Οι εκλογές των ΗΠΑ και η παγκόσμια οικονομία
Μεγάλες αλλαγές περιμένουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς η χώρα ετοιμάζεται να εκλέξει έναν νέο πρόεδρο, το ένα τρίτο της Γερουσίας και ολόκληρη Βουλή των Αντιπροσώπων αυτόν τον Νοέμβριο. Το αποτέλεσμα θα έχει καθοριστικές συνέπειες για την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, και κατά συνέπεια και για την παγκόσμια οικονομία.
Όμως έχουν τα πράγματα, η Χίλαρι Κλίντον παραμένει το φαβορί για την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών, παρ’ ότι δεν έχει ξεφύγει ακόμη από τον σοσιαλιστή αντίπαλό της, τον Γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς. Ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος Ντόναλντ Τραμπ ηγείται στο μέτωπο των Ρεπουμπλικάνων, ακολουθούμενος από τον μαχητικό Γερουσιαστή Τεντ Κρουζ του Τέξας, τον Γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο, έναν ταλαντούχο συντηρητικό από τη Φλόριντα, και, πιο πίσω, τον δημοφιλή κυβερνήτη του Οχάιο Τζον Κάσιτς και τον νευροχειρούργο Μπεν Κάρσον.
Είναι αδύνατον να ξέρουμε εάν αυτές οι πρώιμες τάσεις θα διατηρηθούν καθ’ όλη τη διάρκεια των προκριματικών, που προχωρούν τώρα Νότια και Μεσοδυτικά. Τα μέσα και οι λάτρεις της πολιτικής της Αμερικής έχουν καταναλωθεί από τις διάφορες πιθανότητες. Μπορεί ο Ρούμπιο να συγκεντρώσει μια ευρεία συμμαχία, ή θα κερδίσει η Τραμπ την υποψηφιότητα των Ρεπουμπλικάνων; Θα βοηθούσε η υποψηφιότητα του Τραμπ την Κλίντον στις γενικές εκλογές;
Μάλιστα, πολλοί ρεπουμπλικάνοι φοβούνται μια αναμέτρηση με τον Τραμπ κατά της Κλίντον. Παρ’ ότι η Κλίντον έχει πολλές αδυναμίες – οι ψηφοφόροι, ιδιαίτερα οι νεότεροι, δεν την εμπιστεύονται καθώς είναι πιθανό να αντιμετωπίσει ποινική δίωξη για τη διαχείριση εξαιρετικά απόρρητων πληροφοριών μέσω ιδιωτικού παρόχου email όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών – οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των ρεπουμπλικάνων πιθανώς να της δώσουν μεγάλο πλεονέκτημα τον Νοέμβριο. Πολλοί ρεπουμπλικάνοι πιστεύουν πως η υποψηφιότητα του Τραμπ θα μπορούσε να τους κοστίσει τη Γερουσία και τον Λευκό Οίκο.
Με τόση αβεβαιότητα, υπάρχει ένας αριθμός κατευθύνσεων που μπορεί να ακολουθήσει η πολιτική των ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια. Παρ’ ότι πολλή προσοχή έχει δοθεί στα θέματα των πρωτοσέλιδων, όπως η μετανάστευση και η εθνική ασφάλεια, οι αμερικανοί ψηφοφόροι ανησυχούν ιδιαίτερα για τα οικονομικά ζητήματα – ανησυχίες που οι κυρίαρχοι υποψήφιου θα απαντούσαν με πολύ διαφορετικούς τρόπους.
Σε ότι αφορά το εμπόριο, οι απόψεις του Τραμπ είναι επικίνδυνες και θα ανέτρεπαν δεκαετίες ευνοϊκής δικομματικής αμερικανικής ηγεσίας στην απελευθέρωση της αγοράς, με τεράστιους δασμούς στις ξένες εισαγωγές, όπως από την Κίνα και το Μεξικό. Οι υπόλοιποι ρεπουμπλικάνοι υποψήφιου συζητούν ελάχιστα το θέμα. Όσο για τους δημοκράτες, ο Σάντερς κηρύσσει ενάντια στην ελεύθερη αγορά. Η Κλίντον έχει αλλάξει τη στάση της: πλέον αντιτίθεται στον αγωγό Keystone XL του Καναδά και την Υπερ-Ειρηνική Συνεργασία που προώθησε ως υπουργός Εξωτερικών. Ο κίνδυνος ενός εμπορικού πολέμου είναι μικρός, αλλά αυξάνεται.
Η Κλίντον έχει επίσης στραφεί προς τη θέση του Σάντερς για τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς οι επιθέσεις του για την αποδοχή μεγάλων δωρεών και αμοιβών από τη Wall Street από την πλευρά της έχουν ξεκάθαρα επηρεάσει τους νεότερους ψηφοφόρους. Η αντιμετώπιση του μπαμπούλα των μεγάλων τραπεζών έχει υπάρξει κεντρικό κομμάτι της εκστρατείας του Σάντερς. Η Κλίντον πλέον επαναλαμβάνει εν μέρει τις λαϊκιστικές του τοποθετήσεις κατά των τραπεζών. Οι Δημοκράτες ευνοούν τη χαλαρή νομισματική πολιτική, τα χαμηλά επιτόκια και το υποτιμημένο δολάριο. Οι Ρεπουμπλικάνοι επίσης αντιτίθεται στις διασώσεις, όμως ανησυχούν για την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική και την υπερβολική ευχέρεια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας εκτός πραγματικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.
Αυτές οι διαφορές θα έχουν ευρείες συνέπειες. Διορίζοντας νέο επικεφαλής της Fed (ή διορίζοντας και πάλι την Τζάνετ Γέλλεν) και πιθανώς άλλους κυβερνήτες της Fed, ο επόμενος πρόεδρος θα έχει έμμεση επιρροή στα επιτόκια, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Εάν οι πληθωριστικές πιέσεις αυξηθούν – πράγμα απίθανο στο άμεσο μέλλον, αλλά πιθανό όταν η παγκόσμια οικονομία συγκεντρώσει δυνάμεις – η αντίδραση της Fed θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική σταθερότητα.
Οι υποψήφιοι έχουν επίσης εξαιρετικά διαφορετικά σχέδια για τους φόρους και τις δαπάνες – και κατά συνέπεια και τις προτάσεις τους για το έλλειμμα και το χρέος. Ο Σάντερς προτείνει περίπου 18 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον δαπανών μέσα στην επόμενη δεκαετία για την κάλυψη ενός κρατικού συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, επενδύσεων σε υποδομές και «δωρεάν» (δηλαδή, με χρήματα των φορολογουμένων) φοίτηση σε δημόσια κολλέγια. Κατά την περίοδο αυτή, θα επιβάλει φορολογικές αυξήσεις 6,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, κυρίως στους «πλούσιους». Η παγίδα: οι Δημοκράτες ορίζουν ως «πλούσιους» τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα άνω των 250.000 δολαρίων – περίπου το πρώτο εισόδημα ενός αστικού ζευγαριού στην πρώτη τους δουλειά μετά τη νομική. Το έλλειμμα 11,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων θα χρειαστεί τελικά να καλυφτεί από μια γιγαντιαία φορολογική αύξηση. Η Κλίντον έχει παρόμοιες προτεραιότητες στο θέμα των δαπανών και των φόρων, αν και με μικρότερες αυξήσεις.
Οι Ρεπουμπλικάνοι επιθυμούν χαμηλότερο φόρο ατομικού εισοδήματος και ευρύτερη φορολογική βάση. Θα μείωναν το ποσοστό του εταιρικού φόρου της Αμερικής – το υψηλότερο του ΟΟΣΑ – ως ένα πολύ πιο ανταγωνιστικό επίπεδο. Κάποιοι προτείνουν την αντικατάσταση των υπαρχόντων φόρων ατομικού και εταιρικού εισοδήματος με έναν ενιαίο φόρο στην κατανάλωση. Οι Ρεπουμπλικάνοι θα επιβράδυναν την ανάπτυξη στις δαπάνες στους περισσότερους τομείς, αυξάνοντας ταυτόχρονα τις αμυντικές δαπάνες. Ενώ ο Τραμπ προτείνει ένα εξωφρενικό ποσό 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε περικοπές φόρων και ο Κρουζ περίπου 9 τρισεκατομμύρια, ο Ρούμπιο και ο Κάσιτς έχουν προτείνει πιο εφικτά, οικονομικά και αριθμητικά, δημοσιονομικά σχέδια. Οι προεκλογικές προτάσεις, φυσικά, είναι εν μέρει φαντασιακές, και θα πρέπει να διαπραγματευτούν με τη Γερουσία.
Οι εμπειρικές ενδείξεις υποδεικνύουν πως οι περικοπές των φόρων είναι πιο πιθανό να κινήσουν την ανάπτυξη από τις αυξήσεις των δαπανών, και πως οι χαμηλότερες δαπάνες είναι πιο πιθανό να διατηρήσουν πειθαρχημένους προϋπολογισμούς από τις αυξήσεις των φόρων. Παρ’ ότι η προηγούμενη πείρα δείχνει πως ο περιορισμός της αύξησης των δαπανών δε θα είναι εύκολο, ιδιαίτερα με τη γήρανση της γενιάς μετά το 1945 που πυροδοτεί μιαν αύξηση στα κόστη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και των συντάξεων, πολλές χώρες – όπως ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία και οι ίδιες οι ΗΠΑ – έχουν καταφέρει να το κάνουν τις τελευταίες δεκαετίες.
Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκράτες διαφωνούν κάθετα για τη μεταρρύθμιση των εκτινασσόμενων κοστών δικαιώματος, τα οποία έχουν ακάλυπτες υποχρεώσεις πολλαπλάσιες του εθνικού χρέους. Οι Ρεπουμπλικάνοι – με εξαίρεση τον Τραμπ που απορρίπτει μελλοντικές «περικοπές» στην Κοινωνική Ασφάλιση – θα μείωναν σταδιακά την ανάπτυξη, ενώ οι Δημοκράτες προτείνουν την αύξηση των παροχών Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο επόμενος ηγέτης του ελεύθερου κόσμου θα πρέπει να γνωρίζει πως όταν ένα πλοίο αρχίζει να βουλιάζει, η πρώτη προτεραιότητα είναι να κλείσει η διαρροή, όχι να ανοίξουν νέες.
Συνολικά, οι πολιτικές που προτείνουν ο Σάντερς και η Κλίντον θα έφερναν τις ΗΠΑ πιο κοντά σε ένα ευρωπαϊκού τύπου κράτος κοινωνικής πρόνοιας. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι Ρεπουμπλικάνοι, το βιοτικό επίπεδο της Δυτικής Ευρώπης είναι κατά 30% χαμηλότερο από αυτό των ΗΠΑ κατά μέσο όρο. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει επίσης μια πιο αργή ανάπτυξη, υψηλότερη ανεργία και μεγαλύτερες κοινωνικές εντάσεις. Για αυτόν τον λόγο, οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιου – για την προεδρεία, τη Βουλή και τη Γερουσία – θέλουν να ανατρέψουν τις αυξήσεις φόρων και δαπανών του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, την ακριβή ιατροφαρμακευτική μεταρρύθμιση, και τη ρυθμιστική παρεμβατικότητα.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα