Παιδικές αναμνήσεις - Του Λευτέρη Τσίλογλου
Κυρίαρχο στοιχείο των παιδικών μου χρόνων είναι οι συνθήκες στέρησης μέσα στις οποίες μεγάλωσα. Αυτές καθόρισαν βασικά στοιχεία του χαρακτήρα μου και σφράγισαν την μετέπειτα ζωή μου. Αφετηριακά όμως πρέπει να κάνω μια δήλωση για να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα. Τη στέρηση κάποιων αγαθών και κάποιων δραστηριοτήτων τη νιώθεις, την αντιλαμβάνεσαι και τη συνειδητοποιείς μόνο όταν υπάρχουν όροι σύγκρισης με το διαφορετικό και όταν αυτοί οι όροι είναι στην αντίστοιχη συγκυρία γνωστοί. Η αλήθεια είναι ότι τη στέρηση άργησα προσωπικά να τη συνειδητοποιήσω. Στερήσεις που δεν συνειδητοποιούνται στην ώρα τους είναι τελικά στερήσεις; Αυτό είναι το αναπάντητο για μένα ερώτημα, μα είναι κι η αλήθεια.
Εκείνο που είναι παράξενο σε μένα και το σημειώνω με έμφαση είναι η παντελής έλλειψη αναμνήσεων και εικόνων από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Τίποτα! Λες και δεν υπήρξαν. Αν ξέρω κάποια πράγματα είναι με έμμεσο τρόπο μέσα από διηγήσεις και περιγραφές της Μάνας ή των αδελφών μου. Αυτό μου προκαλεί εντύπωση, γιατί άλλοι άνθρωποι και φίλοι βλέπω να θυμούνται με άμεσο τρόπο συμβάντα που αναφέρονται στη δική τους ζωή αντίστοιχη με τη δική μου ουσιαστικά «νεκρά περίοδο».
Μόνο μια αμυδρή και μακρινή αίσθηση του κρύου, που ένιωθα συνεχώς τα βράδια στη μέση μου, παρά το πάπλωμα που μας σκέπαζε, όταν στρωματσάδα κοιμόμασταν όλα τα αγόρια στο πάτωμα και το συχνό πόνο στην «ελιά», κατά τη διάρκεια της νύχτας, μετά από μια κουραστική από παιχνίδι και τρέξιμο ημέρα. Αυτές είναι δυο πρώτες αχνές παιδικές μου αναμνήσεις.
Βάζω φυσιολογικά το ερώτημα:
Ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα, ώστε υποσυνείδητα απωθήθηκαν από τη μνήμη μου και πέρασαν στο ασυνείδητο;
Είναι κι αυτό ένα ενδεχόμενο, που δεν μπορώ να αποκλείσω. Οι προσωπικές μου μνήμες αρχίζουν από την εποχή που πηγαίνω στο σχολείο, δηλαδή γεμάτα τα έξι χρόνια. Η πρώτη επαφή με το σχολείο ήταν η κυρία Πόπη.
Στη συνοικία μας υπήρχε πρώιμα ένα δημόσιο νηπιαγωγείο! Η «πρώτη μικρή», όπως εμείς την ονομάζαμε. Την εποχή που ακόμα υπήρχαν περιοχές που δεν είχαν καν δημοτικό σχολείο, η Νέα Ιωνία, στο Βόλο, είχε δικό της νηπιαγωγείο. Δεν διαθέτω τα στοιχεία, ούτε έχω ποτέ-δυστυχώς- ρωτήσει την αιτία αυτής της πρωτοτυπίας. Μια πιθανή εξήγηση ίσως να βρίσκεται στην πληθυσμιακή σύνθεση του συνοικισμού εκείνη την εποχή. Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο ήταν η συντριπτική πλειοψηφία. Πολλοί από αυτούς στα προηγούμενα χρόνια μιλούσαν τούρκικα ή μιλούσαν και τούρκικα. Ακόμα και μέσα στην οικογένειά μου, όταν οι γονείς μου ήθελαν να πουν κάτι που εμείς δεν έπρεπε να το καταλάβουμε το έλεγαν στα τούρκικα.
Έτσι θυμάμαι την κυρία Πόπη, τη δασκάλα. Δεν λέω νηπιαγωγό, γιατί δεν είχε μπει ακόμα στο τοπικό λεξιλόγιο αυτή η λέξη. Σ’ όλες τις φουρνιές των βλασταριών της γειτονιάς όλα τα προηγούμενα χρόνια, ήταν επιφορτισμένη να διδάσκει τη γλώσσα με τραγουδάκια, με αρκετές προσευχές και λίγα διαβάσματα ελληνικών κειμένων, να δημιουργεί με αυτόν τον τρόπο τα απαραίτητα πολλές φορές πρώτα ακούσματα, χρήσιμα για τις επόμενες χρονιές. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα ένα-δυο από τα τραγούδια και τις προσευχές, αν και πέρασαν πάνω από εξήντα χρόνια από τότε:
Συ που κόσμους κυβερνάς και ζωή παντού σκορπάς
Άκου τούτη τη στιγμή των παιδιών σου τη φωνή
Φώτιζε μας τη ψυχή στο καλό, την αρετή
Στείλε μας από ψηλά θάρρος, δύναμη, χαρά.
Ή το άλλο:
Εσύ που έπλασες τον κόσμο και στα βουνά δίνεις τροφή
φάνου σπλαχνικός στα παιδιά σου κι οδήγα τα στην αρετή
Όλοι ερχόμαστε προς σ’ εσένα την πηγή της αιώνιας ζωής
Πρόσδεξε τη δέησή μας που βγαίνει απ’ την ψυχή μας
Εσύ του κόσμου ο λυτρωτής.
Θυμάμαι ακόμα την αυστηρότητά και τις τιμωρίες της. Πώς θα μπορούσε άλλωστε διαφορετικά να κουλαντρίσει εξήντα με εβδομήντα άγριους μπόμπιρες που αποτελούσαν την τάξη της;
Όρθιος, με στραμμένο το πρόσωπο στον τοίχο, να στηρίζεσαι μόνο στο ένα πόδι όλη την ώρα, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Αυτή ήταν η πιο συνηθισμένη τιμωρία. Η βέργα και η βιτσιά στην ημερήσια διάταξη. Η χειρότερη όμως ποινή ήταν να σε κλείσει στην «απομόνωση», δηλαδή δίπλα στην υπόγεια αποθήκη που ήταν και το νηπιαγωγείο. Εκεί συντροφιά με τα ποντίκια! Οι παιδαγωγικές μέθοδοι ήταν εδώ ακόμα στην εποχή του Πάγκαλου.
Αργότερα άρχισε η συνήθης ζωή της γειτονιάς. Άγρια παιχνίδια, πόλεμος με συμμορίες από τις διπλανές γειτονιές, πετροπόλεμοι με τους αναπόφευκτους συχνούς τραυματισμούς, κυρίως στα κεφάλια. Αν κάποια στιγμή ξυρίσω το κεφάλι μου θα βρούμε σίγουρα απομεινάρια τέτοιων εμπειριών πάνω στο ταλαιπωρημένο πια κρανίο μου. Επικίνδυνοι ελιγμοί και παιχνίδια με τα τρένα που περνούσαν κοντά μας και τότε όλη η περιοχή στις γραμμές ήταν ελεύθερη κι αφύλακτη. Μια συχνή απασχόληση με τα τρένα ήταν να στερεώνουμε κατάλληλα με πέτρες μεγάλα καρφιά, ώστε πατώντας τα το τρένο να τα μετατρέψει σε χρήσιμα κοπίδια. Απόπειρες να ανεβούμε στο πίσω μέρος τους τις περισσότερες φορές αποτυχημένες. Αυτό γινόταν μπορετό μόνο όταν το τρένο έμπαινε προς το σταθμό και έκοβε λίγο από την ταχύτητά του κι όχι όταν έφευγε για τη Λάρισα ή την Καλαμπάκα.
Περιοδικές απασχολήσεις για να βγαίνει το χαρτζιλίκι, αλλά μικρή επίγνωση και ακόμα μικρότερη συμμετοχή στα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν αυτήν τη περίοδο στη χώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κοντά μας δεν υπήρχαν άλλοι πιο ενημερωμένοι και μέσα στα πράγματα, που οι οικογένειές τους είχαν μικρή ή μεγάλη συμμετοχή στις εξελίξεις με όλες τις αναπόφευκτες τραγικές συνέπειες. Απλώς, οι δικοί μου και οι περισσότεροι της γειτονιάς δεν είχαν τολμήσει την άμεση κι ενεργό συμμετοχή. Ήμασταν και παιδιά της πόλης. Οι εντάσεις και τα αιματηρά συμβάντα διαδραματίζονταν κυρίως στην ύπαιθρο. Αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών γεγονότων ήμουν σε δυο τρεις τραγικές περιπτώσεις και μάλιστα μόνο εξαιτίας της έμφυτης και έντονης προσωπικής μου περιέργειας.
Σαν άλλο χαρακτηριστικό των συνθηκών της εποχής, αναφέρω το γεγονός ότι στην οικογένειά μας δεν υπάρχουν παιδικές φωτογραφίες όλων μας. Οι πρώτες φωτογραφίες που απεικονίζουν τα αδέλφια μου βγήκαν όταν είχαμε διαβεί πια την πρώτη τουλάχιστον δεκαετία της ζωής μας. Εδώ πρέπει να ομολογηθεί μια αλήθεια. Η απουσία δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική ανέχεια. Οφείλεται και στο έλλειμμα της αντίστοιχης κουλτούρας. Αυτή η καθυστέρηση δεν αφορούσε μόνο την δική μου οικογένεια αλλά και –σχεδόν- ολόκληρη τη γύρω γειτονιά. Αν υπήρχε κοντά μας ένας επαγγελματίας φωτογράφος, που να έδινε το αρχικό έναυσμα, τουλάχιστον λόγω μιμητισμού ή περιέργειας, αυτή η έλλειψη ίσως να μην υπήρχε.
Επαναλαμβάνοντας λέω πως ήμουν παιδί της πόλης.
Έτσι δεν είχα τις εμπειρίες της αγροτικής ζωής, τη στενή συμβίωση με τα χρήσιμα οικόσιτα ζώα, που διαθέτει και χρησιμοποιεί για τις δουλειές της μια αγροτική οικογένεια ή μεγαλώνει για εκτροφή κι εκμετάλλευση. Εξαίρεση για μένα ήταν η αγάπη που είχα από πολύ μικρή ηλικία για τις γάτες. Πάντα είχα μια υιοθετημένη από αυτές που κυκλοφορούσαν στη γειτονιά, αλλά στο στενό χώρο του σπιτιού ήταν δύσκολο, για να μην πω αδύνατο, να την μπάσω και μέσα. Δυο απόπειρες που έκανα κατέληξαν σε αποτυχία από δικαιολογημένη διαφωνία, λόγω της στενότητας του χώρου, άλλων μελών της οικογένειας.
Δεν διέθετα, λοιπόν, τις εικόνες των ανοιχτών οριζόντων, της ελεύθερης και παρθένας φύσης που η αγροτική ζωή σου επιφυλάσσει. Αλλά ούτε τη σκληρότητα και τη μοναξιά που αυτή η ζωή συνεπάγεται. Όμως, στα παιδικά μου χρόνια η συνοικία μας, όπως και οι περισσότερες περιφερειακές συνοικίες της πόλης , είχαν άφθονες ελεύθερες αλάνες. Οι ελεύθεροι χώροι υπήρχαν κατά μια έννοια και στο κέντρο της πόλης. Σε μικρή σχετικά απόσταση προς τα βόρεια, από τη γειτονιά μας, ήταν και τα όρια της πόλης και εύκολα έφτανε κανείς στις ελεύθερες περιοχές. Η άναρχη ανοικοδόμηση των πόλεων, η «αξιοποίηση» των οικοπέδων, με την ανάπτυξη και την αστυφιλία άρχισε αργότερα.
Οι συνήθεις χώροι των παιχνιδιών μας ήταν κυρίως το προαύλιο του δημοτικού σχολείου, με τη μεγάλη ελεύθερη αυλή, ο χώρος γύρω από την μικρή τότε εκκλησία. Αργότερα ο νέος μεγάλος ναός έκοψε εγκάρσια τον ελεύθερο χώρο. Ήταν ακόμα της «Γριάς το αμπέλι» και ο ελεύθερος χώρος δίπλα στη βιομηχανία του «Οινοπνεύματος». Εκεί βρίσκονταν και τα όμορφα πέτρινα σπίτια που είχαν χτίσει για τα στελέχη τους οι ιδιοκτήτες της μεγάλης τότε κλωστοϋφαντουργίας, αδελφοί Παπαγεωργίου. Τον ελεύθερο χώρο κοντά στο ποτάμι, δίπλα στις γραμμές του τρένου, τον λέγαμε με το όνομα του διπλανού περιβολάρη: του «Ζαχαρία». Οι τελευταίοι δυο χώροι είναι σήμερα οικοδομημένοι ακόμα και με πολυκατοικίες.
Το πιο συνηθισμένο ομαδικό παιχνίδι στη γειτονιά ήταν το ποδόσφαιρο. Αντίπαλοι ήταν συνήθως ομάδες από διπλανές γειτονιές ή κι από την ίδια χωρισμένες από δυο αρχικούς εκλέκτορες με τη μέθοδο της διαδοχικής επιλογής. Ένας δικός μου, ένας δικός σου. Στην περίπτωση αυτή ενδιαφέρον είχε ο τρόπος με τον οποίο ο ένας εκλέκτορας αποκτούσε το δικαίωμα της αρχικής επιλογής, που ήταν και το κρίσιμο σημείο. Οι αγώνες είχαν πείσμα και φανατισμό, με ατελείωτα ωράρια, έτσι που το βράδυ όταν πέφταμε στο κρεβάτι να ήμασταν κανονικά πτώματα
Πολλές φορές χώρος των παιχνιδιών μας ήταν και οι στενοί δρόμοι της προσφυγικής μας γειτονιάς. Τότε οι μανάδες μας δεν είχαν το φόβο των αυτοκινήτων, αλλά ούτε και την υπερπροστασία που τελευταία παρατηρείται. Το πέρασμα αυτοκινήτου με εξαίρεση τον κεντρικό δρόμο, το Φαρδύ, ήταν σπάνιο φαινόμενο και ως εκ τούτου αντικείμενο περιέργειας και σχολιασμού. Μας είχαν στην πραγματικότητα σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας κινήσεων με τη συνεπαγόμενη όμως προσωπική ευθύνη που αυτή η εμπιστοσύνη δημιουργούσε. Εκεί τα μόνα παράπονα που συναντούσαμε ήταν η αντίδραση μερικών γκρινιάρηδων ηλικιωμένων, που τους ενοχλούσε οι φωνές μας κι ο φόβος μη τυχόν σπάσουμε κανένα τζάμι.
Άλλα παιχνίδια ήταν το «τσιλίκι» και το «κρυφτό». Το πρώτο παιζόταν με ξύλα και ήταν περισσότερο για τα αγόρια. Το δεύτερο ήταν μια από τις σπάνιες ευκαιρίες να ξεμοναχιάζεσαι με μια κοπέλα, που κι αυτή το επιθυμούσε, να στριμώχνεσαι σε μια γωνιά αναζητώντας μια στοιχειώδη σωματική επαφή, ένα τρεμούλιασμα εξαιτίας της και το πιο προχωρημένο ένα βιαστικό και φοβισμένο απαλό φιλί, μέχρις ότου αυτός που τα «φυλάει» να διακόψει, με την ανακάλυψη της κρυψώνας σου, την ατελή μυσταγωγία που ζούσες. Και όλα αυτά στο μουγκό κι αμίλητο, χωρίς να ανταλλάσσεις μαζί της ούτε μία κουβέντα. Η συζήτηση έκλεινε τους δρόμους γιατί μετά μπορούσε να δημιουργεί υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, κάτι που αποφευγόταν, σαν τον διάολο, κι από τους δυο.
Μεγάλο ενδιαφέρον ήταν τα μαζέματα προς το δειλινό ή νωρίς το βράδυ για συζητήσεις. Εκεί ξεδιπλώνονταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού, οι ικανότητές του είτε να συγκεντρώνει την προσοχή του υπόλοιπου ακροατηρίου είτε να παραδίνεται στον χλευασμό, το γιουχάισμα και την αποδοκιμασία. Λίγοι μπορούσαν να προκαλέσουν με τις ιστορίες τους, που κάπου είχαν ακούσει ή διαβάσει, την προσοχή και το ενδιαφέρον του «απαιτητικού ακροατηρίου».
Ιδιαίτερη επιτυχία είχαν οι πραγματικές ιστορίες ή τα κουτσομπολιά για ζωντανούς και γνωστούς ανθρώπους της γειτονιάς και της γύρω περιοχής, εικόνες που είδε το αδιάκριτο μάτι, λόγια που άρπαξε το λαίμαργο αυτί. Αρκεί να μη θάβανε γονείς παιδιού που ήταν παρόν στη συζήτηση, γιατί τότε υπήρχε ένα φυσιολογικό κράτημα. Στο στενό κύκλο της γειτονιάς, ο καθένας ήταν στο στόχαστρο σχεδόν όλων. Προσωπική ζωή και μυστικά ήταν σπάνια και δύσκολα διατηρούμενα. Όλα ήταν ξεδιπλωμένα στη κοινή θέα.
Αλίμονο αν γινόταν αντιληπτή μια αποκλίνουσα συμπεριφορά εκ μέρους κάποιου. Τότε τα αρνητικά σχόλια πλημμύριζαν το χώρο και, αναλόγως της ποιότητας της εκτροπής, οι συνέπειες μπορούσαν να φτάσουν έως και την πλήρη απομόνωση. Όμως μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Όταν και εκεί που χρειαζόταν η εκδήλωση του αισθήματος της αλληλεγγύης, εκεί που χρειαζόταν ένα πέπλο προστασίας κυρίως από τις συχνές αυθαιρεσίες της αλαζονικής εξουσίας της σκοτεινής εκείνης πολιτικής περιόδου τότε η γειτονιά λειτουργούσε συμπαγής, σαν συμπαραστάτης και βοηθός, σύσσωμη σαν μια γροθιά.
Στα παιδικά μας χρόνια τα ξενύχτια με τα γλέντια ήταν σπάνια. Βεβαίως γίνονταν τέτοια γλέντια με τη μέθοδο της συνεισφοράς, του ρεφενέ, που λέγανε τότε. Αλλά δεν ήταν και συχνά! Το σύνηθες ήταν οι άνθρωποι της γειτονιάς να κοιμούνται νωρίς, γιατί την άλλη μέρα τους περίμενε το πρωινό ξύπνημα για το μεροκάματο. Τηλεόραση, ευτυχώς, ακόμα δεν υπήρχε. Η έξοδος για βόλτα στην παραλία, για κινηματόγραφο ή ένα «εξοχικό» κέντρο ήταν σπάνιες και ίσως μόνο τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Ήταν και το άλλο που σήμερα ακούγεται λίγο τραβηγμένο αλλά όμως και τόσο πραγματικό.
«Επιτρέπεται να παραμένει το φως ανοιχτό τόσες ώρες; Ποιος θα πληρώσει αργότερα τον λογαριασμό;»
Τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν ακόμα δικά τους ρολόγια. Οι περισσότεροι κάτοικοι λειτουργούσαν με βάση τις σειρήνες των εργοστασίων. Η προειδοποιητική στις επτά το πρωί με το μήνυμα «Ξεκινήστε». Η σειρήνα των οκτώ για την έναρξη της εργασίας. Το σφύριγμα των δώδεκα για το μεσημεριανό διάλειμμα του φαγητού και η σειρήνα στη μία για την επανέναρξη της εργασίας. Τέλος, η σειρήνα των πέντε όταν ερχόταν το ανακουφιστικό τέλος της ημερήσιας εργασίας. Τότε οι εκατοντάδες των εργατών ανέβαιναν με τα πόδια προς τα πάνω και περνώντας τις γέφυρες που ενώνανε τη πόλη με τη συνοικία μας επιστρέφανε στα σπίτια τους. Λίγο νερό να πλύνουν τα χέρια και το πρόσωπο κι ο άντρας της οικογένειας μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό που άρχιζε να βράζει στη γκαζιέρα χωνόταν σ’ ένα από τα πολυάριθμα τσιπουράδικα για λίγη συζήτηση κι ένα εικοσπενταράκι με λίγο μεζέ. Αυτή ήταν μια συνηθισμένη μέρα του Πατέρα μου αλλά και του τυχαίου διπλανού γείτονα.
Ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου, στα παιδικά μου χρόνια ήταν η διαρκής αίσθηση ενός κάποιου θολού και αόριστου κυνηγητού. Να προλάβω κάτι, να ξεφύγω από κάτι, να κερδίσω λίγο χρόνο, να πάω έγκαιρα και λίγο πιο μπροστά από τον άλλον. Να τελειώσω με αυτήν την υποχρέωση.
Εγώ, εκείνα τα χρόνια δεν περπατούσα. Συνεχώς έτρεχα, σαν να με κυνηγούσαν. Ένας διαρκής συναγερμός, μια αυτοϋποβαλλόμενη αγωνία για την επόμενη στιγμή, γι’ αυτό που έρχεται και θα με φτάσει, για τον άγνωστο παράγοντα που μπορεί να μου κάνει κακό. Μια ενοχή και για αμαρτήματα που δεν είχα κάνει. Αλλά αν τα είχα κάνει και δεν το ήξερα; Διαρκές τρεχαλητό να πάω έγκαιρα εκεί που πρέπει. Να εκπληρώσω την υποχρέωση, που απροσδιόριστα είχα. Στοιχεία που θέλεις δε θέλεις σε συνοδεύουν μετά σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Γίνονται κεντίδια και ανεξίτηλα στίγματα πάνω στο δέρμα σου. Αργότερα αυτό το χαρακτηριστικό απόκτησε σύγχρονα ονόματα όπως άγχος ή στρες.
Αντίθετα, μια ευχάριστη παιδική ονειροπόληση, που με συντρόφευε τα βράδια πριν με πάρει ο ύπνος, ήταν η εξής: Κλείνοντας τα μάτια, φανταζόμουν τον εαυτό μου να γίνεται αόρατος κι ανάλαφρος, να είναι σε θέση να κατασκοπεύει, χωρίς αυτός να γίνεται αντιληπτός όλους τους άλλους ανθρώπους σε ιδιωτικές τους στιγμές, ιδιαίτερα με υπάρξεις με τις οποίες θα ήθελα πολλά πάρε- δώσε μαζί τους, αλλά που δεν τολμούσα να το ομολογήσω μπροστά τους. Ήταν μια γλυκιά δραπέτευση από την πραγματικότητα, ήταν μια προσομοίωση των απόκρυφων και «αμαρτωλών» επιθυμιών μου. Μέσα σ’ αυτήν την φαντασίωση είχα προσδώσει στον εαυτό μου όλες τις χρήσιμες ιδιότητες, όπως να πετάω, να περνάω μέσα από τοίχους, ν’ ακούω τα πάντα κι από μακριά. Πόσο ανακουφιστικό, αλήθεια, είναι κάτι τέτοιο!
Το περίπτερο της κυρίας Καλλιόπης, γεροντοκόρης από τη Μικρά Ασία, με αναμνήσεις από μια ζωή άλλου επιπέδου από αυτό που τώρα ζούσε στην Ελλάδα, με απομεινάρια των καλών ημερών μέσα στο σπίτι -περίπτερό της, πουλούσε καραμέλες, τσιγάρα και διάφορα ψιλικά, χρήσιμα στη νοικοκυρά. Δεν είχε εφημερίδες. Αυτές τις έβρισκες μόνο στο κεντρικό περίπτερο στο Φαρδύ. Δεν υπήρχαν άλλωστε πολλοί που θα διέθεταν χρήματα για την αγορά μιας εφημερίδας. Μόνο το καφενείο είχε εφημερίδα και μάλιστα μια από τις ημερήσιες τοπικές. «Ταχυδρόμος» ή «Θεσσαλία» και από τις βδομαδιάτικες το «Θάρρος» του Αλέκου Τράκκα.
Στις μεγάλες δυσκολίες, που υπήρξαν στη συνέχεια της ζωής της, εκποιούσε πολύτιμα ενθύμια, που μπόρεσε να σώσει από τη βίαιη μετακίνησή της από την αρχική της πατρίδα. Μέσα στα άλλα πουλούσε και την προσωπική συλλογή του πατέρα της με γραμματόσημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που σαν σύνολο είχε οπωσδήποτε μια αξία, αλλά σε μεμονωμένα κομμάτια, που εμείς αγοράζαμε, αφού μας έπειθε με τις ωραίες ιστορίες που τα έντυνε για να μας τα πλασάρει, ήταν μάλλον άδηλη η αξία τους. Κάπου, αλλά δεν θυμάμαι πού, πρέπει να έχω μερικά κομμάτια από αυτή τη συλλογή.
Η κυρά Καλλιόπη, που είχε πια τα χρονάκια της, περνούσε δύσκολες μέρες και με την υγεία της, αλλά ποτέ δεν έχασε το ύφος και τις συνήθειες της χαμένης παλαιάς ένδοξης ζωής της, αρκεί αυτές να μην είχαν ιδιαίτερες οικονομικές απαιτήσεις.
Άξιο αναφοράς είναι το επεισόδιο με τον υπάλληλο του μανάβη μας, που ήταν ο Σταθαράς. Εκτός από τα είδη της μαναβικής πουλούσε στη γειτονιά και τα ξύλα για το χειμώνα. Στην πίσω αποθήκη διέθετε επαγγελματικό πριόνι- πλάνη-και εκεί έκοβε σε κατάλληλο μέγεθος τα ξύλα που του φέρνανε από τα γύρω χωριά οι φτωχοί χωρικοί έναντι μικρής αμοιβής, κυρίως από τα Μελισσιάτικα. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, τη δουλειά αυτή την έκανε κι η Μάνα μου με τη βοήθεια των δυο μεγάλων αγοριών της. Ανέβαιναν στην Κάπουρνα και ζαλικωμένοι με ένα φόρτωμα ξύλα ο καθένας, κατέβαιναν με τα πόδια και τα πούλαγαν στον ίδιο. Αυτά μετά το κόψιμο αγοράζονταν στις κρύες μέρες από κατοίκους της γειτονιάς, αυτούς που διέθεταν σόμπες. Αρκετοί αρκούνταν στο μαγκάλι, που ήταν όμως επικίνδυνο λόγω των αναθυμιάσεων. Δεν ήταν σπάνιες οι ειδήσεις, που τότε κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, τέτοιων τραγωδιών με δηλητηριάσεις από το μονοξείδιο του άνθρακα. Μάλιστα μια φορά έγινε ένα τέτοιο επεισόδιο πολύ κοντά μας.
Κάποια στιγμή που δεν υπήρχε πελάτης, ο υπάλληλος του μαγαζιού - παιδί κι αυτός αλλά μεγαλύτερος από εμένα- κόλλησε στην παρέα στο δρόμο με τα παιχνίδια. Με κρατούσε από τα πόδια και το σώμα κρεμασμένο προς τα κάτω. Εγώ, αφημένος πλήρως, χασκογελούσα ευτυχισμένος. Εκείνη τη στιγμή η αγριοφωνάρα του αφεντικού τον κάλεσε κοντά του και από το ξάφνιασμα και το φόβο του με παράτησε ελεύθερο. Δεν πρόλαβα να προστατευτώ βάζοντας, ως ασπίδα τα χέρια μου και κάνοντας ελεύθερη πτώση, έπεσα στο έδαφος με τα μούτρα πάνω στις σκληρές πέτρες. Καλά τα μούτρα μου που μάτωσαν, τα χείλη που σκίστηκαν. Αυτά ήταν περαστικά φαινόμενα και μια έκφραση της εποχής ήταν:
«Μέχρι το γάμο σου θα γειάνουν» .
Η δυστυχία ήταν το μπροστινό δόντι που έσπασε στη μέση και η ζημιά ήταν οριστική. Ο άσχετος οδοντίατρος της γειτονιάς, που με πήγαν, αντί να αφήσει το υπόλοιπο πήρε την τανάλια κι αποτελείωσε το κακό. Από τότε είμαι κουτσοδόντης στη βιτρίνα του στόματός μου και σέρνω αυτό το χαρακτηριστικό ελάττωμα όλα τα χρόνια με πρόσθετο δόντι και τις συνεχείς ζημιές κι επιδιορθώσεις που κάθε τόσο χρειάζεται να κάνω. Κάποια χρόνια δύσκολα, που τα λεφτά ήταν κάτι περισσότερο από περιορισμένα μου χάλαγε τη βιτρίνα και δεν χαμογελούσα με τον αβίαστο τρόπο που θα ήθελα. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, ένα ποσοστό του διστακτικού μου χαρακτήρα, ίσως να οφείλεται και σ’ αυτό το γεγονός.
Όταν πλησίαζαν οι γιορτές, όλα τα παιδιά λέγαμε τα κάλαντα. Τις περισσότερες φορές ο καθένας μόνος του ή το πολύ κατά δυάδες. Οι κολλητοί φίλοι. Την εποχή εκείνη δεν μπορούσες ν’ απευθυνθείς στους αγνώστους ή τα μαγαζιά. Η απόπειρα θα απέβαινε άκαρπη. Οι πόρτες δεν άνοιγαν εύκολα και τα λεφτά δε μοιράζονταν τόσο εύκολα όσο τώρα γιατί ήταν μετρημένα ή ανύπαρκτα. Το θεωρούσαμε φυσιολογικό και αναμενόμενο. Οι ευαισθησίες για τα καημένα τα παιδιά ήρθαν όταν τα λεφτά άρχισαν να περισσεύουν. Μόνο οι συγγενείς και εκεί τα λεφτά πάλι ήταν μετρημένα.
Το «έγκλημα» γινόταν λίγο αργότερα. Εφόσον οι υποψήφιοι επισκέπτες ήταν μετρημένοι, τα κάλαντα τελείωναν σε λίγο χρόνο και οι πιτσιρικάδες της παρέας μαζευόμασταν σε ένα ανοικτό οικόπεδο της γειτονιάς και ριχνόμασταν με τα μούτρα στο «γαλλικό». Τι παιχνίδι ήταν αυτό; Δυο παράλληλες χαραγμένες πρόχειρα γραμμές πάνω στο χώμα σε απόσταση γύρω στα είκοσι μέτρα μεταξύ τους. Από τη μια γραμμή πετάγαμε τα ίδια κέρματα, όλα της ίδιας αξίας. Όποιου το κέρμα έπεφτε πλησιέστερα στην άλλη γραμμή αυτός μάζευε όλα τ’ άλλα και τα πετούσε ψηλά επιλέγοντας προηγουμένως κορώνα ή γράμματα. Μάζευε τα κερδισμένα και με τα υπόλοιπα συνέχιζε ο δεύτερος. Στον τελευταίο συνήθως δεν έφτανε τίποτα. Παίζαμε μέχρις εξαντλήσεως των αντιπάλων έως ότου κάποιος τεχνίτης, αλλά και κωλόφαρδος, συγκεντρώσει τα χρήματα όλων των άλλων.
Η συνέχεια ήταν συνάρτηση του χαρακτήρα του κερδισμένου. Τις περισσότερες φορές κερνούσε τους χαμένους στο τοπικό ζαχαροπλαστείο από ένα γλυκό κι έτσι τα πράγματα έρχονταν στο πάτσι. Η δυσκολία υπήρχε όταν ο κερδισμένος τα έβαζε όλα στη τσέπη κι εξαφανιζόταν. Μια τέτοια συμπεριφορά είχε τις συνέπειες της, που η πιο συνηθισμένη ήταν η απομόνωση του μονοφαγά για αρκετό διάστημα από τους άλλους.
Το Ψυχοσάββατο την αράζαμε στην πόρτα του νεκροταφείου ή σεργιανούσαμε στα μονοπάτια του νεκροταφείου, ανάμεσα στους τάφους όπου τότε οι περισσότεροι συγγενείς που είχαν δικούς τους θαμμένους σ’ αυτό, κάνανε τρισάγιο στον τάφο του ζητώντας συγχώρεση για τα αμαρτήματα του αποθανόντος. Ο παπάς του νεκροταφείου δεν προλάβαινε να πάει από τάφο σε τάφο για να πει την παράκληση και την ευχή, παίρνοντας το αναγκαίο ρεγάλο. Κάθε οικογένεια που είχε νεκρό ετοίμαζε στο σπίτι τον στολισμένο δίσκο με τα κόλλυβα, ένα νόστιμο, και δυσεύρετο σε άλλες περιπτώσεις, γλυκό. Πλησίαζες την πενθούσα χήρα κι έλεγες σεμνά
«Να σχωρεθούν τα πεθαμένα σας!»
Εκείνη μ’ ένα κουτάλι σου έδινε στη χούφτα μια κουταλιά. Τις πρώτες τις τρώγαμε κατευθείαν, αλλά μετά από πέντε έξι τις αποθηκεύαμε σε πρόχειρα σακουλάκια – χωνιά από κομμάτια παλαιών εφημερίδων- για αργότερα. Στον περίγυρό μας δεν υπήρξαν περιπτώσεις δηλητηριάσεων, που σε άλλους χώρους συχνά σημειώθηκαν.
Μεταξύ μας δεν ανταλλάσσαμε κακίες. Η ατμόσφαιρα του νεκροταφείου, τα κλάματα των συγγενών, δεν άφηναν χώρο για τρέλες ή άλλες ακατάλληλες συμπεριφορές. Το μόνο που αποτολμούσαμε ήταν ο μεταξύ μας σχολιασμός για το ποιας χήρας είναι τα πιο νόστιμα κόλλυβα και ποιας τα χειρότερα. Ήταν μια καλή ευκαιρία να γλυκαθεί το στοματάκι μας. Κάτι που σήμερα δεν το συναντάς.
Η σημερινή αφθονία έχει καταργήσει τέτοιου είδους ελλείψεις, αλλά και χαρές!
Κάθε χρόνο στο ποτοποιείο της γειτονιάς, ο Στεργίου, πάταγε σταφύλια, να γεμίσει με μούστο τα τεράστια βαρέλια. Αυτό γινόταν ως εξής. Ερχόταν στο δρόμο μπροστά από το μαγαζί ένα φορτηγό φισκαρισμένο με σταφύλια, ενώ είχε προβλεφθεί προηγουμένως ως υπόστρωμα να ντυθεί από την κάτω μεριά, όταν ακόμη ήταν άδειο, με ένα αδιάβροχο ύφασμα που μάλλον ήταν μια μεγάλη στρατιωτική σκηνή. Η γυναίκα του ποτοποιού μάζευε τη μαρίδα της γειτονιάς για το πάτημα. Η αμοιβή για την εργασία ήταν ότι μπορούσες να φας όσα σταφύλια θέλεις! Αυτά δεν ήταν και πρώτης ποιότητας, ούτε καθαρά και το «δωρεάν» οδηγούσε στην υπερβολή. Το τσιρλιό ήταν το φυσικό επακόλουθο. Βλέπεις οι κανόνες υγιεινής ήταν τότε αρκετά πιο ελαστικοί. Δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι οι περισσότεροι πριν ανέβουν στο αυτοκίνητο ήταν ήδη ξυπόλυτοι μονίμως, αλλά η αντίληψη που κι απ’ το αφεντικό κυκλοφορούσε ήταν ότι λίγη βρώμα κάνει το μούστο πιο νόστιμο.
Ο μούστος έρρεε από τη μια άκρη του αδιάβροχου και μαζευόταν σε άδεια δοχεία που στη συνέχεια χύνονταν στα τεράστια ειδικά βαρέλια. Όλα αυτά γινόταν μπροστά και στα μάτια των αυριανών πελατών που θα κατανάλωναν τη «θεϊκή» ρετσίνα. Το χώμα θα είχε κατακάτσει στον πάτο του βαρελιού.
Η αγωνία μας την Κυριακή το απόγευμα ήταν πώς θα μπούμε στο γήπεδο να δούμε τον αγώνα της αγαπημένης μας ομάδας, της Νίκης Βόλου. Να βγάλουμε εισιτήριο ούτε συζήτηση. Τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε καν. Σε αγώνες που δεν ήταν κρίσιμοι και ως εκ τούτου δεν υπήρχε μεγάλη προσέλευση φιλάθλων τα κριτήρια της εισόδου ήταν πιο ελαστικά. Επέτρεπαν σε έναν μεγάλο με το εισιτήριο να μπάσει στο γήπεδο ένα δικό του παιδί. Έτσι κολλούσαμε στους μεγάλους που το είχαν αγοράσει να μας πάρουν μαζί τους σαν παιδιά τους κι αρκετές φορές το κόλπο πετύχαινε. Η δυσκολία ήταν στα ντέρμπι. Τότε πάλι βρίσκαμε τρύπες, επικίνδυνα σκαρφαλώματα στους τοίχους για να δούμε με κάθε θυσία τον αγώνα. Η επιθυμία δημιουργεί κίνητρα, εξάπτει τη φαντασία, εφευρίσκει διεξόδους σε φαινομενικά αδιέξοδα και όταν πετυχαίνεις τελικά το σκοπό σου, ρουφάς όλη τη γλύκα της επιτυχίας.
Μια συχνή απασχόλησή μας ήταν το κλέψιμο φρούτων από ξένα δέντρα. Αυτά φυλάγονταν με ιδιαίτερη προσοχή από τους ιδιοκτήτες, πράγμα φυσικό κι αναμενόμενο με τα κριτήρια και τις ανάγκες της εποχής. Υπήρξαν σημαντικές επιτυχίες σ’ αυτόν τον τομέα που αργότερα στις βραδινές συνάξεις τις περιγράφαμε με φιγούρα και την αυτονόητη σάλτσα υπερβολής. Αντίθετα δεν είπα κουβέντα για το γερό μπερντάχι που μου επεφύλαξε ο ιδιοκτήτης μιας τζανεριάς δίπλα στο ποτάμι, όταν με συνέλαβε πάνω στο δέντρο του. Το κλέψιμο από ένα δέντρο δεν το αντιλαμβανόμασταν σαν κλοπή. Αντίθετα, θα έλεγα ότι η επιτυχία χρεωνόταν σαν κατόρθωμα που θα έπρεπε να τύχει της επιδοκιμασίας και της παραδοχής από τους άλλους συνομήλικους της παρέας. Η μεγάλη έλλειψη και στέρηση καθαγίαζε την αρπαγή.
Τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν στη Νέα Ιωνία ήταν τα «τετράγωνα». Ένα δωμάτιο με ένα μικρό ελεύθερο χώρο, το ένα κολλητό με το διπλανό του και πίσω με κοινό τοίχο μια ίδια σειρά όμοιων σπιτιών. Έτσι σχηματιζόταν το τετράγωνο. Τα σοκάκια που χωρίζανε τα τετράγωνα ήταν πλάτους ενάμιση μέτρου, λες και δεν υπήρχε τότε άλλος ελεύθερος χώρος. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ήταν ότι το ένα τετράγωνο γύρω από τα τέσσερα ήταν ομαδικοί καμπινέδες.
Στην αρχή η βιασύνη να βάλουν όπως-όπως οι άστεγοι πρόσφυγες τα κεφάλια τους κάτω από ένα κεραμίδι δεν ανέδειξε την τραγικότητα της κατάστασης και μερικά πράγματα κάτω από τις συνθήκες τις εποχής φάνηκαν φυσιολογικά. Όμως με το πέρασμα του χρόνου κάθε οικογένεια μεγάλωσε, ήρθαν παιδιά και μάλιστα άφθονα. Οι προσφυγικές οικογένειες βοήθησαν, ως γνωστόν, αποφασιστικά να μειωθεί το δημογραφικό πρόβλημα που δημιούργησαν οι σημαντικές απώλειες ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, εξαιτίας των διαδοχικών πολέμων που προηγήθηκαν και των ασθενειών που τότε θέριζαν ζωές.
Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι περίπου το 1950, αλλά εκ των πραγμάτων φράκαρε, ιδιαίτερα το πρωί όταν όλοι βιαστικοί ήθελαν να προλάβουν να φτάσουν έγκαιρα στη δουλειά τους. Έτσι στη μικρή αυλή κάθε σπιτιού φτιάχτηκαν οικογενειακοί καμπινέδες με πρωτοβουλία κι έξοδα της κάθε οικογένειας, αφού προηγουμένως ανοίχτηκε για τον καθένα ειδική χαβούζα. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα τον άνθρωπο που άνοιγε τους λάκκους. Το κάτω μέρος του λάκκου το περιτριγύριζε με πέτρες και ήταν ο μοναδικός που αργότερα αναλάμβανε και τον περιοδικό καθαρισμό τους. Οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας τον είχαν οδηγήσει στην αυτοαπομόνωση και το είχε ρίξει στο πιοτό. Σερνόταν στους δρόμους και τα άπονα νιάτα τον κορόιδευαν συνεχώς, επαναλαμβάνοντας το απαραίτητο παρατσούκλι, ο «Καραμούζας». Η κεντρική αποχέτευση στη συνοικία ήταν ακόμα ένα μακρινό όνειρο.
Ένα πρωινό, πάνω στο συνωστισμό και τη βιασύνη, με το σφίξιμο να τελειώσω από πίσω μου πετάχτηκε έξω ένα τμήμα του έντερου. Τρομοκρατήθηκα αλλά από ντροπή ή φόβο δεν είπα κουβέντα σε κανέναν. Ούτε στη μάνα μου. Άλλη εποχή, άλλα ήθη. Ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζω τι ήταν στην πραγματικότητα, αφού τώρα για πρώτη φορά το ανασύρω στην επιφάνεια και ποτέ δεν ρώτησα κανέναν. Το πρόβλημα λύθηκε μόνο του μέσα σε λίγες μέρες. Το έντερο γύρισε στη θέση του και το συμβάν το πήρε ο άνεμος. Η τελευταία αναδρομή στα παιδικά μου συμβάντα το επανέφερε στη μνήμη μου.
Μέχρι το 1949 στο σπίτι ζούσαν ο Πατέρας, η Μάνα και τα πέντε αδέλφια. Λίγο πριν, μπροστά στο παράθυρο του μοναδικού δωματίου είχε βιαστικά χτιστεί ένα δεύτερο μικρό δωμάτιο. Μέσα σ’ αυτό κοιμόνταν κυρίως η μεγάλη μας αδελφή και η γιαγιά, όταν ζούσε μαζί μας, γιατί περιοδικά μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στις δυο της κόρες. Όταν η γιαγιά ήταν στη θεία Παρασκευούλα, στο δωμάτιο αυτό κοιμόταν κι η Μάνα.
Τα αγόρια κοιμόνταν στρωματσάδα στο ξύλινο πάτωμα, πάνω σε δυο συνεχόμενα στρώματα και σκεπάζονταν με ένα πάπλωμα και κάποιες συμπληρωματικές κουβέρτες. Μια από τις πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις, όπως ήδη έχω αναφέρει, είναι το κρύο που συνεχώς ένιωθα στη διάρκεια της νύχτας, κυρίως στη μέση μου που με κρατούσε αρκετές φορές ξάγρυπνο. Φαίνεται τα σκεπάσματα δεν ήταν αρκετά ή εγώ είχα κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία. Το γεγονός όμως υπάρχει έντονα αποτυπωμένο στη μνήμη μου.
Κάθε πρωί, χωρίς ξυπνητήρι, αλλά με βάση το εσωτερικό της ρολόι, η Μάνα ήταν από νωρίς στο πόδι κάνοντας τις απαραίτητες προετοιμασίες και όταν έφτανε η κατάλληλη ώρα χτυπούσε γενικό προσκλητήριο για ξύπνημα. Δεν γινόταν να υπάρχει εξαίρεση, αφού έπρεπε να μαζευτούν τα στρώματα, να γίνει πάλι ο γιούκος πάνω από το μπαούλο, να απλωθεί το πτυσσόμενο τραπέζι και να σερβιριστεί το πρωινό που κυρίως ήταν τσάι, ψωμί, ελιές και μερικές φορές τυρί φέτα. Μόνο ο Πατέρας έκανε τον απαραίτητο τούρκικο πρωινό καφέ του. Προσωπικά καφέ πρωτοδοκίμασα σε μεγάλη σχετική ηλικία.
Την ίδια ώρα η Μάνα ετοίμαζε το μεσημεριανό για τους περισσότερους, που δεν θα επέστρεφαν το μεσημέρι. Μέσα στις καστανιές, δηλαδή τα τσίγκινα στρογγυλά δοχεία, έβαζε στον καθένα το αναλογούν μερίδιο από το φαγητό που είχε ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ. Αυτή η αναγκαστική πρωινή έγερση, μου έγινε σαν συνήθεια και είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της καθημερινότητάς μου σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Εξαίρεση στον κανόνα ήταν το πρωινό της Κυριακής, όταν τα εργοστάσια και τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Τότε τα περισσότερα από τα αδέλφια μου χουχούλιαζαν κάτω από το πάπλωμα να βγάλουν τα σπασμένα των άλλων ημερών. Εγώ είχα διαφορετική συμπεριφορά. Ήθελα να πάω στην εκκλησία ν’ ακούσω τη θεία λειτουργία. Δεν ήταν αποκλειστικά το καθαρό θρησκευτικό καθήκον. Για μένα ήταν και μια ευκαιρία «κοινωνικής εκδήλωσης». Να δω άλλους ανθρώπους, να στριμωχτώ κοντά στον ψάλτη, να σιγοψιθυρίζω κι εγώ τους γλυκούς ύμνους της θείας λειτουργίας, που μου άρεσαν και μου αρέσουν ακόμα τόσο. Μετά τη λειτουργία να στρώσουμε στο μεγάλο προαύλιο το διπλό ματς ανάμεσα σε παίκτες ανάμεικτους που ήταν διαθέσιμοι.
Στη γειτονιά τα παρατσούκλια ήταν στην ημερήσια διάταξη. Περιπαικτικά, αρκετές φορές σχολίαζαν κάτι από τη σωματική σου διάπλαση, ένα ιδίωμα του χαρακτήρα σου, κάτι από ένα συμβάν που ήσουν παρών και εξαιτίας της πιο απίθανης άλλης αφορμής που έγινε κάπου και κάποτε και σχολιάστηκε επίκαιρα και φωναχτά. Ένα από τα δικά μου τα προσωνύμια, που μπορεί στην πορεία να άλλαζε και να μου κολλήσει κάτι άλλο, ήταν ο κεφάλας. Γιατί; Δεν ξέρω σίγουρα την απάντηση. Εικάζω ότι εκείνη την εποχή το κεφάλι μου ήταν δυσανάλογα μεγάλο με το υπόλοιπο σώμα μου, γιατί ήμουν λιπόσαρκος και μικρούλης. Αργότερα το πεινασμένο μάτι μου, η ύπαρξη φαγητού και η έμφυτη λαιμαργία μου εξαφάνισαν αυτή τη «δυσαρμονία». Τώρα τα γεροντόπαχα μου πλεονεκτούν του μεγέθους της κεφαλής κι αν συνέχιζε η παιδική παράδοση θα έπρεπε να με συνοδεύει το ψευδώνυμο ο προκοίλας!
Μέσα στην οικογένεια κυκλοφορούσαν πολλά κοροϊδευτικά παρατσούκλια, μερικά από τα οποία ήταν ο τσίρος, ο νταλάκας, ο φελλός, ο σπατσίρος, η γουστέρα κτλ. Δεν τολμάω να κάνω την αντιστοίχηση με τα πραγματικά ονόματα γιατί μπορεί να ξεσηκώσω τη μήνι ορισμένων. Όμως θέλω επίσης ανωνύμως να αναφέρω δυο τρεις ακόμα περιπτώσεις της στενής γειτονιάς μας. Η Αμερικάνα λεγόταν έτσι γιατί κάθε τόσο έπαιρνε από κάποιον συγγενή της γράμμα από την Αμερική, με τη δυσκόλως υποκρυπτόμενη ζήλεια όλων των υπολοίπων γιατί μετά το γράμμα πήγαινε στον μπακάλη και χάλαγε τα λίγα δολάρια που αυτό περιείχε. Ήταν η Χέσαινα, γιατί τα μικρά παιδιά της κυκλοφορούσαν ώρες με την προίκα στα βρακάκια τους κι αυτό με τίποτα δεν έπαιρνε συγχωροχάρτι. Ήταν η Τρελή, μια χήρα που είχε παράξενη, αλλά εξηγήσιμη, συμπεριφορά μετά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα απωλειών που της επεφύλαξε η μοίρα.
Το 1949 έγινε ο γάμος της αδελφής μας και θυμάμαι ανάγλυφα πολλά από τα περιστατικά από αυτό το έτσι κι αλλιώς σημαντικό γεγονός. Το μυστήριο έγινε στην εκκλησία της ενορίας μας, τη Βαγγελίστρα. Ο άντρας της αδελφής μας υπηρετούσε τη θητεία του στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς μας. Η καταγωγή του ήταν από το Ρυζόμυλο, ένα μεγάλο χωριό του κάμπου και στο γάμο είχε έρθει όλο το σόι του γαμπρού από το χωριό και είχαν μισθώσει ένα λεωφορείο της γραμμής. Τα πούλμαν δεν είχαν ακόμη κυκλοφορήσει στη χώρα. Μετά την τελετή κι ένα σύντομο γλέντι στο σπίτι, μπήκαμε οικογενειακώς στο λεωφορείο και πήγαμε στο χωριό, όπου έγινε το μεγάλο γλέντι. Εκεί πρωτάκουσα το δημοτικό τραγούδι:
Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο ρεβίθι
Χαράς τα μάτια του γαμπρού που διάλεξε τη νύφη…
Όταν έφτασε η ώρα, μετά το ολονύκτιο ξενύχτι, να γυρίσουμε στο Βόλο θέλαμε αφελώς να πάρουμε μαζί και την αδελφή μας, αλλά τώρα θα έμενε στο χωριό με την οικογένεια του άντρα της. Με κλάματα συγκίνησης την αποχαιρετήσαμε, αλλά κι αυτή, άτυχη μια ζωή, δεν πρόλαβε να χαρεί πολλές μέρες τον άντρα της. Αυτός στο διάστημα που υπηρετούσε τη θητεία του, δεν επιτρεπόταν να παντρευτεί χωρίς την άδεια της υπηρεσίας, που ποτέ όμως δε ζήτησε. Τον επόμενο χρόνο τον πέρασε απομονωμένος στην Ανάφη, συντροφιά με τους εξόριστους αριστερούς με τη δυσμενή μετάθεση που του επιβλήθηκε για την «πειθαρχική παράβαση». Αυτή η απομόνωση είχε τις χειρότερες συνέπειες γιατί στο διάστημα αυτό υποσκάφτηκε σοβαρά η υγεία του και τα προβλήματα τον ακολούθησαν στα λίγα επόμενα χρόνια που του απέμειναν. Σφράγισε τη ζωή του, αλλά, ακόμα χειρότερα, σφράγισε τη ζωή αυτών που έμειναν πίσω. Της γυναίκας του κι αδελφής μου, αλλά και των δυο παιδιών που πρόλαβε να κάνει.
Από τους δάσκαλους που μου έτυχαν έχω όλη την δυνατή ποικιλία των αναμνήσεων. Περιπτώσεις που μου συμπεριφέρθηκαν χειρότερα από ζώο, μην έχοντας καμιά σχέση με τη στοιχειώδη παιδαγωγική αντίληψη και άλλες που θυμάμαι με τρυφερότητα για την ανθρωπιά και το ενδιαφέρον τους. Από την ίδια τη φύση της δουλειάς του ο δάσκαλος είναι μετά την οικογένεια ο σημαντικότερος παράγοντας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός παιδιού. Από τότε εμφορούμαι από την αντίληψη ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου πολύ λίγη σχέση έχει με το μορφωτικό του επίπεδο. Είναι στοιχείο που κυρίως κληρονομήθηκε από το DNA του και το υπόλοιπο σφυρηλατήθηκε στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, τις ειδικές συνθήκες στέρησης, τον κλειστό ορίζοντα του τοπικού περιβάλλοντος, τη φτώχεια των εμπειριών, ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που φυτεύτηκαν μέσα μου και καθόρισαν το χαρακτήρα μου;
Ένα κύριο χαρακτηριστικό μου είναι η κόντρα στη πίεση. Η οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής μιας άποψης, ο καταναγκασμός σε μια πράξη, η βίαιη επικράτηση μιας εξουσίας. Τότε, από τα κατάβαθα της ψυχής μου αναδυόταν μια ανένδοτη αντίδραση, μια ανυποχώρητη αντίσταση. Με πείσμα, επιμονή και χρονική διάρκεια. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και σε ένα θέμα που αν, ο ασκών την πίεση, με προσέγγιζε με ευγένεια, με ήρεμη απόπειρα πειθούς, το πιθανότερο είναι να ήμουν επιδεκτικός σε επηρεασμό.
Η εξήγηση αυτού του ιδιώματος δεν μπορεί, νομίζω, να ερμηνευτεί με επίκτητους επηρεασμούς στη διάρκεια των πρώτων χρόνων που διαμορφώνεται ο ανθρώπινος χαρακτήρας ενός ατόμου. Αντίθετα πρέπει να αναζητηθεί σε κληρονομικά δεδομένα σε αρχικά σφραγίσματα του DNA, όχι στον πατέρα μου, που δεν παρουσίαζε τέτοια «συμπτώματα», αλλά σε κάποιο, λόγω συνθηκών, άγριο κι ανυποχώρητο πρόγονό μου.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό μου είναι το ευκολοσυγκίνητο του χαρακτήρα μου. Πιστεύω ότι είμαι συμπονετικός μέχρις αφέλειας. Με το πρώτο παρακαλετό είμαι σε θέση να υποχωρήσω. Δεν ξέρω αν αυτό κονταροχτυπιέται με την προηγούμενη πλευρά του χαρακτήρα μου. Εκείνο που ξέρω καλά είναι η ύπαρξή του και η διαρκής επαλήθευσή του από τα γεγονότα. Με το παραμικρό, όχι από πόνο, αλλά από νοερή συμμετοχή, μου έρχονται δάκρυα στα μάτια, φαινόμενο που πολλές φορές με φέρνει σε αμηχανία και δύσκολη θέση, κυρίως όταν υπάρχουν εξωτερικοί παρατηρητές. Μια απλοϊκή κατά τα άλλα ιστορία μπορεί με κάθε ευκολία να μου γεμίσει τα μάτια με δάκρυα. Το ίδιο συμβαίνει όταν διαβάζω μόνος μου ένα βιβλίο και φτάνω σε μια σελίδα που με συγκινεί. Μέσα στον κινηματογράφο έχω πρόβλημα όταν ανάβουν τα φώτα στο διάλειμμα. Τότε κάνω ότι σκύβω να μη φανεί το δακρυσμένο μου πρόσωπο και γίνω στους άλλους «ρεζίλι»
Εκείνα τα χρόνια το σχολείο και η ζωή μέσα σ’ αυτό ήταν σημαντική πλευρά της καθημερινής μας απασχόλησης. Το πρωί όταν πρωτοχτυπούσε το κουδούνι, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, σχεδόν με αυτόματο τρόπο παρατασσόμασταν στο ειδικά διαμορφωμένο τσιμεντένιο τετράγωνο σε σειρές ανά τάξη και γινόταν η έπαρση της σημαίας. Σύσσωμο το σχολείο τραγουδούσε τον Εθνικό Ύμνο. Ακολουθούσε η πρωινή προσευχή όπου ένας από μας έλεγε το Πάτερ Ημών και η πρωινή τελετουργία έκλεινε με ένα ακόμη τραγούδι.
Η σημερινή εξέλιξη και «προοδευτικότητα» κατάργησε όλες αυτές τις τελετουργίες λες κι αυτές ήταν η ρίζα των κακών της εκπαίδευσης μας!
Οκτώβριος 2010
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα