«Οι καλύτερες μέρες» (εκδόσεις Ιωλκός, 2012) της Δέσποινας Μπουμπουχεροπούλου - Κριτική Άλκη Παπαντωνίου*
Οι καλύτερες μέρες. Οι καλύτερες μέρες που περιμένουμε, οι καλύτερες μέρες που περιμέναμε. Οι καλύτερες μέρες που δεν ήρθαν, ούτε θα έρθουν. Από το εισαγωγικό σημείωμα της ποιητικής συλλογής φαίνεται η διάθεση της δημιουργού απέναντι στις καλύτερες μέρες: τις απωθείς με σκεπτικισμό και τις βουτάς στην ειρωνεία για να νιώσεις καλύτερα, ενώ από το πρώτο και ομώνυμο ποίημα της συλλογής της αποκαλύπτεται η έλλειψη εμπιστοσύνης και η σαρκαστική της διάθεση προς αυτές:
Θέλω στις μέρες
να σου σιδερώνω, γιατί το σιδέρωμα είναι πολύ σημαντικό.
Να σε αγκαλιάζω για να νομίζεις πού και πού ότι έχει και σώμα.
[...]
Σου τρέχουν δάκρυα
Σε συγκινώ να μην πιστεύω στις καλύτερες μέρες.
Η ποίηση της Δέσποινας Μπουμπουχεροπούλου είναι ποίηση προσωπική και είναι ποίηση σύγχρονη. Με μια τεχνική ευρηματικότητα που συχνά παράγει μια μουσικότητα και ένα ρυθμό, μια πρωτοτυπία και μια ιδιαίτερη αισθητική, μετουσιώνει σε τέχνη τα ερεθίσματα των βιωμάτων της.
Θεματικά η δημιουργός προσεγγίζει διάφορα θέματα όπως η ελπίδα, η απογοήτευση, οι αγωνίες της καθημερινότητας και οι παγίδες της, η φροντίδα, τα γηρατειά, η πατρίδα, τα όρια. Σχεδόν σε όλα, όμως, τα ποιήματα στο επίκεντρο βρίσκονται με κάποιον τρόπο αυτές οι καταραμένες «οι καλύτερες μέρες».
Η δημιουργός και στην 2η,λοιπόν, ποιητική της συλλογή, δε διστάζει να μας ξεναγήσει στην προσωπικότητα της. Μας ξεναγεί με την άνεση ενός πλάσματος που δεν το ενδιαφέρει να γίνει αρεστό, δεν το ενδιαφέρει να περάσεις καλά στο «χώρο» του, ούτε θέλει να ποτίσει τις ψευδαισθήσεις σου για τις «καλύτερες μέρες». Είσαι εδώ, στο τώρα, μαζί της, μπορείς να καθίσεις σταυροπόδι και να μοιραστείς μαζί της τον σκεπτικισμό, την ειρωνεία και το σαρκασμό της, ακόμα και για το ίδιο της το εγώ:
[…] ανάμεσα σε εμένα και σε εμένα επιλέγω εμένα, γράφει στο ποίημα της «το κοσμικό μου πρώτο θέμα», ενώ στο «συνειδητοποίησα εχθές» καταλήγει πώς «είμαι» τελικά η ίδια η σπουδαιότητα με πόδια.
Η δημιουργός σε πολλά ποιήματα της σαρκάζει την έννοια της ελπίδας των «καλύτερων ημερών», κάποιες φορές σαρκάζει και τους φέροντες την ελπίδα, άλλες φορές τους συμπονεί. Όταν, όμως, σαρκάζει, δε γελοιοποιεί, σαρκάζει σαν καθρέφτης, μαθημένη σε αυτού του είδους τη συνομιλία με τους δικούς της καθρέφτες, επιχειρεί να υψώνει καθρέφτες απέναντι μας. Έχει ελπίσει η ίδια και γνωρίζει, δε θέλει να ελπίσει ξανά, θέλει να ελευθερώνεται μέσω της μη ελπίδας της. Όχι οι καλύτερες μέρες δε θα έρθουν. Ας μας αρκεί λοιπόν το ότι θα έρθουν απλά οι μέρες, οι απλές μέρες. Διατηρεί με αυτήν τη στάση μια απόσταση ασφαλείας από την ωραιοποίηση των πραγμάτων και των εννοιών για να μη χάσει την απόσταση που έχει επιλέξει από την αλήθεια της. Δεν περιμένει την κάθαρση, δεν την ελπίζει. Αυτή είναι η κάθαρση της.
Στην ΩΡΑ ΚΑΛΗ η ποιήτρια γράφει:
Κάνω χάζι
Βγάζω γλώσσα
Και υψώνω κωλοδάχτυλο.
Πολλές φορές στη συλλογή της «Οι καλύτερες μέρες» (εκδόσεις Ιωλκός, 2012) η Δέσποινα μοιάζει να υψώνει κωλοδάχτυλο. Στην πατρίδα, στην καθημερινότητα, στα γηρατειά, στην ίδια, στον αναγνώστη. Δεν την ενδιαφέρει αν η χειρονομία της είναι συμβολική ή πραγματική ή τίποτα: Είναι αγανακτισμένη. Με τις καλύτερες μέρες. Με αυτούς που δημιούργησαν τις καλύτερες μέρες. Με αυτούς που προβάλλουν τις καλύτερες μέρες. Με την ίδια που πίστεψε σε αυτές. Πρέπει να καταλάβουμε ότι βρισκόμαστε μέσα σε μια πλάνη, για να καταφέρουμε να ζήσουμε τουλάχιστον ότι μπορούμε μέσα σε αυτήν.
Παρόντα σε πολλά ποιήματα, ως τρανταχτή διάψευση των καλυτέρων ημερών, τα γηρατειά:
Ζαρώνω στ’ αλήθεια
Σαν βλέπω πώς γέρασες.
Πώς ήρθες και γύρισες
Μα έμεινες
Μόνος σου
Ένας
Και ίδιος
Συνένοχη όμως και η πατρίδα, που δεν της δίνει χώρο, δεν τη συγχωρεί και ταυτόχρονα δεν την χωρεί:
Πατρίδα
Και Χώρα –
Συν-χώρα με.
Κάνε λίγο πιο εκεί
Να χωρέσω κι εγώ
Από κοντά, όμως, μες στη διάψευση και η ουσία που απομένει να ζήσουμε εντός της ψευδαίσθησης των καλύτερων ημερών, κάτι που για την ανάλυση μας θα το ονομάσουμε «αγάπη»:
Η αγάπη ως φροντίδα:
Θέλω να σε πάρω μαζί στο βαρετό παράδεισο
Να σου δώσω τα πρώτα φάρμακα όταν θα έχεις αρχίσει να τα χάνεις
Να σε αλλάζω όταν σκατώνεις το κρεβάτι μας […]
Η αγάπη που φυλακίζει:
Και όταν το βράδυ κοιμόμαστε
Και σου μπαίνουν περίεργες σκέψεις για ταξίδια και θάλασσες
Να κλειδώνω την πόρτα
Να μη βγεις
Η αγάπη που αρέσκεται και η ίδια σε ψευδαισθήσεις, αλλά καταλήγει τελικά στην ουσία:
Θέλω να σε πλένω όταν βρομίζεσαι σε εκείνες τις απρόσμενες λακκούβες
Να σε πιστεύω ότι δεν το θέλες να πέσεις μα σ’ έριξαν
Να σε παίρνω στα χέρια αμαρτωλό και κόπρο
Τα ποιήματα του βιβλίου ξεπηδούν από καθημερινές εικόνες, από καθημερινές αγωνίες. Δε γράφονται στην ακροθαλασσιά ή στο βουνό με τη ζωή απομακρυσμένη. Γράφονται σε λεωφορεία, σε παγκάκια, σε γραφεία, σε χώρους φθοράς, σε χώρους ζωής. Αυτό συμβάλλει στο σχηματισμό του προσωπικού της ύφους, το οποίο μετά και την έκδοση της 2ης ποιητικής της συλλογής φαίνεται να έχει αποκτήσει σαφή χαρακτήρα. Η ποιήτρια μέσα από εικόνες και αναζητήσεις της καθημερινότητας εκφράζει προβλήματα του συγχρόνου ανθρώπου:
Μια μέρα άρχισα να εργάζομαι.
Οι συστάσεις μου άριστες […]
Το γραφείο κρύο ευαίσθητο κι άσχημο.[…]
Το άδειο πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα.. .[…]
χάθηκα από τους φίλους μου[…]
έγινα υπέροχη[…]
με κατανοούν αυτοί που τους σιχαίνομαι
Ήρθαν οι καλύτερες μέρες! Και είναι οι χειρότερες που μπορούσε να φανταστεί!
Μέσα από τη συλλογή ποιημάτων της Δέσποινας διακρίνεται μια δημιουργική προσωπικότητα που διαρκώς σιγοβράζει, θέλοντας, όμως, να παραμείνει σκληρή, ίσως σχεδόν ωμή, καθώς δε θέλει ποτέ να είναι εύκολη λεία για τα δόντια των καλυτέρων ημερών. Η ποίηση είναι ο αγώνας της να αποδεχτεί και να συζητήσει ότι «όλο και όλο είναι αυτό». Η πορεία της είναι μια πορεία προς την ελευθερία της και μια πορεία προς την αλήθεια της. Γι’ αυτό απίστησε στις καλύτερες μέρες. Δεν τις χρειάζονται οι καλύτερες μέρες, όποιες και να ‘ναι αυτές.
Ψάχναμε, λέει η Δέσποινα, τότε, θυμάμαι, τα λόγια,
Όχι όποια,
Τα λόγια μας.
Η Δέσποινα έψαξε, αγωνίστηκε, κουράστηκε, απογοητεύτηκε, πίστεψε και απίστησε, για να βρει τα λόγια. Όχι όποια, τα λόγια της.
Ας τα ακούσουμε.
* Ο Άλκης Παπαντωνίου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Κατάγεται από την Κομοτηνή. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Θράκης. Εργάζεται ως δικηγόρος στην Αθήνα. Από τις εκδόσεις Ιωλκός κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του «Αλγοδοχείο».
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα