Άνγκελα, τα λεφτά μας πίσω, δεν αντέχουμε δεύτερη κατοχή
ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡ. ΠΑΓΟΥ ε.τ. ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ, ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΔΙΚΑΙΟ
Η δανειακή σύμβαση υπεγράφη στη Ρώμη στις 14-3-1942, ερήμην της Ελλάδος η κυβέρνηση της οποίας ενημερώθηκε εννιά ημέρες αργότερα
Του ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
Στη Δεύτερη Συνδιάσκεψη Ειρήνης της Χάγης, το 1907, προστέθηκε διάταξη που ορίζει ότι οι Αρχές κατοχής οποιασδήποτε χώρας δικαιούνται να διενεργούν από αυτή όλων των ειδών τις απολήψεις σε χρήμα, σε είδος ή υπηρεσίες για τις ανάγκες των στρατευμάτων κατοχής, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα είναι ανάλογες με τους πόρους της κατεχόμενης χώρας.
Φωτο: Ο λιμός του 1941 στην Αθήνα, τα ολέθρια αποτελέσματα του κατοχικού ναζισμού
Στη σύναψη του κατοχικού δανείου οδηγήθηκαν οι δυνάμεις του άξονα, ως συμβιβαστική νομικοοικονομική λύση, προκειμένου η Ελλάδα να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τις πολύ πέραν του αναγκαίου μέτρου δυνάμεις κατοχής στο έδαφός της με λίαν υπέρογκα ποσά, καταφανώς δυσανάλογα με τους πόρους της, χωρίς ωστόσο να εμφανίζεται ότι παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο του πολέμου και χωρίς να πλήττεται τυπικά οι οικονομία της, αφού τα επί πλέον των εξόδων κατοχής καταβαλλόμενα από την Ελλάδα ποσά θα αφορούσαν δάνειο, το οποίο θα επιστρεφόταν.
Η υποχρέωση της Γερμανίας να ικανοποιήσει τις νόμιμες αξιώσεις της Ελλάδος από το κατοχικό δάνειο δεν είναι μόνο νομική, αλλά και ηθική
Ειδικότερα, από τα μέσα του 1941, η Γερμανία υποχρέωνε την Ελλάδα να συντηρεί στρατεύματα πολλαπλάσια των αναγκαίων δυνάμεων κατοχής της επικράτειάς της. Οταν, δε, έγινε σαφές ότι η Γερμανία δεν είχε σκοπό να μειώσει τις παρανόμως υπέρογκες δαπάνες κατοχής που επέβαλε στην Ελλάδα και οι οποίες, σε συνδυασμό με τη λεηλασία των αγροτικών προϊόντων, οδηγούσαν τον ελληνικό λαό σε λιμοκτονία, προκλήθηκε έντονη αντίδραση όχι μόνο της τότε κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, αλλά και του ίδιου του Μουσολίνι, ο οποίος μαζί με το Γερμανό πληρεξούσιο για την Ελλάδα Γκίντερ Αλντενμπουργκ προειδοποιούσαν το Βερολίνο για τον επερχόμενο υποσιτισμό και ζητούσαν επίμονα να μειώσει η Γερμανία τα έξοδα κατοχής σε βάρος της Ελλάδος.
Οι δυσοίωνες προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν, και το χειμώνα του 1941-1942 οι θάνατοι πολλαπλασιάστηκαν στην Αθήνα λόγω λιμού, ενώ και ο Γκέμπελς σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι η πείνα στην Ελλάδα έχει καταστεί ενδημική νόσος και ότι στους δρόμους της Αθήνας οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά χιλιάδες από εξάντληση. Η πείνα και η εξαθλίωση του ελληνικού λαού απασχόλησε τις δυνάμεις κατοχής από τη στιγμή που υποκινούσε λαϊκές εξεγέρσεις και αντίσταση.
Το πρόβλημα συζητήθηκε στη Δημοσιονομική Διάσκεψη Εμπειρογνωμόνων του άξονα, από Ιανουάριο έως Μάρτιο του 1942, στη Ρώμη. Η γερμανική επιμονή για υψηλή κεφαλαιοδότηση από την Ελλάδα έφερε σε αδιέξοδο τη Διάσκεψη, έως ότου ο Ιταλός τραπεζίτης και οικονομικός πληρεξούσιος της Ιταλίας στην Ελλάδα Ντ'Αγκοστίνι έδωσε τη λύση του δανείου. Δηλαδή, οι πέραν των δαπανών κατοχής αναλήψεις να χρεώνονται από την Ελλάδα ως δάνειο προς τη Γερμανία και την Ιταλία.
Η δανειακή σύμβαση υπεγράφη στη Ρώμη στις 14-3-1942, με ισχύ από 1-1-1942, ερήμην της Ελλάδος, η κυβέρνηση της οποίας ενημερώθηκε εγγράφως εννιά ημέρες αργότερα, από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα Αλτενμπουργκ και Γκίτζι, αντίστοιχα, και επιβαλλόταν στην Ελλάδα ως υποχρεωτικά (αναγκαστικά) εκτελεστή. Ακολούθως, ο τότε Ελληνας υπουργός Οικονομικών έδωσε, στις 2-4-1942, έγγραφη εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος να καταβάλει τα δανειακά ποσά.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης, η ελληνική κυβέρνηση είχε την υποχρέωση να καταβάλλει στις δυνάμεις του άξονα, για έξοδα κατοχής, 1,5 δισ. δραχμές μηνιαίως, ενώ κατά το άρθρο 3 οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος πέραν του ποσού αυτού θα χρεώνονταν στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε δραχμές και θα είναι άτοκες. Κατά το άρθρο 4 η επιστροφή των ποσών πέραν εκείνων του 1,5 δισ. δραχμών μηνιαίως θα γινόταν αργότερα, χωρίς να προσδιορίζεται η έναρξη εξόφλησης.
Τα συμβατικά στοιχεία
Στις 2-12-1942 υπεγράφη, στην Αθήνα, ανάμεσα στις κυβερνήσεις Γερμανίας, Ιταλίας και Ελλάδος συμφωνία που περιείχε τα εξής νέα συμβατικά στοιχεία: 1) Τα ποσά του δανείου είναι συμβολικώς αναπροσαρμοζόμενα, δηλαδή είναι διατυπωμένα σε σταθερό νόμισμα. 2) Ο δανεισμός σταματά την 1-4-1943, οπότε και αρχίζει η άτοκη επιστροφή του δανείου. 3) Αντί του 1,5 δισ. δραχμών μηνιαίως της προηγούμενης συμφωνίας (14-3-1942), οι δαπάνες κατοχής αυξάνονται στο ποσό των 8 δισ. δραχμών μηνιαίως. Τα επί πλέον ποσά θα χρεώνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος σε βάρος των κυβερνήσεων της Γερμανίας ή Ιταλίας. 4) Οι λογαριασμοί αυτοί θα πληρώνονται εξοφλητικά από τον Απρίλιο του 1943 σε μηνιαίες δόσεις, που αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου του εν λόγω λογαριασμού την 31-3-1943, άτοκα.
Νέα τροποποίηση-αναπροσαρμογή υπεγράφη στην Αθήνα ανάμεσα στις κυβερνήσεις των τριών αυτών κρατών στις 18-5-1943, ενώ τελευταία τροποποιητική αναπροσαρμογή έγινε με τη συμφωνία των Αθηνών στις 25-10-1943, μόνο μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος, γιατί εν τω μεταξύ η Ιταλία άλλαξε στρατόπεδο και δεν υπήρχαν πλέον στρατεύματά της στην Ελλάδα.
Με τις συμφωνηθείσες τροποποιήσεις της αρχικής σύμβασης το δάνειο αυτό μετατράπηκε από αναγκαστικό σε συμβατικό ιδιωτικού δικαίου, αφού τα συμβαλλόμενα κράτη συμφώνησαν ως fiscus, στο πλαίσιο της διοίκησης και διαχείρισης περιουσιακών-οικονομικών τους συμφερόντων, και δεν άσκησαν ούτε διαχειρίστηκαν δημόσια εξουσία ή κυριαρχικά τους δικαιώματα ως imperium.
Με την όλη δανειακή σύμβαση ορίστηκε ότι τα ποσά του δανείου θα αρχίσουν να επιστρέφονται στην Αθήνα από τον Απρίλιο 1943. Μάλιστα, όπως προκύπτει από δημόσια έγγραφα, η ναζιστική Γερμανία κατέθεσε, χάριν μερικής εξόφλησης του κατοχικού δανείου, στο υπουργείο Οικονομικών της Ελλάδος, προς είσπραξη, δύο επιταγές, τον Μάιο και τον Ιούλιο του 1944, αποδεικνύοντας ότι θεωρούσε την επιστροφή του ως νομική υποχρεωτική δέσμευσή της εκ συμβάσεως προς την Ελλάδα. Αρα, το κατοχικό δάνειο, που είναι -κατά τα συμβαλλόμενα κράτη- συμβατικό σταθερού νομίσματος, κατέστη έντοκο, λόγω της υπερημερίας της οφειλέτιδος Γερμανίας, που άφησε από υπαιτιότητά της να παρέλθουν άπρακτοι από μέρους της οι συμφωνημένοι δήλοι χρόνοι εξόφλησής του κατά δόσεις.
Αφού, λοιπόν, το κατοχικό δάνειο γεννά συμβατική υποχρέωση προς επιστροφή του από τη Γερμανία στην Ελλάδα ιδιωτικού δικαίου και όχι αποζημιωτική ή επανορθωτική, έπεται, κατά την άποψη που θεωρώ ορθότερη, ότι δεν εντάσσεται στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, που είχε αναστείλει μόνο την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων. Σε κάθε περίπτωση τυχόν επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου δεν επιδρά στους τόκους, που εξακολουθούν να τρέχουν αδιάκοπα.
Μάλιστα, οι καταβολές των δανειακών ποσών προς τη Γερμανία έγιναν από την ΤτΕ για λογαριασμό και με χρέωση του Ελληνικού Δημοσίου, με δημόσιο χρήμα, στο πλαίσιο της εκ του νόμου σχέσης εντολής μεταξύ Δημοσίου και ΤτΕ ως ταμία και εντολοδόχου του και έτσι δανειστής των πιστώσεων, άρα και δικαιούχος της απαίτησης κατά της Γερμανίας, ως καθολικής διαδόχου του Γ' Ράιχ, είναι το Ελληνικό Δημόσιο.
Στη σύμβαση του κατοχικού δανείου (αρχική και τροποποιητικές) δεν περιλήφθηκε όρος υποβολής των συμβληθέντων κρατών στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας, ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς. Ελλείψει, λοιπόν, συμφωνημένου δικαίου (lex voluntatis), εφαρμοστέο δίκαιο στην προκείμενη συμβατική ενοχή εκ δανείου (lex contractus) είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο παραπέμπουν οι διατάξεις των άρθρων 6ν.ThA/1856 και 25ΑΚ, και εκείνες των άρθρων 3 και 4 της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 (Ν. 1792/1980).
Πράγματι, το ελληνικό δίκαιο αρμόζει στη σύμβαση του κατοχικού δανείου από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, δηλαδή, ως το δίκαιο της πολιτείας με την οποία συνδέεται στενότερα η εν λόγω σύμβαση. Κυρίως, γιατί συμφωνημένος τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της δανειακής σύμβασης σε ελληνικό νόμισμα είναι η Αθήνα, έδρα του Ελληνικού Δημοσίου και της ΤτΕ, και επί πλέον συμφωνημένος τόπος εκπλήρωσης της εκ του δανείου υποχρέωσης της οφειλέτιδος Γερμανίας προς επιστροφή του είναι πάλιν η Αθήνα.
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται μια νομικά παράδοξη γνωμοδότηση του έτους 1956 του τότε νομικού συμβούλου του Κράτους Χατζηδάκη, που σέρνεται έκτοτε περιέργως ως νεφέλωμα στο εσωτερικό, κατά την οποία με τη νομοθετική διαρρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 18/1944, γνωστού ως νόμου Σβώλου, οι ιδιωτικού δικαίου αξιώσεις της Ελλάδος από το κατοχικό δάνειο, εκπεφρασμένες σε δραχμές, πρέπει να θεωρηθούν διαγραφείσες, γιατί ο νομοθέτης δεν έλαβε την πρόνοια να τις εξαιρέσει της εφαρμογής του νόμου αυτού. Την εν λόγω γνωμοδότηση, που δεν αναφέρεται ότι την αποδέχθηκε ο υπουργός των Οικονομικών και ούτε τόλμησε ποτέ να την επικαλεσθεί η Γερμανία, θεωρώ εσφαλμένη για τον εξής συνοπτικό λόγο:
Η λογική ερμηνεία του ν. 18/1944 στην οποία καταφεύγει η γνωμοδότηση, με τη χρήση του επιχειρήματος από τη σιωπή του νόμου (argumentm a silentio), είναι τουλάχιστον ατυχής, προερχόντως γιατί το επιχείρημα αυτό, όπως δέχεται ο Γεώργιος Μπαλής, δεν είναι ακαταγώνιστο και μάλλον πιθανότητες περί της αληθείας παρέχει.
Πολύ περισσότερο που στη γνωμοδότηση δεν αναφέρεται ο υποτιθέμενος λόγος που ανάγκασε τον Αλέξανδρο Σβώλο, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και από 6-9-1944 υπουργό των Οικονομικών της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, να διαγράψει, άνευ αιτήματος ή ανάγκης, σιωπηρώς, χαριστικά και μονομερώς με νόμο, το από το κατοχικό δάνειο χρέος της Γερμανίας προς την Ελλάδα, τη στιγμή μάλιστα που λίγους μήνες πριν η χιτλερική Γερμανία είχε αρχίσει την αποπληρωμή δόσεων του δανείου. Ούτε διαφαίνεται στην ίδια γνωμοδότηση η τυχόν ύπαρξη ενός κρίσιμου για την προσφυγή στο εν λόγω ερμηνευτικό επιχείρημα στοιχείου, αν, δηλαδή, ο Αλέξανδρος Σβώλος, κατά τη σύνταξη του ν. 18/1944, γνώριζε τα γενεσιουργά του χρέους της Γερμανίας προς την Ελλάδα από το κατοχικό δάνειο πραγματικά και νομικά αίτια και αν εν γνώσει του σίγησε, γιατί ήθελε να υπάγει και το χρέος αυτό στη γενική ρύθμιση.
Το έτος 1964 Επιτροπή πέντε διακεκριμένων νομομαθών, στην οποία μετείχε και ο αείμνηστος καθηγητής μου Ηλίας Κρίσπης, ασχολήθηκε ειδικά με το ζήτημα του εν λόγω δανείου και στο από 14-8-1964 πρακτικό της χαρακτήρισε το κατοχικό δάνειο ως συμβατική δανειακή υποχρέωση της Γερμανίας προς την Ελλάδα, η οποία έπρεπε να εκπληρωθεί μετά την επανένωση της Γερμανίας, όπως, άλλωστε, δεσμεύτηκε το ίδιο έτος με δήλωσή του ο Γερμανός καγκελάριος Ερχαρτ.
Χωρίς νομικά κωλύματα
Το 1990, όμως, οι δύο Γερμανίες ενώθηκαν με τη Συνθήκη της Μόσχας της 12ης Σεπτεμβρίου 1990, γνωστής ως συνθήκης «2+4» και έκτοτε ήρθη το τυχόν νομικό κώλυμα. Ετσι αποκτά ιδιαίτερη έννομη σημασία η ρηματική διακοίνωση της Ελλάδος στις 14-11-1995, μέσω του πρέσβη μας στη Βόννη Ιωάννη Μπουρλογιάννη-Τσαγγαρίδη προς τον Γερμανό υφυπουργό Χάρτμαν, με την οποία οχλήθηκε εντόνως η Γερμανία για πολλοστή φορά και ζητήθηκε η έναρξη διαπραγματεύσεων και για την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου.
Στις 31-3-1967 η Γερμανία δέχθηκε επισήμως ότι η Ελλάδα έχει νόμιμες αξιώσεις από το κατοχικό δάνειο από τις οποίες ουδέποτε παραιτήθηκε. Ακόμη είναι βέβαιο, ότι δεν παρεγράφησαν οι αξιώσεις της Ελλάδος από την εν λόγω σύμβαση και ότι όλοι οι κατά καιρούς προβληθέντες ισχυρισμοί της Γερμανίας, προκειμένου να αποφύγει την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, προσήκουν σε δύστροπο και κακόπιστο οφειλέτη και είναι εντελώς αβάσιμοι. Από δε το 1995 και εντεύθεν η Γερμανία έχει εγκαταλείψει όλους τους κατά καιρούς έωλους ισχυρισμούς της και προβάλλει ότι εφεξής η συνεργασία της με την Ελλάδα πρέπει να είναι προσανατολισμένη στο μέλλον.
Τέλος, η επιδίωξη της ικανοποίησης της Ελλάδος μέσω διαπραγμάτευσης παραμένει η πλέον επιθυμητή οδός, όπως έγινε με τις Γιουγκοσλαβία και Πολωνία, οι οποίες ικανοποιήθηκαν συμβιβαστικά για ανάλογες αξιώσεις τους κατά της Γερμανίας από κατοχικά δάνεια και έλαβαν, το 1956 και 1971 αντιστοίχως, δάνεια, η μεν Γιουγκοσλαβία ύψους 240 εκατ. μάρκων πληρωτέων σε 99 χρόνια με τόκο 1%, η δε Πολωνία 1 δισ. μάρκων πληρωτέων άτοκα σε 40 χρόνια.
Ακόμη είναι δυνατή η προσφυγή της Ελλάδος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Για να γίνει, όμως, αποδεκτή μια τέτοια προσφυγή είναι απαραίτητο να αποδεχθούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εκείνου και τα δύο κράτη. Και ενώ η Ελλάδα δέχεται να αχθεί η διαφορά στη Χάγη, η Γερμανία αποφεύγει συστηματικά να συναινέσει για το κατοχικό δάνειο.
Η παγιωθείσα στείρα άρνηση της Γερμανίας να συμβάλει στην επίλυση της προκείμενης αστικής εκ συμβάσεως διαφοράς, είτε συμβιβαστικά, είτε με συναινετική προσφυγή των δύο κρατών σε διεθνές δικαστήριο ή σε διεθνή διαιτησία και με δεδομένο ότι η αρνησιδικία είναι αποκρουστέα, ως πλήττουσα βάναυσα τη διεθνή έννομη τάξη και το Κράτος Δικαίου, ανακύπτει υποχρέωση της Ελλάδος να ασκήσει τις σχετικές νόμιμες αξιώσεις της κατά της Γερμανίας, θεμελιούμενες στο εθνικό μας ουσιαστικό δίκαιο, με αγωγή της κατά της Γερμανίας ενώπιον του κατά την lex fori αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Αθήνας, προς επίλυση της προκείμενης διαφοράς εκ δανείου, στηρίζεται στην ειδική δωσιδικία της δικαιοπραξίας, αφού η Αθήνα είναι όχι μόνον ο τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της όλης δανειακής σύμβασης, αλλά κυρίως γιατί είναι ο συμφωνημένος τόπος παροχής, ήτοι ο τόπος όπου πρέπει να εκπληρωθεί η εκ δανείου συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας προς την Ελλάδα.
Η υποχρέωση της Γερμανίας να ικανοποιήσει επί τέλους πλήρως τις εναντίον της εκ κεφαλαίου και τόκων νόμιμες αξιώσεις της Ελλάδος από το κατοχικό δάνειο δεν είναι μόνο νομική, αλλά και ηθική. Επιτακτική, λοιπόν, είναι η ανάγκη να υλοποιηθεί, ως θρίαμβος δικαίου και ηθικής, η φράση του Βολταίρου: «Η καλυτέρα πράξις της ανθρωπότητος είναι η απόδοσις δικαιοσύνης».
Στο χέρι μας είναι
Από την αποφασιστικότητα και τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης και μόνο εξαρτάται η διεκδίκηση του κατοχικού δανείου από τη Γερμανία. Αυτό ήταν το συμπέρασμα ειδικής εκδήλωσης που διοργάνωσαν το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ιδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών Καθηγητού Ηλία Κρίσπη.
Οπως επισημάνθηκε, η άρνηση της Γερμανίας στην επιστροφή του κατοχικού δανείου είναι ιστορικά και νομικά αστήρικτη και απαράδεκτη.
Στην εκδήλωση, που άνοιξε με τους χαιρετισμούς του πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεοδόση Πελεγρίνη και της προέδρου του Ιδρύματος Κρίσπη κ. Αναστασίας Σαμαρά-Κρίσπη, μίλησαν οι:
1. Προκόπης Παπαστράτης, καθηγητής Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου, με θέμα «Τα δάνεια των κατακτητών στη διάρκεια της Κατοχής».
2. Ιωάννης Τσαγγαρίδης-Μπουρλογιάννης, πρέσβης ε.τ., με θέμα «Το Κατοχικό Δάνειο -Ιστορική και Διπλωματική Επισκόπηση».
3. Αντώνης Μπρεδήμας, ομότ. καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο».
4. Ιωάννης Παπανικολάου, αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ., με θέμα «Θεμελίωση των νομίμων αξιώσεων της Ελλάδος κατά της Γερμανίας από το Κατοχικό Δάνειο, κατά το Εθνικό μας Δίκαιο», από την τοποθέτηση του οποίου δημοσιεύουμε σήμερα εκτενή αποσπάσματα.
ΤΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΘΝΟΣ
Αποστολή: Δημήτρης Κεφαλίδης, Γερμανία
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα