Τα ρεμπέτικα στα χρόνια του πολέμου - Μέρος 2ο (Γερμανική Κατοχή - Αντίσταση)
Γράφει ο Βαγγέλης Ρέτσας*
Φωτό: Pixabay.com
Με την έλευση της Γερμανικής υπερσύγχρονης στρατιωτικής μηχανής, το μέτωπο καταρρέει και γίνεται συνθηκολόγηση.
Στις 27 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί εισβάλουν στην Αθήνα και αρχίζει μια πολύ δύσκολη περίοδος για το δύστυχο λαό μας.
Συλλήψεις πατριωτών, βασανιστήρια κι εκτελέσεις βρίσκονται στο καθημερινό μενού.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε κι η πείνα με το μαύρο δρεπάνι της.
Απ' το πρωί ίσαμε το βράδυ, τα κάρα του δήμου δουλεύοντας υπερωρίες, κουβαλούν τουμπανιασμένα πτώματα ανθρώπων που αφήνουν την τελευταία τους πνοή στους δρόμους, ψάχνοντας απελπισμένα στα σκουπίδια για κάτι φαγώσιμο.
Κι όμως, μέσα σ' αυτή τη σκοτεινιά, σ' αυτή τη μαυρίλα του τρόμου, οι κατοχικές νύχτες από κάποια στιγμή κι ύστερα αρχίζουν ν' αλλάζουν. Γίνονται πιο φασαριόζικες, πιο βουερές. Χωνιά καλούν το λαό σε αντίσταση ενάντια στα τέρατα που διαφεντεύουν τις τύχες τους. Φωνές αντρικές, γυναικείες και παιδικές ακόμα, κάθε βράδυ παρακινούν τον κόσμο σε ένα νέο ''Εικοσιένα'', μια νέα κλεφτουργιά.
Το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων, με την έλευση των ναζί, σταματά να λειτουργεί, ωστόσο και σ' αυτήν την μαύρη περίοδο οι λαϊκοί συνθέτες συνεχίζουν να γράφουν αριστουργήματα.
Με αυτόν τον τρόπο, (μέσα απ' τα τραγούδια τους δηλαδή), οι ρεμπέτες σκιαγραφούν τη ζοφερή πραγματικότητα, αλλά και το γλέντι, τον έρωτα και κυρίως μιαν άλλη, λεύτερη ζωή, που όλοι και πρωτίστως η νέα γενιά της εποχής εκείνης λαχταρά διακαώς.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει το θρυλικό «Χαϊδάρι» που έμελλε να ηχογραφηθεί χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα και μουσική του γιου του Στέλιου.
Ο Τσιτσάνης, αντικρύζοντας ένα χειμωνιάτικο δειλινό στη Θεσ/νίκη, το αίμα ενός σκοτωμένου παλικαριού να κοκκινίζει πάνω στο άσπρο χιόνι, εμπνέεται τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης γράφει τον περίφημο «Σαλταδόρο».
Μεσούσης της φριχτής Γερμανικής κατοχής κι όταν πια το αντάρτικο έχει αρχίσει να θεριεύει, ο Μπαγιαντέρας γράφει το όμορφο χασαποσέρβικο «Να ‘ναι γλυκό το βόλι».
«Φόρεσε αντάρτη τ’ άρματα και ζώσε το σπαθί σου
και σύρε για τον πόλεμο κι η λευτεριά μαζί σου».
Ο Μανόλης Χιώτης, γράφει έναν καταπληκτικό ύμνο για τον πρωτοκαπετάνιο του Ε.Λ.Α.Σ. Άρη Βελουχιώτη. Ξεχασμένο και ανέκδοτο το ντύνει με μουσική, (ότι θυμότανε από τότε), ο Μιχάλης Γενίτσαρης, στα χρόνια του 1980 πια.
Δυστυχώς, το μπουζούκι δεν κατάφερε να ανέβει στο βουνό. Η ηγεσία της αντίστασης δεν ήταν καθόλου έτοιμη να δεχτεί τα λαϊκά τραγούδια. Κι ήταν απολύτως φυσικό αφού τόσα χρόνια είχαν το ρεμπέτικο τραγούδι ως μουσική χωρίς ιδιαίτερη αξία. Το θεωρούσαν άξεστο, χασικλίδικο, Τούρκικο, αμανετζίδικο κ.λ.π.
Χρειάστηκαν να περάσουν δεκαετίες ολόκληρες για να αποδεχτεί η αριστερά το λαϊκό μας τραγούδι. Είναι απόλυτη αλήθεια πως το κυνήγησε όσο κι η επίσημη κρατική κουλτούρα.
Απ’ την άλλη, ακόμα και σε ερωτικά τραγούδια, η ζοφερή αυτή κατάσταση της κατοχής ήταν αδύνατο να μην επηρεάσει τους λαϊκούς συνθέτες. Ο Τσιτσάνης γράφει μες στην κατοχή το «Ζητιάνο της αγάπης» που γραμμοφώνησε αργότερα, το 1946 με τη φωνή της Ιωάννας Γεωργακοπούλου στη μιά εκτέλεση και τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη σε άλλη εκτελέση, επίσης το ‘46.
Το κομμάτι, ενώ είναι καθαρά ερωτικής φύσης, γράφει στο τρίτο τετράστιχο:
«Κι ένα πρωί στην πόρτα σου θα μ’ έβρει ο σκουπιδιάρης
δεν θα σου ζητιανεύω πια, στο κάρο θα με βάλεις».
Video από XriSar'
Ήταν την περίοδο της μεγάλης πείνας που θέριζε, κυρίως στις πόλεις και κάθε πρωί περιδιαβαίνοντας το κάρο του δήμου στους δρόμους, μάζευε τα τουμπανιασμένα απ’ την ασιτία πτώματα.
Ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα που ακόμα και μέσα σ’ αυτή τη μαυρίλα της κατοχής, θέλοντας οι λαϊκοί δημιουργοί να δραπετεύσουν από αυτήν, έγραψαν υπέροχα κομμάτια σε ρυθμό οριεντάλ, τα λεγόμενα «ανατολίτικα», που πήγαιναν τον ακροατή σε χώρες μαγικές κι ονειρεμένες με σκοπό να περάσει ηδονικές νύχτες με πανέμορφες αραπίνες, σε μέρη που είχε πάντα καλοκαίρι κι ο πόλεμος ήταν κάτι εντελώς άγνωστο.
Μετά από έρευνες, λέγεται πως ο Απόστολος Χατζηχρήστος στα 1943 έγραψε τον «Καϊξή», ο Τσιτσάνης την ίδια εποχή τις «Νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες» κ.λ.π.
Video από kotsos32
Κατά την ταπεινή μας γνώμη, τότε γράφτηκαν μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια, που γραμμοφωνήθηκαν με την απελευθέρωση και το άνοιγμα εκ νέου του εργοστασίου παραγωγής δίσκων. Για παράδειγμα, την περίοδο της κατοχής έγραψε ο Τσιτσάνης την «Αχάριστη», που πέρασε σε δίσκο αργότερα και συγκεκριμένα στα 1947, με τη φωνή του Στελλάκη Περπινιάδη και της Ιωάννας Γεωργακοπούλου.
Video από SyraRempetiko
Όπως προείπαμε, αυτή η γενιά, «η αδικημένη», επιζητούσε διακαώς μιαν άλλη λεύτερη και φυσιολογική ζωή. Έτσι, μες στη φρίκη της γερμανικής κατοχής γράφτηκαν πανέμορφα τραγούδια για τα νιάτα, τον έρωτα και το γλέντι. Λες και τα ίδια αυτά κομμάτια προμήνυαν, (μέσα από την δύναμη της ελπίδας φυσικά), ότι όλα θα αλλάξουν και η ζωή θα κυλίσει πάλι στα δικά της κανονικά μονοπάτια. Ωστόσο, η ίδια η ζωή επεφύλλασσε πολύ διαφορετικά πράγματα και τα τραγούδια τα γεμάτα ζωή κι έρωτα αποδείχτηκαν ευσεβής πόθος.
Μα αυτά θα τα δούμε στο επόμενο και τελευταίο μέρος αυτής της τόσο ταραγμένης δεκατίας του 1940.
Υ.Σ: Να σημειώσουμε ακόμα, πως αυτή την περίοδο της κατοχής, γράφτηκαν και τα πιο σκληρά χασικλίδικα τραγούδια που κυρίως αρέσκονταν ν’ ακούνε οι μόνοι που αυτή την εποχή μπορούσαν να πηγαίνουν σε κέντρα με μουσική, μαζί με τους Γερμανούς και δεν ήσαν άλλοι φυσικά απ’ τους μαυραγορίτες και τους συνεργάτες του κατακτητή.
Κάποια απ’ αυτά πέρασαν σε πλάκες γραμμοφώνου στα 1946, όμως μετά απ’ την σκληρή λογοκρισία που επεβλήθη, τέτοιου είδους κομμάτια σταμάτησαν πια να εκδίδονται σε δίσκους.
Βαγγέλης Ρέτσας. Αρχές Σεπτέμβρη 2023
*Μουσικός
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα