Ξεχασμένοι και αδικημένοι της Επανάστασης του '21
Δεν ήταν λίγες οι προσπάθειες που έγιναν για να αποκατασταθούν όσοι πολέμησαν στον Αγώνα. Ωστόσο, πολιτικές ισορροπίες, μεγάλες προσδοκίες, σπατάλες και κακοί χειρισμοί άφησαν αδικαίωτους πολλούς
Φωτο: Ενα αγόρι οδηγεί έναν ανάπηρο παλαίμαχο του Αγώνα, σε πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη
«Αι χήραι και ορφανά των γενναίων των Ψαρρών προμάχων της ελευθερίας, στερηθείσαι των γονέων ημών και των συζύγων και των αδελφών ημών, άνευ προστατών ευρισκόμεθα και εσχάτην ένδειαν, στερούμεναι και αυτού του επιουσίου άρτου, μη τυχούσας δυστυχώς περιθάλψεως καταφεύγουν προς υμάς. Παρακαλούμεν όπως λάβητε οίκτον υπέρ ημών και ούτω χορηγήσετε προς ημάς Σύνταξιν τινα, δι ης τουλάχιστον να προμηθευθώμεν άρτον προς διατήρησιν της αθλίας ζωής ημών».
Τα λόγια ανήκουν σε 128 αγράμματες γυναίκες από τα Ψαρά που είχαν καταφύγει στην Ερμούπολη της Σύρου. Το χέρι που τα έγραψε ήταν ενός ιερέα, που το 1865 επιχείρησε να ευαισθητοποιήσει αρμόδια κρατική επιτροπή. Η αίτησή τους ωστόσο βρέθηκε στον κάλαθο των αχρήστων διότι το κράτος δεν είχε χρήματα για να τις βοηθήσει. Κι αυτή είναι μόνο μία από τις εκατοντάδες περιπτώσεις που οι αγωνιστές ή οι συγγενείς τους περίμεναν μια βοήθεια ως αναγνώριση της προσφοράς τους, αλλά δεν ήρθε ποτέ.
Τι συνέβη λοιπόν και κάποιοι από όσους θυσιάστηκαν στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, αν και διέθεσαν εαυτόν, οικογένεια και περιουσία, δεν ανταμείφθηκαν ποτέ κι άλλοι πήραν αξιώματα και χρήμα; Τις απαντήσεις επιχειρεί να δώσει η μελέτη της υποψήφιας διδάκτορος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Σωτηρούλας Βασιλείου «Τα παλικάρια τα παλιά και η αποκατάστασή τους κατά την οθωνική περίοδο (1833-1862)» που δημοσιεύεται στον τόμο του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων «Ηρωες των Ελλήνων», ο οποίος μόλις κυκλοφόρησε.
Γέροι τυφλοί αγωνιστές πρωταγωνιστούν στους καμβάδες του Διονύσιου Τσόκου και του Θεόδωρου Βρυζάκη - ορφανό του Αγώνα και ο ίδιος. Οι αλύτρωτοι αγωνιστές γίνονται ήρωες, όπως στο έμμετρο πόνημα του Γεώργιου Στρατήγη, όπου ο γέροντας Ματρώζος που «καπετάνιους σαν ιδεί μες στα βασιλικά. Εκείνους που 'χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά…». Και η αναξιοκρατική απονομή των παρασήμων γίνεται πηγή έμπνευσης για τους «Χαλασοχώρηδες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Για να πειστούν οι αγωνιστές να μπουν στη μάχη, στα ψηφίσματα και τους νόμους των Εθνοσυνελεύσεων προβλεπόταν πως θα ανταμειφθούν. Συντάξεις, γαίες, προίκες και διορισμοί ήταν τα επίσημα εργαλεία πρακτικής ανταμοιβής και κατευνασμού των παλικαριών.
Από τις υποσχέσεις όμως και τις προβλέψεις ώς την εφαρμογή η απόσταση ήταν μεγάλη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μέχρι την άφιξη του Οθωνα, το 1833, περίπου 5.000 άτακτοι - κυρίως Ρουμελιώτες - λυμαίνονταν την ύπαιθρο προστατεύοντας και συνάμα αφανίζοντας τους χωρικούς.
ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ. Ανέστιοι και πένητες ορισμένοι κι άλλοι απρόθυμοι να γυρίσουν στην αγροτική ζωή, περίμεναν από το κράτος αναγνώριση και ανταμοιβή, ενώ υπήρχαν και οι περιπτώσεις όπως μιας οικογένειας από την Υδρα που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, «ξόδεψε εκατομμύρια για την ανεξαρτησία της χώρας και παίρνει 600 δρχ. τομ χρόνο» ή της Σάββαινας της Σπαρτιάτισσας που, αν και χήρα με ορφανά, πήρε τα όπλα, αγωνίστηκε, αλλά ζητούσε και δικαίωση.
«Ανεπισήμως, από την έναρξη της Επανάστασης έως και την έλευση του Οθωνα, οι απονομές βαθμών και υλικών αγαθών υπήρξαν σε πολλές περιπτώσεις άφθονες» επισημαίνει η κυρία Βασιλείου.
Οταν ήρθε ο Οθωνας, οι νομομαθείς του διαπίστωσαν ότι «δεν υπήρχε κανείς, είτε ντόπιος είτε ξένος, που να μην είχε θυσιάσει ό,τι είχε και δεν είχε και για τούτο έπρεπε τώρα ν' αμειφθεί ανάλογα, ν' αποζημιωθεί ή να τοποθετηθεί σε μια κατάλληλη θέση. Σ' όλη την ελληνική επικράτεια ήταν δύσκολο να βρεις ανθρώπους που να μην έχουν ζητήσει κάτι έστω και μία φορά», ενώ κοινή ήταν η διαπίστωση ότι οι γενναιότεροι είχαν μείνει στο περιθώριο. Δεν έλειπαν όμως κι εκείνοι που είχαν καταφέρει να παρεισφρήσουν σε ψηλά κλιμάκια της πολιτικής ζωής και να δρέψουν δάφνες, ήταν όμως ελάχιστοι μπροστά σε όλους όσοι επιθυμούσαν να δικαιωθούν.
Οι περιπέτειες όσων διεκδικούσαν μια επιβράβευση στα χρόνια του Οθωνα δεν διαφέρουν σχεδόν σε τίποτα με εκείνες όσων έχουν δοσοληψίες με το ελληνικό Δημόσιο.
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ. Ο πρώτος σκόπελος που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι δικαιούχοι ήταν η γραφειοκρατία. Αν τα πιστοποιητικά τους κρίνονταν επαρκή, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούσαν να φύγουν με υλική αμοιβή. Ελλείψει χρημάτων, όμως, τις περισσότερες φορές αρκούνταν στην απονομή βραβείων και επαίνων.
Δεύτερος σκόπελος ήταν η ανακύκλωση των ίδιων προσώπων στις επιτροπές που συστήνονταν για τον έλεγχο των πιστοποιητικών, με αποτέλεσμα να εναλλάσσονται τα ίδια και τα ίδια άτομα σε επιτροπές, υπουργεία, στη Γερουσία ή τη Βουλή.
«Αποδεδειγμένα κατά την οθωμανική περίοδο, ενώ πράγματι πολλοί αγωνιστές πάλευαν για την επιβίωσή τους, οι αντιβασιλείς και ο μονάρχης επιδαψίλευαν στην ηγεσία του Αγώνα μισθούς, συντάξεις, γαίες και παράσημα» επισημαίνει η ερευνήτρια.
Οι Βαυαροί, φαίνεται, αντιστέκονταν στις απαιτήσεις για ανταμοιβή καθώς σε συνδυασμό με τη λειτουργία του πελατειακού συστήματος προβάλλονταν ως ανασταλτικός παράγοντας στην προσπάθειά τους να οικοδομήσουν ένα κράτος δυτικού τύπου. Οι έντονες αντιδράσεις όμως σε συνδυασμό με την πολυσύνθετη φύση του προβλήματος οδήγησαν στην επιβολή ημιμέτρων καθώς και στην ένταξη του βαυαρικού παράγοντα στο ελληνικό σύστημα, γνωστό και ως «μωραϊτικόν».
ΤΑ ΝΕΑ
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα