Ο «ερωτικός» Τάσος Λειβαδίτης... - Της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*
… Για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι’ αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη…
(Απόσπασμα από το ποίημα «Μια γυναίκα», που ανήκει στη Συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη με τίτλο «Ποιήματα» [1958 – 1964]).
Ο Τάσος Λειβαδίτης θεωρείται ως ένας από τους πιο ερωτικούς ποιητές, όχι μόνο στον χώρο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας Ποίησης. Πολλοί στίχοι, μέσα στο εκτενέστατο και πολυδιάστατο έργο του, αποτελούν αναμφισβήτητα την υψίστη έκφραση της τρυφερότητας και του πάθους της ερωτικής αγάπης…
Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν είμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε. Τί έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες
ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα
μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα κι άνοιγα
δεν είτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο είταν η
καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά – θυμάσαι; – μου
άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.
Θυμάσαι, αγάπη μου, «την πρώτη μεγάλη μέρα μας»;
Σου πήγαινε αυτό κίτρινο φόρεμα
έν’ απλό φτηνό φόρεμα, μα είταν τόσο όμορφα κίτρινο.
Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια.
Σου πήγαινε στο πρόσωπό σου ο ήλιος
σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο
σύννεφο
κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή – σου
πήγαινε.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα.
Βαδίζαμε δίχως λέξη. Μα και τί να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα. Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις
λεμονάδες του.
Ήπιαμε μια στα δυό. Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά
πλάι στα μαλλιά σου. Τι σου είπε λοιπόν;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Δεν μπορεί, κάτι θα
σου είπε.
Το ξενοδοχείο είταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο
σταθμό
που μες στην αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουνε τα τραίνα.
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή
κάμαρα της ευτυχίας
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω
– πόσο σου πήγαιναν…
(Απόσπασμα από την Ενότητα ΙΙΙ της Συλλογής «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» [1952]).
… Ήταν ένα μεγάλο αξέχαστο φθινόπωρο.
Δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα τόσο πολύ…
Έβρεχε κείνο το βράδι. Εννιά η ώρα. Ανέβηκα τέσσερα –
τέσσερα τα σκαλιά –
κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η
κουρτίνα.
«Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον», έγραφε.
Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι
ανάμεσα στις χυμένες πούντρες – σαν ένα μικρό παιδικό
φέρετρο μέσα στη σκόνη…
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου
ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει, ένας άλλος
βυθίζεται
μες στη μεγάλη σου άνοιξη –
εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες
σ’ αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει, ας χιονίζει,
αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρό σου
πάνω στο χιόνι
εμένα είναι ο κόσμος μου.
Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου
αμίλητος. Κι αν αυτό σε πειράζει, μπορώ να ’ρχομαι πίσω σου
σα σκυλί.
Αν σ’ αρέσει, μπορείς να μου μιλάς και για τα χάδια των
άλλων
θα σ’ ακούω
σαν τον τυφλό που κλαίει, ακούγοντας μακριά τη βουή μιας
μεγάλης γιορτής.
Κι όταν πεθάνω
το χώμα που θα με σκεπάσει, δε θα ’ναι για μένα το σκληρό
χώμα των νεκρών
μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί
πάνω της.
Ποδοπάτησέ με, να ’χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις…
(Απόσπασμα από την Ενότητα ΙΙ της Συλλογής «Συμφωνία αρ. 1» [1957]).
… Και, να,
που ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα
έτοιμο να ριψοκινδυνεύσει την ψυχή του στη μεγάλη
αβεβαιότητα του έρωτα…
(Απόσπασμα από τη Συλλογή «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια» [1957]).
… Όλα δείχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας.
Τα χάδια μας ξυπνούσαν τώρα πιότερο την ανάμνηση
παρά το ίδιο μας το κορμί. Κι όμως δε θέλαμε να το
πιστέψουμε,
επιμέναμε. Σκεπάζοντας τις ρωγμές του χρόνου
με όρκους, δάκρυα, ασέλγειες, κι άλλες τέτοιες υπέροχες
και μάταιες υπερβολές…
(Απόσπασμα από το ποίημα «Αναπότρεπτο», που ανήκει στη Συλλογή «Ποιήματα» [1958 – 1964]).
… Κι εσύ, ήλιε μου, που απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο την έβλεπες
στο κρεβάτι μας γυμνή,
πάρε, α, πάρε και τα δικά μου μάτια να της φέγγεις πιο πολύ.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Δημοτικό Α΄», που ανήκει στη Συλλογή «Ποιήματα»).
… Κι όταν σε βάλουνε στη γη, στη γη και στο κρύο χώμα
εγώ να γίνω ο τάφος σου, να σ’ αγκαλιάζω αιώνια.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Δημοτικό Β΄», που ανήκει στη Συλλογή «Ποιήματα»).
«Έρωτας»
Οι αστράγαλοί σου δυο μικροί, μικροί ανθισμένοι τάφοι
όπου μέσα τους είναι θαμένη για πάντοτε
η καρδιά μου.
(Το ποίημα «Έρωτας» ανήκει στη Συλλογή «Ποιήματα»).
… Γιατί οι εραστές είναι τυφλοί, με τα ωχρά τους βλέφαρα
κλειστά
ο ένας απ’ τη λάμψη του άλλου. Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο
αγγίζονται,
μα οι ρόγες των δαχτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια,
τα πάντοτε έκπληκτα, μάτια του Θεού.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Σε παλιό στυλ», που ανήκει στη Συλλογή «Ποιήματα»).
«Σε μια γυναίκα»
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω
στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες.
(Το ποίημα «Σε μια γυναίκα» ανήκει στην Ενότητα «Σημειώσεις» της Συλλογής «Ανακάλυψη» [1977]).
«Έρωτας»
Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά
για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.
(Το ποίημα «Έρωτας» ανήκει στην Ενότητα «Μικρά γυμνάσματα λησμονιάς» της Συλλογής «Βιολέτες για μια εποχή» [1985]).
«Τερέζα»
Εκείνο το βράδυ γύρισα ανήσυχος, «Τερέζα» φώναξα, τίποτα,
έψαξα τα δωμάτια, κατέβηκα στο υπόγειο «πού είναι η Τερέζα;»
ρώτησα, «πέθανε, είπε κάποιος – την κηδέψαμε χτες», «ηλίθιοι,
φώναξα, σας ξεγέλασε, δεν ξέρετε τι μεγάλη πουτάνα ήταν»
κανείς δε μίλησε «μα πώς μπορεί ένας άγγελος να πεθάνει» είπα
κλαίγοντας.
Άνοιξα το παράθυρο και πράγματι εκεί στο βάθος τ’ ουρανού
έλαμπε η Τερέζα σαν άστρο.
(Το ποίημα «Τερέζα» ανήκει στην ενότητα Β της Συλλογής «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», η οποία εκδόθηκε, το 1990, μετά τον θάνατο του ποιητή (1988), και περιλαμβάνει ανέκδοτα μέχρι τότε ποιήματά του).
Πόσα, στ’ αλήθεια, ποιήματα έγραψε για τον έρωτα ο Τάσος Λειβαδίτης, «ο Ποιητής της πιο όμορφης ουτοπίας»… Πόσοι στίχοι εμπνευσμένοι από κάθε μορφής έρωτα, που το κάλλος της γραφής τους και η νοηματική τους δύναμη παρασύρουν, σαν χείμαρρος καθάριος κι ορμητικός, τον κάθε αναγνώστη, και τον ταξιδεύουν – μ’ έναν τρόπο μαγικό – μέσα στο φως και την ομορφιά… Αυτά τα σύντομα, αλλά με τη γεύση της αιωνιότητας, ταξίδια, που μπορεί κάποιος να πραγματοποιήσει, διαβάζοντας έστω κι έναν μόνο στίχο: Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο «ηρωικός» και συνάμα βαθιά «ερωτικός» ποιητής, είναι αναμφίβολα «ο Ποιητής των Μεγάλων Ονείρων»…
* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα