχι μετά τις οκτώ, εμείς εδώ θα ‘μαστε και θα σας δούμε πριν το χειρουργείο, αλλιώτικα θα περιμένετε, εν τάξει, Εν τάξει γιατρέ, καλά να ‘στε, τον κοίταζε με μια εμπιστοσύνη η παθούσα, έσκιζε ο δικός μας, να πάτε και στον Ορυλά, έσκισε κι ο Ορυλά, άψογο το ακτινογραφικό, το μικροβιολογικό, κουβέντα δε θέλω ν’ ακούσω για την υποδοχή, τη γραμματεία, τα εξωτερικά, τα εσωτερικά τα πάνω και τα κάτω… κι όλοι τους νέοι κι όμορφοι, κι οι πιο ώριμοι όμορφοι κι ωραίοι είναι κι αυτοί, άσε πια τις γυναίκες, σε φιλεύουνε νιάτα και δροσεράδα με το να σε κοιτάξουν, τα ‘χει ρε παιδάκι μου το νησί αυτά τι να κάνουμε δηλαδή, όχι παίζουμε!
Νύχτα καταφτάσανε το επόμενο πρωί οι δυο ασπρομάλληδες, Μα τι κουβαληθήκατε χαράματα, Μας είπε πριν το χειρουργείο, είναι και αυστηρός, Καλά αυτοί βρίσκονται δω από ώρα, αλλά… υποσχέθηκε πως θα σας δει, έτσι κάνει κι αυτός κι οι άλλοι, τέλος πάντων, περιμένετε δυο λεπτά να ειδοποιήσω πως είστε δω…
Ο γιατρός με τη λίγη φαλακρίτσα, το ‘δειχνε πως του ‘λειπε ύπνος… Εσείς θα κάτσετε κειδά και… μιλιά έτσι, ήθελε να ζεστάνει την ατμόσφαιρα ο ασπρομάλλης, Μα έλεγα… Δε λέγατε τίποτα, καθίστε είπα και χάρη σας κάνω που σας αφήνω μέσα, ορίστε κούκλα μου εσύ, πώς κοιμηθήκαμε, είχαμε τίποτα, ωραία, και με το αυτό και το αποτέτοιο πώς πήγαμε, Χμμμ καλά, Ωραία, τώρα ακούστε με…
Εκεί πάνω εμφανίστηκε η άλλη κυρία, αδύνατη, φινετσάτη, όρεξη για συζήτηση, μα τι συζήτηση, Μάρκο τι έγινε με κείνο, ααα καλημέρα, δεν σας πρόσεξα με συγχωρείτε, δυο λεπτά να πω κάτι στο γιατρό, μα… τι ‘ναι τούτο το κουτί ρε συ Μάρκο, σαν… μου φαίνεται, Όχι καλέ, είναι για τις λαπαροσκοπήσεις, να δεις τι έκανε ο δικός σου, σκίζει Μαρία, σκίζει ο τύπος, δούλευε όλη μέρα να το μοντάρει, πρόσεξε πώς τ’ ανοίγεις, ξέρεις πόσο κάνει καινούργιο, με δυόμιση χιλιάδες δεν το παίρνεις κι έκατσε κι έκανε τα δικά του τα πατεντάδικα και στο τέλος το βόλεψε στο κουτί που βλέπεις, μα δεν σου ‘πα μην το πειράζεις, Να το δω βρε Μάρκο, αποκτήσαμε τέτοιο πράμα, να το χαρώ και γω, μπράβο… δεν έκρυβε τη χαρά της η γιατρίνα που αποκτήσανε και τέτοιο! Τ’ αξίζει το καμάρι μας το μπράβο και τι κόστισε να δεις, ούτε μεροκάματο, το ‘φερε αργά στις έντεκα κι αν θες το πιστεύεις, το χρησιμοποιήσαμε μέχρι τη μία το βράδυ, να ‘βλεπες δουλειά που βγάλαμε…
Έβγαλε δουλειά ο Μάρκος με τη λίγη φαλάκρα, ο άνθρωπος που στιγμή δε σταμάταγε κι όσο μίλαγε με τη Μαρία κοπάναγε τον υπολογιστή, απάντησε και σε δυο τηλεφωνήματα, οχτώ η ώρα το πρωί παρακαλώ σ’ ένα δωματιάκι ζεστό όχι από τ’ ανύπαρκτο καλοριφέρ μα απ’ τις ματιές και τον καλό λόγο των ανθρώπων στο παμπάλαιο κτήριο στον Άγιο, να βλέπεις, ν’ ακούς και να μην πιστεύεις πως είσαι σε κρατικό, μάλιστα κύριε, σ’ ένα μικρό, κρατικό, επαρχιακό νοσοκομείο που σκίζει γαμώ το μου, σκίζει και θένε να το λιανίσουν που να μη σώσουν, ξέρω γω όμως γιατί το κάνουν, γιατί εδώ είναι όλοι τους άνθρωποι για να μην πω κιόλας πως είναι κόκκινοι οι περισσότεροι, άλλο τι ψηφίζουν μερικοί, μάλιστα γι’ αυτό το κάνουν, πάντα τούτο το νησί το ‘χαν στο μάτι οι άρχοντες, επειδή… άντε μη με πουν κολλημένο πάλι…
Γιατρέ να σας εκμαυλίσω με … Να μη μου κάνεις τίποτα γιατί εδώ μ’ έχεις φτάσει, Σας έφερα ένα βιβλίο να το δώκετε στη σύντροφό σας, Ααα βιβλίο, γλύκανε, ποια σύντροφό μου κύριε, στην Πάτρα είναι η γυναίκα μου, το ‘χουμε κάνει δίπορτο και να σας εξηγήσω τι έγινε, Έτσι κι αλλιώς, λέει η αφέντρα μου, δε σε βλέπω μέρα μα συχνά ούτε και νύχτα, ας βγάλω το πανεπιστήμιο, πτυχίο λοιπόν η δικιά μου, από κοντά το μεταπτυχιακό, έχει ξεκινήσει διδακτορικό και βλέπουμε, πιο συχνά ξέρετε βλεπόμαστε τώρα παρά σαν ήταν εδώ, να σκεφθείτε ξεκινάω να τη φλερτάρω απ’ την αρχή κάθε φορά, θα της δώκω το βιβλίο όμως όπως το ‘πατε, να ‘στε καλά, αλλά να μην πειράζετε τη φίλη μου, να μην λέτε την ηλικία ούτε τα κιλά της, την πληγώνετε να πάρει η ευχή να πάρει…
Ικάριος είστε γιατρέ, Γιατί ρωτάτε, εσείς δεν είστε από δω, Δυστυχώς είμαι σώγαμπρος απ’ τα Χάνια ο κακομοίρης, Ααα τον καημένο, έ και τι πειράζει, Πάντα έτσι δουλεύετε εδώ οι σκλάβοι, Να τύχει καλοκαίρι να δείτε τι γίνεται, χαμός και λένε να το κάνουν ιατρικό κέντρο, να μας σβήσουν δηλαδή, με αίμα το στήσανε οι φευγάτοι της Αδελφότητας απ’ την Αμερική και τώρα πού νομίζετε σεις πως λένε οι άρχοντες απ’ την Αθήνα και την τρόικα στους ντόπιους να πηγαίνουν, αλλοπαρθήκανε οι ανθρώποι με το κακό που μας βρήκε, να τρέχουν στην ανάγκη παρακεί στο μεγάλο νησί τους λένε, κι άμα έχει δηλαδή καιρό όπως τον περισσότερο χρόνο, τι να κάνουν, κολυμπώντας να πάνε… έλα Παναγία μου, δεν καταλαβαίνω τι καρεκλοκένταυροι τα σχεδιάζουν αυτά, σίγουρα ξέρουν τι έχει να γίνει εδώ αλλά στα τέτοια τους, άσε τους λουόμενους που πλημμυρίζουν τον τόπο με την ελπίδα να γιατρευτούν από χίλια δυο, εκεί να δεις προβλήματα…ούτε να το σκέφτομαι θέλω πόσοι θα… φτού γαμώ το μπελά τους… ευτυχώς ξεσηκωνόμαστε με το καλό… εν τάξει, όπου να ‘ναι…
Πήρε την καλή του απ’ το χέρι να φύγουνε, Και είπαμε, όχι απότομα τις στροφές έτσι;
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα