Η αποδόμηση του «ανήκομεν εις την Δύση» - Του Νικόλαου Μόττα*.
Η σχέση μεταπολιτευτικής Ελλάδας και σύγχρονου Δυτικού κόσμου μπορεί να συνοψιστεί σε μια σύντομη φραστική αψιμαχία που είχαν στη Βουλή το 1977 οι αείμνηστοι Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου1. Ήταν τότε που αρχηγός της συντηρητικής παράταξης είχε υποστηρίξει ότι η Ελλάς «ανήκει εις τον Δυτικόν Κόσμον», για να λάβει την ηχηρή απάντηση του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Παρά το γεγονός ότι η ταύτιση της χώρας με την καπιταλιστική Δύση καθορίστηκε ουσιαστικά από το αποτέλεσμα του Εμφυλίου, 60 χρόνια πριν, το τέλος της μεταπολίτευσης και η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση επαναφέρούν το ερώτημα: Ωφέλησε η όχι την Ελλάδα η προσκόληση των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων στους Δυτικούς οργανισμούς (ΕΟΚ, ΝΑΤΟ); Και επιπλέον, κατά πόσο η χώρα διατήρησε και διατηρεί, όλες αυτές τις δεκαετίες, την πραγματική της ανεξαρτησία απέναντι στα κέντρα αποφάσεων της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ;
Είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981 ενίσχυσε τη χώρα και την κατέστησε, πολιτικά και οικονομικά, πρωτοπόρο της βαλκανικής χερσονήσου. Αυτό εν μέρει είναι αλήθεια. Η χώρα πράγματι ενισχύθηκε για δύο τουλάχιστον δεκαετίες από τους κοινοτικούς πόρους των Βρυξελλών και κατάφερε, ως ένα βαθμό, να συνδιαμορφώνει τις ευρωπαϊκές εξελίξεις με τους εταίρους της. Από την άλλη πλευρά όμως η Ελλάδα έπεσε θύμα των ετεροβαρών ισορροπιών και ανισοτήτων που επικράτησαν – και επικρατούν – στην Ένωση. Οι χώρες του μεσογειακού νότου παρέμειναν οικονομικά εξαρτημένες από τους μεγάλους (Γερμανία, Γαλλία) και αντιμετώπισαν μιά αλυσίδα νεοφιλελεύθερων πολιτικών με τις οποίες πειραματίστηκαν οι Βρυξέλλες, κυρίως τη δεκαετία του ’90. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε σταδιακά να είναι μια ένωση οικονομικών συμφερόντων, γραφειοκρατικής νομενκλατούρας και τεχνοκρατικής καπιταλιστικής αντίληψης πλήττωντας έτσι τα συμφέροντα εκατομμυρίων εργαζομένων στην ήπειρο – κυρίως δε σε κράτη του νότου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Το ευγενές όραμα της «Ευρώπης των λαών» κατέληξε να είναι υπόθεση των επιχειρηματικών συμφερόντων – εθνικών και υπερεθνικών - και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Κατέληξε, με λίγα λόγια, να είναι ένα «συγκεντρωτικό τραπεζικό σύστημα» όπως χαρακτήρισε την Ε.Ε. κατά το παρελθόν ο αμερικανός στοχαστής και ακαδημαϊκός Νόαμ Τσόμσκι2. Μέσα σε ένα έντονα καταναλωτικό πρότυπο, που με γοργούς ρυθμούς κατέκλυσε ΗΠΑ και Ευρώπη το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, «ο νεοέλληνας στρατεύτηκε στις ιδεολογίες της Δύσης» γινόμενος «στείρος μεταπράτης των θεσμών, των κοινωνικών επιδιώξεων, των αναγκών και προτεραιοτήτων της Δύσης» όπως έχει επισημάνει σοφά ο καθηγητής και συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς3. Στη σημερινή οικονομική συγκυρία τα προαναφερθέντα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.
Πράγματι, τα κονδύλια από την Ευρώπη μπορεί να έρεαν εν αφθονία τις τελευταίες δεκαετίες. Είχαν όμως πάντοτε επαχθή προαπαιτούμενα και όρους: πολιτικές οι οποίες, παρά τα διακυρηχθέντα περί του αντιθέτου, στόχευαν στην συρρίκνωση και αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, στην σταδιακή απεμπόληση των εργασιακών δικαιωμάτων και την προώθηση της κερδοφόρου ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε βάρος του κρατικού οικονομικού σχεδιασμού. Η πανθομολογούμενη διαφθορά του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου δεν πρέπει να θεωρείται πλήρως ξεκομμένη από τα παραπάνω. Το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό σύστημα όχι μόνο δεν αποθάρρυνε αλλά, αντιθέτως, «συνέπλευσε» με τη συστημική διαπλοκή των εγχώριων πολιτικών ηγεσιών: από τη σχέση γερμανικών πολυεθνικών (Siemens) με έλληνες αξιωματούχους μέχρι την αδυναμία της Eurostat να εντοπίσει εγκαίρως τις δημοσιονομικές «αμαρτίες» των ελληνικών κυβερνήσεων και από την πώληση πανάκριβων οπλικών συστημάτων έως την απροθυμία του ευρωπαϊκού βορρά να συνδράμει στη φύλαξη των ανατολικών ελληνικών (και επομένως ευρωπαϊκών) συνόρων. Και όλα αυτά την στιγμή που η Αθήνα παραχωρούσε όλο και περισσότερες αρμοδιότητες και εξουσίες στο υπερκράτος των Βρυξελλών, μειώνοντας στην ουσία την εθνική κυριαρχία χάρην μιάς «πανευρωπαϊκής ευημερίας».
Τριάντα χρόνια έπειτα από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, και με την οικονομική ύφεση να βρίσκεται στην κορύφωση της, τόσο η «ευημερία» όσο και η «εθνική ανεξαρτησία» έχουν θυσιαστεί στο βωμό της ικανοποίησης των ξένων πιστωτών, των κεφαλαιοκρατικών τραπεζικών κολοσσών και της πρόσδεσης της χώρας στο άρμα του «κοινού νομίσματος», του ευρώ. Ως εκ τούτου η ίδια η περίφημη ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει εκτροχιαστεί πλέον επικίνδυνα. Ο γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ έχει εισαγάγει στη δημόσια συζήτηση τον όρο “ευρωεθνικισμός”4 ως τη νέα ιδεολογία που προωθεί η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία του Βερολίνου. Μιά ιδεολογία που, έχοντας ως δόγμα την τυφλή υπακοή στα κελεύσματα της αχαλίνωτης ελεύθερης αγοράς, είναι διατεθειμένη να θυσιάσει την ευημερία των λιγότερο προνομιούχων ευρωπαϊκών λαών. Σήμερα είναι η Ελλάδα, αύριο η Ιρλανδία και η Πορτογαλία και μεθαύριο, πιθανόν, η Ισπανία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μία όψη του νομίσματος – η πρόσδεση της Ελλάδας στους Δυτικούς οργανισμούς περιλαμβάνει και την ευρωατλαντική συμμαχία. Από το τέλος ακόμη του εμφύλιου σπαραγμού και καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1945-1989) υπήρξε μια συστηματική προσπάθεια, από ντόπιες και ξένες δυνάμεις, να πεισθεί ο έλληνας ότι αυτό που γνώριζε ως «Δύση» ήταν μονόδρομος. Ο Κομμουνισμός στοχοποιήθηκε ως «μιασματική» πολιτική ασθένεια, η Σοβιετική Ένωση ως «μπαμπούλας» που απειλεί την Ευρώπη ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν, με την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ και έπειτα, να έχουν συνεχή και αδειάλειπτο πολιτικό ρόλο στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας. Η αφοσίωση των ελλήνων στην καπιταλιστική Δύση «ανταμείφθηκε» με την υποστήριξη που παρείχε η Ουάσινγκτον στο καθεστώς της Χούντας και με την εξώφθαλμη ανοχή των κυβερνήσεων Νίξον και Φορντ κατά την στρατιωτική εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο το 1974. Η δε συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, του οποίου είναι μέλος από το 1952, αποτέλεσε την στιγνή υποδούλωση της χώρας στην πολεμική μηχανή του δυτικού (αμερικανικού και βρετανικού ως επι το πλείστο) επιθετικού ιμπεριαλισμού. Έτσι, θέλοντας και μη, η μικρή Ελλάδα βρέθηκε, έστω και έμμεσα, να είναι συνένοχη γενοκτονιών και εγκλημάτων πολέμου απέναντι σε γειτονικούς λαούς – Γιουγκοσλαβία (1999), Ιράκ (1991 και 2003) , Αφγανιστάν (2001), Λιβύη (2011).
Η Ελλάδα, λοιπόν, όχι μόνο δεν κέρδισε από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, αλλά αντιθέτως ζημιώθηκε πολλαπλώς: αύξησε με προοδευτικό ρυθμό τις αμυντικές της δαπάνες προκειμένου να αντιμετωπίσει το αντίπαλο δέος της «συμμάχου» Τουρκίας και να ικανοποιήσει τις αμυντικές βιομηχανίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης, υποχρεώθηκε να συνδράμει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις υπό το μανδύα των «ειρηνευτικών πρωτοβουλιών» και κατέληξε ουσιαστικά αποξενωμένη από τον αραβικό κόσμο με τον οποίο επί χρόνια διατηρούσε σχέσεις φιλίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τον ερχόμενο Φεβρουάριο θα συμπληρωθούν 60 χρόνια από την υπογραφή της συνθήκης της Ουάσινγκτον, με την οποία η Ελλάδα προσχώρησε στο ΝΑΤΟ. Οι γεωπολιτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα και η εξ Ανατολών ανάδειξη νέων πόλων ισχύος θέτουν το ερώτημα κατά πόσο η ευρωατλαντική συμμαχία είναι μονόδρομος γιά την Ελλάδα. Κατά πόσο δηλαδή επιθυμούμε η εικόνα της Ελλάδας στον κόσμο να περνά μέσα από το πρίσμα ενός επιθετικού ιμπεριαλιστικού επεμβατισμού σε τρίτες χώρες.
Ασφαλώς, η σχέση Ελλάδας και Δύσης δεν περιορίζεται στη συμμετοχή της χώρας ως μέλους της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Έχει ευρύτερες πτυχές που ανάγονται στο μοναδικό ιστορικό προνόμιο του ελληνισμού να είναι η Ανατολή της Δύσης και η Δύση της Ανατολής. Το παρόν άρθρο δεν θα επισέλθει σε ζητήματα φιλοσοφίας περί Δύσης και ελληνισμού, αρχαίας Ελλάδας και Βυζαντίου, δυτικού διαφωτισμού και Ορθοδοξίας. Γι' αυτά υπάρχουν τα γραπτά του Κοραή, του Καστοριάδη, του Χάντινγκτον, του Γιανναρά, του Φωτόπουλου και άλλων, παλαιότερων η σύγχρονων, στοχαστών.
Το ζητούμενο είναι η ανάδειξη μιάς απτής πραγματικότητας: Ότι το δόγμα «ανήκομεν εις τη Δύση», όπως εφαρμόστηκε στα μεταπολιτευτικά χρόνια, έχει πάψει πλέον να λειτουργεί. Και ακόμη χειρότερα, δε είναι πιά συμβατό με τα ελληνικά συμφέροντα. Η σημερινή κρίση δημιουργεί την ιστορική αναγκαιότητα της εκ βάθρων αναθεώρησης των θεσμών αυτών που επιτείνουν την ύφεση, τραυματίζουν την εθνική αξιοπρέπεια και βαθαίνουν τις ταξικές αντιθέσεις στο ραγισμένο κοινωνικό ιστό της χώρας. Το ότι οι ηθικά χρεωκοπημένοι καπιταλιστικοί μηχανισμοί της δύσης αποτελούν μονόδρομο στο σύγχρονο κόσμο αποδεικνύεται σταδιακά μύθος. Το αποδεικνύει η Τουρκία του Ερντογάν, η Βενεζουέλα του Τσάβες, ο Ισημερινός του Ράφαελ Κορέα, η ταλαιπωρημένη Κούβα του Κάστρο – το απέδειξε ο αιγυπτιακός λαός με την ανατροπή του αμερικανοκίνητου καθεστώτος Μουμπάρακ προ έξι μηνών.
Η δύσκολη ιστορική συγκοιρία μπορεί να γίνει ευκαιρία γιά σημαντικές ανατροπές τις οποίες έχει ανάγκη ο ελληνικός λαός. Τόσο οι τωρινές ηγεσίες όσο και οι μελλοντικές έχουν ιστορικό χρέος να λάβουν γενναίες αποφάσεις – επώδυνες μεν, γενναίες και λυτρωτικές δε.
* Ο Νικόλαος Μόττας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το Γενάρη του 1984. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Westminster του Λονδίνου και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο (Master of Arts) στις Διπλωματικές Σπουδές. Από το 2006 έως το 2009 ήταν τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη» αρθρογραφώντας γιά διεθνή γεγονότα, ενώ κείμενα του περί ελληνικής, ευρωπαϊκης και διεθνούς πολιτικής έχουν δημοσιευθεί και σε αγγλόφωνες πηγές. Την παρούσα ακαδημαϊκή περίοδο (2010-2011) είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του διεθνούς προγράμματος Conflict Resolution & Mediation στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβιβ ενώ από τον προσεχή Νοέμβριο θα είναι ερευνητής και υποψήφιος διδάκτωρ ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Υποσημειώσεις:
1. http://www.youtube.com/watch?v=OMWOKw78oUs
2. On Capitalism, Europe, and the World Bank , Νόαμ Τσόμσκι: συνέντευξη με το Ντένις Οτ, 2 Απριλίου 2007.
3. Συνέντευξη στο culturenow.gr, 29 Οκτωβρίου 2010.
4. Εφημ. “Το Βήμα”, 9 Μαϊου 2010.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα