Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Μυρτιώτισσα: «Σ’ αγαπώ - δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω...» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Αρχική | Τέχνες - Επιστήμες | Ποίηση | Μυρτιώτισσα: «Σ’ αγαπώ - δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω...» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πράγματι, δεν υπάρχει τίποτα πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο από το Σ’ αγαπώ αυτού του ποιήματος… Ένας αέναος ύμνος Αγάπης, ένα αμάραντο ρόδο Ψυχής, ένα σύμβολο της ολόφωτης Γυναικείας Παρουσίας, της γεννημένης για – δίχως όρια – Προσφορά…

 

Η Θεώνη Δρακοπούλου – Παππά, γνωστή κυρίως με το λογοτεχνικό της ψευδώνυμο «Μυρτιώτισσα», γεννήθηκε το 1885 στο προάστιο «Μπεμπέκι» της Κωνσταντινούπολης, και πέθανε το 1968 στην Αθήνα.

Η ποιήτρια πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρετούσε ο πατέρας της, ως πρώτος διερμηνέας τής εκεί Ελληνικής Πρεσβείας.

«Δεν ήμουνα καθόλου ευτυχισμένο παιδί, μήτε κι ύστερα στα πρώτα νιάτα μου. Φαινόμουν ήρεμη, λιγομίλητη κι υποταγμένη, ποτέ δε σήκωνα κεφάλι. Ωστόσο η καρδιά μου βρισκόταν σ’ αιώνια αναταραχή. Πολύ συχνά αποτραβιόμουν σε μιαν απόμερη γωνιά κι έκλαιγα δίχως να ξέρω το γιατί. Ο πατέρας μας, άνθρωπος πνευματικός με άπειρες γνώσεις, είχε αφοσιωθεί στη μεγάλη μας αδελφή, τη δίδασκε μαζί με τον αδελφό μας και τους μιλούσε για ένα σωρό ωραία πράγματα.

Εγώ δε λάβαινα μέρος σ’ αυτή την πνευματική πανδαισία, γιατί ήμουνα – ως φαίνεται – πολύ μικρή ακόμα για να καταλαβαίνω όλα εκείνα. Μα και τα λίγα που άκουγα πού και πού από μακριά, δίχως καλά να τα νιώθω, πρόσθεταν μιαν ανησυχία στην πρόωρα πονεμένη μου ψυχή. Κι έτσι μεγάλωνα δίχως χαρά…» καταθέτει η ίδια η Μυρτιώτισσα γι’ αυτά τα πρώτα παιδικά της χρόνια…

Αργότερα, η οικογένεια μετακόμισε στην Κρήτη, αφού ο διπλωμάτης πατέρας τής μόλις εξάχρονης τότε Θεώνης διορίστηκε ως γενικός πρόξενος του τουρκοκρατούμενου, εκείνα τα χρόνια, νησιού, στο οποίο η οικογένεια Δρακοπούλου παρέμεινε δύο χρόνια…

«… Κείνη την ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων πολύ λίγο τη χάρηκα. Μόνο σαν πήγαμε στην Κρήτη όπου διορίστηκε ο πατέρας μας γενικός πρόξενος…, πέρασα δυό χρόνια μια ζωή χαρούμενη κι ελεύθερη μέσα στη φύση…» θυμάται η ποιήτρια…

Ύστερ’ από την διετή παραμονή της στην Κρήτη, η οικογένεια Δρακοπούλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στην Σχολή Χιλλ της Πλάκας [πρόκειται για ένα σχολείο – αποτελούμενο από Νηπιαγωγείο και Δημοτικό – το οποίο ιδρύθηκε το 1831, και λειτουργεί μέχρι σήμερα]. Από τα μαθητικά της χρόνια η Θεώνη είχε κλίση και προς την Ποίηση και προς το Θέατρο. Είναι γνωστό ότι παρακολούθησε μαθήματα στη «Βασιλική Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου», όπως επίσης ότι συνεργάστηκε με τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Το 1904, έλαβε μέρος στην παράσταση της σοφόκλειας «Αντιγόνης»· επίσης, έπαιξε στο «Δημοτικό» και στο «Εθνικό» Θέατρο. Εξαιτίας όμως της αντίδρασης των γονέων της, η Μυρτιώτισσα αναγκάστηκε να διακόψει για λίγο διάστημα την ενασχόλησή της με το Θέατρο.

«… Λάβαινα μέρος εδώ κι εκεί σε κάτι ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίων δραμάτων κι αργότερα πάλι σε καλύτερο και καλλιτεχνικότερο επίπεδο με τον καταπληχτικό Χρηστομάνο. Λέγανε πως είχα ταλέντο, μα δε μ’ άφησαν να το καλλιεργήσω. Έπειτα βιαστικά, σα να με είχαν πάρει τα χρόνια, με πάντρεψαν…» γράφει η ποιήτρια…

Η Θεώνη Δρακοπούλου παντρεύτηκε τον δημοσιογράφο Σπύρο Παππά, τον οποίο όμως ποτέ δεν αγάπησε, όπως η ίδια ομολογεί…

«Ο γάμος μου στάθηκε άτυχος. Εγώ η ίδια δέχτηκα να παντρευτώ έναν ξάδελφό μου που είχε έρθει τότε απ’ το Παρίσι, για να μας δει, και τον προτίμησα απ’ όλους τους νέους που γνώριζα. Δεν τον αγάπησα, όμως έλεγα πως το συγγενικό μας αίμα θα έσμιγε σιγά – σιγά και τις ψυχές μας. Είχα άδικο. Όσο καλός κι αν ήταν, ευγενικός, μορφωμένος, … στο βάθος έμεινε ξένος για μένα…».

Με τον Σπύρο Παππά η Μυρτιώτισσα απέκτησε έναν γιο, τον Γιώργο, ο οποίος σταδιοδρόμησε στο Ελληνικό Θέατρο, έπαιξε πρωταγωνιστικούς ρόλους δίπλα στα «ιερά τέρατα» του Θεάτρου, όπως ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, η Βάσω Μανωλίδου, ο Αλέξης Μινωτής κ.ά., συνεργάστηκε δε με τους στενούς του φίλους Δημήτρη Χορν και Έλλη Λαμπέτη, με τους οποίους και ίδρυσε, το 1952, τον θρυλικό θίασο «Λαμπέτη – Παππά – Χορν», τον «Θίασο των Άστρων», όπως τον αποκαλούσαν χαρακτηριστικά οι εφημερίδες τής εποχής εκείνης…

«Είναι… βέβαιο πως εγώ προετοίμασα στο γιο μου το δρόμο που τον πέρασε αργότερα τόσο θριαμβευτικά, γιατί ως την ώρα που τον γέννησα το μόνο πράγμα που μ’ απασχολούσε, το μόνο που πρόσεξα στο Παρίσι, σε κείνη τη μεγαλούπολη που πήγα μετά το γάμο μου, ήταν το θέατρο…» γράφει η ποιήτρια…

Μετά τον γάμο της, λοιπόν, η Μυρτιώτισσα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και συνέχισε τις θεατρικές σπουδές της στην «Κρατική Δραματική Σχολή» της γαλλικής πρωτεύουσας. Ο άνδρας της, σύμφωνα με δική της ομολογία, αγαπούσε κι εκείνος το θέατρο, και την βοήθησε να πηγαίνει και ν’ ακούει τα μαθήματα που έδιναν φτασμένοι ηθοποιοί στην επίσημη Δραματική Σχολή τού Παρισιού…

«Οι καλύτερές μου ώρες ήταν εκείνες που περνούσα σ’ εκείνη την αίθουσα…» – εξομολογείται με πικρία η Μυρτιώτισσα –, «έξω όμως απ’ αυτό η ζωή μου ήταν μια διαρκής νοσταλγία για την Ελλάδα κι έγραφα ολοένα ατέλειωτα γράμματα στους δικούς μου για να βρίσκομαι έτσι κάπως κοντά τους…»

Ύστερ’ από μερικά χρόνια μετά το τέλος του σύντομου γάμου της, η Θεώνη Δρακοπούλου επέστρεψε στην Ελλάδα. Επί έξι χρόνια εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο «Ελληνικό Ωδείο».

Η γνωριμία τής Μυρτιώτισσας με τον Λορέντζο Μαβίλη υπήρξε ιδιαίτερα καθοριστική και για τη ζωή και για το έργο τής ποιήτριας. Κατά τον Βαλκανικό Πόλεμο του 1912, ο μεγάλος αυτός Επτανήσιος λυρικός ποιητής κατετάγη ως εθελοντής λοχαγός των Γαριβαλδινών ερυθροχιτώνων. Κι εκείνη ακριβώς την εποχή, ο Μαβίλης ήταν το βασιλόπουλο του παραμυθιού για τη μεγάλη ποιήτρια…

Σ’ αγαπώ – δεν μπορώ

τίποτ’ άλλο να πω

πιο βαθύ, πιο απλό

πιο μεγάλο!... έγραφε για κείνον...

Επίσης, για τον Λορέντζο Μαβίλη είναι πιθανόν να έγραψε η Μυρτιώτισσα το ποίημα «Τι άλλο, Καλέ μου», που ανήκει κι αυτό στη συλλογή της «Κίτρινες Φλόγες», εκδοθείσα το 1925, δηλαδή 13 χρόνια μετά τον θάνατό του (στις 28 Νοεμβρίου του 1912, στη μάχη του Δρίσκου, κοντά στα Ιωάννινα).

Τι άλλο, Καλέ μου, ζητάς από μένα

και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,

αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου

κι ας είσαι νεκρός - πλημμυρούν από Σένα; (απόσπασμα).

Το 1919, κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της Μυρτιώτισσας, με τίτλο «Τραγούδια»· το 1932, «Τα δώρα της αγάπης», και το 1939, «Οι κραυγές».

Η Θεώνη Δρακοπούλου – Παππά υπήρξε αναμφισβήτητα μία από τις πιο αξιόλογες γυναικείες φυσιογνωμίες στον χώρο τής Νεοελληνικής ποίησης. Στο έργο της, το οποίο διακρίνεται για τον έντονο λυρισμό του, ως βασικά θεματικά μοτίβα ξεχωρίζουν ο έρωτας, ο θάνατος και το φυσιολατρικό στοιχείο.

 

Αξιοσημείωτη είναι η γνωριμία τής Μυρτιώτισσας με τον «άγιο» της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, για τον οποίο η ποιήτρια έγραψε – μεταξύ άλλων – τα εξής:

«… Όταν ήταν να φύγει για τη Σκιάθο, ήρθε μόνος του αυτή τη φορά, για να μας αποχαιρετήσει. Η φωνή του είχε έναν αλλιώτικο τόνο, ήταν θερμή και πολύ συγκινημένη. Μας κάλεσε να πάμε στο νησί του, όπου θα μας φιλοξενούσε στο σπιτάκι του. Σεις οι γυναίκες θα κοιμάστε σε ρούχα φτωχικά μεν, πλην πολύ καθαρά. Εμείς οι άντρες μπορούμε να κοιμηθούμε στο ύπαιθρον, υπό τα δέντρα. Έπειτα άρχισε να μας μιλεί για κάποια του ανήψια, παιδιά του αδερφού του, νομίζω, για τα οποία δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει τίποτα. Μιλούσε σα να ’θελε ν’ απολογηθεί και συγχρόνως να ξαλαφρωθεί από ένα βάρος που του πίεζε την καρδιά. - Χρέος μου ήταν να τα προστατέψω, αλλά δεν είχα την δύναμιν. Δεν μπόρεσα να τους χρησιμεύσω εις τίποτε, όπως επιθυμούσα. Ας είναι… Τι να τα λέμε τώρ’ αυτά; θλιβερά πράγματα... Τον κύτταζα. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα, και δυό δάκρυα είχαν αρχίσει να κυλούν στο χλωμομελάχροινο πρόσωπό του. Έφυγε. Ύστερ’ από λίγους μήνες, προτού προφτάσουμε να τον ξαναϊδούμε στο νησί του, μας ήρθε το μήνυμα του απολυτρωτικού του θανάτου...»«Νέα Εστία», Χριστούγεννα 1941). (Μυρτιώτισσα,

Ιδιαίτερα σημαντική για τη ζωή και το έργο τής Μυρτιώτισσας στάθηκε η φιλία της με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος υπήρξε και καθοδηγητής της· αναφέρεται μάλιστα πως ο μέγιστος αυτός ποιητής προλόγιζε με ενθουσιασμό κάθε της έργο, γεγονός που αναμφίβολα υπογραμμίζει την σπουδαιότητα της ποιητικής δημιουργίας τής Μυρτιώτισσας.

Όταν ασχολείται κάποιος με τη Μυρτιώτισσα, δεν μπορεί παρά να αναφερθεί, μεταξύ των άλλων, στην αγάπη αλλά και στη φροντίδα της προς την άλλη «ιέρεια» της Νεοελληνικής Ποίησης, την Μαρία Πολυδούρη. Κατά το τελευταίο διάστημα της ζωής τής μεγάλης ποιήτριας, η Μυρτιώτισσα στάθηκε δίπλα της όχι απλώς ως φίλη αγαπημένη, αλλά ως πραγματική αδελφή…

Παραθέτω, εδώ, κάποια λόγια τής Μυρτιώτισσας (για την Πολυδούρη) από μια επιστολή της προς τον ποιητή Γιάννη Χονδρογιάννη: «Τρεις μέρες μόνο πριν πεθάνει με παρακάλεσε να φέρω ένα χαρτοφύλακα και να πάρω όσα πράγματα υπάρχουν στο μπαούλο της, με χειρόγραφα, γράμματα κ.λ.π. Αυτό έκανα και πήρα όσα βρήκα εκεί μέσα. Πιθανό τα τελευταία που βρίσκονταν σιμά της να τα ’σκισε η ίδια, ίσως όμως να τα εξαφάνισαν και οι άλλοι. Δηλαδή η αδελφή της, ο γαμπρός της, η φίλη της… Αυτό το λέω, γιατί αμέσως το πρωί, ενόσω βρισκόταν ακόμη στο δωμάτιο η νεκρή, τους βρήκα ν’ ανοίγουν ένα συρτάρι της ντουλάπας της, να βγάζουν και να σκίζουν διαρκώς χαρτιά. Δεν κατάλαβα ποτέ τι μανία ήταν εκείνη που τους είχε πιάσει».

Επίσης, η ποιήτρια γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, ενδιαφέρον δε παρουσιάζει η μαρτυρία της για τον κορυφαίο αυτό Αλεξανδρινό ποιητή:

«Με παρακάλεσε να καθίσω σ’ ένα χαμηλό κάθισμα που βρισκόταν μπροστά μου, μέσα στο μισοσκότεινο σαλονάκι. Ως είμαι απ’ το φυσικό μου δειλή μπροστά στους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω, εκάθισα και πολύ λίγο τού μιλούσα. Αυτό φαίνεται να τον ευχαρίστησε, γιατί άρχισε να μου μιλεί περσότερο εκείνος και διέταξε σε λίγο τον αράπη του τον Άχμετ να φέρει ουίσκι και μεζέδες. Σε λίγο συνήθισαν και τα μάτια μου στο λίγο φως της κάμαρας και μπόρεσα να τον κοιτάξω προσεχτικά καθώς μιλούσε πίνοντας. Είναι αδύνατος, χλωμός, με μαλλιά γκρίζα και πυκνά, πολύ πυκνά. Μα εκείνο που σου κρατά την προσοχή σου όλη είναι τα μάτια του, τα δυο παμμέγιστα, παράξενα, αινιγματικά του μάτια. Δυο τέτοια μάτια κανείς μας ποτέ δε θα τα ιδεί σ’ άλλον άνθρωπο, απλούστατα γιατί δεν είναι μάτια σημερινού ανθρώπου. Είναι μάτια που έρχονται από πολύ μακριά, από τα βάθη των αιώνων, και κρατούνε μέσα τους το μυστήριο μιας άλλης ζωής άγνωστης σ’ εμάς. Η φωνή του, όσο την άκουγα, μου φαίνονταν κι αυτή σαν να ερχότανε από μακριά, και ο ίδιος, καθώς είχε τώρα αποτραβηχτεί σε μια σκοτεινή γωνιά, και μιλούσε για τέχνη – σ’ εμάς; ή στον εαυτό του; – έμοιαζε πλάσμα εξωτικό, που ζούσε σ’ άλλη από μας ατμόσφαιρα, που έπρεπε να τ’ ακούς και να το βλέπεις από μακριά, και να μη παραξενευτείς καθόλου αν άξαφνα το δεις να χαθεί ολότελα από μπροστά σου και να σωπάσει. Η ομιλία του είναι γοητευτική. Τα πιο γνωστά πράγματα ξέρει να στα παρουσιάζει σαν καινούρια, έτσι καθώς τα ντύνει με της τέχνης του την ωραιότητα. Στα πάντα βάζει τη σφραγίδα του, τα δωμάτια, τα έπιπλα, τα παλιά αγάλματα, τα σπάνια βάζα, το κάθε τι που τον τριγυρίζει είναι αρμονισμένο με τη φυσιογνωμία της Τέχνης του».

Η Μυρτιώτισσα συνεργάστηκε με τα Ελληνικά Περιοδικά «Νουμάς» και «Νέα Εστία», όπως επίσης με τα Περιοδικά τής Αλεξάνδρειας «Γράμματα» και «Αλεξανδρινή Τέχνη». Με την διαρκή παρουσία της στον χώρο των Ελληνικών Γραμμάτων, αποδείχτηκε πολυγραφότατη, απόκτησε τον τίτλο τής αντιπροσωπευτικής Ελληνίδας ποιήτριας, και μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως «Η νέα Σαπφώ».

Ο μεγαλύτερος, όμως, σταθμός στη ζωή τής μεγάλης ποιήτριας, το γεγονός, που ξεχείλισε την ψυχή της από την πιο βαθιά και αξεπέραστη ανθρώπινη οδύνη, ήταν ο θάνατος του λατρεμένου της γιου, του ηθοποιού Γιώργου Παππά, στις 3 Μαίου 1958.

Ας απολαύσουμε τον αλησμόνητο αυτό ηθοποιό, για λίγα λεπτά, σε κάποιες σκηνές από την κινηματογραφική ταινία «Κυριακάτικο ξύπνημα», στο πλευρό τής Έλλης Λαμπέτη…

 

Τα συναισθήματα και τις σκέψεις της Μυρτιώτισσας για τον γιο της, ήδη κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης της, τα παρακολουθούμε με πολλή συγκίνηση σ’ ένα υπέροχο και ιδιαίτερα εξομολογητικό κείμενό της:

«… Ώσπου μια μέρα, ξαφνιασμένη, έντρομη, κατάλαβα πως θα γινόμουν μητέρα!

Μητέρα, εγώ που ακόμα δεν είχα γνωρίσει τον εαυτό μου, που πάλευα με τα σκοτάδια μου, που δεν ήξερα καλά – καλά πού βάδιζα, τι ήμουνα, τι έπρεπε να κάνω για να δημιουργήσω κάτι και να ρίξω λίγο φως στη ζωή μου, εγώ ν’ αναλάβω τέτοια τρομερή ευθύνη να δώσω ζωή σ’ άλλην ύπαρξη, να πλάσω με την πνοή μου ένα άλλο πλάσμα, να το στηρίξω, να τ’ αγαπήσω; Ένα δέος με είχε κυριέψει κι ενώ γύρω μου οι άλλοι χαίρονταν γι’ αυτό, εγώ αναμετρούσα τις μέρες και παρακαλούσα το Θεό να με πάρει μαζί με την αγέννητη ψυχούλα που χτυπιόταν μέσα μου. Να φύγουμε, να φύγουμε μαζί απ’ τον άχαρο αυτόν κόσμο, να πάμε αλλού, οπουδήποτε αλλού, να φύγουμε! Και δίχως να το νιώθω άρχισα να συμπονώ αυτό το κάτι που ζούσε από μένα μέσα μου και που θα ’φευγε κι αυτό μαζί μου για κάπου αλλού…

Ωστόσο δεν πέθανα και το παιδί γεννήθηκε στην Αθήνα που πήγα για να είμαι κοντά στη μητέρα μου. Ήταν ένα αγοράκι γερό, ολοστρόγγυλο. Σαν το πρωτόπιασα στα χέρια μου δεν ήξερα τι να το κάνω. Όλο φοβόμουνα πως άθελά μου θα του ’κανα κακό. Τ’ αγάπησα αμέσως; Δεν το ξέρω! Μου γεννούσε τόσο παράδοξα συναισθήματα! “Αυτό, έλεγα, φαίνεται πως θέλει να ζήσει και να τη χαρεί τη ζωούλα του, δεν είναι σαν εμένα”. Και περνούσε ο καιρός.

Μια μέρα, τότε που είχε πρωταρχίσει να περπατά, γύρισε ξάφνου και με κοίταξε. Με κοίταζε κι όλο σφιγγότανε πάνω μου. Μου φάνηκε σα να ’θελε να μου πει: “Από σένα περιμένω να με ζήσεις. Κρύψε με στην αγκαλιά σου, βοήθησέ με, αγάπα με. Είμαι τόσο αδύναμο!” Ένα λαχτάρισμα ένιωσα τότε και μια πρωτόγνωρη χαρά! “Σ’ αγαπώ, παιδί μου” του ’λεγα και του ξανάλεγα κι εκείνο μου χαμογελούσε.

Κείνη τη μέρα κατάλαβα πως ήμουνα πια δεμένη αδιάσπαστα μαζί του κι ακόμα πως απ’ αυτό το παιδί κρεμόταν όλη η κατοπινή μου ζωή».

Μπορούμε – πιστεύω – όλοι να φανταστούμε πώς ήταν η ζωή της Μυρτιώτισσας μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, για τον οποίο εξέδωσε – το 1962 – το βιβλίο «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια»…

Έξι χρόνια μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου, το 1968, η Μυρτιώτισσα πέθανε…

Λίγο πριν πεθάνει είχε στείλει κάποιο γράμμα στον αγαπημένο φίλο τού γιου της, τον Μάνο Χατζιδάκι, που σύχναζε στο σπίτι τους. Στο γράμμα της αυτό, η Μυρτιώτισσα είχε συμπεριλάβει και το ποίημά της «Σ’ αγαπώ», ζητούσε δε από τον Χατζιδάκι την μελοποίησή του…

Ο σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας Αλέξης Σολομός γράφει – μεταξύ άλλων – στο «Θεατρικό Λεξικό» (1989):

«… Το γράμμα έμεινε καιρό στο συρτάρι. Ζώντας (από το 1967) στη Νέα Υόρκη ο Χατζιδάκις, διαβάζει μια μέρα ότι πέθανε η Μυρτιώτισσα και νιώθει ένοχος που αμέλησε να πάει να τη δει. Δεν ξέχασε ποτέ το γράμμα της. Χρειάστηκαν όμως άλλα τέσσερα χρόνια για να ξεπληρώσει το χρέος του – με μοναδικό, πραγματικά, τρόπο: Τον Ιούνιο του 1972, στη Νέα Υόρκη ακόμη, ανασύρει το παλιό της ποίημα κι αρχίζει να γράφει τη μουσική του «Μεγάλου Ερωτικού», που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, στην Αθήνα. Το τραγούδι «Σ’αγαπώ» – σφραγισμένο από τη μαγική ερμηνεία της Φλέρυ Νταντωνάκη – αφιερώθηκε από το συνθέτη “Στη μνήμη του Γιώργου Παππά”…».

Το τρυφερό και συνάμα παθιασμένο «Σ’ αγαπώ» της Μυρτιώτισσας, και μάλιστα μελοποιημένο θεσπέσια από τον Χατζιδάκι, και ερμηνευμένο εκπληκτικά από την Νταντωνάκη, αποτελεί έναν πραγματικό θησαυρό αμύθητης αξίας, που ανήκει στον καθένα μας· μια μαγεία ανείπωτη που ταξιδεύει τη σκέψη και την καρδιά όλων μας στον ολόφωτο κόσμο της αθανασίας· ένα άκουσμα θεϊκό, που ανατείνει την κάθε ανθρώπινη ψυχή στην ομορφιά του ονείρου…


====================

*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια

 





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Τάσος Λειβαδίτης: ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία

31 Οκτωβρίου 2023, 21:46
Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος Σαν σήμερα 30 Οκτωβρίου πέθανε ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία   Ο ήλιος ...

Η γυναίκα ως πηγή έμπνευσης των Ελλήνων ποιητών - της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου

08 Μαρτίου 2023, 13:19
(από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα)     «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα ...

Γιάννη Ρίτσου, "Γράμματα από το Μέτωπο"

28 Οκτωβρίου 2022, 19:13
1. Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοικι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει ἕνα:οἱ αὐγὲς ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0