"Ο Πόλεμος": Μία αναφορά στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου - Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη*
Έχοντας ακόμη καλά κλεισμένο στο δισάκι της μνήμης το νόημα και τις μορφές των χαρακτήρων τούτου του “Αθηναικού μυθιστορήματος” του Ξενόπουλου, θαρρείς πως δεν σου μένει άλλο παρά να γράψεις τις δυό γραμμές σου τις αφιερωματικές, κάτι σαν τάμα, σε μια μυστική λειτουργία που συντελείται εντός σου, κάθε φορά που συναντάς ένα σημαντικό κείμενο, ένα όμορφα δοσμένο και αποδομένο βιβλίο.
Και ναι, τούτη η ιερά υποχρέωση που σε καλεί κάθε τόσο να γεμίσεις μερικές αράδες μιάς αναφοράς λογοτεχνικής, σε κάτι που σου ξύπνησε την ανάγκη να κάνεις κάτι τέτοιο, είναι κάτι που αργά ή γρήγορα θα συμβεί. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να καταγράψεις το τι σου προκάλεσε τούτη η ιστορία, τι σε έκανε να νιώσεις, έτσι για τον απλό λόγο πως οφείλεις να το κάνεις και για σένα και για τους άλλους.
Σαν να υποδυκνείεις στους δίπλα σου, μιάν ηλιαχτίδα φωτός. Έτσι βλέπω συχνά την κριτική (αλλοίμονο μιάς και χρησιμοποιώ τον όρο εντελώς συμβατικά, ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτόν μου δάσκαλο σε κάτι, άρα και κριτή) για ένα βιβλίο που κάποτε με συνεπήρε. Και συνήθως αφήνω τον χρόνο μιάς και διαβάζω αρκετά, να ξεδιαλέξει για μένα το τι αξίζει να κρατήσω απο τούτο το αράδιασμα των λέξεων, τον χείμαρρο των προτάσεων, το πλήθος των συναισθημάτων που πριν πολύ ή λίγο καιρό μου γέννησε εντός μου ένα βιβλίο.
Δεν ξέρω για σένα αναγνώστη. Αλλά για μένα η τέχνη και ιδιαίτερα η λογοτεχνία, το θέατρο αλλά και όλα τα άλλα εκφραστικά μέσα του ανθρώπου, είναι άχρονη. Ή είναι καλή ή οχι. Δεν έχει σημασία το πότε, το πώς και υπό ποιές συνθήκες γράφτηκε, δεν έχει καν σημασία η πλοκή της, δεν έχει σημασία το πλήθος των χαρακτήρων που παρασταίνονται επί σκηνής. Σημασία έχει το τι έκαμε στην ψυχή μου.
Αν την αντάριασε, αν την ξέκοψε απο την συντριβή της καθημερινότητας, αν την πότισε με νέο τρόπο να βλέπεις τα πράγματα, αν της γέννησε συναισθήματα πρωτόγνωρα, ε, τότε μα την αλήθεια μου, είναι τέχνη πραγματική. Είναι κομμάτι της ζωής που θέλω να έχω στην ζωή μου. Κομμάτι που με βοηθά να προχωρήσω, να αυτοξελιχθώ, να νιώσω όσο πιο πλέρια μπορώ τούτο το δώρο της ζωής.
Μιάς ζωής που δεν είναι ασάλευτη, μιά ζωή που δεν είναι αδιέξοδη, μιά ζωή που δεν είναι απλή ανάσα και βιολογική λειτουργία, παρά είναι ουσία και αλήθεια. Οτι δεν υπηρετεί την αλήθεια με αρρωσταίνει, μου προκαλεί απέχθεια και το προσπερνώ με βήμα ταχύ.
Και μιας και μιλήσαμε για την έννοια της ουσίας στην ζωή και την τέχνη, πάμε τώρα και στο προκείμενο της αναφοράς σε ένα ακόμα βιβλίο του Ξενόπουλου που τούτο το καλοκαίρι εγίνηκε ο αόρατος πνευματικός μου φίλος, θαρρείς και έπρεπε να γίνει. Θαρρείς πως εγώ δεν είμουν έτοιμος να τον δεχθώ στο σπίτι της ψυχής μου ως τα τώρα, γιατι το κάθε τι ακόμα και μια πνευματική συναναστροφή με ανθρώπους κατά σάρκα πεθαμένους αλλά που τα κείμενα τους μας κρατούν συντροφιά, θέλει τον χρόνο της και τον συγχρονισμό της.
Όταν πρωτοπήρα το βιβλίο αυτό μου έκανε αίσθηση το κλίμα του. Λατρεύω ως εποχή τις αρχές του 20ου αιώνα σε σημείο τέτοιας παρεξήγησης ώστε να νομίζει κανείς πως χρωστώ κάτι σε τούτο το ιστορικό διάστημα της ανθρωπότητας, πως έζησα τότε και πως τώρα ξαναβρίσκω μέσα απο σκόρπιες παλιές σελίδες, καταστάσεις που φέρνουν στην θύμηση μου μνήμες ξεχασμένες απο κάτι που υποτίθεται δεν έζησα, σε σημείο υπερφυσικό αυτή η δική μου σύνδεση με το “τότε” λοιπόν.
Αυτό το κλίμα με προκάλεσε να ανοίξω δειλά – δειλά το βιβλίο και να ξεφυλλίσω τις ζωές της Έλλης Κατεριά και του Παύλου Ζήση. Των Κατεριάδων και των Ζησαίων, σε μια εποχή που τα σόγια εμπλέκονταν άμεσα στις ζωές των ανθρώπων, που η προίκα ήταν το ζητούμενο και το αυτονόητο, που τα ήθη της δεν επέτρεπαν ανύπαντρες κοπέλες να τριγυρίζουν εδώ και κεί με τον πάσα έναν εκτός απο τον μνηστήρα και μέλλοντα σύζυγο τους. Μιάς εποχής τόσο μακρινής που μας μοιάζει πως δεν συνέβη ποτέ κι ας απέχει χρονικά απο μας μερικές δεκαετίες ή έστω έναν αιώνα μόνον.
Και να πάλι το πλάσιμο των χαρακτήρων, το τόσο φυσικό απο το χέρι του Ξενόπουλου. Να πάλι οι εσωτερική και η εξωτερική τους αλλαγή, το πάλεμα ανάμεσα στους παλιούς εαυτούς και το γέννημα καμιά φορά με καισαρική τομή του νέου τους “εγώ”. Κι όλα αυτά με φόντο, με σκηνή, τα μεγάλα γεγονότα που έζησε αυτός ο τόπος στις αρχές του 19ου αιώνα, Βαλκανικοί πόλεμοι και το φάντασμα του ατυχούς 1897 τριγύρω. Τόλμη και δειλία. Ντροπή και περηφάνια. Πίστη, θάρρος και την ίδια ώρα ένα φόβος ολόγυρα.
Ιδανικά και η πτώση τους. Ιδανικά και η επαλήθευση τους. Πρωτόγνωρες καταστάσεις απο ανθρώπους που δεν περίμενες ποτέ να φερθούν έτσι. Κι όλα αυτά ντυμένα τον μανδύα του τυχαίου. Ενός τυχαίου όμως που μόνον τυχαίο δεν είναι. Ενός τυχαίου που μοιάζει τέτοιο μόνο για τον εξωτερικό παρατηρητή, ενώ η αλλαγή δουλεύει πάντα όπως και η αρρώστια μέσα σε έναν ασθενή και στο τέλος εμφανίζεται ξαφνικά εκπλήσσοντας θετικά και αρνητικά καμιά φορά τους πάντες.
Αυτό είναι και το κλειδί άλλως τε της γραφής του ταλαντούχου Ξενόπουλου. Οι εσωτερικές κυρίως αντιφάσεις που χτίζουν μια νέα συνείδηση που έρχεται ο καιρός να εκφραστεί με την έξωθεν μαρτυρία. Το εσωτερικό αέναο παιχνίδι, αυτή η πάλη των εγώ που σκοτώνουν το χθές και γεννάνε το σήμερα και το αύριο.
Το έργο αυτό είναι ένα ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ της Μίτσελ μόνο που αυτή το γράφει αρκετά μετά. Ένα εξωτερικό μεγάλο ερέθισμα που γκρεμίζει τα πάντα. Έξω και έσω κόσμους, αναπλάθει τα πάντα με το θανατικό και την δύναμη της την αναγεννήτρα και τα αποδίδει πάλι εκ νέου ως νέες πραγματικότητες, ως νέα χιλιάδες “τώρα” που κι αυτά έχουν για μοναδική αποστολή το να πεθάνουν και να γεννηθούν άλλα γεγονότα και πρόσωπα. Τι κι αν τούτο το δίπολο Θάνατος – Γέννηση, συμβαίνει μέσα στο ίδιο κορμί, στην ίδια ψυχή.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Σας συνιστώ να το αγοράσετε, να το δανειστείτε, ακόμα και να το κλέψετε που λέγει ο λόγος, προκειμένου να το διαβάσετε. Είναι κάποια βιβλία που δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά γιατι μας δείχνουν τόσα που εμείς τριγυρίζοντας δώ και κεί χάσαμε τόσα χρόνια.
Και η ζωή δεν είναι χρόνος για χάσιμο. Και σας το γράφει τούτο, κάποιος που για καιρό έσκαψε σε λάθος χωράφια. Κουράστηκε, ίδρωσε επί ματαίω, απελπίσθηκε, έκλαψε, απογοητεύθηκε, αλλά ποτέ δεν έχασε την πίστη του στο ωραίον. Διότι το ωραίον είναι θησαυρός ανεκτίμητος. Πίστεψε στον άνθρωπο όπως θα έπρεπε να είναι. Τι κι αν αυτό που θα τον αλλάξει, θα είναι ένας ΠΟΛΕΜΟΣ.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ θα ναι πάντα η αφορμή για τις αλλαγές που συμβαίνουν μέσα μας, θα ναι ο καταλύτης αυτών των αλλαγών. Θα ναι η νέα αρχή, το νέου άνθος που θάλλει επάνω στα μνήματα...
*Μουσικοσυνθέτης μέλος της Peforming Rights Society του Λονδίνου, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα