Γιατί αγαπάω τον Ηλία Ψινάκη - Της Έλενας Ακρίτα
Ο οποίος δεν είναι φίλος μου. Πρώτον αυτό. Μια ρετσίνα, ρε παιδί μου, δεν την έχουμε τσουγκρίσει. Ίσως γιατί δεν μας αρέσει η ρετσίνα. Παρ’ όλα αυτά, χρόνια τώρα γνωριζόμαστε. Χαιρετιόμαστε. Χαιρόμαστε. Χανόμαστε.
Συνεπώς, μια που φίλους δεν μας λες, εδώ δεν παίζει το αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματα του. Αγαπάω τον Ηλία Ψινάκη γιατί ο Ηλίας Ψινάκης είναι ένας πολύ σοβαρός και καθόλου σοβαροφανής άνθρωπος.
Ζούμε σε μια χώρα που πεισματικά μεταγγίζει στον 21ο αιώνα τα μαυρόασπρα στερεότυπα του ελληνικού σινεμά. Ο καλός, ο κακός, ο άσχημος, ο πλούσιος, ο φτωχός, η ξανθούλα, η ζωηρούλα, η νοικοκυρούλα, η ορφανή, η πόρνη με το καναρίνι, ο νταβατζής που δέρνει κι ο Βασιλάκης Καΐλας που λουστράρει όποιο παπούτσι βρει πρόχειρο.
Με απλά λόγια, ζούμε σε μια χώρα ανέτοιμη ν’ αποδεχτεί την contre lumiere αντισυμβατικότητα του Ηλία. Κι όμως. Αντί να του επιβάλλουμε εμείς - ‘εμείς’ λέμε τώρα- τον δικό μας ασπρόμαυρο τρόπο ζωής, μας επέβαλλε εκείνος το δικό του τεχνικολόρ. Διεκδίκησε όχι μόνο τον χώρο που του αναλογεί αλλά τον χώρο που θέλει. Και τον κέρδισε – όχι που θα του ξέφευγε.
Αγαπάω τον Ηλία Ψινάκη γιατί δεν μοιάζει με κανέναν άλλο. Ενίοτε ούτε καν με τον εαυτό του. Το προϊόν αυτό δεν είναι μαϊμού. Σου αρέσει, δε σου αρέσει, είναι 100% αυθεντικό, τέρμα. Δεν μιμείται δεν αντιγράφει και – κυρίως – δεν αντιγράφεται.
Βλέπεις, στην περίπτωσή του, δεν σπάσανε οι άλλοι το καλούπι. Ο Ψινάκης το έσπασε μόνος του. Κι όλα αυτά τα χρόνια, δεν το αντικατέστησε με κάποιο άλλο καλούπι. Κι αν αυτό, δεν σημαίνει ευθύτητα και συνέπεια, τότε ελάτε ξανθιές και σμιχτοφρύδες να επαναπροσδιορίσουμε του ορισμούς.
Αγαπάω τον Ηλία Ψινάκη γιατί ως δρομέας μακρινών αποστάσεων έτρεχε πάντα χωρίς παρεκκλίσεις στη διαδρομή του.
Από τον εκτυφλωτικά ωραίο νεαρό της πρώτης νιότης με τις σπουδές και τις χλιδές, στον κόσμο της μουσικής και της τηλεόρασης.
Από τον μάνατζερ των άλλων, στον μάνατζερ του εαυτού του.
Από την σόουμπιζζζζ στην ενασχόληση με τα κοινά.
Ο Ηλίας δεν φτάνει που έβαλε στόχους, τους πέτυχε κιόλας – είναι να σκας δηλαδή.
Τώρα ως δήμαρχος Μαραθώνα, τσουκου τσουκου τους τσίμπησε τους Κινέζους επενδυτές. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που στην Ελλάδα δεν επενδύει κολυμπηθρόξυλο ψυχή ούτε ζώσα, ούτε τεθνεώσα. Ε, ρε γαμώτο, όσο σκατόψυχος κι αν είσαι, του το αναγνωρίζεις αυτό. Το αναγνωρίζεις ακόμα κι αν ιδεολογικά εσύ βρίσκεσαι εκείθε στα πευκάκια κι ο Ψινάκης ολούθε κατά τη ρεματιά.
Για να αξιοποιηθεί ένας δήμος που συνδυάζει την φυσική ομορφιά με την ιστορική κληρονομιά, ο δήμαρχός ίδρυσε την ‘Marathon Foundation’ μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που στοχεύει στην ανάπτυξη του τουρισμού, ου αθλητικού και του πολιτισμού της περιοχής. Μια οργάνωση με το βλέμμα στραμμένο στον άνθρωπο. Στην αλληλεγγύη στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Ανθρώπους που δεν έχουν φαΐ, νερό, περίθαλψη, στοιχριώδεις κοινωνικές παροχές.
Παράλληλα, γίνεται μια προσπάθεια για να βελτιωθεί η ζωή αλλά και να ευαισθητοποιηθεί η περιβαλλοντική συνείδηση των κατοίκων Μαραθώνα.
Αγαπάω τον Ηλία Ψινάκη γιατί λίγοι, ελάχιστοι γνωρίζουν την κοινωνική προσφορά τα χρόνια της φωταγωγημένης του persona. Πίσω από τη λάμψη, το χιούμορ, τις ατάκες που με εκνεύριζαν γιατί τις ζήλευα, πίσω από μια φύσει και θέση υπερπαραγωγή, κρυβόταν ένας άνθρωπος που πάντα βοηθούσε και ποτέ δεν κοινοποιούσε.
Ένας άνθρωπος τρυφερός, πιστός στους φίλους, με μια καρδιά excuse my french αγκινάρα.
Κι εδώ που τα λέμε, ανάποδα να τον γυρίσεις – που γιατί δηλαδή να το κάνεις αυτό στον άνθρωπο; - ίχνος δηθενιάς δεν θα πέσει κάτω.
Σ’ έναν κόσμο που όχι απλώς είναι κακός αλλά δεν ‘βλέπεται’ τελευταία, αυτοί είναι οι δικοί μου λόγοι που αγαπάω τον Ηλία Ψινάκη. Φτάνουν, νομίζω. Και περισσεύουν.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 30/9/2016
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα