Σαρκοφάγοι γέρακες - Χρονογράφημα του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δειλινή μου!
Πάει κι αυτό το καλοκαίρι! Πέταξε σαν συννεφάκι που το σπρώχνουν άγριοι λεβάντες και υγροί νοτιάδες. Τα γλαυκά του μάτια έκλεισαν, ο ουρανός του γέμισε αστραπές με σχήμα φιδιών, οι βροντές του κάνουν τ’ άστρα να τρέμουν.
Ο βορράς, η πατρίδα σου, σε ζήτησε και πάλι να γίνεις μέτοικός της ύστερα από το ταξίδι σου στο χλοερό νότο. Να βρεθείς έτσι στο μουντό χρώμα της και φύλακας του σκορπισμένου χώματος των τύμβων της. Κι εγώ να μείνω μόνος ναυαγός του βαθυγάλαζου πελάγους και τυλιγμένος στις μενεξελιές πινελιές του Μεσσηνιακού ορίζοντα. << Βασιλιάς της γης μου >> όπως μου τραγούδησες, << ένας Οδυσσέας, στο παλάτι του Τριφυλιακού Αλκίνοου >> μου επανέλαβες.
Και χάθηκες γλιστρώντας στους πράσινους κρυστάλλους της φθινοπωρινής δροσιάς. Πίσω εγώ πάνω στη στάχτη της επαρχίας, το δαυλό μου χώνω τα στοιχειά της να θανατώσω. Τις φτερωτές Άρπυιες, τα αερικά που σπέρνουν αρρώστιες, τους σαρκοφάγους γέρακες του Ρήνου που ρημάζουν τη χώρα μου, τους αετούς που τρώνε τα συκώτια σε λαϊκούς δεσμώτες δεμένους σε βράχους. Ακόμη να τα βάλω με άγριους Ποσειδώνες, πεινασμένους Αφρικανούς, δράκαινες εφορείες, Σκύθες του ΕΟΠΥΥ, με το κάθε τσόλι πολιτικό που σαν αφιλόξενος Ζευς μας κλέβει το ξεροκόμματο.
Μ’ άφησες σε πολιτισμό που κόβει σαν γυαλί. Φτάνει με πεζοπόρα χελώνα, φορτωμένη με τοξικά πνευματικά απόβλητα του κέντρου, στον ασκό της έχουσα ανέμους μιζέριας θνητής.
Χωρίς θέατρο, μηδέ ποίηση, χιλιόμετρα από το μουσικό μέγαρο, τερπόμενοι με τσιτωμένα στήθη στα κανάλια, άδοντας πατριωτικά άσματα, ξεφυλλίζοντας περιοδικά με γυμνές σταρ, κατεβάζοντας γαμοσταυρούς για την τύχη μας, φεύγει ο καιρός μας.
Η στενοχώρια μας μεγάλη, ξεροσφύρι σχεδόν, πίνουμε το ‘να ποτήρι πάνω στ’ άλλο, γινόμαστε σκνίπα στο μεθύσι να ξεχάσουμε. Πολλοί δε βρίσκουν τίποτα να φάνε, το ψιλομεζεδάκι τέρμα, σαγανάκια, κεφαλοτύρια ανήκουν στο παρελθόν, η αντζούγια, η χαρακτή ντομάτα, η ελιά μπαίνει πια στο τραπέζι μας.
Και ο χειμώνας ανατέλλει ουκ μόνος, αλλά με θύελλες πνίχτες. Με χιονοστιβάδες φόνισσες, με ρέματα ρούφουλες, βοριάδες άγριους με δόντι σπαθί, κοφτερό
Δειλινή μου! To πολύ γράφειν ουκ κρείττων και βάζω τελεία να μιλήσει και ο ποιητής. Ο ελάχιστος εγώ επένδυσα το λόγο μου με χαρακτήρα φιλολογικό, αυτός με ευαισθησία: << Άσε το φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει τ’ άνθη τα στερνά, μια ζωή πεθαίνει, μια πνοή περνά, τάχα σε προσμένει μια άνοιξη ξανά; Άσε το φθινόπωρο γύρω σου ν’ απλώσει μια στερνή ευωδιά…>>
Σε φιλώ και σε περιμένω για το επόμενο άγγιγμά σου!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα