Περί κορόνας και Υιού - Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Γιάννη Γκλάβατου
Η υγρασία διάχυτη. Είχε ποτίσει τα πάντα. Τα σύννεφα από το πρωί είχαν κατέβει χαμηλά στον θόλο του ουρανού, έχοντας το χρώμα του μολυβιού. Την ευκαιρία άρπαξε η νύχτα και σκόρπισε τα σκοτάδια της πιο γρήγορα στην παραθαλάσσια πόλη.
Παρ’ όλα αυτά, όπως και τα της πανδημίας, κάποιοι εξακολουθούσαν να ονειρεύονται, ενώ τα λουλούδια του χειμώνα συνέχιζαν να ανθίζουν.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 2020.
Μύριζε βροχή. Οι διαβάτες με μάσκες στο πρόσωπο, σκυθρωποί σε απόσταση ο ένας από τον άλλον ακόμα και στον δρόμο. Μπερδεμένοι από τις ανακοινώσεις των αρμοδίων, στενοχωρημένοι από τους θανάτους που ανακοινώνονταν, απελπισμένοι κάποιοι από το κλείσιμο τόσων μηνών των καταστημάτων τους, άλλοι από το χάσιμο της εργασίας τους, δεν είχαν πολλή όρεξη για κουβέντες και ευχές . Με κινήσεις σχεδόν σπασμωδικές, έκαναν τις λιγοστές αγορές τους στα γρήγορα. Άλλωστε οι φετινές γιορτές θα ήταν διαφορετικές. Με απόσταση… Απόσταση από πολλούς φίλους, συγγενείς, εξόδους, παρέες, χωρατά και εκδρομές…
Εξάλλου κέφι δεν υπήρχε… Παράλληλα όλες αυτές οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, τα «click away»( λες και δεν υπάρχουν ελληνικές λέξεις) δεν ήταν και εύκολα πράγματα για όλους τους πολίτες. Επίσης τα μαθήματα στα παιδιά εξ αποστάσεως που απαιτούσαν από πολλές αδύναμες οικονομικά οικογένειες χρήματα για την αγορά υπολογιστών, η απροθυμία ή η αδυναμία κάποιων υπηρεσιών αλλά και των νοσοκομείων προς εξυπηρέτηση, έκανε την υφιστάμενη πραγματικότητα πιο μίζερη και πιο σκληρή κατά περίπτωση. Και οι «περιπτώσεις» δεν ήταν αμελητέες. Ο φόβος με τα γαμψά του νύχια βάναυσα μάτωνε τα μύχια της καρδιάς των ανθρώπων.
Περπατούσε στην πόλη. Έβλεπε, άκουγε, ένοιωθε. Λύπη αισθανόταν για όλα αυτά. Ήταν νέος, μεταξύ 30 και 35. Δεν πρέπει να ήταν παραπάνω. Μακριά μαλλιά και γένια, μονοκόμματο ένδυμα.
Τρείς εφημέριοι εκκλησιών βάδιζαν στον ίδιο δρόμο από την αντίθετη κατεύθυνση, τηρώντας τις αποστάσεις. . Οι δύο ορθόδοξοι ιερείς, ο τρίτος άλλου δόγματος χριστιανικού, με πολιτική περιβολή.
Το συνέδριο χριστιανικών ομολογιών και δογμάτων, αλλά και άλλων θρησκειών που έγινε μέσω διαδικτύου μόλις είχε τελειώσει. Είχαν παρακολουθήσει το συνέδριο στην ίδια αίθουσα.
-Που πήγε η αγάπη; Που βρίσκεται η συμπαράσταση; Γιατί λείπει η αλληλεγγύη;
Η ερώτηση απευθύνθηκε από τον από τον θλιμμένο νέο στους τρείς.
Ο πρώτος ιερωμένος κοντά στα πενήντα. Με πανεπιστημιακές σπουδές, ευπρόσωπος, καλοβαλμένος. Τοποθετημένος σε κεντρικό ναό. Ύφος υπεροπτικό.
Δαπανηρά τα άμφια που φορούσε ραμμένα σε ακριβό ιεροραφείο των Αθηνών. Στην αριστερή του τσέπη ευδιάκριτος ο συμπαγής χρυσός σταυρός με ανάλογη αλυσίδα. Η πένα από λευκόχρυσο, τοποθετημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται η μάρκα και η αξία της. Τα υποδήματα των 260 ευρώ κομψά από μαλακό αδιάβροχο δέρμα. Το βλέμμα του έπεσε στον νέο. Είδε τα γένια και τα μαλλιά, τα φθαρμένο και παράξενο ένδυμα, την έλλειψη οποιουδήποτε αντικειμένου υψηλής τιμής σε χρήμα πάνω του. Απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια. Στα γρήγορα έκανε την εκτίμησή του λέγοντας στον εαυτό του: «Κανένας αναρχοαυτόνομος, πονηρός παρίας θα είναι από αυτούς που κάνουν δήθεν περισπούδαστες ερωτήσεις, τάχα από ευαισθησία και αμέσως μετά αραδιάζουν μια σύντομη λυπητερή ιστορία, με σκοπό να ζητήσουν χρήματα. Αν πάω πιο κοντά σίγουρα θα μυρίζει απλυσιά». Δεν καταδέχτηκε καν να του μιλήσει.
Ο επικεφαλής της τοπικής εκκλησία του άλλου χριστιανικού δόγματος, αυτός με τα πολιτικά ρούχα, αντέδρασε διαφορετικά. Αντάλλαξε δύο κουβέντες με τον γενειοφόρο μακρυμάλλη και μετά είτε γιατί έτσι νόμισε( η ψυχή του γνωρίζει επ’ αυτού), είτε γιατί ήθελε να εντυπωσιάσει τους άλλους δύο, είπε με δυνατή και τσιριχτή φωνή: «Δαιμόνιο σε διατάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις από αυτόν τον νέο».
Ο τρίτος της παρέας, ορθόδοξος και αυτός, διακρινόταν από το αγαθό του βλέμμα και τα τριμμένα ράσα. Με το ζόρι και παρακαλετά τελείωσε το λύκειο. Διακονούσε σε ορεινό και φτωχό χωριό. Από τύχη βρέθηκε στην πόλη και στο συνέδριο. Εξυπηρετούσε και ως οδηγός τους άλλους δύο.
Βέβαια τρεις στο αμάξι, ίσως να τους σταματούσε η αστυνομία με τα μέτρα που ίσχυαν για την πανδημία, αλλά γνωριμίες εκ μέρους του σπουδαγμένου κληρικού υπήρχαν. Και σε ανώτατα κλιμάκια.
Τα μάτια όμως του ιερέα αυτού με τα φτωχά ράσα βούρκωσαν κ γέμισαν δάκρυα βλέποντας και ακούγοντας αυτό τον πένητα νέο.
Αλήθεια τι συνέβαινε;
-Ναι, αστυνομία εκεί; Το εκατό;
-Ναι, το εκατό σας ακούω.
Είμαστε εδώ, απέναντι από το τάδε κατάστημα στην οδό …… και βλέπουμε κάποιον που μοιάζει αλήτης, άστεγος, ζητιάνος κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
-Το όνομά σας παρακαλώ;
-Ανεύθυνος Παρτάκιας. Και επειδή αισθάνομαι ότι έχω ατομική ευθύνη για την πόλη μου και δεν ενδιαφέρομαι μόνο για τον εαυτό μου, σας λέω ότι μοιάζει ύποπτος.
-Σας ζήτησε χρήματα, σας εξύβρισε, σας απείλησε; Έκλεψε κάτι; Έκανε τέλος πάντων κάτι επιλήψιμο;
-Όχι αλλά σε λίγο πιθανότατα θα κάνει. Αυτή την στιγμή ενοχλεί κάποιους ιερείς. Φαίνεται ύποπτος σας ξαναλέω. Μπορεί να είναι και πρεζάκιας.
-Μάλιστα κύριε θα μεριμνήσουμε.
Το τηλεφώνημα έγινε από τον ένα εκ των δύο φίλων που στέκονταν, χωρίς μάσκα έξω από το κατάστημα, κάπνιζαν, παρατηρούσαν την στιχομυθία με τους ιερωμένους και σχολίαζαν. Εξάλλου δεν είχαν και κάτι άλλο να κάνουν.
Η πολιτεία έλαμψε δια των δημοσίων οργάνων της σε λίγη ώρα. Βλέπετε σε κάποιες από τις σύγχρονες «δημοκρατίες» η πολιτική διαχείρισης της κοινωνίας, πολλές φορές δείχνει το άδικο όσο και αδυσώπητο πρόσωπό της στους πιο αδύναμους. Αυτούς που έπρεπε να προστατεύει περισσότερο δηλαδή.
Το περιπολικό στάθμευσε δίπλα στον ευυπόληπτο κύριο που διενήργησε το τηλεφώνημα. Μετά από ένα σύντομο διάλογο απευθύνθηκε στον νέο.
-Καλησπέρα σας. Θα μπορούσατε να μας δείξετε την ταυτότητά σας παρακαλώ; είπε ο αρχιφύλακας.
-Εννοείται την έντυπη ταυτότητα; απάντησε ο νέος.
-Ναι ακριβώς, είπε ο αστυνομικός και ο διάλογος συνεχίστηκε.
-Νέος Ξέρετε ποτέ δεν είχα έντυπη ταυτότητα.
-Αρχιφ. Και πως θα αποδείξετε ποιος είστε;
-Ν Αυτό μου είχαν ζητήσει και πριν από την δίκη μου. Να αποδείξω ποιος είμαι.
-Αρχιφ. Α! Ώστε είχατε και δίκη! Και το αποτέλεσμα αυτής;
- Ν. Καταδικάστηκα. Αν και ο δικαστής και κριτής παραδέχτηκε ότι είμαι αθώος.
-Αρχιφ. Μας τα μπερδεύετε πολύ τα πράγματα. Θα πρέπει να έρθετε μαζί μας για μια εξακρίβωση στοιχείων και έτσι θα ξεκαθαρίσουν όλα. Επίσης θα σας βεβαιωθεί πρόστιμο για μη χρήση μάσκας, όπως ο νόμος ορίζει.
Ο νέος με δύσκολα εξηγήσιμο τρόπο πέρασε ανάμεσά τους και έφυγε.
«Κύριε μου Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ακούστηκε η φωνή πίσω από τον νέο με την μακριά κόμη, κάποια λεπτά αργότερα. Ήταν ο αγαθός, φτωχός ιερωμένος με τα τριμμένα ράσα που είχε ακολουθήσει τον Κύριο. Είχε καθαρή καρδιά και κατάλαβε. Είδε το χρυσόλευκο ζεστό φως να πάλλεται γύρω από τον Ιησού.
Τώρα είχε γονατίσει.
«Σήκω επάνω παιδί μου», είπε ο Χριστός, ακουμπώντας τον πατρικά στον ώμο. «Είσαι δικό μου πρόβατο, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε», για να συνεχίσει: «Που πήγε η αγάπη; Που βρίσκεται η συμπαράσταση; Γιατί λείπει η αλληλεγγύη;».
Ο κληρικός απάντησε ως εξής: « Κύριε μου μπερδεύτηκε ο κόσμος. Μας μπέρδεψαν, φιλόσοφοι, νομικοί, θεολόγοι, ερμηνευτές και πολλοί άλλοι… Φόνοι, πόλεμοι γίνανε στο όνομά Σου. Πέτρωσαν των ανθρώπων οι καρδιές».
-Και εμένα αρχιερείς, θεολόγοι και νομικοί με κατηγόρησαν. Ο δικαστής μου, γνώστης της φιλοσοφίας, ενώ παραδέχτηκε ότι είμαι αθώος, με έστειλε στον θάνατο σαν ένα κοινό εγκληματία ποινικού δικαίου. Με βασάνισαν, προσπάθησαν να με εξευτελίσουν.
Αλλά… γιατί σας μπέρδεψαν όπως είπες; Τα είπα πολύ απλά όλα. Με την γλώσσα του λαού. Να αγαπάτε τον Θεό και να αγαπάτε τον συνάνθρωπό σας. Και τόνισα ότι δεν γίνεται το ένα χωρίς το άλλο. Δεν μπορεί να λέει κάποιος ότι αγαπά τον Θεό και ταυτόχρονα να βλέπει τον συνάνθρωπό του να υποφέρει και να αδρανεί. Είναι υποκριτής. Αυτή είναι ουσία(επιγραμματικά) όσων είπα. Απλά πράγματα που απευθύνονται στην καρδιά. Συνέφαγα με κλέφτες, συγχώρεσα ληστές και πόρνες, γιατί έδειξαν ειλικρινή μεταμέλεια και ζήτησαν συγχώρεση. Είχαν καθαρή καρδιά, η ψυχή τους στράφηκε προς την κατεύθυνση του φωτός. Και χάρηκε η ψυχή με αυτή την οδό, την αλήθεια, την ζωή. Βρήκε την κατά φύση της κοινωνία.
Ποτέ δεν είπα κάτι δυσκολονόητο.
Έχετε την κρίση, την ελεύθερη βούληση, το αυτεξούσιο. Γιατί μπερδευτήκατε; Γιατί επιτρέψατε στην καρδιά σας να μαυρίσει; Ξεχάσατε; Διώξατε την ευτυχία από την ύπαρξή σας;
Αγαπήστε την ψυχή σας. Μην την αφήνετε να σπαρταράει ασθμαίνουσα σαν ψαράκι έξω από το νερό. Αισθανθείτε, αν θέλετε, την χαρά της αγάπης.
Όλους σας αγαπώ! Όλους…
Γιατί όλα αυτά; Σαν δόθηκαν τόσα δώρα.
Έτσι μίλησε ο Κύριος.
-Δεν ξέρω Κύριε! Δεν ξέρω ειλικρινά στο λέω. Συγχώρεσε Κύριε, όλους τους ανθρώπους. Οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι. Δεν ξέρουν τι κάνουν, είπε ο σοφός αν και μη σπουδαγμένος ιερέας.
-«Οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» είπε ο Κύριος κοιτώντας ψηλά στον ουρανό με υγρά τα μάτια του. Τα δάκρυα του έπεσαν ως μαργαριτάρια στο χωμάτινο πεζοδρόμιο και μέσα στην νύχτα φύτρωσαν ιτιές, άσπρα τριαντάφυλλα και γιασεμιά.
Μην φοβάστε, ποτέ μην φοβάστε δεν θα σας εγκαταλείψω ποτέ.
Σας αγαπώ όλους και πάντα θα σας αγαπώ.
Για εσάς γεννήθηκα.
Της δημιουργίας είστε η κορόνα είπε ο Υιός.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα