Γαλλία: Χθες, σήμερα, αύριο - Της Σώτης Τριανταφύλλου
To αναχρονιστικό πνεύμα των οδοφραγμάτων, το αίτημα για άμεση δημοκρατία και οι σημερινές προκλήσεις
Γαλλία: Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για την κατάσταση στη χώρα: το νομοσχέδιο περί συνταξιοδότησης, η εργατική αυτονομία, η παιδαγωγική διαδικασία, η δημοκρατία
H πρόταση μομφής της κυβέρνησης της Ελιζαμπέτ Μπορν δεν πέρασε στη γαλλική Εθνοσυνέλευση — για εννέα ψήφους. Πράγμα που σημαίνει ότι πολλοί βουλευτές των Républicains, αν και συμφωνούν με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, αποπειράθηκαν να προκαλέσουν κυβερνητική αστάθεια. Τι μας περιμένει τώρα; Τυπικά, το νομοσχέδιο έχει ισχύ νόμου και η κυβέρνηση επέζησε. Αλλά η αριστερά (Nupes) και το Rassemblement National δεν θα σταματήσουν τις κινητοποιήσεις ώσπου να ομολογήσει ήττα η προεδρία και να αποσύρει τον νόμο. Ο νόμος είναι μια ευκαιρία για να ανατραπεί το αποτέλεσμα των εκλογών του 2022: ο Εμανουέλ Μακρόν έχει χάσει την οριακή δημοτικότητα που είχε και την υπό όρους εκλογική στήριξη των λιγοστών κεντροαριστερών στοιχείων. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει κεντροαριστερά στη Γαλλία: υπάρχει ριζοσπαστική αριστερά, φιλελεύθερη κεντροδεξιά και λαϊκή δεξιά. Η τελευταία περιλαμβάνει φασιστοειδείς τάσεις τόσο σε επίπεδο οικονομικού προγράμματος, όσο και σε επίπεδο πολιτικής συμπεριφοράς. Έτσι, η άκρα αριστερά και η άκρα δεξιά θα συνεχίσουν τους «αγώνες» τους, στο ίδιο πεζοδρόμιο, με σκοπό να γονατίσουν τη γαλλική οικονομία και να επιδεινώσουν την κρίση.
H Γαλλία είναι η πρώτη χώρα σε απεργίες —το άθροισμα σε όλους τους κλάδους είναι 127,2 χαμένες ημέρες εργασίας ετησίως— και έχει το υψηλότερο ποσοστό συνδικαλισμένων στην Ευρώπη —περίπου 20%— ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες κυμαίνεται γύρω στο 10%. Αν και οι συνδικαλισμένοι αποτελούν μειοψηφία, τα συνδικάτα επηρεάζουν όλους τους εργαζομένους: ο συσχετισμός μεταξύ συνδικαλισμού και απεργιών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί· και κυρίαρχη τάση είναι η αντιπαράθεση, όχι η διαπραγμάτευση. Πρόκειται για μια παράδοση που χρονολογείται από την εποχή του αναρχοσυνδικαλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο αναρχοσυνδικαλισμός αναπτύχθηκε σ’ έναν κόσμο μικρών επιχειρήσεων με αφεντικά παλαιού τύπου που δεν ακολουθούσαν κανόνες· που διηύθυναν τα μαγαζάκια τους με θεϊκό δικαίωμα. Στη συνέχεια, αυτή η στάση «κατά των αφεντικών» μεταφέρθηκε στον τομέα των υπηρεσιών και του δημόσιου τομέα όπου οι αντιπαραθέσεις είναι ευκολότερες εφόσον δεν τίθεται ζήτημα απολύσεων. Όπως συμβαίνει και αλλού, στη Γαλλία οι εργαζόμενοι απεργούν εκεί όπου οι εργασιακές συνθήκες είναι καλύτερες κι όπου υπάρχει περιθώριο απεργιών «αλληλεγγύης» και απεργιών «δια πληρεξουσίου». Έτσι, ο δημόσιος τομέας αποτελεί την αγωνιστική πρωτοπορία. Αντιθέτως, όπου υπάρχει σοσιαλδημοκρατική παράδοση, όπως στη Γερμανία, στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στη Σκανδιναβία, οι εργατικοί αγώνες ξεκινούν από τις μεγάλες επιχειρήσεις και είναι, για ευνόητους λόγους, πιο μελετημένοι και στοχευμένοι.
Στη Γαλλία είμαστε κάπως αναχρονιστικοί ως προς την πρόσληψη της εργασίας —Σύντροφέ μου, αχ τι κακό, μέρα μ’ ήλιο σαν κι αυτό να την τρώει τ' αφεντικό— ενώ, επιπλέον, είναι δικαιολογημένο το στερεότυπο του αραχτού Γάλλου που κάνει μεσημεριανό διάλειμμα μιας ώρας, έχει πέντε εβδομάδες πληρωμένες διακοπές και πλήθος αργιών στη διάρκεια του έτους. Στη Γαλλία εξυμνείται το πνεύμα του Μαΐου 1968, το πνεύμα των οδοφραγμάτων. Οι Γάλλοι δεν αντιλαμβάνονται ότι για να γίνουν πλουσιότεροι, πρέπει να παράγουν περισσότερο και με «καλύτερο» τρόπο: φρονούν ότι πλούτος θα δημιουργηθεί από αυστηρότερη φορολογία. Πράγματι, ίσως πρέπει να φορολογηθούν περισσότερο τα πολύ μεγάλα εισοδήματα, π.χ. εκείνα πέραν των 300.000 ετησίως, που σήμερα φορολογούνται με συντελεστή 47%, καθώς και οι πολύ μεγάλες περιουσίες, που κι αυτές φορολογούνται φυσικά. Ας γίνει αυτό· κι ας διοχετευτούν κεφάλαια όπου απαιτούνται. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, αν και κάποιες αυξήσεις στις συντάξεις είναι απαραίτητες, η Γαλλία αντιμετωπίζει σοβαρότερες προκλήσεις και ερωτηματικά από το αν οι seniors θα εγκαταλείψουν την εργασία στα 62 ή στα 64: Ισλάμ, χαμηλή παραγωγικότητα, κοινωνικό μίσος, υποβάθμιση της παιδείας, εγκληματικότητα, μεγάλα ελλείμματα. Γενικά, το αίτημα της διατήρησης του ορίου των 62 και του καθεστώτος των βαρέων και ανθυγιεινών —το οποίο είχε θεσπιστεί σε μια εποχή πριν από τη σύγχρονη τεχνολογία— μου φαίνεται, εκτός από ένδειξη του γενικευμένου αναχρονισμού, ένδειξη τυφλότητας μπροστά σε πολύ ορατά, αλλά εντελώς διαφορετικά, προβλήματα. Πιστεύω ότι κεφάλαια, μαζί με καινούργιες ιδέες και μεταρρυθμίσεις, πρέπει να διοχετευτούν στους δήμους —στην ένταξη μεταναστών, στις πολεοδομικές παρεμβάσεις, στη συντήρηση των υποδομών— στο περιβάλλον, στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, στα σχολεία, στον πολιτισμό, στη φροντίδα των υπερηλίκων. Και δευτερευόντως στις συντάξεις σχετικά νέων ανθρώπων — με τα σημερινά και με τα αυριανά κριτήρια.
Στην πραγματικότητα, στη γαλλική κοινωνία που ταράχτηκε τόσο από το νομοσχέδιο, πλανάται ένα ευρύτερο αίτημα: εκείνο της «εργατικής αυτονομίας», ένα όραμα αντικατάστασης της κυβέρνησης από πολλαπλά κέντρα εξουσίας με άμεση δημοκρατία. Οι Γάλλοι δεν αποδέχονται και δεν σέβονται το κοινοβουλευτικό σύστημα· πιστεύουν, αν και με συγκεχυμένο τρόπο, ότι πρέπει να αποφασίζουμε όλοι μαζί για όλα. Είναι σταθερά προσκολλημένοι, αν όχι στα τέλη του 19ου αιώνα, στα τέλη του 1960, όταν κέρδιζε έδαφος η ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας, οι περισσότεροι οπαδοί της οποίας ενδιαφέρονταν για τη συναρμολόγηση μικρών ομάδων ακτιβιστών που θα γίνονταν η πρωτοπορία των αδρανών μαζών. Στην ουσία, επρόκειτο για ένα είδος λενινιστικού ελιτισμού: η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι τα ελιτίστικα γκρουπούσκουλα της δεκαετίας του 1960 κατήγγελλαν —και σε αυτό είχαν μεγάλη επιτυχία— τον ελιτισμό των άλλων. Θέλω να πω ότι οι επιμέρους αγώνες όπως η υπόθεση των συντάξεων είναι ένα σύμπτωμα και μια πρόφαση για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια έναντι των εκλεγμένων και του καπιταλισμού· και η απαίτηση μιας πολυποίκιλης εξωθεσμικής συμμετοχικότητας. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση του εκπροσώπου του αριστερού συνασπισμού David Guiraud όταν κατηγορήθηκε ότι προτρέπει τους οπαδούς του Nupes να απειλούν με θάνατο πολιτικά πρόσωπα στα social media: «Αποσύρετε τον νόμο για να πάψουν να σας απειλούν». Αυτό είναι το υψηλό ήθος.
Στο μεταξύ, παιδαγωγική της συμφοράς: ξεκίνησαν απεργία οι επιτηρητές στις εξετάσεις για το απολυτήριο με αποτέλεσμα σε πολλές πόλεις τα παιδιά να μην μπορούν να δώσουν εξετάσεις — αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Τα παιδιά διδάσκονται την τέχνη της απεργίας, της ανευθυνότητας απέναντι στους άλλους, της αταξίας. Το ζήτημα της πολιτικής αγωγής είναι από τα μείζονα που αντιμετωπίζει η Γαλλία — και παρότι η έκκληση για «περισσότερη συμμετοχή» είναι κάτι θετικό, αν διογκωθεί υπέρμετρα, αν δηλαδή η δημοκρατία εξισωθεί με τη συμμετοχικότητα, θα ολισθήσει στον αριστερισμό. Και ολισθαίνει. Η υποτροπή αυτή δεν είναι μόνο αναποτελεσματική εφόσον κάνει δύσχρηστη τη δημοκρατία, αλλά και εννοιολογικά επικίνδυνη: η υπερβολική συμμετοχή σημαίνει ότι ο πολίτης ζει για να εξυπηρετεί τη δημοκρατία, αντί η δημοκρατία να εξυπηρετεί τον πολίτη.
Μήπως πρέπει να στραφούμε στη δημοκρατία των δημοψηφισμάτων και των ηλεκτρονικών διαδικασιών; Να αποφασίζει το κάθε μέλος του δήμου «άμεσα» για επιμέρους ζητήματα μπροστά στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή; Δεν ακούγεται κακή ιδέα. Διαθέτει όμως ο καθένας από μας τις απαραίτητες πληροφορίες για το συνταξιοδοτικό; Το μόνο που ξέρουμε, στην ουσία, είναι τι συμφέρει εμάς και τους γύρω μας στη διάρκεια της βιολογικής μας ζωής: σκεφτόμαστε, για παράδειγμα, αν με το να διατηρούμε το παλιό καθεστώς επιβαρύνουμε τους νεότερους με δημόσια χρέη και ελλείμματα; Μάλλον όχι. Για να περάσουμε από την εκλογική δημοκρατία —που βασίζεται στην κοινή γνώμη— σε μια δημοκρατία όπου ο δήμος αποφασίζει για όλα τα ζητήματα, χρειαζόμαστε έναν νέο δήμο, έναν λαό με εμπειρία, γνώσεις και όρεξη να συμμετέχει οικειοθελώς, ξανά και ξανά. Ειδάλλως, το σύστημα θα κανιβαλίσει τον εαυτό του. Αν αναθέσουμε την εξουσία σε πολιτικά αναλφάβητους (όπως είναι οι περισσότεροι άνθρωποι), αν αποφασίζουμε δηλαδή για θέματα για τα οποία δεν ξέρουμε τίποτα, τότε αλίμονο σε όλους μας. Εξάλλου, ο περιορισμός των δημοψηφισμάτων ως δημοκρατικού εργαλείου είναι εγγενής: από τα δημοψηφίσματα προκύπτουν αποφάσεις μηδενικού αθροίσματος. Υπενθυμίζω ότι μια απόφαση ισοδυναμεί με θετικό άθροισμα όταν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη επωφελούνται σε κάποιο βαθμό και μπορούν να κερδίσουν κατιτίς (γι’ αυτό, το άθροισμα είναι «θετικό»), ενώ μια απόφαση ισοδυναμεί με μηδενικό άθροισμα όταν ο κερδισμένος τα παίρνει όλα και ο χαμένος τα χάνει όλα. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι πιθανό να κερδίζουν όλοι από λίγο (θετικό άθροισμα: συμβιβασμοί, διαπραγματεύσεις, υποχωρήσεις), ενώ στην άμεση δημοκρατία δεν υπάρχει διαπραγμάτευση, δεν υπάρχει ανταλλαγή: όποιος επικρατεί, επικρατεί ολοκληρωτικά. Η «άμεση δημοκρατία» σε οποιαδήποτε μορφή κατοχυρώνει το δικαίωμα της απόλυτης πλειοψηφίας το οποίο είναι απαράδεκτο και μπορεί να αποβεί μοιραίο. Η δημοκρατία σέβεται τα δικαιώματα της μειοψηφίας, ως εκ τούτου απαιτεί «θετικό άθροισμα» της εξουσίας. Όλα αυτά δεν είναι κατανοητά από πολλούς, ίσως από τους περισσότερους, Γάλλους. Όπως προανέφερα, αυτή η προβληματική μη κατανόηση οφείλεται στον προσανατολισμό της παιδείας η οποία προπαγανδίζει ότι η δημοκρατία είναι ένα παραμορφωμένο σύστημα και ενθαρρύνει τις μάζες να την αψηφούν και να την υπονομεύουν.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα