Η αναπτυξιακή τράπεζα των ΗΠΑ έρχεται να επενδύσει στην Ελλάδα με «όπλο» 60 δισ.
Φώτης Κόλλιας
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Οι επαφές με την κυβέρνηση για τα Ναυπηγεία Ελευσίνας και τα σχέδια για τα λιμάνια Αλεξανδρούπολης και Καβάλας.
Mε ενεργοποιηση της Διεθνούς Επιχείρησης Οικονομικής Ανάπτυξης (Development Finance Corporation – DFC) στην Ελλάδα, στα δυτικά Βαλκάνια και σε άλλες χώρες της Ευρώπης επιχειρούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να ανακόψουν τις πρωτοβουλίες της Κίνας, η οποία συνεχίζει τις επενδύσεις στην περιοχή, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς λόγω της πανδημίας. Η DFC είναι η αναπτυξιακή τράπεζα των ΗΠΑ και ιδρύθηκε πέρυσι με στόχο αναπτυσσόμενες αγορές της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, στις οποίες το Πεκίνο είχε διευρύνει σημαντικά την επιρροή του τα τελευταία χρόνια.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, όμως, υπήρξε αλλαγή του καταστατικού της και πλέον μπορεί να επενδύει σε αναπτυγμένες αγορές όπως η Ελλάδα. Οπως είχε δηλώσει πρόσφατα ο πρέσβης των ΗΠΑ στη χώρα μας, Τζέφρι Πάιατ, οι πρώτες επενδύσεις για τις οποίες ενδιαφέρεται η DFC είναι τα Ναυπηγεία Ελευσίνας και τα λιμάνια Αλεξανδρούπολης και Καβάλας. Τις τελευταίες εβδομάδες ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδωνις Γεωργιάδης είχε απανωτές τηλεδιασκέψεις με τη διοίκηση της DFC, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία για τη μεταβίβαση των Ναυπηγείων Ελευσίνας στην ONEX. Η τελευταία, που διοικείται από τον κ. Πάνο Ξενοκώστα, είχε αποκτήσει επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης τα Ναυπηγεία Νεωρίου Σύρου, πάλι με τη στενή στήριξη των ΗΠΑ.
«Στην τελική ευθεία»
Πριν από λίγες ημέρες ο κ. Γεωργιάδης δήλωσε πως «βρισκόμαστε στην τελική ευθεία της συμφωνίας με την ONEX και τον αμερικανικό οργανισμό DFC για να περάσουν τα Ναυπηγεία Ελευσίνας στην ίδια εταιρεία που έχει αγοράσει τα Ναυπηγεία Νεωρίου Σύρου». Ο υπουργός Ανάπτυξης είχε υποστηρίξει πως αυτή την εβδομάδα ή την επόμενη θα φτάσει στην Αθήνα και η σχετική επίσημη εκδήλωση ενδιαφέροντος (Letter of Intent) από την DFC. Με πρόσφατες δηλώσεις του ο κ. Πάιατ είχε τονίσει πως ο αμερικανικός παράγοντας δεν ενδιαφέρεται μόνο για το λιμάνι, αλλά για «ολόκληρο το πλέγμα έργων γύρω από την Αλεξανδρούπολη».
Συγκεκριμένα, για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, όπως και της Καβάλας, που προωθεί το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων (ΤΑΙΠΕΔ), τον τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) που προωθεί ένα σχήμα υπό την Gaztrade του ομίλου Κοπελούζου, την υπόγεια αποθήκη φυσικού αερίου νοτίως της Καβάλας που επίσης θα βγάλει προς παραχώρηση το ΤΑΙΠΕΔ αλλά και την ιδιωτικοποίηση της Εγνατίας Οδού.
«Ολα αυτά αποτελούν μέρος αυτού του κόμβου εφοδιασμού και μεταφοράς γύρω από την Αλεξανδρούπολη» είχε δηλώσει ο πρέσβης των ΗΠΑ. Κατά τον κ. Πάιατ, η DFC «έχει επίσης σαφή εντολή να εργαστεί και στα δυτικά Βαλκάνια και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Αλεξανδρούπολη είναι τόσο σημαντική. Επειδή τα έργα εκεί συνδέονται με πράγματα όπως η διασύνδεση φυσικού αερίου με τη Βόρεια Μακεδονία και η προοπτική μεταφοράς φυσικού αερίου στη Σερβία».
Τηλεδιάσκεψη
Σε μια τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε προ μηνός στο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων δεν συμμετείχε μόνο η διοίκηση της DFC αλλά και ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδιος για τις ενεργειακές πηγές, Φράνσις Φάνον. Η διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ προγραμματίζει να ξεκινήσει μέσα στον μήνα ή στις αρχές του Ιουλίου τους διαγωνισμούς για την πώληση του Οργανισμού Λιμένος Αλεξανδρούπολης (ΟΛΑ), καθώς και του Οργανισμού Λιμένος Ηγουμενίτσας (ΟΛΗΓ), ενώ μέσα στις επόμενες εβδομάδες προγραμματίζεται και η εκκίνηση του διαγωνισμού για την υποθαλάσσια αποθήκη φυσικού αερίου νοτίως της Καβάλας. Η αμερικανική πλευρά δεν κρύβει, πάντως, τους λόγους για τους οποίους ιδρύθηκε πέρυσι η DFC και τους λόγους για τους οποίους άλλαξε το καταστατικό της, ώστε να επενδύει και σε ανεπτυγμένες αγορές όπως η χώρα μας.
Προσπαθεί να δημιουργήσει αναχώματα στην πρωτοβουλία «Belt and Road» του Πεκίνου, που βρίσκεται πλέον στον έβδομο χρόνο και στηρίζει τις επενδύσεις κινεζικών ομίλων σε τομείς που ξεκινούν από τις υποδομές και φτάνουν μέχρι τη διατροφή και τον τουρισμό. Το «οπλοστάσιο» της DFC, με βάση τη νομοθεσία ίδρυσής της, φτάνει τα 60 δισ. δολάρια, ποσό διπλάσιο από το πλαφόν επενδύσεων που είχε η προκάτοχός της, η Overseas Private Investment Corporation (OPIC). Επιπλέον έχει τη δυνατότητα άμεσης συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών και όχι μόνο στη χρηματοδότηση επενδύσεων μέσω δανεισμού.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα