Μιλτιάδης Μαλακάσης - Ο αριστοκράτης της ποίησης
Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869 - 1943): Ποιητής και πεζογράφος
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Μιλτιάδης Μαλακάσης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. (Πηγή: Ο ερευνητής της Βέροιας)
Μιλτιάδης Μαλακάσης - Ὁ ἀριστοκράτης τῆς ποίησης
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ», τοῦ δημοσιογράφου-συγγραφέα Β. Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
Βέρος Μεσολογγίτης, ποὺ ἀγαποῦσε μὲ πάθος τὸν ἱερὸ αὐτὸν τόπο. Οἱ πρόγονοι τοῦ Μαλακάση (Μαλακάσας ἦταν τὸ ὄνομά του, τὸ ὁποῖο ἄλλαξε ὅταν ἔφτασε στὴν Ἀθήνα) κατεβήκανε ἀπὸ τὴν Πίνδο στὸ Μεσολόγγι, πολλὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἀσχοληθήκανε ὅλοι με τὸν ἐθνικὸ ξεσηκωμὸ καὶ ὁ παππούς του, ὁ Χαράλαμπος, ὑπῆρξε ἄνθρωπος τοῦ Ἀλέξανδρου Μαυροκορδάτου, τὸν ὁποῖο πίστευε καὶ ἐκτιμοῦσε. Ἤτανε πολιτάρχης καὶ πυροβολητὴς στὴ διάρκεια τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου. Ὁ πατέρας του ἦταν στρατιωτικὸς καὶ μετὰ τὸν ἀγῶνα ἀφοσιώθηκε στὴν καλλιέργεια τῶν κτημάτων του, στὸ Γαλατᾶ Μεσολογγίου.
Ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης ἤτανε μοναχογιὸς ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἀδερφές. Ἡ οἰκογένεια εἶχε ἀδυναμία στὸ ἀγόρι, ποὺ τὸ παραχαϊδεύανε. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἄρχισε νὰ γράφει ποιήματα, ἀλλὰ εἶχε ἐπιδόσεις καὶ στὸ εὐθυμογράφημα καὶ στὸ ρομαντικὸ πεζοτράγουδο. Ὡς μαθητὴς τοῦ γυμνασίου δὲν ἤτανε καὶ πολὺ καλός, ἔχασε μάλιστα καὶ χρονιές. Γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὶς γυμνασιακές του σπουδὲς στάλθηκε στὴν Ἀθήνα, ποὺ ᾖρθε τὸ 1885, γιὰ νὰ καταφέρει νὰ πάρει τὸ πολυπόθητο ἀπολυτήριο. Στὴν Ἀθήνα βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ γνωριστεῖ μὲ φιλολογικοὺς κύκλους καὶ νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις», ποὺ εἶχε ἔντονη φιλολογικὴ ὕλη καὶ τὰ περιοδικὰ «Διόνυσος», «Παναθήναια» καὶ τὸ «Περιοδικό μας». Γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν (1888-1896) τὴν ὁποία δὲν τέλειωσε. Στὰ φοιτητικά του χρόνια ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης μετέχει σὲ ὅλες τὶς μποέμικες νεανικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τρέλες.
Τὸ πρῶτο ποίημα, διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς σὲ συνέντευξή του στὴν Εἰρήνη Ἀθηναία τὸ 1930, τὸ ἔγραψε μικρὸ παιδί, ὡς δεκατεσσάρων χρόνων:
«Ἐπέρασα μιὰ μέρα τὸ ποτάμι αὐτὸ καβάλλα, ἀνάμεσα σὲ περάτες, οἱ ὁποῖοι μὲ βοηθοῦσαν. Τὸ πανόραμα ἑνὸς ἐξαγριωμένου ποταμοῦ, ποὺ μὲ τοὺς ἀφροὺς τοῦ ἐσχημάτιζε θεία λουλούδια μίλησε τόσο ἀποκαλυπτικὰ μέσα μου, ποὺ ὅταν βρέθηκα ὕστερα στὸ σπίτι μου, ἔγραφα χωρὶς νὰ ξέρω καὶ ῾γὼ πῶς, ἕνα ἐλεγεῖο σὲ μιὰ παιδίσκη. Θυμᾶμαι καὶ μερικοὺς στίχους ἀπὸ αὐτὸ τὸ ποίημα, ποὺ ἄρχιζε ἔτσι:
«Μ᾿ ἀρέσει ν᾿ ἀνοίγω – τὸ γράμμα σου ἐκεῖνο – τὰ δάκρυα νὰ χύνω – σὲ κάθε γραμμὴ – καὶ κεῖ καρφωμένος – μὲ μάτια σκυμμένα – νὰ βλέπω ἐσένα – ἀκόμη θερμή.
»…Ἔγραψα, συνεχίζει ὁ Μ. Μαλακάσης, καὶ στὴν καθαρεύουσα ποιήματα. Ἕνα ἐλεγεῖο ποὺ τὸ ἀπήγγειλα μάλιστα στὸ νεκρὸ τοῦ ἀπόγονου τοῦ μεγάλου Καψάλη». Ὁ Παλαμᾶς, στὸν ὁποῖον, ἀργότερα, πειράζοντάς τον, τοῦ ὑπενθύμισα τοὺς στίχους του στὴν καθαρεύουσα, μοῦ ἔλεγε, ἀνταποδίδοντάς μου τὸ πείραγμα:
- Πρόσεχε, γιατί τὸ ποίημά σου στὸν Καψάλη τὸ ἔχω ἐδῶ!».
Τὸ 1897 γνωρίζεται μὲ τὸ διάσημο Ἑλληνογάλλο ποιητὴ Ζὰν Μωρεάς, ποὺ εἶχε ἔρθει στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ λάβει μέρος στὶς πολεμικὲς ἐκστρατεῖες. Οἱ δυὸ ἄντρες συνδέονται στενὰ καὶ ὁ Μαλακάσης ἀναγνωρίζει ὡς δάσκαλό του τὸν Μωρεάς. Τὸ 1908 ὁ Μ.Μ. νυμφεύεται τὴν Ἐλίζα Δεληγιώργη, τρίτη κόρη τοῦ Ἐπαμεινώνδα Δεληγιώργη, τέσσερις φορὲς Πρωθυπουργοῦ, ποὺ τὸν καθιστᾷ ἐξάδελφο ἐξ ἀγχιστείας μὲ τὸν Ζὰν Μωρεάς. Ὁ σύνδεσμός του μὲ τὸν Μωρεὰς τὸν φέρνει στὸ Παρίσι, ὅπου ζεῖ ἀπὸ τὸ 1909 ὡς τὸ 1915. Ἀπὸ τὸ Παρίσι ταξιδεύει στὴ Γερμανία καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ Παρίσι μπαίνει στὰ φιλολογικὰ σαλόνια καὶ τὰ καφενεῖα, ποὺ ἀνθοῦν ἐκείνη τῶν περίοδο.
Τὸ 1924 τιμήθηκε μὲ τὸ Ἐθνικὸ Ἀριστεῖο Γραμμάτων. Ἀπὸ τὸ 1917 ὡς τὸ 1935 καὶ ἀπὸ τὸ 1936 ὡς τὸ 1937 διηύθυνε τὴ Βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς. Διετέλεσε καὶ πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν.
Ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης πέθανε στὶς 27 Ἰανουαρίου 1943 στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός», ὅπου λίγες ἡμέρες νωρίτερα εἶχε φύγει ὁ συμπατριώτης του λογοτέχνης Ἀντώνης Τραυλαντώνης. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζουνε τὰ ποιήματα ποὺ δημοσιευθήκανε μὲ τὸ γενικὸ τίτλο «Μεσολογγίτικα». Τὰ ποιήματα αὐτὰ κινήσανε τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ λογοτεχνικοῦ κόσμου καὶ σῴζονται γράμματα πρὸς τὸν Μιλτιάδη Μαλακάση, ποὺ τὸν συγχαίρουνε καὶ τὸν ἐπαινοῦν. Μεταξὺ αὐτῶν ὁ Κ.Π. Καβάφης καὶ ὁ Νίκος Καζαντζάκης.
Ὁ Κ.Π. Καβάφης τοῦ γράφει:
«Ἀγαπητὲ μαίτρ,
(…) Φιλία κ᾿ ἐκτίμησις ἀπὸ σᾶς πολὺ μὲ συγκινοῦν.
Εἶμαι θαυμαστὴς τοῦ ἔργου σάς. Ἀπὸ τὲς ἀρχὲς τοῦ σταδίου σας μὲ ἄρεσεν ἡ ποίησίς σας. Τώρα ποὺ σᾶς γράφω –ποὺ πρώτη φορὰ ἐπικοινωνῶ κατευθείαν μαζύ σας- ζωντανεύουν μέρες παληές. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1903 –ὅταν ἤμουν στὰς Ἀθήνας-. Τότε εἶχαν βγεῖ ἡ «Ὧρες»: καὶ διάβαζα τοὺς λεπτούς, τοὺς ἔμορφους στίχους των. Μ᾿ ἔρχονται στὸ νοῦ κάτι χαριτωμένες περικοπὲς ἑνὸς ἄρθρου ποὺ εἶχε γράψει τότε γιὰ σᾶς ὁ Νιρβάνας, καὶ μία πολὺ συμπαθητικὴ φωτογραφία σας ποὺ ἐτύπωσαν τὰ «Παναθήναια».
Ἔκτοτε πέρασαν πολλὰ χρόνια, γράψατε ἄλλα ὡραῖα ποιήματα, γράψατε τὸ θαυμάσιο «Μπαταριᾶ», τὸν θαυμάσιο «Τάκη Πλούμα», τὸν θαυμάσιο «Μπάϋρον» κι αὔξησεν ἡ ἀγάπη μου πρὸς τὴν ποίησί σας.
Τὸ ἔργο σας ἐπιβάλλεται μονάχο του. Δὲν ἔχει καμιὰν ἀνάγκη ἀπὸ μένα. Ἀλλὰ ἁπλῶς γιὰ εὐχαρίστησι δική μου, ἀπὸ χρόνια εἶναι ποὺ μιλῶ συχνά, πολὺ συχνά, - πρὸ πάντων στοὺς νεώτερους – γιὰ τὴν ὑπέροχη συμβολὴ σὰς στὴν νεοελληνικὴ Τέχνη.
Ἀγαπητὲ μαίτρ, σὰς εὐχαριστῶ γιὰ τὸ γράμμα σάς.
Ὁ φίλος σας,
Κ.Π. Καβάφης».
Καὶ ὁ Νίκος Καζαντζάκης ὅταν βρισκότανε στὸ Παρίσι, στέλνει ἐπιτολὴ στὸν Μιλτιάδη Μαλακάση, γιομάτο νοσταλγία. Τοῦ γράφει:
«Στὸ Παρίσι ξαφνικὰ θυμήθηκα τὸ Μπαταριᾶ σας, τὸν Τάκη Πλούμα, λαχτάρισα πάλι τὴν Ἑλλάδα, σιχάθηκα τὴ Φραγκιά. Σᾶς εὐχαριστῶ, σᾶς εὐγνωμονῶ γιατὶ γράψατε τὰ τραγούδια αὐτά».
Ὁ Μιχ. Περάνθης σημειώνει γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Μιλτιάδη Μαλακάση:
«Ἡ γνησιότητα τοῦ λυρισμοῦ του διατηρεῖ ὡς σήμερα τὴν εὐμενῆ της ἀπήχηση, ποὺ κάνει τὸν Μαλακάση ἀγαπημένο τῶν φίλων τῆς ποίησης. Γιατὶ τὰ λυρικά του νοήματα δίνονταν σὲ μία λαγαρὴ ἀποκρυστάλλωση, συνδυασμένη μ᾿ ἕναν τόνο τραγουδιστικό. Ὁ οἶστρος του εἶναι εἰλικρινὴς καὶ ἀβίαστος, ἡ συναισθηματική του προσπάθεια εὐγενικὴ καὶ ἡ μελαγχολική του διάθεση ἐναλλάσσεται μὲ τὸν ξέχειλο αὐθορμητισμὸ ἑνὸς φιλόγελου, ποὺ συλλαμβάνει νότες ζωγραφικῆς εὐθυμίας καὶ ρωμέικων καημῶν».
Πηγή:
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/miltiadhs_malakashs_poems.htm#%CE%91%CE%93%CE%91%CE%A0%CE%97
Φωτο από Ερευνητής της Βέροιας
Ἀγάπη
Ἂς μὴ γυρίζει ὁ λογισμὸς στὰ χρόνια ἐκεῖνα πίσω.
Κάλλιο μιὰ τέτοια θύμηση γιὰ πάντα νὰ χαθῇ,
Ποιὸς ξέρει, τώρα θἄτανε γραφτὸ νὰ σ᾿ ἀγαπήσω,
Καὶ τόσο ποὺ καμμιὰ ποτὲ δὲν ἔχει ἀγαπηθῇ.
Κι ἂν ἔφυγεν ἡ νιότη σου, ποὺ θλίβεσαι γιὰ δαὔτη,
Ὡς γιὰ πουλὶ ποὺ πέταξε μἄλλα μαζὶ πουλιά,
Περσότερο ἀπὸ μία ἄνοιξη τὸν ἔρωτά μου ἀνάφτει
Τοῦ χινοπώρου τἄγγιγμα στὰ ὡραῖα σου τὰ μαλλιά.
Κι ἀκόμα φτάνω ν᾿ ἀγαπῶ σ᾿ ἐσὲ μίαν ἄλλη εἰκόνα,
- Τ᾿ ὁρκίζομαι στὰ μάτια σου ποὺ τόσο λαχταρῶ, -
Τὸν ἥμερο κι ἀνέφελο καὶ τὸ γλυκὸ χειμῶνα,
Ποὺ στὸ χλωμό σου πρόσωπο μία μέρα θὰ θωρῶ.
Καὶ μάθε το, τὶς μελιχρὲς λαμπράδες τοῦ Δεκέμβρη,
Καὶ τὶς φεγγαροσκέπαστες τοῦ Γενναριοῦ ὀμορφιές,
Μήτε στὶς τρέλλες τ᾿ Ἀπριλιοῦ κανένας θὰ τὶς εὕρῃ,
Μήτε καὶ στὶς μονότονες τοῦ Μάη καλοκαιριές..
Βροχή
Ἔξω βροχὴ κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
Μαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποῦ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.
Τὰ σύγνεφα ποὺ ἀνεμοδέρνονται
Καὶ σιγαλὰ βογκοῦν καὶ κλαῖνε,
Δὲ σέρνουν τὴν ψυχή μου σκλάβα τους,
Μ᾿ ὅλα τὰ μυστικὰ ποὺ λένε.
Κάποτε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ παράθυρον,
Ὅπως καθόσουν στὸ πλευρό μου,
Κύτταζα στὰ γλαρὰ τὰ μάτια σου
Τὴ θλιβερὴ βροχὴ τοῦ δρόμου.
Κ᾿ ἔβλεπα ἀκόμα, πιὸ μακρύτερα,
Μέσα στὰ μάτια σου καὶ πάλι,
Τὰ σύγνεφα ποὺ τὰ ταξίδευε
Στὸν οὐρανὸ ἡ ἀνεμοζάλη.
Ἔξω βροχή, κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
Μαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποὺ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.
Τὰ σύγνεφα ποὺ τώρα κρέμονται,
Καὶ χαμηλώνουν κι ὅλο βρέχουν,
Δὲν καθρεφτίζονται στὰ μάτια σου,
Κι ἄλλους κρυφοὺς καϋμοὺς δὲν ἔχουν...
Άλλα τρία ποιήματα στο video που ακολουθεί:
Ανοιξιάτική μπόρα
Στο περιγιάλι
Βενετσάνικο
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα