Το ποίημα «Η σονάτα του σεληνόφωτος», ένα από τα πιο γνωστά και ευρύτατα διαδεδομένα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, μια σύνθεση μεγίστης ευαισθησίας και υψίστου ποιητικού κάλλους, γράφτηκε στην Αθήνα, τον Ιούλιο του 1956, και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε σε τεύχος στον τόμο Τέταρτη διάσταση, ο δε Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ο Παντελής Πρεβελάκης, στο βιβλίο του «Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος» (Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981), αναφέρει μεταξύ άλλων πως το ποίημα αυτό «ωριμότερο από τα προηγούμενα» είναι «…το πρώτο από μια σειρά όπου ο ποιητής λογοδοτεί στην Ποίηση και όχι στην Πολιτική…» και πως «…η διάδοση που είχε η Σονάτα σ’ Ανατολή και Δύση και οι πολλαπλές ερμηνείες που επιδέχεται δείχνουν πως ο Ρίτσος κινήθηκε αυτή τη φορά μέσα στον ορισμό της ποίησης» (σ. 203).
Ας απολαύσουμε την απαγγελία του Πρώτου Μέρους του ποιήματος από τον ίδιο τον Γιάννη Ρίτσο:
Δεύτερο Μέρος
Φορές – φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του
αρκούδα
με τομαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν
πια να βγουν έξω
μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς
αρκούδας –
κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για πού και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παι-
διά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο
παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χει-
λιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κι ενός αργού θανάτου –
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της
ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που τις
ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Άφησέ με να’ ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολ-
λήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μού πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαί-
νουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει
αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια·
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω·
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου.
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ’ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
– τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω – κι όταν σηκώνω το φλιτζά-
νι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, – αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του·
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοι-
τάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, –
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
Βαθύ – βαθύ το πέσιμο,
βαθύ – βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθειά – βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, –
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο
σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, – πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος. Έτσι κά-
θε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες
του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κι ετοιμάζω δυό – ποιος να τον πιεί τον άλλον; –
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τον πράσινο
γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάν-
τα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου.
Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα ’ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μάς αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, –
ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ’κρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο Νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Άη – Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, – ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ’ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: «Η παρακμή μιας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ’ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει…
Ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 206 – 208) έχει τη γνώμη πως «ο συνετός αναγνώστης πρέπει ν’ αρκεσθεί να εννοήσει την σύνθεση ως υπαρξιακό ψυχόδραμα, και συνάμα ως συμβολικό ποίημα. Το ψυχόδραμα, το παρακολουθεί κανείς με την απλή ανάγνωση, αφήνοντας τη φαντασία του να συμπληρώνει τα κενά, ανάλογα με τη δική του ψυχική πείρα. Όσο για το συμβολισμό του ποιήματος, η σύντομη φράση “Η παρακμή μιας εποχής” δίνει το κλειδί μιας ερμηνείας. Η γυναίκα εκπροσωπεί έναν πολιτισμό που πεθαίνει, ο νέος έναν πολιτισμό που γεννιέται. Ιστορική νομοτέλεια· γι’ αυτό, το γέλιο του νέου “δεν είναι καθόλου ανάρμοστο”. Η Σονάτα του σεληνόφωτος του Μπετόβεν, που συνόδευσε χαμηλόφωνα τον μονόλογο της ηλικιωμένης γυναίκας, ανήκει στον πολιτισμό που ψυχορραγεί. Η “πολύ γνωστή μουσική φράση” που ακούεται από το δυναμωμένο μεγάφωνο του γειτονικού μπαρ, συμβολίζει τη νέα βαρβαρότητα, δηλαδή την πρώτη φάση ενός νέου πολιτισμού…».
Η καίριας σημασίας φράση «Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου», η οποία επαναλαμβάνεται ως επωδός στο εκτενές αυτό ποίημα (227 στίχοι) του Γιάννη Ρίτσου, απαντά συνολικά 15 φορές και, κάθε φορά, είναι διαφορετικά φορτισμένη. Πρόκειται για μια ένθερμη ικεσία, για μια «σπαραχτική επίκληση», η οποία – ακριβώς επειδή επαναλαμβάνεται – δηλώνει την άμεση ανάγκη της ηλικιωμένης γυναίκας να κρατηθεί, να αγκιστρωθεί από την ίδια τη ζωή, που εδώ εμφανίζεται με την παρουσία του όμορφου νέου… Αυτή η φράση εκφράζει και το ερωτικό πάθος αλλά και την υπαρξιακή αγωνία, και εκφέρεται με τον δισταγμό εκείνο που διακρίνει την ηλικιωμένη γυναίκα…
Η αναγεννησιακή εποχή της Άνοιξης, το υποβλητικό φως του φεγγαριού, οι μελαγχολικοί ήχοι της σονάτας του Μπετόβεν και η εκθαμβωτική γοητεία του νεαρού άνδρα δημιουργούν αναμφίβολα το πλέον κατάλληλο κλίμα για την εξομολόγηση της γυναίκας, η οποία αισθάνεται να «πνίγεται» από την μέχρι τώρα ζωή της· μια εξομολόγηση «άχρηστη» για την γυναίκα, αφού τελικά δεν την βοηθά να βγει από το αδιέξοδό της, αλλά ταυτόχρονα «χρήσιμη» για μας, επειδή μέσω αυτής (της εξομολόγησης) κατανοούμε απόλυτα την «ηρωίδα» της σύνθεσης, ανακαλύπτοντας την βαθιά συνειδητοποιημένη ύπαρξή της…
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου – της οποίας βασικά θεματικά μοτίβα αποτελούν ο χρόνος, η φθορά, η μοναξιά, ο έρωτας, ο θάνατος, η ποίηση και ο άνθρωπος ως ύπαρξη κοινωνική – έχει επανειλημμένα ανέβει στη Σκηνή, καθώς επιδέχεται πολλές ερμηνείες… Ο καθηγητής Νικηφόρος Παπανδρέου, ιδρυτής και καλλιτεχνικός Διευθυντής της «Πειραματικής Σκηνής της “Τέχνης”», έχει αναφέρει μεταξύ άλλων για τη «Σονάτα του σεληνόφωτος»: «…Τελικά, η ερωτική επίκληση παραμένει ανεπίδοτη, ο μονόλογος δεν καταφέρνει να γίνει διάλογος, ο αποδέκτης παραμένει αδιάβροχος. Αλλά υπήρξε στ’ αλήθεια αποδέκτης; Μήπως πρόκειται για φαντασίωση της ώριμης γυναίκας, μήπως “επινοεί” τον νεαρό ακροατή της γιατί τον έχει ανάγκη, μήπως όλα αυτά τα λόγια σπαταλήθηκαν άδικα, απευθύνθηκαν σ’ ένα “πουκάμισο αδειανό”; Ο ποιητής μιλάει στον επίλογο για μιαν “άχρηστη εξομολόγηση”. Αλλά γιατί άχρηστη; Μάλλον μας δοκιμάζει. Γιατί ο αληθινός αποδέκτης της εξομολόγησης είμαστε εμείς, αναγνώστες, θεατές. Τελικά ίσως η Σονάτα δεν είναι ένα ποίημα πάνω στη μοναξιά, αλλά, ακόμη μια φορά στο έργο του Ρίτσου, ένα ποίημα πάνω στην ποίηση, πάνω στη σχέση της ποίησης με τη ζωή. Της ποίησης, που είναι η παραμυθία για την τραγική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης».
Ολοκληρώνοντας αυτό το κείμενό μου, θα ήθελα να καταθέσω ανεπιφύλακτα την σκέψη μου πως η «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί μία αριστουργηματική σύνθεση που αναμφισβήτητα ξεχωρίζει στο πάμφωτο στερέωμα της παγκόσμιας ποίησης. Ο Γιάννης Ρίτσος, πέρα από την απαράμιλλη ποιητική του δεξιοτεχνία, αποδεικνύεται – μ’ αυτό, και όχι μόνο, το έργο του – ένας «Σύγχρονος Ευριπίδης», ο οποίος, όπως ακριβώς ο μέγιστος εκείνος τραγικός ποιητής της Κλασικής Αρχαιότητας, κατάφερε με μιαν άμετρη ευαισθησία να βυθίσει την ματιά του μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, ιδιαίτερα την γυναικεία…
*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η Μάχη της Κρήτης είναι γνωστή σε όλους.Μετά την κατάληψη του νησιού από τους ναζί ωστόσο, άρχισαν τα αντίποινα.
Στις 2 Ιουνίου 1941, στο χωριό Κοντομαρί Χανίων, οι Γερμανοί εκτέλεσαν 23 (;) άνδρες, ως αντίποινα για τις εκτελέσεις και τη σφαγή πολλών Γερμανών αλεξιπτωτιστών, που είχαν πέσει μέσα στους θάμνους. Πτώματα Γερμανών είχαν εντοπιστεί κοντά στο χωριό. Οι Γερμανοί όρμησαν ...