Ζηλεύουμε και ονειρευόμαστε! - Του Θεόδωρου Μεσσηνέζη
Γλυκοχάραζε η 12η του Οκτώβρη... Η νύχτα δεν είχε συμμαζέψει τα πέπλα της πάνω από την Αθήνα μειώνοντας στο ελάχιστο την ορατότητα. Η Κυρά Μαρία, νυχτοπούλι πραγματικό, άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και βγήκε στην αυλή του μικρού σπιτιού της που βρισκόταν σαν χελιδόνι γαντζωμένο σε ένα πλάτωμα, κεί στα Τουρκοβούνια, κοντά στο μοναστήρι του Άγιου Λιά της Κυψέλης. Κρατούσε ένα τσίγκινο πιάτο με ψιλοκομμένες φλούδες καρπουζιού για να ταΐσει λίγο τις τρεις κοτούλες της, που κι αυτές άρχισαν να ξυπνάνε πεινασμένες. Η πρωινή δροσιά που τη χτύπησε στη μούρη, έδιωξε το αίσθημα της νύστας που τη βασάνιζε μια και όλη νύχτα δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι. Έτριψε με το λεύτερο χέρι της τα μάτια της λίγο, και έριξε μια ξόφαλτση ματιά προς την Αθήνα. Κείνη την ώρα, πάνω απ’ τη ψηλότερη κορφή του Υμηττού, άρχισε να ξεπροβάλει ο παντοτινός Αφέντης της μέρας, ο Ήλιος και να ρίχνει τις πρώτες αχτίνες του, διαλύοντας ένα ένα τα κρόσσια της νύχτας που αγκάλιαζαν την Αθήνα. Σε λίγα λεφτά η ορατότητα είχε αποκατασταθεί κι από κει πάνω η Κυρά Μαρία μπορούσε να διαφεντέψει με το βλέμμα της όλη την Αθήνα, το Λυκαβηττό, την Ακρόπολη. Όταν η ματιά της έπιασε την Ακρόπολη, σταμάτησε απορημένη. Κάτι έλειπε. «Κυρά Παναγιώτα! Ω κυρά Παναγιώτα» φώναξε στη γειτόνισσα της διπλανής αυλής που κι αυτή είχε βγει πρωί πρωί να ποτίσει τις γλάστρες της. «Κοίτα μωρή προς την Ακρόπολη! Βλέπεις αυτό που βλέπω ή στραβώθηκα; Δεν σου φαίνεται ότι λείπει η κοκκινόμαυρη παντιέρα των σκυλιών;» Η Κυρά Παναγιώτα, σκίασε τα μάτια της με τη παλάμη της για να μη της τα πονέσει ο ήλιος και κοίταξε κι αυτή». «Έχεις δίκιο, μωρή Μαρία! λείπει η καταραμένη σημαία τους! Έχει γούστο να πήγε πάλι Κανά κουζουλός και τη κατέβασε για να ξανάχουμε χειρότερες φασαρίες απ’ τη προηγούμενη φορά.» Αλλά καθώς συνέχισαν να κοιτάνε και οι δυο τους την Ακρόπολη που τώρα την έλουζε ένας λαμπερός ήλιος, η Παναγιώτα έβαλε τις φωνές. «Κοίτα, Μαρία κοίτα τι ανεβάζουν στο κοντάρι της Ακρόπολης»! Κοίταξε κι η Μαρία κι έμεινε άφωνη! Η συγκίνηση είχε κλείσει τη φωνή της. Εκεί στο κοντάρι της Ακρόπολης, τώρα κυμάτιζε με το ελαφρό αγεράκι , λαμποκοπώντας καθώς τη Χάιδευαν οι ζεστές αχτίνες του ήλιου, μια τεράστια Γαλανόλευκη! Σταυροκοπήθηκαν και ο δυο, καθώς ποτάμι τρέχανε τα δάκρυα απ’ τα κουρασμένα μάτια τους. Δεν πρόφτασαν να πουν άλλη κουβέντα και μια Ουράνια μελωδία σκέπασε την Αθήνα, απ’ άκρου σε άκρο. Ήταν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών που αναγγέλλανε στους Αθηναίους ότι τα μαύρα σκυλιά που για κοντά τέσσερα χρόνια τους βασάνιζαν είχανε φύγει για καλά! Αλλά για πάντα;
Ρωτάμε εμείς σήμερα!
Πώς να μη θυμηθεί σήμερα, ο κάθε Έλληνας αυτή την Άγια μέρα; Πως να ξεχάσει τον ενθουσιασμό του Κόσμου που αγκαλιαζόταν και φιλούσε ο ένας τον άλλον αν και άγνωστοι μεταξύ τους και να ψάλουν όλοι μαζί το Αθάνατο «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων, Χαίρε ω χαίρε Λευτεριά!;» .
Δεκάχρονο αγόρι ήμουν τότε. Ογδοντάρης και, είμαι σήμερα και όμως ύστερα από τόσα χρόνια που ΄χουν περάσει, ακόμα στα αφτιά μου αχολογά η φλογέρα και τα κουδούνια που την ακολουθούσαν και μετά η φωνή του Έλληνα εκφωνητή του ραδιοφώνου. «Ραδιοφωνικός σταθμός της ελεύθερης Αθήνας»!! Ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις ,και μόνο με την ανάμνηση αυτής της φωνής ριγώ!
Περάσανε από τότε χρόνια και χρόνια, με μέρες που ο Ήλιος έλαμπε γλυκός και ζωοδότης και άλλες που μαύρα βαριά σύννεφα τον σκέπαζαν κι η παγωνιά κι ο φόβος ρήμαζε και πάλι τις ψυχές μας , μα πάντα ελπίζαμε ότι ο Ήλιος θα ξαναλάμψει , μια κι αυτός δεν ξεστρατίζει ποτέ από το δρόμο του. Δεν είναι σαν κι εμάς τους ανθρώπους! Περάσαμε μέρες όμορφες. Ευτυχισμένες. Περάσαμε όμως και μέρες γεμάτες πόνο κι απελπισία. Οι πρώτες δεν ήταν χάρισμα από κανέναν, ούτε δώρο της τύχης! Επίσης οι δεύτερες δεν ήταν απλώς κατάρα του Θεού ούτε έργο του Διαβόλου! Και οι μεν και οι δε, αποτέλεσμα της δικής μας συμπεριφοράς ήταν! Αν βάζαμε το μυαλό μας να δουλέψει σωστά και με σύνεση, τότε όλα θα άνθιζαν και η Ζωή θα μας χαμογελούσε. Αλλά δυστυχώς αυτό δεν τα κάναμε συχνά! Ο Εγωισμός, η πλεονεξία, ο οχαδερφισμός για το διπλανό μας και πιο πολύ για το σύνολο, μας οδήγησε πολλές φορές σε πράξεις αντίθετες από αυτές που θα έπρεπε σαν λογικοί άνθρωποι να επιδιώκουμε. Έτσι δοκιμάσαμε τα δεινά ενός αρκετά μακροχρόνιου και τρομερού αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου, χειρότερου από τον πραγματικό, που δυστυχώς όπως έδειξε, δεν μας δίδαξε σχεδόν τίποτα. Μιας αρκετά μεγάλης περιόδου Δικτατορίας, που και αυτή φαίνεται δεν μας δίδαξε τίποτα και αρκετές βραχυχρόνιες περιόδους Ειρήνης και υποτίθεται Δημοκρατίας , που ενώ θα έπρεπε να τις διαφυλάξουμε και να τις εκμεταλλευτούμε για το καλό όλης της χώρας και του Λαού μας, εμείς όχι μόνον δεν προσπαθήσαμε να καρπωθούμε από αυτές τις λίγες γαλήνιες στιγμές και να αποτοξινωθούμε από τις βλαβερές ουσίες και συνήθειες που είχαμε εμβολιασθεί κατά τη διάρκεια της κατοχής και των υπολοίπων ανωμάλων στιγμών της ζωής μας, αλλά αδιαφορήσαμε ως Σύνολο και υποκύψαμε ως Άτομα, στη πλεονεξία πάσης μορφής και πολλοί στην εγκληματική πλεονεξία, σε βάρος της Πατρίδας μας και του συνόλου του Λαού μας. Βλέπαμε το σήμερα και κλείναμε τα μάτια για το αύριο και κυρίως για τη τύχη των παιδιών μας, όπως και για το πόσο θα μας κατέκριναν και θα μας κατηγορούσαν μια μέρα στο μέλλον αυτά τα παιδιά που θα ήταν υποχρεωμένα να σηκώσουν στους ώμους τους τις δικές μας αμαρτίες χωρίς να έχουν φταίξει σε τίποτα αυτά!
Αποτέλεσμα όλης αυτής της στάσης μας ήταν να φθάσουμε όπου φθάσαμε και να γίνουμε εύκολη λεία στις ακόρεστες και αδηφάγες ορέξεις πολλών υποτιθεμένων φίλων ! Έτσι καταντήσαμε σήμερα να βρισκόμαστε κάτω από μια κατάσταση πραγματικής και όχι εικονικής, αλλά «αοράτου κατοχής» που δεν διαφέρει ως προς τις εις βάρος μας συνέπειες, από εκείνες ,της παλιάς, αξέχαστης, για εμένα που την έζησα στα πιο ευαίσθητα παιδικά μου χρόνια, πραγματικής Γερμανικής κατοχής!
Σήμερα , ύστερα από 71 χρόνια από αυτή τη 12η του Οκτώβρη , που την Αθήνα και όλη την Ελλάδα τη ξύπνησαν οι χαρμόσυνοι ήχοι από τις καμπάνες των εκκλησιών και οι ζητωκραυγές του ελεύθερου Λαού, που πιστοποιούσε ότι η σκλαβιά της κατοχής είχε περάσει στο παρελθόν, αναλογίζομαι τη μέρα αυτή και , δεν το κρύβω ! Ζηλεύω αυτούς που ζήσανε αυτές τις αξέχαστες υπέροχες στιγμές. Και καθώς δεν παύω να νοιώθω στις πλάτες μου το ζυγό της σημερινής ,αισθητής αν και αόρατης αλλά πραγματικής κατοχής, ονειρεύομαι και εύχομαι μια ίδια τέτοια μέρα να ζήσουμε κι εμείς γρήγορα για το καλό των παιδιών μας και όλων τον Ελληνόπουλων που θα ακολουθήσουν! Αρκεί όλοι μας μεγάλοι και μικροί, επώνυμοι και ανώνυμοι, πάντως Έλληνες, να φροντίσουμε να διδαχθούμε από το παρελθόν και να αντιμετωπίσουμε με σύνεση το μέλλον.-
Θ.Σ.Μεσσηνέζης.- Αθήνα.- 10/10/2015
Για τη μεθαυριανή Άγια Μέρα!
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα