"Οι Προσευχές των Ναυτικών" - Νίκος Καββαδίας (audio)
Ποιος άλλος θα μπορούσε ποτέ να περιγράψει καλύτερα τη σκληρή και ιδιόμορφη ζωή των ναυτικών από τον χαρισματικό και βιωματικό Καββαδία;
Όμως, όσο κι αν η ζωή στο καράβι τούς μεταμορφώνει σε τραχιές και χοντροκομμένες φιγούρες που παλεύουν να επιβιώσουν στις αντίξοες συνθήκες του ξεκομμένου απ' τον υπόλοιπο κόσμο καραβιού, όσο κι αν οι στιγμές τους μοιράζονται ανάμεσα στην πρύμνη, την πλώρη και το αμπάρι και τ' αγαπημένα πρόσωπα περνούν από μπροστά τους σαν όνειρο την ώρα που το τεράστιο φορτηγό κονταροχτυπιέται με τα κύματα του ωκεανού, τόσο οι μικρές ευαισθησίες τους, που μοιάζουν καταχωνιασμένες και ξεχασμένες, με πείσμα έρχονται να τους θυμίσουν την ανθρώπινη υπόστασή τους.
Άλλη μια μέρα φεύγει σκορπισμένη σε θάλασσες μακρινές κι ανοίκειες.
Καταμεσής του πελάγους ατενίζουν το λιόγερμα οι ναυτικοί, στα χρώματα της πορφύρας να βάφει τη θολή γραμμή των οριζόντων, στις σκέψεις του βυθισμένος ο καθένας.
Και καθώς το λυκόφως αγκαλιάζει το πλοίο και τη θάλασσα, τον ουρανό και τη ζωή τους κι όλα μπερδεύονται και γίνονται ένα κι όλα το σκοτάδι τα καταπίνει, τότε είν' η στιγμή που αποκαμωμένοι κι αποκαρδιωμένοι - καταπώς το συνήθιζε ο καθένας στη μακρινή πατρίδα του - θα πει την προσευχή του.
Κινέζοι, Γιαπωνέζοι, Κούληδες από την Ινδοκίνα και Ρωμιοί, Αράπηδες κι Ευρωπαίοι, μυστικά - θαρρείς - συμφωνημένοι, το Θεό τους ικετεύουν καλά να ξημερώσουν, χωρίς φουρτούνες να ταξιδέψουν, ούριος άνεμος να τους συντροφεύει, το ταξίδι σύντομο να είναι, χωρίς απρόοπτα, χωρίς λαχτάρες κι εκεί στη στεριά μια αγκαλιά ανοιχτή ακούραστα να τους προσμένει.
Ας τους προστατεύει λοιπόν ο Θεός του καθενός, όπου κι αν βρίσκονται, όπου κι αν πηγαίνουν...
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Μελοποίηση, ερμηνεία: Ξέμπαρκοι
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα