Πώς πέρασα τον Απόκριο - Της Έλενας Ακρίτα
Έκθεση Ιδεών
Ο Απόκριος είναι ένα από τα ήθη και έθιμα της πατρίδας μας. Δεν ξέρω ποιο ήθος κι έθιμο ακριβώς, αλλά υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων τότε που ήτανε μικρή η γιαγιά μου! Όλοι ντύνονται μασκαράδες κι όλοι οι άντρες ντύνονται γυναίκες γιατί λέει η μαμά μου ότι τους βγαίνει το γκέι βρε γαϊδαράκο μ' γκέι που το καταπιέζουν όλο τον χρόνο.
Πολύ πριν τις Απόκριες είναι Τσικνοπέμπτη που είναι ένα άλλο ήθος κι έθιμο της ωραίας μας πατρίδας. Την Τσικνοπέμπτη ο κόσμος πάει σε ταβέρνες και τρώει κρέας.
Πήγαμε κι εμείς πέρσι στην ταβέρνα του Μήτσουλα και κάτσαμε ο ένας πάνω στον άλλον, τόσο κόσμο που είχε. Μια ξανθιά έκατσε πάνω στο μπαμπά μου κι η μαμά μου της τράβηξε μια μπουνιά και την έριξε χάμω και φάνηκε το βρακί της.
Η ταβέρνα του Μήτσουλα δεν είναι του Μήτσουλα γιατί ο Μήτσουλας πέθανε. Κι ήταν κάτι γκαρσόνια που είχαν φρικάρει με τον κόσμο κι αντί να σερβίρουν, βριζόντουσαν μεταξύ τους.
Και μετά, για να μας προλάβουν όλους, αρχίσανε να εκτοξεύουν παϊδάκια και κοψίδια πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Και μια σπαλομπριζόλα βρήκε στο μάτι τον μπαμπά μου και τρέχαμε στα εηφμερεύοντα. Πρήστηκε, τουμπάνιασε το μάτι του κι όλη νύχτα η μαμά μου του έκανε κομπρέσες χαμομήλι κι ο μπαμπάς μου έλεγε «καυτή την έκανες, την σπαλομπριζόλα μου μέσα».
Και μετά έρχεται η Καθαρά Δευτέρα που δεν τις τρώω τις σουπιές και που η ταραμοσαλάτα είναι ροζ γι’ αυτό είναι το αγαπημένο φαγητό της Μπαρμπι.
Εμείς φέτος τις Απόκριες λεφτά δεν είχαμε στο σπίτι - τον Σόιμπλε μου μέσα! Γι’ αυτό με ντύσανε πρωταθλητή. Μου βάλανε δηλαδή τη φόρμα που φοράω στο σχολείο, τα αθλητικά μου παπούτσια, μου κρεμάσανε κι ένα μετάλλειο, μου κοτσάρανε κι ένα στεφάνι ελιάς. Ελεεινό θέαμα με βλέπανε οι άνθρωποι στο δρόμο και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα τους. Εγώ ήθελα να ντυθώ πριγκίπισσα ή βασίλισσα της νύχτας, αλλά δεν είχαμε μία. Κι έτσι ντύθηκα Πύρρος Δήμας.
Τον αδελφό μου τον ντύσανε διαβολάκι. Τρία χρόνια τώρα διαβολάκι τον ντύνουνε γιατί δεν έχουμε λεφτά για καινούργια στολή. Ο αδελφός μου ψήλωσε κι είδαμε και πάθαμε να τον στουμπώσουμε στη στολή. Τον έκοβε στον καβάλο και τον πόναγε το πουλί του κι έκλαιγε. Πήρε εισπνοή όταν τον ντύσαμε κι εκπνοή τρεις ώρες μετά που τον ξεχτίσαμε.
Στο δρόμο που βγήκαμε, γέλαγε κάθε πικραμένος. Πρώτη φορά έβλεπαν διαβολάκι κατακόκκινο, έτοιμο να σκάσει με παντελόνι βερμούδα. Κι ο αδελφός μου όλο έκλαιγε και για να τον παρηγορήσουμε του πήραμε σερμπαντίνες και κομφετί. Το κομφετί είναι ουσιαστικό ουδετέρου γένους: Το κομφετί – του κομφετιού – τα κομφετιά – των κομφετιών.
Και αύριο Κυριακή θα μας πάνε στο Ζάππειο βόλτα. Εκεί που πάνε όλα τα παιδάκια και φοράνε κάτι χρυσά κουρέλια από κάτω και το μπουφανάκι από πάνω, μια αθλιότητα. Και θα μας πάνε κι εμάς. Τον Πύρρο Δήμα και το διαβολάκι βερμούδα. Δεν φτάνει που μας κράξανε στη γειτονιά, θα μας κράξουνε και στο Ζάππειο.
Πέρσι που πήγαμε η μαμά είπε στο μπαμπά να μας πάρουνε μαλλί της γριάς και ο μπαμπάς της είπε «άμα θες μαλλί της γριάς, να φας της μάνας σου»! Και τσακωθήκανε και μας χάζευε όλο το Ζάππειο και μετά ταϊσαμε ψίχουλα τα παπάκια.
Μάσκες δεν μας αγοράσανε. Γιατί είπε ο μπαμπάς μου ότι μάσκες φοράμε όλο τον χρόνο. Μάσκα στη δουλειά, μάσκα στο γραφείο, μάσκα στο σχολείο, μάσκα στο δρόμο, μάσκα παντού! Όλοι με μια μάσκα κυκλοφορούμε πια, οπότε τι να βάλουμε; Μάσκα πάνω στη μάσκα;
Αυτό είναι το ωραίο ήθος κι έθιμο της Αποκριάς. Κι ο αδελφός μου κι εγώ έχουμε αγχωθεί για του χρόνου. Γιατί η βερμούδα θα του ‘χει γίνει σώβρακο κι εμένα θα με ντύσουνε Σαράποβα!
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 12/3/2016
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα