Σπίθας: ο άρχοντας των αστέγων - Του Σταύρου Θεοδωράκη
Τον συνάντησα στο παρκάκι, πλάι στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς. Χειμώνας, Δεκέμβρης λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ζούσε τότε σε ένα εγκαταλειμμένο ημιφορτηγό. «Στη βίλα». Το απόγευμα μιλούσε στην Ειρήνη Γερουλάνου του Μουσείου και το βράδυ αργά αγκαλιαζόταν με τον Πλούταρχο τον τραγουδιστή. Καμιά φορά όταν δεν είχε πολύ κόσμο, τον άφηναν να πίνει και ένα ποτό στο μπαρ. Που και που του έδιναν και κανένα πακέτο τσιγάρα. Γιατί λεφτά ο Σπίθας δεν έπαιρνε ποτέ. «Τι είμαι: Ζητιάνος είμαι;» Οι άστεγοι δεν είναι ζητιάνοι. Κάποιοι τρώνε από τα σκουπίδια, ζητούν τσιγάρα ή κάνουν υποκλίσεις για ένα μπουκάλι κρασί, αλλά χέρι δεν απλώνουν.
«Γιατί δεν κοιμάσθε στα ξενοδοχεία του δήμου;», τον ρώτησα. «Δεν θέλω να δίνω λογαριασμό πότε και πώς θα κοιμηθώ»
Και που θα κοιμηθείς εδώ;
- Φυσικά, που θα κοιμηθώ; Γιατί με ρωτάτε;
Δεν θα κρυώνεις;
- Ε, και τι σημασία έχει. Όταν κάνει ζέστη ζεσταίνεσαι. Όταν κάνει κρύο κρυώνεις
Όταν βρέχει ή όταν χιονίζει;
- Α μ’ αρέσει. Ξέρεις τι πράγμα είναι να κοιμάσαι στη βίλα και να ρίχνει βροχή; Και να ακούς τη λαμαρίνα να χτυπάει; Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, όπως στα χωριά που χτύπαγε η βροχή στους τσίγκους.
Που μεγάλωσες;
- Σε ένα χωριό έξω απ’ το Μεσολόγγι. Πατέρα δε γνώρισα, είχα μια καλή μάνα. Έχω ένα αδερφό δυο αδερφάδες καλά να είναι.
Γιατί δεν πας να ζήσεις μαζί τους;
- Το να πας να ζήσεις στο χωριό θα βγεις στο καφενείο πρέπει να ‘χεις το αντίτιμο να πιεις το καφέ, να πιεις ένα ούζο, να πας σε μια ταβέρνα να φας κάτι, αν δεν έχεις πως θα πας;
Πότε πήγες τελευταία φορά στο χωριό;
- Πριν ενάμιση χρόνο. Ξέρεις γιατί γελάω; Εγώ ήμουνα νταλικέρης, δούλευα ψυγεία, έχω γυρίσει όλο το κόσμο. Ανέβαζα τη νταλίκα στο χωριό στη Σταμνά. Όταν την είδανε λέει ποιος είναι αυτός; Ναι. Ήμουνα δραστήριος άνθρωπος.
Μιλάς και ξένες γλώσσες δηλαδή;
- Όχι τέλεια αλλά ξέρω, μιλάω και καραγκούνικα.
Σε αυτή την περιοχή έρχονται και τύποι με μεγάλα αυτοκίνητα.
- Και τι να τους κάνω εγώ, κι άμα έρχονται με τις Mercedes, και με τις Jaguar ...
Οι κυρίες δεν σε κοιτάνε λοξά;
- Εμένα να με κοιτάξουν λοξά; Θα τους κοιτάξω εγώ 10 φορές λοξά. Θα τους βάλω και τρικλοποδιά να πέσουν κάτω.
Δεν παντρεύτηκες;
- Παντρεύτηκα. Έχω κάνει δυο παιδιά, τη Ντίνα και το Βαγγέλη.
Που είναι;
- Στην Πάρο. Εκεί μένουν, τα σπιτάκια τους, δουλεύουν, καλά είναι.
Εγγόνια έχεις;
- Αμέ
Τα ‘χεις δει;
- Μόνο τη μία έχω δει. Τη Χαρούλα. Τον άλλο τον Μαρίνο δεν το έχω δει.
Δεν σου λένε «έλα πατέρα να μείνει μαζί μας»;
- Δεν το ‘χω ακούσει αυτό το πράγμα.
Λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα τον ξαναείδα. Στεγνός αλλά ευτυχισμένος. Είχε βγάλει 120 ευρώ από τα κάλαντα και είχε κεράσει όλη την ταβέρνα. Αυτό του άρεσε. «Να πας σε μια ταβέρνα, να ‘χεις ρε παιδί μου, πως το λένε, να ‘χεις λεφτά, να μπεις μέσα να πεις κάνε μου μια μπριζόλα, μια σαλάτα, φέρε και μισό κιλό κρασί».
Μια άλλη φορά τον πέτυχα στην «Κλίμακα», την ΜΚΟ, περνούσε που και που και τον φρόντιζαν. Παίξαμε τάβλι και με κέρδισε. «Σε έκλεβα ρε». Του υποσχέθηκα ότι θα ξαναπάω αλλά δεν ξαναπήγα.
Τετάρτη βράδυ μου έστειλαν ένα ιμέιλ που μου έλεγαν ότι ο Σπίθας πέθανε. Πληροφορία άλλη καμιά. Ένας συγγενής του, μου το πληροφόρησε, και μου ζητούσε το DVD με την εκπομπή του. «Να τον βλέπουμε, να τον θυμόμαστε». Θα τους το στείλω. Γιατί και ο Σπίθας, ήταν μεγάλη καρδιά. Τους συγχωρούσε όλους και τους συγγενείς που δεν τον καλούσαν. Ο άρχοντας των αστέγων, σας λέω.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα