Απόσπασμα από το μυθιστόρημα" Αόρατες συνομιλίες" του Απόστολου Βεργή
Πίσω ξανά στο σπίτι
Αιώνες οι οποίοι έχουν συνηθίσει να πετούν πάνω από γκρεμούς παρέα με τα όρνια. Εγώ, όμως, τώρα έχω αρχίσει να κρατώ ημερολόγιο• δεν μου ξεφεύγει πια καμία ύπαρξη, δεν αναπροσαρμόζω στόχους οι οποίοι μου ζητούν υπομονή και είμ' ερωτευμένος με τις ήσυχες ημέρες. Άρχισα πάλι να ακούω τα παλιά ρεμπέτικα και να μοιράζω στίχους μου στα άστεγα παιδιά μήπως και καταλάβουν και κοιτάξουν τους μεγάλους μες στα μάτια.
Κι οι δρόμοι το φθινόπωρο είναι πιο καθαροί - ας είναι πιο μικρά τα μεσημέρια: Τι εύκολα που αναπλάθονται οι φτωχογειτονιές! Τι εύκολα που επιστρέφουν στη ζωή τα τζάκια και τα κάρβουνα! Τι εύκολα ο θάνατος μας βρίσκει! - Τότε κανείς καταλαβαίνει πόσο δίκαια είν' η μοναξιά και ταξιδεύει διαρκώς πεζός μέσα στην πόλη του γιατί, το παραπέρα είν', αν είσαι απ' τους άτυχους, και πολυτέλεια και πέρα απ' τη φύση.
Θυμάμαι κάποιους φίλους μου που έφυγαν για το στρατό πολύ μικροί• ένα τόξο ουράνιο βαρύ συνόδευε τα χρέη που αφήναν πίσω τους στις τουαλέτες. Θυμάμαι και τον τρόπο που εκείνο το φθινόπωρο πέσαν τα φύλλα πάνω στα πλακάκια της αυλής: φύλλα υγρά, γλοιώδη, κίτρινα, σελίδες λαβωμένης ιστορίας - και το φεγγάρι, όταν υπήρχε έρωτας φρόντιζε από μόνο του να βρίσκεται εκεί: πάνω από τις παγωμένες στέγες, πάνω απ' της ντροπές ανθρώπων αγαθών, πέρα απ' τη λαμπρότητα των σταρ που κυβερνούσαν: Φεγγάρι για τις γάτες και για τα παιδιά, φεγγάρι για σεμνές ποιήτριες που ξέραν από τότε τις διαφορές τους.
Μη με παρεξηγείς: αυτοί είναι οι άνθρωποι και η ζωή που έχω νοσταλγήσει - και νοσταλγώντας καίγομαι και νοσταλγώντας συνοδεύομαι από περαστικούς που με κοιτάζουνε με οίκτο, πότε να πίνω τον καφέ μου καθιστός σ' ένα από τα παγκάκια θλιβερού πεζόδρομου και πότε όρθιος στην αγορά, εξερευνώντας τα παλάτια των τσιγγάνων: Τελειώνω κι ύστερα πάλι ξεκινώ: έτσι είν' η δουλειά του συγγραφέα: ύστερα απ' τη Μέρλιν ο Χριστός, ύστερα απ' τον Στάλιν μαργαρίτες, ύστερα από το εμπόριο το κοιμητήρι.
Άγγελοι του θανάτου, μυρωδιές από εκατοντάδες ψησταριές, κραυγές γηπέδων, ήχοι τηλεοράσεων: αυτή είν' η ζωή στις αστικές περιοχές: ζωή μονάχα για φυτά, χωρίς κανένα δίδαγμα να εκμαιεύεται - μόνο με κτίρια τεράστια κι εμπορικές επιγραφές να σου μιλούν και να σου λένε πως υπάρχεις. Υπάρχεις, όμως πώς; Για ποιους; Υπάρχεις για σένα; Υπάρχεις; Τεράστια είναι η σημασία που 'χει το ερώτημα αυτό και ευτυχώς που κάθε μέρα έρχεται η ώρα του καφέ και καθαρίζει το μυαλό απ' τις ακαθαρσίες.
Μα έλα που πιστεύω στην ευγένεια, μα έλα που δεν αντέχω να κοιτάζω τα μικρά παιδιά που παίζουν με τα άλογα - δακρύζω όταν βλέπω τους τρελούς να απαγγέλλουν ασταμάτητα στων αστικών τις στάσεις τις αλήθειες: Όταν θ' αναστηθούμε θα είμαστε δίχως οστά, πιο εύπλαστοι και πιο εκφραστικοί.
Μετά, ξανά πίσω στο σπίτι, στα αιμοσφαίρια που έχουν ξεραθεί επάνω στα πατώματα, στα βάζα που εμπεριέχουν τις ψυχές όσων μάς εγκατέλειψαν, στις βρώμικες κουρτίνες, στα έσχατα αποτυπώματα των κουνουπιών πάνω στους τοίχους - και πάλι νοσταλγία, και πάλι θάρρος στα εξώφυλλα: δεκαετία του 60, Μπιτλς, Έλβις και κάτι από σύντροφο Χρουτσώφ, και κάποια από τα μωρά της Ε.Σ.Σ.Δ. που πόλεμος δεν έμελλε να μάθουνε τι είναι.
Πίσω ξανά στο σπίτι, στο σκονισμένο πιάνο, στα μπιτόνια με το καθαρό πετρέλαιο, στα σχολικά βιβλία που 'χουν διαλυθεί, στα χρονικά σημεία που πονάνε. Πίσω ξανά στο σπίτι, μόνοι μας, άπιστοι και πιστοί, καλύτεροι, χειρότεροι, αντάρτες, άρχοντες και ποιητές, κλέφτες και αρλεκίνοι, στίχοι από τους στίχους μας, πενιές απ' τις πενιές μας.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα