Έως 27/7
Γράφει ο Μανώλης Κρανάκης
Η δεκαεπτάχρονη Ζενεβιέβ ζει με τη χήρα μητέρα της, ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος με ομπρέλες στο Χερβούργο. Είναι ερωτευμένη με τον εικοσάχρονο Γκι, μηχανικό αυτοκινήτων και σχεδιάζουν κρυφά να παντρευτούν. Oταν το ανακοινώνει στη μητέρα της, εκείνη το απαγορεύει λέγοντας ότι ο Γκι είναι πολύ νέος και δεν έχει πάει καν στρατό. Eτσι ο Γκι αποφασίζει να παρουσιαστεί στο στρατό και αναχωρεί για την Αλγερία. Ενώ ο Γκι έχει φύγει η Ζενεβιέβ ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος. Μετά από προτροπή της μητέρας της, αναγκάζεται να αποδεχτεί την πρόταση γάμου του έμπορου πολύτιμων λίθων Ρολάν Κασάρ, ο οποίος την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και της υπόσχεται να μεγαλώσει το παιδί σαν να ήταν δικό του. Στην Αλγερία ο Γκι τραυματίζεται και επιστρέφει στο Χερβούργο πριν περάσουν τα δύο χρόνια της θητείας του αλλά η Ζενεβιέβ έχει ήδη φύγει ακολουθώντας τον σύζυγό της για μια νέα ζωή.
Υπάρχει κάτι το ανατριχιαστικά ρεαλιστικό στον ολοκληρωτικά τεχνητό κόσμο του Ζακ Ντεμί. Λες και όσο οι «Ομπρέλες του Χερβούργου» απομακρύνονται από την πραγματικότητα, ασφαλείς μέσα στο υπερφωτισμένο, υπερχρωματισμένο και υπερρεαλιστικό σύμπαν τους, τόσο πιο επιθετικά αποκαλύπτουν την αλήθεια τους.
Λίγη ώρα μετά τους τίτλους αρχής δεν σκέφτεσαι πια πως σε αυτήν την ταινία οι ήρωες δεν μιλούν, αλλά τραγουδούν. Δεν αναρωτιέσαι γιατί η Ζενεβιέβ και ο Γκι περπατούν σαν να πετάνε, στη σκηνή του αποχωρισμού τους. Δεν εκπλήσσεσαι όταν, σε μια πρωτοφανή technicolor έκρηξη, η παλέτα των παστέλ χρωμάτων ρουφάει μέσα στη συμβολική αφέλεια της κάθε ίχνος αληθοφάνειας αυτής της μεγάλης, τραγικής ερωτικής ιστορίας.
Ολα στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» μοιάζουν ψεύτικα: τα σκηνικά, τα χρώματα, τα καφέ, τα διαμερίσματα, ακόμη και η βροχή, μόνιμο χαρακτηριστικό του κλίματος του Χερβούργου. Ολα στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» είναι υπερβολικά: η μουσική του Μισέλ Λεγκράν, το λιμπρέτο του Ζακ Ντεμί, η διαδρομή της μοίρας που θα χωρίσει δύο νέους, βγαλμένη σαν από τις σελίδες ενός φτηνού ρομαντικού μυθιστορήματος. Ολα στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» είναι σινεμά: τα τρία μέρη στα οποία χωρίζεται το φιλμ, το πνεύμα του Βινσέντε Μινέλι και του Μαξ Οφίλς που ίπταται πάνω από κάθε σκηνή, η κίνηση της κάμερας του Ντεμί που κρατάει το ρόλο του μοναδικού «χορευτή» σε ένα μιούζικαλ χωρίς χόρο.
Κι, όμως, με έναν μαγικό τρόπο, όλα στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» είναι απόλυτα φυσικά. Οχι μόνο επειδή ο Ντεμί σκηνοθετεί πριν από οτιδήποτε έναν αρχετυπικό εφηβικό έρωτα, αλλά κυρίως γιατί η πρόθεσεις του είναι διάφανες, όσο τα ανεπιτήδευτα πρόσωπα της Κατρίν Ντενέβ και του Νίνο Καστλνουόβο που διασχίζουν τα χρόνια, καταδικασμένοι να χάσουν από έναν κόσμο πιο σκληρό από τους ίδιους και πιο μικρό από την αγάπη τους.
Η ιστορία τους, γραμμένη πάνω σε ένα άλλοτε μπριόζικο και άλλοτε βαθιά μελαγχολικό πεντάγραμμο, είναι η ιστορία δύο παιδιών που θέλησαν να παίξουν με τους δικούς τους όρους, ξεχνώντας πως σε μια κοινωνία «παράφωνων» όσοι τραγουδούν τα σωστά λόγια αγάπης μοιάζουν με «ξένους». Λίγο πριν το σπαρακτικό φινάλε, η ζωή που δεν έζησαν βρίσκεται στην καρδιά του αριστουργήματος του Ζακ Ντεμί σαν το πιο πικρό σχόλιο για την τραυματισμένη από τον πόλεμο στην Αλγερία Γαλλία, το νέο κόσμο που σε λίγο θα ξεκινούσε την επανάσταση του και την φενάκη ενός ονείρου που δεν θα βγει ποτέ αληθινό.
Ναι, οι «Ομπρέλες του Χερβούργου» είναι ένα μελόδραμα, από τα μεγαλύτερα που γυρίστηκαν ποτέ. Και δεν ντρέπεται στιγμή γι'αυτό. Την ίδια στιγμή είναι μια σπουδή πάνω στο (παρεξηγημένο) είδος του μελοδράματος. Οσο αντιφατικό και αν ακούγεται αυτό, ο Ντεμί πετυχαίνει την απόλυτη ταύτιση, χωρίς ποτέ να θυσιάζει ίχνος από την κινηματογραφική του μαγεία. Οπως ακριβώς ακυρώνει (χωρίς να ακυρώνει) το άλλο παρεξηγημένο είδος, αυτό του μιούζικαλ. Αφήνοντας για πάντα το αμερικάνικο μιούζικαλ να «τραγουδάει στη βροχή», o Ντεμί δημιουργεί την δική του τεχνητή χειμαρρώδη καταιγίδα που ξεπλένει, όμως, στ' αλήθεια κάθε πιθανό συναίσθημα του θεατή, απαιτώντας από αυτόν ένα μόνο πράγμα: να μην κρατάει ομπρέλα.
Οσο για το happy end, αυτό δεν θα έρθει ποτέ σε αυτό το μιούζικαλ. Γιατί παρόλη την πίστη του πως το σινεμά μπορεί, υπό συνθήκες, να είναι η αληθινή ζωή, ο Ντεμί θα το γράψει καθαρά, θα το πει δυνατά και, στην πιο μεγαλειώδη στιγμή του υπερβατικού σινεμά του, θα το τραγουδήσει: «Οι άνθρωποι πεθαίνουν από έρωτα μόνο στις ταινίες».