O Μαρσέλ Προυστ, προϊόν πνευματικό μιας υποκριτικής,σεμνότυφης και έκφυλης εποχής έγραφε συχνά για τα «πλάσματα φυγής», όπως αποκαλούσε τις γυναίκες, που εκείνος μεταμόρφωνε όπως ήθελε, τους προσέδιδε πληρότητα κι ένα μεγαλείο ξεχωριστό από εκείνο που ταιριάζει στους θνητούς. Αρεσε στον εκκεντρικό συγγραφέα να μιλάει για τη γυναίκα -προφανώς στην προσπάθειά του να σκεπάσει την κρυφή ομοφυλοφιλία του- για τους επακόλουθους έρωτες που ήταν σχεδόν όμοιοι με τους έρωτες που προηγήθηκαν. Του άρεσε επίσης να μιλάει για την απιστία. Ελεγε, μάλιστα, ότι δεν είμαστε πιστοί στη γυναίκα που αγαπήσαμε περισσότερο στη ζωή μας και αργά ή γρήγορα θα την ξεχάσουμε για να μπορέσουμε να ερωτευτούμε από την αρχή. Κι όμως, πρόσθετε ο Προυστ, σ’ αυτήν την πορεία του έρωτα, εκείνη που τόσο αγαπήσαμε έχει βάλει τη δική της σφραγίδα που θα μας κάνει να της είμαστε πιστοί.
Ο συγγραφέας αφηνόταν στις γυναίκες. Εκανε βήματα προς το μέρος τους. Καλλωπιζόταν, αρωματιζόταν για να τις συναντήσει... Του άρεσε να γίνεται άπιστος, να αφήνει τη μια και να τρέχει στην άλλη, τραυμάτιζε το είναι του, αυτομαστιγωνόταν όταν διαπίστωνε τι ακριβώς είχε κάνει κι ύστερα περνούσε με μεγαλύτερη άνεση στην επόμενη. Η απιστία γι’ αυτόν ήταν μέρος του γήινου κόσμου. Ηταν όμως και κομμάτι της ζωής των καλλιτεχνών και των ανθρώπων που πνεύματος, όσων είχαν διαβεί τη διαχωριστική γραμμή που επέβαλε το κοινωνικό μοντέλο της εποχής τους και παράλληλα είχαν αποβάλει νωρίς τον φόβο της θείας τιμωρίας, την αγωνία του ανθρώπου μπροστά στα αμαρτήματά του. Στη Γαλλία υπήρξε περίοδος που αυτούς τους ανθρώπους η κοινωνία τους απέρριπτε, αποκαλώντας τους maudit (καταραμένοι).
Ο Μπωντλαίρ (φωτ.), ο Μοντιλιάνι, η μεγάλη παρέα της Μονμάρτρης ανήκαν σ’ αυτήν την κατηγορία. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ εξελίχθηκαν σε σύμβολα αυτού του τρόπου ζωής. Σήμερα, στην εποχή του παγκόσμιου νομαδισμού, η απιστία γίνεται σχεδόν... υποχρεωτική. Κομμάτι αναπόσπαστο μιας τυπικής καθημερινότητας, ιδιαίτερα για τα ζευγάρια που ’χουν διεισδύσει αρκετά μέσα στον χρόνο και ο αρχικός έρωτας -αυτή η λύτρωση της ύπαρξης, η αντιστροφή της ματαιότητας της ζωής- υστερεί μέρα τη μέρα σε πρωτοτυπία και σε δυναμισμό. Η απιστία αφορά τους άνδρες και τις γυναίκες. Στο βιβλίο του «Οι Μοιχοί» ο διάσημος παιδίατρος Αλντο Ναουρί -μη σεξουαλικού περιεχομένου- επισημαίνει τους κινδύνους που διατρέχει το ζευγάρι όταν η γυναίκα ρίχνει όλο το βάρος των ενδιαφερόντων της στο παιδί, στο παιδί δυνάστη, όμως, παραμελώντας τον σύντροφό της και υποβαθμίζοντας τη σεξουαλικότητά της. Ο συγγραφέας κάνει αναδρομή στο παρελθόν, στον τρόπο που μέσα στους αιώνες διαμορφώθηκαν οι ερωτικές σχέσεις, για τον άνδρα-κυνηγό, για τη γυναίκα-νοικοκυρά, για το μονογαμικό άτομο, ώς τη στιγμή της σεξουαλικής απελευθέρωσης της γυναίκας, στον «θρίαμβο» των πολλαπλών συντρόφων.
Σήμερα ζούμε το άγχος του έρωτα. Αναζητούμε τη μεγάλη αγάπη. Αγαπώ για κάποιους σημαίνει παραχωρώ στον άλλον με την πλήρη θέλησή μου κάθε εξουσία επάνω μου... Ομως μόλις λύσω το βασανιστικό αίνιγμα που αντιπροσωπεύει για μένα ο άλλος, τον πεζοποιώ σε τέτοιο βαθμό ώστε υποφέρω από τη δική του εγγύτητα. Και νάτην η επιθυμία για κάτι καινούργιο που μπορεί να δυναμώσει το παλιό ή να το προσπεράσει. Το ζευγάρι, υποστηρίζει η Γαλλίδα συγγραφέας Κριστίν Ορμπάν, εισέρχεται στη μεταβλητή γεωμετρία της σχέσης, περιέργως, όμως, παραμένει σταθερή αξία. Αλλά μήπως παραλείπουμε το αυτονόητο; Ο ναρκισσισμός ενέχει το στοιχείο του ρίσκου και το στοιχείο της αντιπαλότητας. Το ρίσκο είναι τρόπος ζωής που δεν μας αφήνει να πλήξουμε. Θέλουμε πάθος, θέλουμε και τρυφερότητα. Θέλουμε την ασφάλεια του συντρόφου μας, αλλά και την περιπέτεια. Αναζητούν κάποιοι τον Τζορτζ Κλούνεϊ (φωτ.), στο «Ραντεβού στον αέρα», την Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο «Οσα παίρνει ο άνεμος» ή τη Μαρία Σνάιντερ στο «Τελευταίο ταγκό» που ξαναπαίχτηκε στους κινηματογράφους φέτος το καλοκαίρι, κάνοντας πολλούς να «σταυρώσουν» τον Μπερτολούτσι. Σε εποχές μεγάλης οικονομικής ανασφάλειας, όπως η τωρινή, αυτού του είδους τα θέματα αποκτούν ξαφνικά τον αέρα της έκτακτης επικαιρότητας, ενώ είναι τόσο παλιά όσο ο άνθρωπος.
|