Βατοπέδι: αλλάξτε το άρθρο 86! - του Τάσου Τέλλογλου
Αν το κατηγορητήριο του Βατοπεδίου έμενε στην απιστία των υπαλλήλων με την ηθική αυτουργία των κληρικών, η συζήτηση θα γινόταν σε διαφορετική βάση. Αλλά τότε δέν θα ηταν δυνατόν να παραπεμφθούν οι «πολιτικοί αντίπαλοι».
Δέν είμαι απο αυτούς που πιστεύουν οτι οι υπουργοί πρέπει απλώς να πηγαίνουν στο σπίτι τους αν παρανομήσουν. Κάτι τέτοιο δέν ισχύει σε καμμία δυτική δημοκρατία, γιατί θα επρεπε να ισχύει και στην Ελλάδα; Ουτε είμαι σίγουρος οτι αν ολοκληρώνονταν οι διαδικασίες του Βατοπεδίου δέν θα ζημιωνόταν το Ελληνικό δημόσιο. Μάλιστα, ο νόμος 1608/50 μιλάει και για απειλή ζημιάς, μία πολύ αόριστη εννοια που θα μπορούσε να ισχύει , αν δέν είχε επέλθει παραγραφή. Το αρθρο 86 του Συντάγματος είναι ομως σαφές: «Μόνο η Βουλή εχει αρμοδιότητα να σκεί δίωξη κατά όσων διατελούν η διατέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ...». Αυτή της την αρμοδιότητα η Βουλή «μπορεί να την ασκήσει μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.» Πότε ακριβώς τελέστηκε το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία ή της απάτης; Οταν επήλθε ο συμβιβασμός πρίν απο την δίκη της Κομοτηνής; Η μήπως, κατά την υπόθεση Μαντέλη, η διάρκεια των αδικημάτων υφίστατο μέχρι να ολοκληρωθούν τα αποτελέσματά τους, τον Ιούλιο του 2008, οπότε βολεύονται τα πράγματα και παραγραφή δέν υπάρχει - κατά το μοντέλο που καθιερώθηκε στην περίπτωση του κ.Μαντέλη ;
Το αδίκημα του ξεπλύμματος, λένε οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, είναι διαρκές. Για να τεκμηριωθεί, ωστόσο, απαιτούνται χρηματοροές που να συνδέουν τις ανταλλαγές με τα κατηγορούμενα πρόσωπα ή τουλάχιστον ενδείξεις για τετοιες . Αυτό δέν υπάρχει. Ακόμα και αν μία σειρά χρηματοροών απο τους λογαριασμούς της Μονής Βατοπεδίου είναι αδιευκρίνιστες, δέν υπάρχει καμία που να συνδέει πληρωμές με τα πολιτικά πρόσωπα του δράματος .
Στο χθεσινό μου σημείωμα ανέφερα οτι ο υπουργός Δικαιοσύνης κ Χάρης Καστανίδης είχε την πατρότητα της αντίληψης να βρεθεί ενας τρόπος με τον οποίο να παρακάμπτεται το Σύνταγμα. Πολλοί ταύτισαν αυτή τη διαπίστωση με την θέση της πλειοψηφίας του ΠΑΣΟΚ στην επιτροπή, οτι το δικαστικό συμβούλιο θα κρίνει την παραγραφή.Με τη φραση να παρακαμφθεί το Σύνταγμα δέν εννοούσα την στρεψοδικία των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ που, αφού συζήτησαν εξαντλητικά στην κομματική σύσκεψη πώς θα ξεπεράσουν την παραγραφή, την «ανέθεσαν» στη συνέχεια στο δικαστικό συμβούλιο. Προφανώς και ο κ. Καστανίδης γνωρίζει οτι αυτό το «μόνο» στην αρχή του αρθρου 86 του Συντάγματος αφορά και την κρίση της παραγραφής απο την Βουλή. Αυτή πρέπει να αποφασίσει αν συντρέχουν λόγοι παραγραφής, ενα προνόμιο που ουτως ή αλλως της παραχώρησε ο νομοθέτης, για να διαχωρίζει «αυτούς» απο «εμάς». Και εκτός απο τα μέλη της Επιτροπής θα πρέπει να ψηφίσουν και οι απλοί βουλευτές, που την επόμενη φορά κινδυνεύουν να βρεθούν χωρίς την ειδική προστασία της παραγραφής οταν περάσου. Αν το ΠΑΣΟΚ δέν το φοβάται, μπορεί να ξεκινήσει αυριο με την αναθεώρηση του αρθρου 86 του Συντάγματος. «Εμείς» θα το χειροκροτήσουμε.
««…Το άρθρο 86 του Συντάγματος είναι όμως σαφές «Μόνο η Βουλή έχει αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν η διατέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ...». Αυτή της την αρμοδιότητα η Βουλή «μπορεί να την ασκήσει μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.»…»»
Αγαπητέ Τάσο,
Στην έκδοση του έτους 2000, που απευθύνθηκα… ως προς την Μορφή του Πολιτεύματος, της χώρας μας, γράφεται:
«Άρθ. 1.-1. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.
3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Άρθ. 2.-1. Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.
2. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών.
Ως προς την Σύνταξη της Πολιτείας μας, γράφεται:
«Άρθ. 26.-1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση.
3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια• οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού.»
Ως -δε- προς τις σχέσεις Βουλής και Κυβέρνησης, γράφεται:
«Άρθ. 86.-1. Η Βουλή έχει το δικαίωμα να κατηγορεί, σύμφωνα με τους νόμους για την ευθύνη των Υπουργών, όσους διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς στο αρμόδιο για το σκοπό αυτό Δικαστήριο, που προεδρεύεται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και συγκροτείται από δώδεκα δικαστές, οι οποίοι κληρώνονται από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση μεταξύ όλων των διορισμένων πριν από την κατηγορία Αρεοπαγιτών και Προέδρων Εφετών, σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος.
2. Δίωξη, ανάκριση ή προανάκριση κατά των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής.
Αν κατά την διεξαγωγή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία που μπορούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου για την ευθύνη των Υπουργών, να θεμελιώσουν ευθύνη μέλους της Κυβέρνησης ή Υφυπουργού, εκείνοι που ενέργησαν την εξέταση διαβιβάζουν, όταν αυτή περατωθεί, τα στοιχεία αυτά στη Βουλή δια του αρμόδιου εισαγγελέα.
Μόνο η Βουλή έχει το δικαίωμα να αναστέλλει την ποινική δίωξη.
3. Αν για οποιονδήποτε λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά πρόταση κατά Υπουργού ή Υφυπουργού, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που έχει κατηγορηθεί, να συστήσει με απόφασή της ειδική επιτροπή από βουλευτές και ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς για τον έλεγχο της κατηγορίας, όπως ορίζει ο Κανονισμός.»
Εκφράζοντάς σου -κι’ από ’δώ- τη’ συμπάθειά μου, για τις φιλότιμες προσπάθειές σου, συνδράμοντας την πρόταση σου, που αποτελεί κοινό αίτημα, επισημαίνω:
Ο υπέρτατος νόμος της πολιτείας μας κάνει λόγο για εξουσίες μόνον αναφερόμενος στον Λαό μας, το οποίο αναγνωρίζει ως μόνο κυρίαρχο, συνδέοντάς τον άρρηκτα με το Έθνος μας. Ανάγει -δε- ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας την προάσπιση της ανθρώπινης -εν γένει- αξίας, κύρια, μέσω της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της φιλίας, στη βάση των γενικά αναγνωρισμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου.
Ο ίδιος -υπέρτατος- νόμος, αναφερόμενος στις αποκαλούμενες από ’μάς θεσμοθετημένες «εξουσίες», κάνει λόγο για ασκούμενες λειτουργίες, προτάσσοντας την νομοθετική και την Βουλή παράλληλα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως- βέβαια- ετάχθησαν, εξ ορισμού κι’ όχι -ίσως- ως ασκείται αμφισβητούμενα η λειτουργία τους. Οι Βουλευτές αδέσμευτοι εκπρόσωποι του λαού, χωρίς κομματικές πειθαρχίες και χρωματιστά ψηφοδέλτια κι’ ο Πρόεδρος χωρίς απέκδυση των αυτονόητων αρμοδιοτήτων ως πρώτου -τη τάξει- Πολίτη της Χώρας.
Ακολούθως κάνει λόγο για την εκτελεστική λειτουργία και την Κυβέρνηση, παράλληλα πάλι με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι και ο μόνος που συμπίπτει στη’ νομοθετική και την εκτελεστική λειτουργία ταυτόχρονα, με την σύμπτωση αυτή να είναι μεγίστης σημασίας και ουσίας. Σαφέστατο είναι το γεγονός πως, η Κυβέρνηση ασκεί εκτελεστική λειτουργία, υπό τον έλεγχο της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας και δεν νομοθετεί ούτε αποφασίζει η ίδια (Υπουργικό Συμβούλιο) είτε μόνος ο Πρωθυπουργός περισσότερο, πέραν των νόμων οπωσδήποτε, καθώς και των δεσμευτικών πολιτικών προγραμμάτων, στη βάση των οποίων απέσπασαν την ψήφο του εκλογικού σώματος.
Τέλος, κάνει λόγο στην δικαστική λειτουργία, πέραν της νομοθετικής, της εκτελεστικής και του ανώτατου Πολίτη της Χώρας, παράλληλα με την ρητή αναφορά, επί τίνος το όνομα λειτουργεί, του κυρίαρχου Λαού δηλαδή, ακριβώς για να είναι σαφής και αναμφισβήτητη η ανεξαρτησία της.
Τώρα, στο επίμαχο άρθρο (86) φίλοι μου,
Η Βουλή έχει το δικαίωμα να κατηγορήσει κι’ όχι να ασκήσει ποινική δίωξη, που είναι διαφορετικό πράγμα και εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οργάνων της δικαιοσύνης και μόνο. Η κατηγορία εκτιμάται -και έτσι οφείλεται- πριν την άσκηση ποινικής δίωξης, η οποία μπορεί να ασκηθεί εάν κι’ εφόσον συντρέχουν αντικειμενικά οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ή όχι… κι’ αυτό έγκειται στην κρίση -πάλι- των οργάνων της δικαιοσύνης. Η Βουλή ή οι Επιτροπές της μπορούν να γνωμοδοτήσουν και ενδεχομένως ν’ αποφανθούν χωρίς -όμως- να δεσμεύουν μ’ αυτό την ανεξάρτητη -πάντα- δικαιοσύνη, η οποία δεν νοείται καν χωρίς την ιδιότητά της αυτή.
Βεβαίως, στην 2η παράγραφο (πρώτο εδάφιο) του ίδιου άρθρου, αναφέρεται ρητά ότι, δεν επιτρέπεται -εν λόγω- δίωξη, ανάκριση ή προανάκριση, χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής, διάταξη όμως αντιφατική συνεπώς και ουσιαστικά ανίσχυρη, εφόσον παρεμβαίνει αποτρεπτικά στην άσκηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης, καταλύοντας αντισυνταγματικά την ανεξαρτησία της. Με εξαιρετικά ελεύθερη ερμηνεία (παρερμηνεία) των διατάξεων του Συντάγματος, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι, η Βουλή υποκαθιστά τον κυρίαρχο Λαό στην περίπτωση αυτή, ισχυρισμός που -με την πρόσφατη εμπειρία- δυστυχώς, έως και γέλωτα προκαλεί. Η Βουλή -επιπρόσθετα- δεν μπορεί να νομιμοποιείται ν’ αποφασίζει να μη ν εφαρμοστεί νόμος του κράτους είτε σε κυβερνητικό στέλεχος είτε σε μέλος της.
Περισσότερο μοιάζει πρόσφορο -ως νόμιμο- ένα δημοψήφισμα και στην περίπτωση αυτή.
Στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου γίνεται -αφηρημένος- λόγος για διεξαγωγή διοικητικής εξέτασης, βάσει της οποίας αν θεμελιώνεται -εν λόγω- ευθύνη τότε οι διενεργήσαντες την εξέταση, την διαβιβάζουν μέσω του αρμόδιου εισαγγελέα στη Βουλή.
Εδώ χωρεί εκτεταμένη αναφορά και πολλή συζήτηση που δεν θα κάνωμε, πάντως επισημαίνεται ότι, «διοικητικοί» νοούνται οι «υφιστάμενοι» της κυβέρνησης. Τώρα η δια του εισαγγελέα διαβίβαση, αν είναι όλως τυπική, διαδικαστική, χωρίς ουσία, δεν περιγράφεται ποιό σκοπό έχει. Της ‘ρήψης στάχτης στα μάτια των ενδιαφερομένων»;!
Το τρίτο -όλως συνοπτικό, μα ασύνδετο- εδάφιο, αβασάνιστη μάλλον προσθήκη έσχατης ανάγκης και στιγμής, «Μόνο η Βουλή έχει το δικαίωμα να αναστέλλει την ποινική δίωξη», δεν αντέχει πολλής κριτικής. Πώς έχει και από πού τέτοιο δικαίωμα, ν’ αποδυναμώνει την ανεξάρτητη λειτουργία της δικαιοσύνης; Να καταλύει δηλαδή το σύνταγμα;!
Στην 3η και τελευταία παράγραφο, που είναι και «διαμάντι» νομολογίας, θεωρείται άνευ ουσιαστικού αντικειμένου και ως μη γενομένη, κάθε πρόταση κατά κυβερνητικού στελέχους αν η σχετική μ’ αυτή διαδικασία δεν περατωθεί, αφήνοντας την δυνατότητα στον θιγόμενο να αιτηθεί την αποκατάσταση της πληγείσας αξιοπρέπειάς του.
-:-
Συμπερασματικά φίλοι μου και αγαπητέ Τάσο, οι συντάκτες της αναθεώρησης του συγκεκριμένου άρθρου είτε έλαθαν άσχετοι και αδιάβαστοι όντες γεγονός απολύτως αποκλειόμενο είτε κατάφεραν να ενσωματώσουν στις διατάξεις του συντάγματός μας ένα αταίριαστο έκτρωμα.
Ένας απλός πολίτης (μη νομικός)
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα