Βάσω Μπρατάκη, μια ευαίσθητη ποιητική φωνή... - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Στα σύνορα της σιωπής
Στα σύνορα της ατέρμονης σιωπής
πάντα ένας στίχος σου θα με καλεί
προς το όνειρο ξυπόλυτη να περπατήσω
που ξεδιπλώνεται στις κάμαρες του ύπνου.
Όταν η μικρή αράχνη της νύχτας
θα πλέκει σιωπηλά
τα γκριζόμαυρα ατσάλινά της δίχτυα
θέλοντας να φυλακίσει τις αντιστάσεις
της πόλης που υποκλίνεται
στην ακρόπολη των άστρων,
όταν τα πέτρινα αγόρια της
θα ξυπνήσουν στα μπράτσα του ονείρου
και η δίψα του έρωτα θα αναστηθεί
στα μισάνοιχτα χείλη τους.
Και κάθε φορά η καρδιά μου
αλαφιασμένη θα χτυπά
σαν την καρδιά του λαγού
με τα μεγάλα κόκκινα μάτια
όταν στέκει τρέμοντας ακίνητος
μπροστά στους προβολείς του αυτοκινήτου
που γλιστρά σαν φίδι βιαστικά
στις λεωφόρους της ασύνορης νύχτας.
Την ποιήτρια Βάσω Μπρατάκη την γνώρισα μέσω του διαδικτύου, διαβάζοντας ποιήματά της από τη συλλογή «Νύχτα ηνίοχος», αναρτημένα στο ιστολόγιο «Μπλε βελούδο». Κατ’ αρχάς, ομολογώ ότι με εντυπωσίασε ο τίτλος της συλλογής, αποτελούμενος από την υποβλητική λέξη «νύχτα» και το εκπληκτικό αρχαιοελληνικό «ηνίοχος», το οποίο παραπέμπει νοηματικά στον αριστουργηματικό δελφικό «Ηνίοχο»… Έπειτα, ενθουσιάστηκα από όλα γενικώς τα ποιήματα, που διακρίνονται και για τη μορφή και για το περιεχόμενό τους…
Από το σύντομο βιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στη συλλογή (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010) πληροφορούμεθα πως η Βάσω Μπρατάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζει και εργάζεται στα Γιαννιτσά, έχει δε μαθητεύσει στη ζωγράφο Μαρία Καζάζη στα μυστικά του ιμπρεσιονισμού.
Νύχτα ηνίοχος
Στη διχάλα της σιωπής
πνιγμένη επιθυμία φυγής
το τελευταίο σφύριγμα της αμαξοστοιχίας
που δεν έφτασε στο τέρμα.
Και μείναμε στην αποβάθρα
προσμένοντας
με τις βαλίτσες γεμάτες
τριμμένα πανωφόρια… τα όνειρά μας
τις νύχτες που η πόλη πουλιέται
σαν πόρνη πολυτελείας
σε σοκάκια σκοτεινά και άδεια,
ενώ οι ποιητές στων στίχων
τη σκακιέρα παίζουν την ψυχή τους,
με λόγια φιλήδονα και λάγνα
στον έρωτα ποιος θα κερδίσει.
Και η νύχτα, σαν άλλος ηνίοχος,
έχοντας τα μάτια κλειστά
με ένα κόκκινο της φωτιάς μαντίλι
στο χρώμα της καρδιάς
αιώνες τώρα κρατά τα ηνία,
κάτω από το φεγγάρι,
φυλακίζοντας το χλιμίντρισμα
που ξυπνά ο έρωτας.
Αυτό είναι το πρώτο από τα 29 συνολικά ποιήματα της συλλογής, το οποίο και φέρει τον ομώνυμο τίτλο («Νύχτα ηνίοχος»). Πιστεύω πως απ’ αυτό και μόνο το ποίημα μπορεί ο αναγνώστης να διαπιστώσει την ποιητική δεινότητα της Βάσως Μπρατάκη. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά, κυρίως λόγω της πρωτοτυπίας των παρομοιώσεων, είναι τα δίστιχα: 1) με τις βαλίτσες γεμάτες / τριμμένα πανωφόρια… τα όνειρά μας και 2) τις νύχτες που η πόλη πουλιέται / σαν πόρνη πολυτελείας. Το κάλλος του ποιητικού λόγου κλιμακώνεται, στη συνέχεια, με τους ποιητές που στων στίχων / τη σκακιέρα παίζουν την ψυχή τους, / με λόγια φιλήδονα και λάγνα / στον έρωτα ποιος θα κερδίσει. Αυτό δε το κάλλος κορυφώνεται στους τελευταίους στίχους, όπου η νύχτα εμφανίζεται σαν άλλος ηνίοχος. Η περιγραφή της νύχτας είναι πράγματι συναρπαστική (έχοντας τα μάτια κλειστά / με ένα κόκκινο της φωτιάς μαντίλι / στο χρώμα της καρδιάς / αιώνες τώρα κρατά τα ηνία, κάτω από το φεγγάρι, / φυλακίζοντας το χλιμίντρισμα / που ξυπνά ο έρωτας).
Ο έρωτας, ο πόνος του χωρισμού, η νοσταλγία της αγάπης και τα όνειρα αποτελούν τα κυρίαρχα θεματικά μοτίβα στην ποίηση της Βάσως Μπρατάκη, μιας ποίησης που αποπνέει απ’ αρχής μέχρι τέλους ευαισθησία και τρυφερότητα.
Ο κόσμος της φύσης εμπεριέχεται σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, μ’ έναν τρόπο που αναμφισβήτητα υπογραμμίζει την απαράμιλλη δεξιοτεχνία της ποιήτριας. Η νύχτα, το φεγγάρι και τ’ αστέρια εμφανίζονται συχνά στους στίχους της: Σε είδα να περπατάς σιωπηλός / κάτω από το φεγγάρι· …και είχες στο βλέμμα τη θλίψη των άστρων· Από τότε κάθε νύχτα / σε ψάχνω απεγνωσμένα…· Στην κλεψύδρα της νύχτας / κόκκοι άμμου / η σιωπή των άστρων· Οι ίδιες γυμνές νύχτες, οι νύχτες μας…· Για σένα θα βρω τις πιο όμορφες λέξεις / Άγγελέ μου, άγγελε της νύχτας…· Στην αυλή του φεγγαριού / η ανάσα των άστρων…· Μοναχικός ταξιδευτής / στις πεδιάδες του ονείρου / στο φως του φεγγαριού / είδα να τρέχουν άσπρα άλογα…· Και το τραγούδι του Ορφέα / γλυκά να με καλεί / κάποια νύχτα του Αυγούστου· Όταν η μικρή αράχνη της νύχτας / θα πλέκει σιωπηλά / τα γκριζόμαυρα ατσάλινά της δίχτυα…· Άγρια και αφιλόξενη αυτή η πόλη / και κάθε νύχτα ένα κόκκινο φεγγάρι / τον έρωτά μου ξεπουλά / το χάραμα πριν έρθει…· …στο σκοτάδι της αξημέρωτης νύχτας.
Ένα θαυμάσιο ποίημα της συλλογής «Νύχτα ηνίοχος» είναι «Οι νύχτες μας», όπου μέσα σε λίγους μόνον στίχους η ποιήτρια διατυπώνει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την διαπίστωσή της για τη συντομία της ανθρώπινης ζωής, και το αγωνιώδες ερώτημά της αν θα προλάβουμε άραγε να αγαπηθούμε…
Παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα…
Κύκλοι οι νύχτες μας και στο κέντρο
η καρδιά μου η καρδιά σου οι καρδιές μας.
………………………………………………
Και μέσα στου αλκοόλ τη ζάλη
και στου καπνού τους άσπρους κύκλους
να αναρωτιέσαι
αν θα προλάβουμε άραγε να αγαπηθούμε
κι ας έχουμε παιδευτεί
να μάθουμε τον έρωτα να καλούμε
με όλες τις λέξεις της σιωπής.
Γιατί είναι γραφτό της μοίρας
οι άνθρωποι να γερνάνε νωρίς.
Άρα γε θα προλάβουμε;
Στον ίσκιο αυτού του ερωτηματικού
γερνούν οι νύχτες μας.
Εξίσου εξαιρετικό θεωρώ το 12στιχο ποίημα «Οι πρωταγωνιστές», η συντομία του οποίου είναι αντίστροφα ανάλογη με την νοηματική του πυκνότητα και την αναμφίβολη ως προς την έκφραση αξία του…
Ένα θέατρο του παραλόγου οι νύχτες μας
με πρωταγωνιστές που δεν ήξεραν το ρόλο τους
κι εμείς θαμώνες μιας πλασματικής ευτυχίας
πίσω από το τράνταγμα ενός γέλιου
να κρύβουμε το δάκρυ μας.
Γιατί γνωρίζουμε καλά
πως αληθινοί καλλιτέχνες δεν υπάρχουν πια,
κι ας λένε πως η τέχνη διδάσκεται.
Υπάρχει η τέχνη να ερωτεύεσαι,
και είναι λίγοι αυτοί που την κατέχουν.
Μα ευτυχώς υπάρχουν και οι εραστές
που δε φοβούνται τη φωτιά ν’ αγγίξουν.
Ομολογώ πως ξεχώρισα το δίστιχο Υπάρχει η τέχνη να ερωτεύεσαι, / και είναι λίγοι αυτοί που την κατέχουν· ένα ιδιαίτερα βαθυστόχαστο δίστιχο, που ειλικρινά ανακαλεί στη μνήμη μου τις αθάνατες εκείνες σοφές ρήσεις των προγόνων μας…
Ο βηματισμός των άστρων
Πώς ακούγεται ο βηματισμός των άστρων
στα καλντερίμια του φεγγαριού!
Κι εγώ γυναίκα γυμνή
με τα φύλλα του φθινοπώρου
στους ώμους και στα χέρια,
καρφωμένη στο κέντρο της νύχτας
σαν τυφλή μάντισσα
να ψάχνω με τα μάτια της αφής
τα σημάδια του έρωτά σου.
Στην άκρη της κάμαρης
το μαύρο τριμμένο παλτό σου
κι εσύ σαν φυλαχτό
με λατρεία να έχεις φυλάξει
στη φθαρμένη του φόδρα
το ανάγλυφο σώμα του έρωτά μου.
Θέλω κάτι από σένα, μου είπες,
να μου κρατά συντροφιά
όταν θα ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλοπάτια
της νύχτας όπου φυλάκισα τα όνειρά μου.
Και είναι κι αυτά τα δωμάτια
με τις ανάσες του έρωτα στους τοίχους
και τα παράθυρα τα διαβρωμένα
από τις βροχές του φθινοπώρου
και το μεγάλο το ρολόι στον τοίχο
που αρνείται επίμονα
το χρόνο να μας γυρίσει πίσω.
Κι εγώ από τότε κοιμίζω τα όνειρά μου
στα λευκά σεντόνια όπου
απλώσαμε γυμνό τον έρωτά μας
περιστέρια να τα κάνω
να σου συντροφεύουν τις νύχτες.
Πιστεύω ότι «Ο βηματισμός των άστρων» αποτελεί ένα αξιοθαύμαστο ποίημα όχι μόνο της Βάσως Μπρατάκη αλλά ολόκληρης της νεοελληνικής ποιητικής παραγωγής. Θα τολμούσα μάλιστα να παραβάλω το συγκεκριμένο ποίημα με τα αθάνατα έργα της αρχαιοελληνικής Λυρικής Ποίησης, της οποίας οι εκπρόσωποι αποτόλμησαν για πρώτη φορά να αναδείξουν ευθαρσώς το «εγώ», και να εκφράσουν δίχως κανένα απολύτως ίχνος φόβου τα προσωπικά τους συναισθήματα και ιδιαίτερα τον έρωτα…
Από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο στίχο, το ποίημα αναδύει την άμετρη τρυφερότητα της δημιουργού του. Ήδη από το πρώτο δίστιχο (Πώς ακούγεται ο βηματισμός των άστρων / στα καλντερίμια του φεγγαριού), μ’ αυτή την υπέροχη προσωποποίηση των άστρων που βηματίζουν στα καλντερίμια του φεγγαριού, ο αναγνώστης ξεκινάει ένα μαγικό ταξίδι στον χώρο μιας ερωτικής πραγματικότητας, που ο τρόπος τής περιγραφής της την κάνει να μοιάζει εξωπραγματική… Η ποιήτρια εισάγει το «εγώ» της, την ίδια την παρουσία της (κι εγώ γυναίκα γυμνή) ως πρωταγωνιστικό πρόσωπο της σύνθεσης. Η παρομοίωσή της με τυφλή μάντισσα παραπέμπει στον αρχαιοελληνικό χώρο της μαντείας, που αναμφισβήτητα υποβάλλει και μαγεύει τον καθένα μας… Ο συμπρωταγωνιστής – άντρας κερδίζει από την πρώτη στιγμή τις εντυπώσεις, καθώς εμφανίζεται στην άκρη της κάμαρης να έχει φυλάξει σαν φυλαχτό – και μάλιστα με λατρεία – το ανάγλυφο σώμα του έρωτα της γυναίκας. Η λεπτομέρεια – στην φθαρμένη του φόδρα – είναι αυτή που, όπως τόσες άλλες λεπτομέρειες, υπογραμμίζει την ποιητική δεινότητα της Βάσως Μπρατάκη. [Στην ποίηση άλλωστε, όπως και στην ίδια τη ζωή, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν υπάρχουν λεπτομέρειες, αλλά όλα – μικρά και μεγάλα – είναι το ίδιο βαρύνοντα και σημαντικά]. Η γυναίκα απευθύνεται στον άνδρα, γεγονός που προσδίδει αμεσότητα και ζωντάνια στο ποίημα. Στην δεύτερη στροφή, ο λόγος του συμπρωταγωνιστή – άνδρα (Θέλω κάτι από σένα... / να μου κρατά συντροφιά / όταν θα ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλοπάτια / της νύχτας όπου φυλάκισα τα όνειρά μου) κλιμακώνει τη συγκίνηση που προκαλεί η σύνθεση εξαρχής. Η αναφορά της ποιήτριας στα δωμάτια με τις ανάσες του έρωτα στους τοίχους, και στο μεγάλο το ρολόι στον τοίχο / που αρνείται επίμονα / το χρόνο να μας γυρίσει πίσω φορτίζει συναισθηματικά ακόμη περισσότερο την ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα… Κι αυτό το εκπληκτικό καταληκτικό πεντάστιχο (Κι εγώ από τότε κοιμίζω τα όνειρά μου / στα λευκά σεντόνια όπου / απλώσαμε γυμνό τον έρωτά μας / περιστέρια να τα κάνω / να σου συντροφεύουν τις νύχτες) συναρπάζει με την εκφραστική του δύναμη, και κορυφώνει τη συγκίνηση…
Η πίκρα του χωρισμού δυο ανθρώπων που αγαπήθηκαν με πάθος αποτυπώνεται θαυμάσια στα «Ερειπωμένα οικόπεδα»…
Στα ερειπωμένα άδεια οικόπεδα
της μνήμης
θα υπάρχουν πάντα
οι στιγμές που ζήσαμε μαζί,
αγριοπερίστερα που μπλέχτηκαν
στα ξόβεργα του χρόνου…
Η δύναμη του ποιητικού λόγου της Βάσως Μπρατάκη αναδεικνύεται άμεσα κι από τους παραπάνω στίχους, που αποτελούν την πρώτη από τις τρεις στροφές του ποιήματος. Η «παράσταση» της μνήμης με ερειπωμένα άδεια οικόπεδα, και των «στιγμών που έζησαν μαζί» οι ερωτευμένοι με αγριοπερίστερα που μπλέχτηκαν / στα ξόβεργα του χρόνου αναμφισβήτητα εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη, και καταξιώνουν την Βάσω Μπρατάκη ως μία εξαιρετική και πολλά υποσχόμενη ποιήτρια…
Ένα ποίημα που σίγουρα ξεχωρίζει είναι το «Για την αγάπη που έρχεται»…
Για σένα θα γράψω
τα πιο όμορφα τραγούδια
για την αγάπη που δεν ήρθε ακόμα,
την αγάπη που ίσως θα αργήσει να φανεί
μα που σίγουρα θα έρθει,
κι ας έρχεται με βήματα αργά
κι ας είναι άδειες οι τσέπες
της νύχτας από όνειρα
και στην άκρη του φεγγαριού
ας μην υπάρχει τίποτα
παρά μονάχα ένα άδειο τραπέζι.
Και το τραγούδι του Ορφέα
γλυκά να με καλεί
κάποια νύχτα του Αυγούστου.
Για σένα θα γράψω
τα πιο όμορφα τραγούδια
για την αγάπη που δεν ήρθε ακόμα,
μα που την ακούω να έρχεται
μέσα από σκιερά δάση
σαν άλλη Άρτεμη
που την καλεί το τραγούδι
μικρού πληγωμένου ζώου.
Στα μυστικά μονοπάτια
διακρίνω τις πατημασιές της
και νύχτες ολόκληρες
κοιμίζω τους χτύπους της καρδιάς μου
μην και δεν ακούσω τα βήματά της.
Το περίφημο αυτό ποίημα, που κατακλύζεται από έναν ολόφωτο ήλιο ελπίδας κι αισιοδοξίας, υμνεί την Αγάπη που έρχεται, την Αγάπη που περιμένει κάποιος, και που είναι σίγουρος πως θα έρθει… Το αργά ή το σύντομα δεν έχει σημασία… Σημασία έχει ο ερχομός της… Κι αυτός ακριβώς ο ερχομός είναι που σκορπάει απλόχερα την χαρά στην ψυχή, και που δίνει νόημα στην ίδια τη ζωή…
Η Βάσω Μπρατάκη, έχοντας ταξιδέψει – όπως αποδεικνύεται κι από άλλα ποιήματά της – στον μαγικό κόσμο της ελληνικής μυθολογίας, αναφέρεται κι εδώ σε δύο μυθολογικά πρόσωπα, τον Ορφέα και την Άρτεμη. Ιδιαίτερα οι στίχοι, όπου γίνεται λόγος για τη θεά του κυνηγιού και προστάτρια των ζώων, με την οποία η ποιήτρια παρομοιάζει την αγάπη, είναι από τους καλύτερους όχι μόνο της συγκεκριμένης σύνθεσης αλλά όλης της ποιητικής δημιουργίας της Βάσως Μπρατάκη: …για την αγάπη που δεν ήρθε ακόμα, / μα που την ακούω να έρχεται / μέσα από σκιερά δάση / σαν άλλη Άρτεμη / που την καλεί το τραγούδι / μικρού πληγωμένου ζώου.
Στο ποίημα δεσπόζει το μοτίβο του «τραγουδιού», κατ’ αρχάς στο εναρκτήριο δίστιχο [Για σένα θα γράψω / τα πιο όμορφα τραγούδια], το οποίο επαναλαμβάνεται ως επωδός και στην αρχή της 2ης στροφής, μετά στο τραγούδι του Ορφέα, και τέλος στο τραγούδι / μικρού πληγωμένου ζώου.
Την ποιήτρια Βάσω Μπρατάκη δεν την γνωρίζω προσωπικά. Δεν έχουμε συναντηθεί, ούτε μια φορά. Ούτε καν στο τηλέφωνο έχουμε μιλήσει. Μόνον κάποια e-mails έχουμε ανταλλάξει. Κι όμως, έχω την αίσθηση πως γνωριζόμαστε χρόνια… Από παιδιά… Πως έχουμε ζήσει ώρες ατελείωτες μαζί, πως έχουμε μιλήσει για τα πάντα, και πως, τελικά, γνωριζόμαστε τόσο καλά… Την αγάπησα μέσα από τη γραφή της, μέσα από τον υπέροχο ποιητικό της λόγο, τον τόσο μουσικό και τρυφερό, τον τόσο λιτό αλλά συνάμα τόσο μεστό από νοήματα. Το ποίημά της, με τίτλο «Το πιο όμορφο», είναι ειλικρινά από τα πιο όμορφα… ποιήματα που έχω διαβάσει ποτέ στη ζωή μου…
Το πιο όμορφο από όλα
ίσως να είναι
αυτό που ζει
στα πιο τρυφερά όνειρά μας
κάποιες βροχερές
του φθινοπώρου νύχτες,
όταν ροδοπέταλα φωτιάς
αγγίζουν τα πάθη των αγγέλων
………………………………...
Το πιο όμορφο από όλα
είναι η στιγμή
που ο έρωτας γίνεται ποίημα,
ιδρωμένος καλπασμός αλόγων
μέσα στην άγρια νύχτα.
Ολοκληρώνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμά μου στη Βάσω Μπρατάκη, θα ήθελα να της ευχηθώ από καρδιάς υγεία, ευτυχία, δύναμη και δημιουργικότητα… Και να μη σταματήσει ποτέ να γράφει… Γιατί η γραφή της δεν είναι μόνο χαρά για την ίδια… Είναι χαρά και καταφύγιο για κάθε ευαίσθητη ψυχή… Και να συνεχίσει να ονειρεύεται, να περιμένει και να ελπίζει… Γιατί, σίγουρα, η πραγματοποίηση του κάθε ονείρου της είναι ό,τι τελικά της αξίζει…, αφού η Βάσω Μπρατάκη, πέρα και πάνω από Ποιήτρια, είναι ένας υπέροχος Άνθρωπος… Και σ’ έναν τέτοιο Άνθρωπο αξίζει ό,τι πιο όμορφο…
Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου
*Η Κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα