Οι Έλληνες στην Καθημερινή Ζωή των Ρωμαίων
του κ. Γιάννη Τζιφόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή Φιλοσοφικής ΑΠΘ.
Δεν μπορώ να
αντέξω, Ρωμαίοι πολίτες, τη Ρώμη ελληνική (Graecam urbem), αν και (εδώ που τα
λέμε) ποιο ποσοστό απ’ αυτό το κατακάθι (portio faecis) είναι
πραγματικοί Έλληνες; (60-61) … Πες μου, τί θέλεις νά ’ναι τούτος; Μιας και μαζί του μας κουβάλησε εδώ κάθε
τύπο: δάσκαλος (grammaticus), ρήτορας (rhetor), γεωμέτρης (geometres), ζωγράφος
(pictor), αλείπτης (aliptes), οιωνοσκόπος (augur), σχοινοβάτης (schoenobates),
γιατρός (medicus), μάγος (magus): ο πειναλέος Γραικύλος τα ξέρει όλα…
Γιουβενάλης, Σάτιρα 3.60-61 και 74-78
Στο απόσπασμα αυτό από την τρίτη σάτιρα
του Γιουβενάλη (αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ.) ο Ουμβρίκιος, ένας φτωχός και έντιμος
ρωμαίος πολίτης και παλιός φίλος του ‘ποιητή-συνομιλητή’ του στη σάτιρα,
στρέφει τα σατιρικά του πυρά κυρίως εναντίον των ‘Ελλήνων’, ή σωστότερα όλων
όσοι με εφόδια την ελληνική παιδεία και μόρφωση έχουν μετοικίσει από την
Ανατολή στη Ρώμη για μια καλύτερη τύχη (στίχοι 58-125). Απηυδισμένος από την
κατάντια της πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την προσωπική του
αποτυχία στην πρωτεύουσα αποφασίζει να μετακομίσει από τη Ρώμη στην Κύμη. Ο
‘ποιητής’, ο οποίος δεν ταυτίζεται με τον Γιουβενάλη, αποχαιρετώντας τον φίλο
του στην έξοδο της πόλης ακούει μια ανελέητη κριτική για τα κακώς κείμενα στη
Ρώμη.
Το όνομα Ουμβρίκιος (Umbricius) δεν
αποτελεί δημιούργημα του ποιητή, αφού ως όνομα απαντά στους Puteoli (Ιταλική
πόλη) και παραπέμπει στην αγροτική περιοχή της Umbria. Εντούτοις, η ετυμολογική
σχέση του ονόματος και με την umbra (= σκιά) προκαλεί εύλογες συνδηλώσεις για
το πρόσωπο/προσωπείο το οποίο επέλεξε ο ποιητής σε συνδυασμό με τον τόπο
προορισμού: ο Ουμβρίκιος, ‘ο κ. Σκιά’, μιλώντας εξ ονόματος των Ρωμαίων πολιτών
αποτελεί και κυριολεκτικά σκιά του αλλοτινού ένδοξου και περήφανου εαυτού του
και μετακομίζει στην Κύμη, την εκρωμαϊσμένη ελληνική αποικία των Ευβοέων, όπου
υπήρχε και σπηλιά για την κάθοδο στον Κάτω Κόσμο. Οι Ρωμαίοι πολίτες δεν έχουν
πλέον καμιά τύχη στη Ρώμη, είναι ‘σκιές, ζωντανοί νεκροί’ του αλλοτινού τους
εαυτού, αφού δεν μπορούν να συγκριθούν με όλους αυτούς τους παρείσακτους,
Έλληνες και εξελληνισμένους μετανάστες από τις ανατολικές επαρχίες της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας.
Αναμφίβολα, η σάτιρα του Γιουβενάλη
είναι προκλητικά υπερβολική, αλλά αυτός είναι και ο στόχος του προσωπείου του
σατιρικού ποιητή: ‘ιερή’ αγανάκτηση (indignatio) και οργή (ira). Η αντίδραση
όμως αυτή εναντίον των ‘Ελλήνων’ δεν είναι ούτε πρωτοφανής ούτε αδικαιολόγητη.
Παρόμοια σαφή μηνύματα είχαν ήδη εμφανιστεί κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., αν όχι και
νωρίτερα, όταν οι Ρωμαίοι ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους Έλληνες στην Κάτω
Ιταλία και τη Σικελία. Με τη ρωμαϊκή επέκταση προς ανατολάς κατά τον 2ο αιώνα
π.Χ. δημιουργήθηκαν και οι πρώτες ‘φιλελληνικές’ ομάδες στη Ρώμη οι οποίες
υιοθετούσαν νέες, ‘ξενόφερτες’ συνήθειες, με ονομαστότερο τον κύκλο των
Σκιπιώνων. Εναντίον του ‘φιλελληνικού’ αυτού ρεύματος υπήρξαν αντιδράσεις με
εντονότερες αυτές του Μάρκου Πορκίου Κάτωνα του Τιμητή, ο οποίος θεωρούσε την
ελληνική παιδεία και διανόηση ιδιαίτερα καταστρεπτικές για τα ρωμαϊκά ήθη των
προγόνων (mos maiorum) και τη ρωμαϊκή πολιτεία και κοινωνία. Μάλιστα, είναι
γνωστές τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις στις οποίες η σύγκλητος και οι άρχοντες
της Ρώμης πήραν δραστικά μέτρα απελαύνοντας Έλληνες φιλοσόφους και ρήτορες (το
173 π.Χ., το 161 π.Χ. και το 155 π.Χ.), ενώ ήδη το 186/5 π.Χ. η σύγκλητος με
δόγμα της προσπάθησε να εξαλείψει πλήρως από τη Ρώμη και την Ιταλία τη λατρεία του
Βάκχου/Διονύσου (Bacchus) και τις μυητικές του τελετές (Bacchanalia).
Οι φόβοι αυτοί του Κάτωνα φαίνεται ότι
επαληθεύονται, έστω και κατά τρόπο υπερβολικό, στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ.
από το Γιουβενάλη. Η Ρώμη έχει ‘εξελληνιστεί’ όχι μόνον ως προς τη σύνθεση του
πληθυσμού της, αλλά και ως προς τα χαρακτηριστικά της ως πόλης.
Ο χώρος συγκέντρωσης των πολιτών, το
ρωμαϊκό forum (η αγορά των ελληνικών
πόλεων) στη Ρώμη και τις ιταλικές πόλεις αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Στη Ρώμη από
την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα και μετά, σχεδόν κάθε αυτοκράτορας ανοικοδομεί,
επισκευάζει και καλλωπίζει ή κτίζει το δικό του forum, το σημαντικό αυτό κέντρο της
καθημερινής ζωής των ρωμαίων πολιτών.
Οι ρωμαϊκές λεγεώνες και οι στρατηγοί
που επιστρέφουν νικηφόροι από τις εκστρατείες στην Ανατολή μεταφέρουν μαζί τους
κάθε είδους λάφυρα είτε για λόγους χρηστικούς είτε κυρίως για λόγους
διακοσμητικούς και επίδειξης: σκεύη καθημερινής χρήσης, ανδριάντες, αγάλματα,
πίνακες ζωγραφικής, βιβλία, ρουχισμό, έπιπλα, ακόμη και στήλες με επιγραφές στα
ελληνικά προκαλούν τον θαυμασμό των Ρωμαίων οι οποίοι αναγνωρίζουν και
σιγά-σιγά υιοθετούν τον εξ ανατολών πολιτισμό. Το εσωτερικό των κατοικιών,
κυρίως των επαύλεων (villae) των πλουσίων, από τον 2ο αιώνα π.Χ. αλλάζει όψη.
Οι ανασκαφές στη Ρώμη, το Ηράκλειο (Herculaneum) και την Πομπηία (Pompeii)
έφεραν στο φως μια σειρά κατοικιών οι οποίες υποδηλώνουν τις επιδράσεις της
τέχνης της ελληνιστικής εποχής αλλά και τον δημιουργικό τρόπο με τον οποίο
σταδιακά η Ρώμη ενσωματώνει τα στοιχεία αυτά. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το
γεγονός ότι στον κατεξοχήν ιδιωτικό τους χώρο, μερικές μάλιστα φορές στους
τοίχους των υπνοδωματίων τους, σώζονται ζωγραφικές παραστάσεις με θέματα από
την ελληνική μυθολογία: σκηνή επίσκεψης του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο και στην
Κίρκη, σκηνή επίθεσης των Λαιστρυγόνων κατά του Οδυσσέα και των συντρόφων του,
σκηνή του Ηρακλή που σκοτώνει τα φίδια, σκηνή του Θησέα και του Μινώταυρου,
σκηνή ενός Κενταύρου και νέου, αλλά και θέματα από λατρείες όπως οι διονυσιακές
τελετές μύησης που αναπαριστώνται στους τοίχους της βίλας των Μυστηρίων της
Πομπηίας. Το γνωστό τεραστίων διαστάσεων μωσαϊκό του Αλεξάνδρου από την οικία
του Φαύνου στην Πομπηία αντλεί το θέμα του από την ελληνική ιστορία:
απεικονίζει τη μάχη του Μ. Αλεξάνδρου εναντίον του Πέρση βασιλιά Δαρείου Γ΄
στην Ισσό, ενώ το μωσαϊκό του Νείλου από το ιερό της Fortuna στην Πραίνεστο
φέρει σκηνές του φυσικού τοπίου του ποταμού της Αιγύπτου και μάλλον μιας
επίσκεψης Ρωμαίου στρατηγού.
Επιπλέον, τα δημόσια οικοδομήματα, οι
ναοί, το forum,
τα λουτρά, το θέατρο, ο ιππόδρομος τα οποία επισκέπτεται ο Ρωμαίος πολίτης για
να ασκήσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα και τα πολιτικά του δικαιώματα, για να
προμηθευθεί αγαθά και να ψυχαγωγηθεί ανακαλούν στη μνήμη τα αντίστοιχα
ελληνικά, ενώ στους χώρους αυτούς αγάλματα, ανδριάντες, βωμοί, μνημεία, πολλά
από τα οποία αποτελούν λάφυρα από την Ανατολή, δημιουργούν μια ξεχωριστή,
κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Κυρίως από την εποχή του Αυγούστου, όταν η ρωμαϊκή
ειρήνη (pax romana) επικρατεί στη λεκάνη της Μεσογείου και η αυτοκρατορία
αποκτά συγκεντρωτική δομή και οργάνωση, τα οικοδομήματα στη Ρώμη και τις ρωμαϊκές
επαρχίες αποκτούν μνημειακή μορφή και η τέχνη αντί να εξυπηρετεί ιδιωτικές και
προσωπικές ανάγκες μεταβάλλεται για να υπηρετήσει τις νέες απαιτήσεις του
κράτους: τα δημόσια έργα του Αυγούστου και των διαδόχων του στη Ρώμη και τις
επαρχίες γίνονται φορείς της νέας αυτοκρατορικής ιδεολογίας και ασκούν
καταλυτική επιρροή στην αισθητική και το ύφος της αρχιτεκτονικής, της
πλαστικής, της ζωγραφικής, της μικροτεχνίας, αντλώντας τη θεματολογία τους από
την ελληνιστική εποχή και δημιουργώντας την αποκαλούμενη ελληνορωμαϊκή τέχνη.
Έτσι η Ρώμη σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα επισκιάζει τις άλλες
μεγαλουπόλεις της λεκάνης της Μεσογείου, την Αλεξάνδρεια, την Αθήνα, την
Αντιόχεια, την Πέργαμο, γίνεται πόλος έλξης και αποκτά τον κοσμοπολίτικο
χαρακτήρα που τόσο προκλητικά καυτηριάζει ο Ουμβρίκιος.
Η καθημερινότητα όμως των Ρωμαίων
πολιτών δεν περιοριζόταν μόνο στα δημόσια κτίρια και τους ναούς, τα αγάλματα
και τους ανδριάντες. Τα σημαντικότερα λάφυρα που μετέφεραν από τις νικηφόρες
εκστρατείες τους οι Ρωμαίοι ήταν οι δούλοι, οι αιχμάλωτοι, οι όμηροι. Αυτοί στη
νέα τους ‘πατρίδα’ απασχολούνται σε εργασίες τις οποίες ο Ρωμαίος πολίτης
θεωρεί υποτιμητικές. Ο Ουμβρίκιος στο μικρό απόσπασμα από την τρίτη σάτιρα του
Γιουβενάλη, σε μόλις δύο στίχους (3.76-77) αναφέρει εννιά (9) επαγγέλματα τα
οποία ασκούν στη Ρώμη ‘Έλληνες’ και από τα οποία μόνον τρία δηλώνονται με
λατινικές λέξεις, ενώ τα υπόλοιπα 6 με ελληνικές, υπονοώντας με τον παραστατικό
αυτό τρόπο ότι οι Έλληνες της Ανατολής έχουν ήδη εκτοπίσει τους Ρωμαίους ακόμη
και στο γλωσσικό επίπεδο: pictor=ζωγράφος, augur=οιωνοσκόπος, medicus=γιατρός,
grammaticus=γραμματικός/δάσκαλος, rhetor=ρήτορας, geometres=γεωμέτρης,
aliptes=αλείπτης (κυριολεκτικά αυτός που αλείφει κάποιον με λάδι στο γυμνάσιο ή
στα λουτρά, ο χειρομαλάκτης και κατ’ επέκταση ο γυμναστής/προπονητής αθλητών),
schoenobates=σχοινοβάτης και magus=μάγος. Λίγο παρακάτω (στίχοι 93-106) ο
Ουμβρίκιος αναφέρεται και στο ιδιαίτερο ταλέντο των ‘Ελλήνων’ στην ηθοποιία,
χαρακτηρίζοντάς τους ‘έθνος κωμωδών’ (natio comoeda). Τα όρια όμως κωμωδίας και τραγωδίας
είναι σκόπιμα δυσδιάκριτα στη σάτιρα του Γιουβενάλη: η περίπτωση του Ουμβρικίου
καθαυτή είναι τραγική, αλλά παρακολουθώντας την υπερβολική του ιερεμιάδα μέσω
της οποίας μεγεθύνει και τη δική του αποτυχία, καταλήγει με την επιλογή της
άτακτης υποχώρησης στην Κύμη να είναι ο ίδιος φαιδρό πρόσωπο.
Τα προαναφερθέντα επαγγέλματα έχουν
άμεση σχέση με την καθημερινή ζωή των Ρωμαίων. Για θέματα υγείας οι Ρωμαίοι
ήταν υποχρεωμένοι να εμπιστευθούν τους ‘Έλληνες’ γιατρούς που ζούσαν στη Ρώμη
από την εποχή του Κάτωνα του Τιμητή. Για τη μόρφωση των παιδιών τους
εμπιστεύονταν τους ‘Έλληνες’ δασκάλους, ενώ για την ολοκλήρωση των σπουδών
έστελναν τα παιδιά τους να μαθητεύσουν κοντά σε ρήτορες και φιλοσόφους κυρίως
στις φιλοσοφικές σχολές της Ελλάδας. Η ψυχαγωγία των Ρωμαίων—τα συμπόσια στο
σπίτι, η επίσκεψη στα λουτρά ή τα δημόσια θεάματα στον ιππόδρομο και το
θέατρο—βασιζόταν στους υπηρέτες, τραγουδιστές, χορεύτριες, χειρομαλάκτες,
μονομάχους, ηθοποιούς, σχοινοβάτες και θεατρίνους, οι οποίοι στην πλειοψηφία
τους ήταν ‘Έλληνες’ δούλοι ή απελεύθεροι. Μουσική και χορός, άσκηση του σώματος
στο γυμνάσιο, αλλά και θέατρο αποτελούσαν απασχολήσεις τις οποίες οι Ρωμαίοι
όχι μόνο υποτιμούσαν αλλά θεωρούσαν καταστρεπτικές και επικίνδυνες για τα
πατροπαράδοτα ήθη τους (mos
maiorum),
γιατί εκθηλύνουν τον άνθρωπο, τον προτρέπουν προς ομοφυλοφιλικές σχέσεις και
τον εθίζουν στο ψέμα και την προσποίηση. Η αφθονία των αγαθών και ο πλούτος που
εισέρεαν στη Ρώμη δημιουργούσαν την ανάγκη τεχνιτών πάσης φύσεως, γεωμετρών,
γλυπτών, ζωγράφων για νέες χωροθετήσεις, κατασκευές, αλλά και για τη διακόσμηση
των κτιρίων σύμφωνα με τη νέα κάθε φορά μόδα.
Τέλος, οι πανταχού παρόντες οιωνοσκόποι
και μάγοι αντιπροσωπεύουν άλλη μια κατηγορία στην οποία οι ‘Έλληνες’ είχαν
παράδοση με τις λατρείες και τις θρησκευτικές τελετές. Η θρησκευτική συνείδηση
των Ρωμαίων, όπως και των Ελλήνων, δεν βασιζόταν στην κατήχηση ούτε
σχηματιζόταν με τη συστηματική διδασκαλία δογμάτων. Ο Ρωμαίος μάθαινε για
θυσίες και προσευχές, μαντείες, μαγεία και γιορτές, γάμους και κηδείες
εμπειρικά και σταδιακά, καθώς συμμετείχε υποχρεωτικά στις τελετουργίες που
εκτελούσε ο αρχηγός της οικογένειας (paterfamilias) και οι αναγνωρισμένοι αλλά
‘κοσμικοί ιερείς’ του κράτους (και στην Ελλάδα και στη Ρώμη η ιερωσύνη ήταν
κοσμική, αφού ως ιερέας μπορούσε να υπηρετήσει οποιοσδήποτε πολίτης, εκτός από
ελάχιστες περιπτώσεις). Σχετικά νωρίς, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος αναγνώρισε
επίσημα τελετουργίες, λατρείες και γιορτές με σαφείς ελληνικές επιδράσεις, οι οποίες
βοηθούσαν στο να κατευνάσουν πάθη, ανάξια του Ρωμαίου πολίτη, με
χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους σιβυλλικούς χρησμούς τους οποίους
συμβουλεύονταν οι άρχοντες και η σύγκλητος σε κρίσιμες περιστάσεις. Όπως όμως
συμβαίνει σε κάθε κοινωνία, οιωνοσκόποι, μάγοι και αστρολόγοι εκμεταλλεύονταν
την αφέλεια των πολιτών και πιθανόν τις πραγματικές συναισθηματικές και ψυχικές
τους ανησυχίες με ιδιαίτερα απογοητευτικά αποτελέσματα. Η περίπτωση του
Απολλωνίου από τα Τύανα της Καππαδοκίας, ο οποίος ως θαυματοποιός προκάλεσε το
θαυμασμό του αυτοκράτορα Αδριανού και της συνοδείας του (Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον), και η
περίπτωση του Αλεξάνδρου από το Αβώνου Τείχος της Παφλαγονίας, ο οποίος έπεισε
τους πάντες ότι είναι γιος του Ασκληπιού του γιου του Απόλλωνα και δημιούργησε
μαντείο το οποίο συμβουλεύθηκαν ο κυβερνήτης της Καππαδοκίας Σεβεριανός, ο
συγκλητικός Πόπλιος Μόμμιος Σισσήνας Ρουτιλιανός και ο ίδιος ο αυτοκράτορας
Μάρκος Αυρήλιος (Λουκιανός, Αλέξανδρος ή
Ψευδόμαντις) είναι χαρακτηριστικές, αλλά όχι πρωτόγνωρες. Κάτι παρόμοιο,
άλλωστε, είχε επιτύχει και ο Πεισίστρατος με τη συμπαράσταση του Αλκμεωνίδη
Μεγακλή όταν έπεισε τους Αθηναίους ότι η Αθηνά, στην πραγματικότητα μία
μεγαλόσωμη γυναίκα ονόματι Φύη ντυμένη ως Αθηνά, αυτοπροσώπως τον οδηγεί πίσω
στην Αθήνα ως τύραννο (Ηρόδοτος 1.60).
Στην πλειοψηφία τους οι προαναφερθέντες
επαγγελματίες ήταν δούλοι ή απελεύθεροι, των οποίων τον μεγαλύτερο αριθμό
διατηρούσαν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, παρόλο που η δουλεία αποτελούσε χαρακτηριστικό
ολόκληρης της λεκάνης της Μεσογείου. Σε αυτούς είχαν εκχωρήσει ιδιωτικές αλλά
και κρατικές αρμοδιότητες με φυσικό επακόλουθο σταδιακά την πλήρη εξάρτησή τους
από το προσωπικό αυτό. Κάθε είδους χειρωνακτική εργασία στους αγρούς και στο
σπίτι, στα δημόσια κτίρια και στις δημόσιες υπηρεσίες γινόταν από δούλους και
απελεύθερους, οι οποίοι σύμφωνα με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς την
εποχή του Αυγούστου αποτελούσαν περίπου το 1/3 του πληθυσμού της Ρώμης (από
τους 900.000-950.000 κατοίκους οι 300.000-350.000 ήταν δούλοι), ενώ στις
επαρχίες το ποσοστό αυτό μάλλον μειωνόταν περίπου στο 1/4 ή 1/5. Παραδείγματα
Ρωμαίων πολιτών οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους εκατοντάδες και σπανιότερα
χιλιάδες δούλους δεν λείπουν, αλλά η σταδιακή στελέχωση της κρατικής μηχανής με
δούλους και απελεύθερους υπήρξε καταλυτική, και μερικές φορές άκρως επικίνδυνη.
Στην υπηρεσία ύδρευσης της Ρώμης, μία από τις πολλές κρατικές, απασχολούνταν σε
μόνιμη βάση 700 δούλοι (Φροντίνος, De
aquaeductu urbis Romae 116-7), ενώ, μετά την οργάνωση της αυτοκρατορικής
διοίκησης από τον Αύγουστο και τη στελέχωσή της από τους προσωπικούς του
δούλους και απελεύθερους, κατά κανόνα τις ανώτατες κρατικές λειτουργίες
επιτελούσαν οι αυτοκρατορικοί απελεύθεροι (Caesaris Augusti liberti) ως
‘υπουργοί’ του αυτοκράτορα.
Ο Γιουβενάλης σατιρίζει ορισμένους
διάσημους αυτοκρατορικούς απελεύθερους, τον Πάλλαντα (1.109) και τον Νάρκισσο
(14.329), οι οποίοι έφτασαν να κατευθύνουν τις τύχες του ρωμαϊκού κράτους: ο
πρώτος με την εξωφρενική για τα δεδομένα της εποχής περιουσία άνω των τριακοσίων
εκατομμυρίων σηστερτίων διαχειριζόταν το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και τα
οικονομικά (a rationibus), και ο δεύτερος τις εξωτερικές υποθέσεις (ab
epistulis). Την τρίτη σημαίνουσα θέση για τα αιτήματα ή τα εσωτερικά (a
libellis) κατείχε για κάποιο διάστημα ο Κάλλιστος. Αντίθετα, ο Στάτιος (Silvae 3.3) απευθύνει στον πάτρωνά του
Κλαύδιο Ετρούσκο έναν παρηγορητικό λόγο (consolatio) για τον θάνατο του πατέρα
του και εκθειάζει τις ικανότητες και τις αρετές του Τιβερίου από την Σμύρνη που
επέδειξε επί σειρά ετών ως ανώτερος υπάλληλος επί των οικονομικών και τελικά ως
διάδοχος του Πάλλαντα.
Χωρίς αμφιβολία, αποτελούσε πρόκληση
και ήταν ιδιαίτερα οδυνηρό το γεγονός ότι αιτήματα πάσης φύσεως των
συγκλητικών, ιππέων και απλών πολιτών, αλλά και των ξένων αντιπροσωπειών προς
τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων, έπρεπε πρώτα να εγκρίνονται και σε αρκετές
περιπτώσεις να απορρίπτονται από το γραφειοκρατικό παρασκήνιο των απελεύθερων.
Στις ιδιαίτερα ταραγμένες και κρίσιμες στιγμές της δυναστείας των
Ιουλιοκλαυδίων (27 π.Χ. – 68 μ.Χ.) και των Φλαβίων (69-96 μ.Χ.), η παρέμβαση
των απελεύθερων υπήρξε καταλυτική, αφού για μικρά χρονικά διαστήματα η
διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας βρισκόταν στα χέρια τους είτε λόγω ανικανότητας
ή έλλειψης ενδιαφέροντος των αυτοκρατόρων είτε λόγω του κενού εξουσίας κατά τη
διαδοχή.
Η κυριαρχία των ‘Γραικύλων’ του
Γιουβενάλη στη Ρώμη είναι ολοκληρωτική, αλλά αυτή η Ρώμη είναι εν πολλοίς
ποιητικό δημιούργημα. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Κάτωνα και τα
υπερβολικά σκληρά μέτρα καταστολής, η πλειοψηφία των Ρωμαίων επέλεξε χωρίς
κανένα δισταγμό την αντιπαράθεση και τον δημιουργικό συναγωνισμό με τον
ελληνικό πολιτισμό, ακόμα και στο επίπεδο της καθημερινής τους διαβίωσης, με
αποτέλεσμα τη δημιουργία του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού της Μεσογείου. Ίσως για
τον λόγο αυτό ο ‘ποιητής-συνομιλητής’ δεν ακολουθεί τον Ουμβρίκιο στην Κύμη. Μπορεί
να συμμερίζεται την κριτική του, αλλά δεν πείθεται ότι η μετοίκηση αποτελεί
λύση. Άλλωστε, την ίδια περίπου εποχή (117-138 μ.Χ.) η Ρώμη είναι ‘ελληνική’
πόλη εξαιτίας όχι μόνο του συρφετού των Γραικύλων, αλλά και του ‘Γραικύλου’
αυτοκράτορα Αδριανού, όπως τον αποκαλούσαν σύμφωνα με μία βιογραφία του (Historia Augusta de vita Hadriani
1.5-2.1: a nonnullis Graeculus diceretur).
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
K. Christ, The
Romans, transl. C. Holme, Berkeley and Los Angeles 1984.
A.M. Duff, Freedmen
in the Early Roman Empire, Cambridge 1958.
D. Feeney, Literature
and Religion at Rome. Cultures, Contexts, and Beliefs, Cambridge 1998.
K. Freudenberg, Satire
of Rome. Threatening Poses from Lucilius to Juvenal, Cambridge 2001.
S. Goldhill (ed.), Being
Greek under Rome, Cambridge 2001.
F. Graf (επιμ.), Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τόμ. Β΄: Ρώμη, μτφρ. Δ.Ζ. Νικήτας, Αθήνα 2001.
F. Graf, Magic
in the Ancient World, transl. F. Philip, Cambridge, Mass. 1997.
J. Madden, Slavery in the Roman Empire. Numbers and
Origins, Classics Ireland 3 (1996) (http://www.ucd.ie/cai/classics-ireland/1996/Madden96.html).
Θ.
Παπαγγελής, Η Ρώμη
και ο κόσμος της,
πρόλογος: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Θεσσαλονίκη 2005.
Ν.
Πετρόχειλος, Ρωμαίοι και Ελληνισμός. Μια
διαλεκτική σχέση, μτφρ. Ε. Περάκη-Κυριακίδου, Στρατής Κυριακίδης, Αθήνα
1984.
N.H. Ramage – A. Ramage, Ρωμαϊκή
τέχνη, μτφρ. Ι. Ιωακειμίδου, επιμ. Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Θεσσαλονίκη 2000
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα