Κάποια µέρα πριν από δύο µήνες µπήκε στο πλοίο της γραµµής µαζί µε τους υπόλοιπους.
Κανείς δεν τους εµπόδισε. Οπως δεν τους εµπόδισε κανείς όταν βγήκαν στον Πειραιά, όταν µπήκαν στη Νοµική. Εκεί διάφοροι ενοχλήθηκαν, όµως η ενόχληση δεν σηµαίνει και πολλά στις µέρες µας. Τόσα και τόσα σε ενοχλούν καθηµερινά.
Οταν βγήκαν από το κτίριο της Νοµικής και µπήκαν στο Μέγαρο Υπατία οι ενοχληµένοι ανακουφίστηκαν. Πρυτάνεις, υπουργοί και λοιποί µεγαλοσχήµονες, ικανοποιηµένοι από τους εαυτούς τους µεν, θυµωµένοι µε αλλήλους δε, έριζαν για την ευρεσιτεχνία της λύσης που δόθηκε στο πρόβληµα.
Ξεκίνησε απεργία πείνας,οι µέρες πέρασαν, ώσπου τα πράγµατα έφτασαν στο σηµείο απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Εξουθενωµένος από την ασιτία βρίσκεται τώρα στο έλεος του χιονιά και της κακοκαιρίας.
Το ξέρουµε όλοι πως όποια λύση κι αν δοθεί στο πρόβληµα του Μεγάρου Υπατία θα είναι προϊόν εκβιασµού, άρα λύση απελπισίας. Οµως πρέπει να λάβουµε υπόψηπως στο «µεταναστευτικό» οµετανάστης είναι η µία όψη του προβλήµατος. Η άλλη όψη είναι η κοινωνία που τον υποδέχεται, οι πόλεις που δεν είναι πόλεις, οι τοξικοµανείς που σέρνονται στη Στουρνάρη µερικά µέτρα πιο κάτω από το Μέγαρο Υπατία, ο αχρείος που τρέχει µε το µηχανάκι του στο πεζοδρόµιο, ο ένστολος που γυρνάει από την άλλη για να µην µπλέξει. Γιατί αυτά βρήκαν οι µετανάστες όταν µπήκαν στη ζώνη του λυκόφωτος, έναν γιγάντιο ορνιθώνα όπου ο καθένας εκβιάζει την ύπαρξή του βιάζοντας τον δηµόσιο χώρο κι όλοι µαζί τρέχουν για να διορθώσουν το µόνο πρόβληµα που αναγνωρίζει αυτή η χώρα: το ύψος των επιτοκίων δανεισµού. Και εννοείται, προσαρµόστηκαν.
Ο µετανάστης είναι η µία όψη του προβλήµατος. Η άλλη είναι η κοινωνία που τον υποδέχεται
ΤΑ ΝΕΑ