Φλάσμπακ - Του Δημήτρη Α. Δημητριάδη*
Το φθινόπωρο το θυμάμαι πάντα χαμογελαστό. Αγκαλιά σεμνής καλοσύνης. Ταπεινό διάδοχο του ξέφρενου καλοκαιριού. Της αθώας αμεριμνησίας. Το θυμάμαι πάντα ως εποχή της βαθιάς περισυλλογής. Οδηγό στο προσεχές. Στο άδηλο.
Στα αυτιά μου ηχεί αναμνηστικά το θρόισμα των δέντρων στο χωριό μου. Παιδιά ήμασταν. Πολλά δεν ξέραμε, τότε. Μα καταλαβαίναμε. Αφουγκραζόμασταν τα πάντα. Χρώματα, ήχους, διαβάτες. Τις θορυβώδεις σιωπές. Στα μικρά μας σώματα σπέρναμε ό,τι δη μπορούσε να ριζώσει. Ό,τι δη μπορούσε να δώσει μελίρρυτο καρπό στο αύριο. Στη ζωή της εφηβείας. Στις πρώτες νότες της ψιχάλας, τρέχαμε να οσμιστούμε την εποχή. Αδηφάγως. Φρεσκομύριζε η ταπεινή ύπαρξή μας στην κάθε ανέμελη περπατησιά. Στη μέθη του ενυπνίου.
Άωροι ήμασταν. Τι σημασία είχε. Ζούσαμε τα πάντα. Τις ώρες, παίζοντας ποδόσφαιρο στις αλάνες. Τις στιγμές, στις γωνιές που κοντοστεκόμασταν ζαλισμένοι από το πρώτο φιλί. Τα αστέρια, καθώς σκιρτούσε η ψυχή μας στη γαλήνη της, με μια υποψία αγάπης να διαχέεται έστω και αορίστως. Πάμπλουτοι, ευέλπιδες, χρεώναμε τους πάντες με το χαίρε των αισθημάτων. Είχαν πέραση τα χάρτινα όνειρα. Οι χίμαιρές μας. Μεγάλη ζήτηση. Πώς αλλιώς προχωρήσαμε; Πώς αλλιώς δε μουσκέψαμε στα πρωτοβρόχια; Με την ελπίδα παρούσα. Ζωντανή κατ’ έτος. Κάθε φθινόπωρο.
Θάλλαμε κατάφωτοι. Μέχρι κάποια στιγμή, που τα εδάφη της ελπίδας έγιναν χέρσα. Οι οπωρώνες στερήθηκαν τη ζωντάνια τους. Τα γεννήματά τους. Το φθινόπωρο των ακραιφνών και των αχράντων ποιητών, των παροδικών αισθημάτων, των άρρυθμων και πρωτόγνωρων εμπειριών, το φθινόπωρο των ανομολόγητων ερώτων και των ενθουσιασμών, απωλέστηκε. Πώς ξοδεύτηκε τόση περιαύγαση;
Ήταν κάποτε ένα φθινόπωρο της εγκαρσίωσης. Των ακουσμάτων. Των σιγαλών τριγμών των ξερόφυλλων. Της ανάδυσης του χαμόγελου μπροστά από τα φουγάρα των κεραμοσκεπών. Των ξεχασμένων ηλιαχτίδων στα μαλλιά των κοριτσιών. Όμως, όπως το θυμάμαι, δεν είναι πια. Όπως θυμάμαι την πατρίδα μου, τόπο καλοσύνης και αγιότητας, δεν υπάρχει πια.
Περνά ο καιρός. Ας σταθούμε όρθιοι στις «λεωφόρους των οιμωγών και των αποτρόπαιων φόνων». Να ελπίσω. Να ελπίσουμε όλοι μας σε «τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών ανθέων». Για να ξανάρξει η Άνοιξη μέσα στο μουντό, μέσα στο ακαθόριστο της κρίσης. Για να κρατηθεί άθικτη η παιδική ψυχή, «εις όλας τας εποχάς του βίου, διότι άνευ αυτής και η πιο χρυσή νεότης γρήγορα γίνεται στάχτη και χάνεται και φεύγει και μένει στη θέση της η θλίψις, η άνευ ελπίδων μεταμέλεια και η στυγνή ρυτίς». (Ανδρέας Εμπειρίκος). Είθε.
*Λογοτέχνης
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα