Οδυσσέα Ελύτη «Ηλικία της γλαυκής θύμησης» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Ένας αέναος ύμνος στην άσβηστη ερωτική θύμηση. Μία από τις πιο «ιερές» στιγμές έμπνευσης του Οδυσσέα Ελύτη. Ένα αριστουργηματικό ποίημα, από τα πιο γνωστά, του κορυφαίου μας ποιητή. Λέξεις – εικόνες ζωγραφισμένες με το πράσινο και το μπλε της ελληνικής φύσης (Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα). Φράσεις που σε ταξιδεύουν στην αιγαιοπελαγίτικη θάλασσα (Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο). Στίχοι που υπογραμμίζουν μιαν απαράμιλλη ποιητική δεξιοτεχνία (Τί γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου). Η ένταση του ερωτικού πάθους εκφρασμένη με μιαν απίστευτη απλότητα (Ήταν μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια). Η αιωνιότητα της θύμησης διατυπωμένη μ’ έναν τρόπο μοναδικό (Τώρα θα ’χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό)…
«Ηλικία της γλαυκής θύμησης»· ένα ποίημα που συγκινεί, που συγκλονίζει, που συναρπάζει κάθε ανθρώπινη ψυχή· μία σύνθεση που θα παραμείνει αθάνατη, όσο υπάρχουν άνθρωποι – λάτρεις της Ποίησης…
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών «Έχει ο Θεός».
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.
Τί γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τί γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα.
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη –
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες – Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήταν μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος.
Σ’ άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.
Τώρα θα ’χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα ’χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.
(Από τη συλλογή «Προσανατολισμοί»).
*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα