Τέσσερις χιλιάδες καπάκια (Για δυο Πράσινα Μάτια και μια Κόκκινη Σημαία) - Του Αντώνη Κακαρά*
Ορίστε μεγάλε, τι θες..... Δίστασε κείνος, αισθανόταν κιόλας παράταιρος, μια γενιά και κάτι τον χώριζαν απʼ την παρέα, φορούσαν όμοια ταμπελάκια και ανήκαν στην ίδια ομάδα -μάλλον εκείνη των καλλιτεχνών, Φτου ο μαλάκας, ψυθίρισε, πάλι ξέχασα τα ξεστραβάδια... έτσι τα ʽλεγε, Γυαλιά ονομάζονται και μου παριστάνεις το λογοπλάστη, του φώναζε η δικιά του- είδε και το ξυπόλυτο κορίτσι γεμάτο μουτζούρες να τραγουδάει έξω φωνή και να παλεύει με μπογιές και βάφοντας στα γόνατα ένα πανό μέσα στον ήλιο, ήτανε δεν ήτανε σαράντα κιλά όλα κι όλα, ένας κοπάναγε το κομπιούτερ με μανία που δεν κρυβότανε γράφοντας, να τα ξεφουρνίσει να ξεσπάσει μʼ όλα όσα ταλανιζότανε χρόνια τώρα, ο άλλος μάζευε υλικά, που του ʽφεραν κάποιοι για συνθήματα, δυο τρεις πέρασαν κιόλας κουβαλώντας πανιά, χρώματα και διάφορα στην ώρα που στήθηκε κοντά τους, και τα πάγαινε...
Στην αποθήκη μας, στη σκηνούλα που βλέπετε, του απάντησε η ξανθούλα που καθόταν κι έδειχνε εξαντλημένη, έπαιζε το μάτι της, δεν της ξέφευγε τίποτα, τον είδε ιδρωμένο, κατάκοπο....
Όχι δε σας λέω το όνομά μου, εδώ είμαστε όλοι μαζί, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, βοηθοί, τέτοια πράγματα, άλλοι δουλεύουν άλλοι είναι άνεργοι, δήλωσε στη δημοσιογράφο που την πίεζε να της δώσει στοιχεία...Φωτογραφία είπατε, να βγάλετε αλλά όλους μας...
Μη με στήσεις Ζωή, σε μία ώρα πρέπει να ʽμαι με το παιδί... εσείς μάλιστα μπορείτε να κάτσετε όσο σας βολεύει, αλλά, δίστασε.... αν θέλετε και σας πάει ταξινομείστε αυτά εδώ μέχρι να φύγετε... λέγε Μάρκο.. όχι δε σου δίνω άλλα, πήρες χθες απʼ την Κλωντ, νομίζεις δεν το ξέρω, αραίωνε, να βγείτε της σίτισης στο γύρευε, όχι έτοιμα από τις άλλες ομάδες, πάγαινε στα μαγαζιά γύρω, πες τους και θα σου δώσουν, είσαι και μπάνικος ρε φίλε, άντε μπράβο, για μου ʽρθες για τίποτʼ άλλο, μπρος είπα....
Σωτήρη δε θα σου πω εγώ τι πρέπει να γράψεις στο post σου σήμερα, γράψε το πατερημών ρε γαμώ το, εξεγερμένοι είμαστε όχι γραμματεία, αααα μα πια, μʼ έπρηξες.... Μάλιστα κύριε, καλά κάνετε την ταξινόμηση, έχετε δουλέψει στο δημόσιο σίγουρα, δε θέλετε να μου πείτε, καλά κάνετε, εδώ ο καθένας λέει μόνον ότι θέλει, όχι ότι θέλουν οι άλλοι.... πάντως και χωρίς το μουστάκι καλός θα ʽσαστε... όχι να μην το κόψετε, σας είπα γω να το κόψετε, γλυκούλης είστε κι έτσι, κατακοκκίνισε του λόγου του....
Βρε βρε βρε, καλώς τονε το Βαγγέλη, τι μας έφερες Ευάγγελε πάλι, καπάκια, ορίστε εδώ βάλε τα φίλε, πόσα είναι, είκοσι δύο, μπράβο ρε συ Βάγγο, ακόμα δυο χιλιάδες περίπου κι ορίστε το καροτσάκι για τη δικιά σου, άντε καλό μου παιδί... δεν έχεις πού να ψάξεις άλλο είπες, στα σκουπίδια κοίταξες, γιατί όχι, τόσος κόσμος ψάχνει στα σκουπίδια και μαθαίνει καλύτερα την κοινωνία μας έτσι, σαν τι νομίζεις εσύ, μόνο για τα χρήσιμα ψάχνει, να σπουδάζει θέλει κιόλας, κι όσα διαβάζεις από τα πεταμένα των ανθρώπων, δεν τα μαθαίνεις απʼ όσα κρατάνε σαν χρήσιμα δήθεν, ορίστε, φερʼ ειπείν τα καπάκια από τα νερά και τα αναψυκτικά, θα το σκεπτόσουνα εσύ πως κάθε που μαζεύουμε τέσσερις χιλιάδες απʼ αυτά, παίρνουμε κι ένα αναπηρικό καροτσάκι;
Τον είδε αργότερα να ψάχνει μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, να κρατάει ένα καπάκι και να διστάζει τι να κάνει με το μπουκάλι που δεν ήταν τελείως άδειο, τον πρόσεξε να ξεκινάει για τις υπαίθριες τουαλέτες, στη συνέχεια να τριγυρνάει τις εκατοντάδες όμοιες δεμένες στους κορμούς των δέντρων και στις στήλες του ηλεκτρικού της μεγάλης πλατείας γύρω γύρω στην κατασκήνωση με τις πολύχρωμες σκηνές... αγάντα Βαγγέλη, του φώναξε και κείνος ανορθώθηκε, χαμογέλασε, αντιχαιρέτησε με το ʽνα χέρι το κομμένο και ύστερα.... τον ξανάδε στη διαδήλωση να υψώνει το ανέγγιχτο σε γροθιά και πότε πότε να σταματάει να μαζέψει από κάτω κάτι.
Μέρες κάμποσες αργότερα ο Μάρκος διαδήλωνε πάλι, φωνάζοντας τα συνθήματα της οργής και τα δίστιχα συμπεράσματα μιας ζωής στο πάλεμα. Εκείνη τη φορά όμως ήταν στην αρχή κι έσπρωχνε το αναπηρικό που ʽχε επάξια κερδίσει για τη φίλη του την Ερατώ, ενώ πότε πότε έσκυβε μαζεύοντας τα καπάκια που του ʽδειχνε η κοπελιά με την κόκκινη σημαία και τα πράσινα μάτια, Παναγία μου τι μάτια ήτανε κείνα, και πόσο γλύκαιναν σα γύριζαν και κοίταζαν το σύντροφό της!
*Αντώνης Κακαράς, συγγραφέας
kakaras.wordpress.comΔείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα