20 χρόνια χωρίς... τον Νικηφόρο Βρεττάκο - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
20 χρόνια έχουν μόλις συμπληρωθεί από την Κυριακή 4 Αυγούστου του 1991, τότε που ο Νικηφόρος Βρεττάκος έφυγε από κοντά μας… Και γράφω «έφυγε», επειδή κάποιοι άνθρωποι, όπως ο μεγάλος αυτός Λάκωνας ποιητής, που εξακολουθούν να ζουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν, στη μνήμη και κυρίως στην ψυχή μας, δεν πεθαίνουν ποτέ…
Ως απότιση ελάχιστου φόρου τιμής στη μνήμη του, ας θυμηθούμε ένα από τα πιο γνωστά κι αγαπημένα από όλους μας ποιήματά του, το «Ανεπίδοτο γράμμα» (από τη Συλλογή «Ο χρόνος και το ποτάμι»).
Εσείς πουλιά του Μάη και της Άνοιξης
Ταΰγετος, 26 Ιουλίου.
Αγάπη μου,
Το γράμμα αυτό τραγουδισμένο από ψηλά,
στον άνεμο και στα διαβατικά γεράκια μοιρασμένο,
εύχομαι να σε βρει καλά.
Η ψυχή μου είναι τόσο τρυφερή για να κάθεται εδώ σιωπηλή,
μοναχή της, γιομάτη κουβέντες. Κοίταξα γύρω μου, μα όχι
δεν ήσουν.
Δεν ήσουν αγάπη μου. Αν ήσουνα πλάι μου
θα σου τα ’λεγα όλα. Μέσα στο αίμα μου,
ξέρεις, θα σου ’λεγα, ταξιδεύουν αστέρια.
Με γαλούχησε η νύχτα που απλώνεται πάνω μας.
Και συ θα με πίστευες. Μη μου τρέμεις,
θα σου ’λεγα. Μου ’μεινε το φεγγάρι, καρδούλα μου.
Μου ’μεινε αυτός ο πατέρας, ο γιομάτος από φίλους κι αδέλφια μου,
και μου ’μεινε αυτός ο μεγάλος αγέρας
που φυσάει και κουνάει εδώ πάνω σαν έναν
πολυέλαιο απ’ άστρα και τραγούδια τα σπλάχνα μου.
Δε μου πήρανε τίποτα. Μου ’μεινε
της ψυχής μου η δροσιά.
Μη φοβάσαι καρδούλα μου.
Κι εσύ θα με πίστευες.
Όλη νύχτα λοιπόν σε σκεφτόμουν κι ανέβαινα.
Τελευταίο προσκύνημα στους παιδικούς άγιους τόπους μου.
Όλος ο κόσμος θα ήταν παρών· αλλά έλειπες.
Γονάτισα πάνω στο σάκκο μου,
έβαλα κάτω τις μέρες που πέρασαν,
τα μέτρησα πάλι, τα λογάριασα όλα,
εκεί δίπλα στη Βρύση του Πουλιού, και τα δάκρυά μου
περίσσεψαν όπως τα νερά του χειμώνα.
Θυμήθηκα, ξέρεις, αγάπη μου, πως είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος,
σε μια απέραντη γη, που κι αγέρες φυσούν
και που η έρημος, ξέρεις, παγώνει τα ξέσκεπα πρόσωπα.
Όλες οι νύχτες δεν είναι το ίδιο.
Όλες οι μέρες δε μοιάζουνε φεύγοντας.
Τόσα χρόνια! Πώς μπόρεσα;
Την απέραντη αυτή μοναξιά, πώς τη σήκωσα; Μα όχι,
δεν ξέρω· μπορεί να μεγάλωσα κιόλας,
μια κι έπρεπε μόνος μου να γιομίσω την έρημο.
Σου το γράφω απ’ τον άγιο μου Ταΰγετο, λύπη μου.
Ο χειμώνας που πέρασε ήταν βαρύς και κανείς δεν το ξέρει
- για ένα παιδί που πορεύεται
και δεν έχει σε ποιον να το ειπεί, αποφασισμένο για όλα.
Μου μείναν αυτές οι ραβδώσεις στο στήθος
κι αυτές οι ρυτίδες στο μέτωπο,
φαγωμένες νεροσυρμές, ατελείωτοι χείμαρροι πίκρας.
Μου ’μεινε αυτό το χαμόγελο, που υπόσχεται πάντοτε
και ποτέ δεν ζητά
κρεμασμένο για όλους στο σταυροδρόμι της νύχτας.
Τα κοτσύφια, πετώντας, με ρωτάνε τι γίνεσαι·
και τι να τους πω! Έχω σκύψει το πρόσωπο
και σου γράφω, σου γράφω, σου γράφουμε όλα. Τα έλατα
μου ρίχνουν ψιθύρους να κλείσω το γράμμα σου.
Άραγε τι ώρα να ’ναι δίχως εσένα;
Γιατί κι ο χρόνος φεύγει παράξενα δίχως εσένα.
Κι ο ήλιος φωτίζει παράξενα. Σε ποιον να τον δώσω;
Περίσσεψε ο ήλιος, αγάπη μου, δίχως εσένα.
Σου γράφω, σου γράφουμε ατέλειωτα, βράδυασε
κι ακόμη σου γράφω.
Μα είναι αργά πια και τίποτα δε φεύγει για σένα.
Οι ταχυδρόμοι σφαλίσαν τους σάκκους τους κι έφυγαν
καλπάζοντας οι άμαξες. Πάνε σ’ όλο τον κόσμο.
Μονάχα σε σένα δε θα ’ρθουν αγάπη μου!
Υ.Γ.
Κατά τ’ άλλα, λησμόνησα να σου γράψω, καλή μου,
πως μου ’χτισε ο ήλιος μια φωλιά στην κορφή,
να λυτρώνω τη μοίρα μου κατάντικρυ στο άπειρο.
Είμαι τόσο καλά κι είναι όλα τόσο όμορφα,
τόσο αιώνια, που μου ’ρχεται
να χαϊδέψω την πέτρα, να το ειπώ στο Θεό,
πως δεν έχω παράπονο. Δεν το λέω για κανέναν.
Κουβεντιάζουμε οι δυο μας μέσα στο άπειρο, αγάπη μου,
φως με φως.
Σε φιλώ.
20 χρόνια έχουν περάσει από τότε που η «εφηβική καρδιά» του 79χρονου Νικηφόρου Βρεττάκου έπαψε να χτυπά… Σίγουρα, η έλλειψη της φυσικής παρουσίας του μεγάλου Λάκωνα ποιητή εξακολουθεί να πονά τους οικείους του, τους φίλους του και όλους εκείνους που είχαν την τύχη να τον συναντήσουν, να του σφίξουν το χέρι και να μιλήσουν μαζί του. Όμως, παραμένει και θα παραμένει ολοζώντανη, για πάντα, η Ουσία της ζωής του, η Ποίηση! Το ιδιαίτερα αξιόλογο – και ποσοτικά και ποιοτικά – έργο του, ένα έργο που αποπνέει Αγάπη και Ανθρωπιά, αποτελεί θησαυρό ανεκτίμητης αξίας που ανήκει σε όλους μας… Οι στίχοι του, κατακλυσμένοι από το άσβεστο Φως της Αγάπης και την ακατάβλητη δύναμη της Ανθρωπιάς, συντροφεύουν και ζεσταίνουν την ψυχή του καθενός μας… Κι εκείνος μας βλέπει και χαμογελά, λες και βρίσκεται ακόμη στον λατρεμένο του Ταΰγετο… Ίσως και λίγο ακόμη πιο ψηλά, εκεί που του ’χτισε ο ήλιος μια φωλιά στην κορφή…
Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου.
*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα