Οι σταλινικές διώξεις κατά των Ελλήνων της ΕΣΣΔ - Του Βλάση Αγτζίδη*
Μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, αποτελούν οι διώξεις κατά των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης που ξεκινούν το 1937 και τερματίζονται το 1949, με τη μαζική και βίαιη μεταφορά της πλειονότητας των ελληνικών πληθυσμών του Καυκάσου στην Κεντρική Ασία.
Οι πολυάνθρωπες ελληνικές κοινότητες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, υπήρξαν καρπός της πανάρχαιας ελληνικής παρουσίας στον παρευξείνιο χώρο και της έντονης ρωσοτουρκικής αντιπαράθεσης, που καθόρισε και την τελική μορφή της περιοχής αυτής. Η οριστική διαμόρφωση της φυσιογνωμίας των ελληνικών κοινοτήτων συμπίπτει με τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν χιλιάδες πρόσφυγες από το Μικρασιατικό Πόντο κατακλύζουν τις ρωσικές περιοχές. Η άρνηση των κυβερνήσεων της Ελλάδας μετά το 1928, να επιτρέψουν την κάθοδο των προσφύγων αυτών –κάτι που ήταν επιβεβλημένο, εφόσον οι πρόσφυγες αυτοί καλύπτονταν από τη Συνθήκη της Λωζάννης- οδήγησε στον εγκλωβισμό τους στη σοβιετική επικράτεια.[2]
Οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης, ακολούθησαν και συμμετείχαν σε όλες τις φάσεις του πρωτότυπου σοβιετικού πειράματος. Απόλαυσαν τους καρπούς της Νέας Οικονομικής Πολιτικής και της πολυπολιτισμικής αντίληψης που επικράτησε κατά την πρώτη περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης. Δημιούργησαν πλήρες δίκτυο ελληνικής παιδείας, θεατρικές ομάδες, εκδοτικούς οίκους, εξέδοσαν πλήθος ελληνικών εντύπων, συνέστησαν Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές στα πλαίσια του σοβιετικού διοικητικού συστήματος και ανέπτυξαν μιαν ιδιαίτερη ελληνική γραμματεία και έναν αυτόνομο ελληνικό λόγο. Υπέστησαν όμως με οδυνηρό τρόπο τις συνέπειες της βίαιης κολεκτιβοποίησης και, στη συνέχεια, της εκρωσιστικής, αφομοιωτικής πολιτικής του σταλινισμού.
Σημείο καμπής για την αλλαγή της εσωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης, υπήρξαν οι Δίκες της Μόσχας, το συμβολικό μήνυμα των οποίων ήταν ότι, ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος ηγέτης της αχανούς κομμουνιστικής Αυτοκρατορίας ήταν πλέον ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν. Η αντίστροφη μέτρηση για τις μικρές εθνότητες, αλλά και για όση κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση είχε απομείνει, είχε αρχίσει! Ο ακαδημαϊκός Θεοχάρης Κεσσίδης υποστηρίζει ότι στο βαθμό που εδραιωνόταν το διοικητικό-γραφειοκρατικό σύστημα που βρήκε την έκφρασή του στην προσωπολατρεία του Στάλιν, καθώς και στις παραβιάσεις της νομιμότητας και τους άγριους διωγμούς που απλώθηκαν σ’ όλη τη χώρα, έφτασε η ώρα για την πολιτιστική γενοκτονία μερικών μικρών λαών, μαζί και των Ελλήνων της ΕΣΣΔ.[3]
Οι μαζικές διώξεις εντάθηκαν μετά το Σεπτέμβριο του 1936, όταν σε τηλεγράφημα με τις υπογραφές του Στάλιν και του Ζντάνοφ προς τον Καγκανόβιτς και τον Μολότοφ διατυπώθηκε η κατηγορία κατά της μυστικής αστυνομίας NKVD[4], ότι καθυστέρησε τέσσερα χρόνια στην εξαπόλυση μαζικών διωγμών και υποδείχτηκε η σύντομη αναπλήρωση του χαμένου χρόνου. Οι προαναφερόμενοι ηγέτες ζητούσαν την εξόντωση των “εχθρών του λαού” και την κατάσχεση των περιουσιών τους. Άρχισαν έτσι οι μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις κάτω από το σύνθημα της πάλης κατά των τροτσκιστών. Μόνο στο στρατό συνελήφθησαν 20.000 περίπου αξιωματικοί, οι οποίοι αντιστοιχούσαν στο 25% του σώματος. Τα αναρίθμητα κενά που άφησαν οι εκκαθαρίσεις συμπληρώθηκαν από τη νέα “διανόηση” των αφοσιωμένων στον Στάλιν.[5]
Το 1937 χαρακτηρίζεται από την πλήρη εκκαθάριση των εσωκομματικών αντιπάλων του Στάλιν. Τον Ιούνιο δικάστηκε μυστικά ο στρατάρχης Τσουχατσέφσκι και μια ομάδα ανώτερων αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού. Το κατηγορητήριο διαμορφώθηκε από τον Γιάκοντα και τον Γιέζοφ, τους αρχηγούς της μυστικής αστυνομίας. Η βασικές κατηγορίες ήταν: απόπειρα δολοφονίας του Στάλιν και πρόθεση καταστροφής της στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης της χώρας με στόχο την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Ολοι κατηγορήθηκαν ότι απ’ τις αρχές της επανάστασης εργάζονταν στις υπηρεσίες κατασκοπείας της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας και ότι είχαν έρθει σε μυστικές συμφωνίες με τους ναζί για το διαμελισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ομολογίες αποσπάστηκαν από τους κατηγορούμενους με βασανιστήρια. Στην απόφαση που τους καταδίκασε σε θάνατο με τουφεκισμό αναφέρεται ότι “… εκρίθησαν ένοχοι προδοσίας κατά της πατρίδος”.[6]
Την περίοδο αυτή είχαν αρχίσει να επικρατούν και εθνικά κριτήρια στις διώξεις. Η αρχή έγινε με τους Κορεάτες της Άπω Ανατολής, που εκτοπίστηκαν από το Ντάλνι Βοστόκ στα εδάφη της Κεντρικής Ασίας. Η επίσημη κατηγορία ήταν ότι ολόκληρη η κορεάτικη εθνότητα της ΕΣΣΔ ήταν κατάσκοπος των Γιαπωνέζων. Ολόκληρος ο πληθυσμός, ακόμα και τα μέλη του κόμματος εκτοπίστηκαν.[7]
Οι διώξεις του ’37-’38
Το κλίμα άρχισε να βαραίνει και πάνω από τους Έλληνες. Στην απογραφή του 1937 καταγράφηκαν 268.889 άτομα.[8] Το πραγματικό όμως μέγεθος της ελληνικής μειονότητα ήταν αρκετά μεγαλύτερο και πιθανότητα πλησίαζε τις 450.000.[9] Από αυτούς το ένα τρίτο περίπου είχε την ελληνική υπηκοότητα.[10]
Με την έναρξη των διώξεων, ολόκληρη η ελληνική ηγεσία και μαζί της και η πλειονότητα των ενηλίκων Ελλήνων συνελήφθη και εξοντώθηκε. Πραγματοποιήθηκαν τέσσερα διαδοχικά κύματα μαζικών διώξεων, τα οποία ξεκίνησαν στις παρακάτω ημερομηνίες: 30 Οκτωβρίου 1937, 8 Φεβρουαρίου 1938, 29 Ιουλίου 1938 και 26 Φεβρουαρίου 1939.[11] Στην πρώτη περίοδο των διώξεων οι μαζικές συλλήψεις των Ελλήνων κορυφώθηκαν στις 17 Δεκεμβρίου 1937 και συνεχίστηκαν έως το τέλος Φεβρουαρίου 1938.[12]
Για να αντιμετωπίσει η μυστική αστυνομία τον τεράστιο όγκο των περιπτώσεων, της παραχωρείται επίσημα το δικαίωμα από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ(μπ.) να βασανίζει τους υπόπτους. Της παραχωρήθηκε επίσης το δικαίωμα να συλλαμβάνει ως ομήρους τους συγγενείς των κατηγορουμένων. Υπεύθυνη υπηρεσία για όλα αυτά ήταν μια ειδική επιτροπή της NKVD, η OSSO. Η υπηρεσία αυτή έφερε την ευθύνη για τις εκτοπίσεις των οικογενειών, όσων είχαν καταδικαστεί με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα. Συνήθως τα μέλη της οικογένειας ενός “προδότη της πατρίδας” εκτοπίζονταν για πέντε χρόνια και καταγράφονταν στα μητρώα ως TCHIR, με την ένδειξη “μέλος οικογένειας προδότη της πατρίδας”. Δεν είχαν δικαίωμα να κατέχουν το εσωτερικό διαβατήριο και αντ’ αυτού είχαν ένα βιβλιάριο, στο οποίο αναγράφονταν οι ημερομηνίες ελέγχου τους από τα όργανα της μυστικής αστυνομίας, δύο φορές το μήνα[13]
Το 1937 εκδόθηκε διαταγή, η οποία επέτρεπε τη σύλληψη παιδιών ως 12 ετών και την καταδίκη τους, ακόμα και με τις βαρύτερες ποινές. Αυτή η διαταγή διευκόλυνε την εξόντωση των παιδιών των “εχθρών του λαού”. Τα παιδιά των συλληφθέντων οδηγούνταν σε ορφανοτροφεία. Αναγκάζονταν να αλλάξουν το όνομά τους, αρνούμενα έτσι τους κατάδικους γονείς τους. Αν δε δέχονταν την αλλαγή του ονόματος, τα κακομεταχειρίζονταν και τα περνούσαν από δίκη, σαν “παιδιά εχθρών του λαού” ή σαν “συγγενείς εχθρών του λαού”. Ανήλικοι βασανίστηκαν σκληρά για υποτιθέμενη συμμετοχή τους σε συνωμοσίες. Υπήρχαν περιπτώσεις ανηλίκων, 16-17 χρόνων, που δικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Ορισμένες φορές, ενώ η ποινή ήταν 2-3 χρόνια φυλάκιση, τελικά παρέμειναν έγκλειστοι για 15-20 χρόνια.[14]
Οι διώξεις κατά των Ελλήνων του Πόντου πραγματοποιήθηκαν με εθνικά κριτήρια. Μεγάλες περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό εκκαθαρίστηκαν. Δεν εξαιρέθηκαν από τις διώξεις ούτε τα μέλη του κόμματος. Χιλιάδες Έλληνες εκτελέστηκαν με την κατηγορία του “εχθρού του λαού” ή εξορίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας. Τα κύρια επιχειρήματα των κατηγόρων ήταν ότι υποστήριζαν πολιτικά το “τροτσκιστικο-μπουχαρινικό κέντρο” και ότι συμμετείχαν σε μυστικές οργανώσεις, με στόχο “την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση ελληνικής δημοκρατίας στα νότια παράλια της Ρωσίας”. Οι ομολογίες αποσπάστηκαν με φρικτά βασανιστήρια. Η εφημερίδα Κόκκινος Καπνας, δίνει τη πληροφορία ότι ομάδα Ελλήνων φοιτητών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που έδρευε στο Σοχούμι της Αμπχαζίας, συνελήφθη με την κατηγορία των “αντεπαναστατικών στοιχείων” για “τροτσκιστικο-μπουχαρινική δράση”.[15] Το σύνολο σχεδόν της ελληνικής διανόησης, ακόμα και τα μέλη του κόμματος, εξοντώθηκαν.[16]
Τον Αύγουστο του 1938, δίχως να έχει προηγηθεί δημόσια ανακοίνωση, έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία, τα οποία ανέρχονταν σε 104.[17] Η διδασκαλία άρχισε να γίνεται κυρίως στη ρωσική γλώσσα, αλλά αρκετές φορές στη γλώσσα της Δημοκρατίας στην οποία ζούσαν. Τα ελληνικά σχολεία των χωριών της Αμπχαζίας μετατράπηκαν, κατά την πρώτη περίοδο, κυρίως σε γεωργιανά.[18] Παράλληλα άλλαξε και η ονομασία των σχολείων. Έτσι για παράδειγμα, το Ελληνικό Σχολείο στο Βατούμι μετονομάστηκε 8ο Σχολείο. Η διδασκαλία γινόταν μόνο στη ρωσική, ενώ η σύνθεση των μαθητών ήταν πλέον πολυεθνική.[19] Μερικά από τα ελληνικά εκπαιδευτήρια άλλαξαν χρήση. Αυτό συνέβη με το Ελληνικό Παιδαγωγικό Τέχνικουμ του Σοχούμι, μέρος του οποίου παραχωρήθηκε αργότερα για κατοικία στην Αμπχαζία ηθοποιό Αικατερίνα Ζαχάριεβνα Σακιρμπάϊ. Το ελληνικό σχολείο του χωριού Καμπαρντίνκα παραχωρήθηκε στην αστυνομία και στέγασε τις υπηρεσίες της. Το ελληνικό δεκατάξιο σχολείο του ίδιου χωριού μετατράπηκε σε ρωσικό.[20]
Με τον ίδιο τρόπο, σταμάτησε η έκδοση των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, ενώ έκλεισαν και οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι. Τα τυπογραφεία καταστράφηκαν. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος καταστροφής του εκδοτικού οίκου “Κολεκτιβιστής”. Τα τυπογραφικά στοιχεία του πετάχτηκαν στην Αζοφική Θάλασσα συμβολικά, “ώστε να μην ξανατυπωθεί στη Ρωσία ελληνικό βιβλίο”.[21] Έκλεισαν επίσης και οι ελληνικές θεατρικές σκηνές. Kαταστράφηκαν σκόπιμα τα περισσότερα στοιχεία της πολιτιστικής δράσης των Ελλήνων. Πολλοί Έλληνες, επίσης, από φόβο, κατέστρεψαν μόνοι τους πολλά στοιχεία, ένα μέρος των οποίων αφορούσε στην ίδια τη θεατρική παραγωγή.[22] Αντίστοιχη ήταν και η τύχη των ελληνικών εκκλησιών. Οι ιερείς ήταν από τους πρώτους που συνελήφθησαν. Αρκετοί από αυτούς εξαναγκάστηκαν να ποδοπατήσουν τις εικόνες. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο ιερέας Βασίλειος Τρανταφυλλίδης, που εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στη Θεοδόσια της Κριμαίας το 1922. Το 1937 συνελήφθη και υποχρεώθηκε από τα όργανα του σταλινικού καθεστώτος να ποδοπατήσει μια εικόνα που είχαν πετάξει κάτω. Αυτός αρνήθηκε, λέγοντας “Εγώ εικόνας ‘κι πατώ”.[23] Την τελευταία του πνοή ο ιερέας Τριανταφυλλίδης την άφησε το 1939, εξορισμένος κάπου στα Ουράλια.[24]
Οι εκκλησίες άλλαξαν χρήση. Η μεγάλη ελληνική εκκλησία στο Σοχούμι μετατράπηκε σε κοινόβιο μαθητών.[25] Η μητρόπολη του Γελεντζίκ έγινε αποθήκη σιτηρών και στο τέλος στέγασε την Κomsomol. Η εκκλησία του χωριού Ντάκγβα ανατινάχτηκε. Το ίδιο έγινε και με την εκκλησία του χωριού Μερτσάν στην Ελληνική Περιοχή. Στη θέση της χτίστηκε σχολείο. Η εκκλησία του χωριού Αχαλσιόν μετατράπηκε και αυτή σε αποθήκη σιτηρών, ενώ ο ιερέας και ο ψάλτης συνελήφθησαν και στάλθηκαν στη Σιβηρία. Το ίδιο συνέβη και με την εκκλησία της Καμπαρτίνκα στην περιοχή Κρασνοντάρ, όπου πολλές εικόνες σώθηκαν, γιατί μια Ελληνίδα, καθαρίστρια στην κοινότητα του χωριού, άκουσε τα σχέδια για την κατεδάφισή της. Πρόλαβαν οι κάτοικοι και πήραν τις καλύτερες εικόνες στα σπίτια τους, φυλλάσσοντάς τες με κίνδυνο της ζωής τους. H εκκλησία του Αγ. Ιωάννου στο χωριό Κούμα μετατράπηκε σε σταύλο. Παρόμοια ήταν η τυχή των περισσότερων ελληνικών εκκλησιών. Οι εικόνες και τα εκκλησιαστικά σκεύη καταστράφηκαν, εκτός από ελάχιστα που σώθηκαν από πολίτες.[26]
Οι καταστάσεις των υποψήφιων συλληφθέντων συντάσσονταν στα κομματικά γραφεία των οργανώσεων των περιοχών. Τα κριτήρια επιλογής σχετίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τα προσωπικά αισθήματα των υπεύθυνων κομματικών. Στους καταλόγους περιλαμβάνονταν όσοι στα παλιότερα χρόνια εξασκούσαν κάποιο ελεύθερο επάγγελμα και οι πλέον ευκατάστατοι. Επίσης, ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες ήταν όσοι εξακολουθούσαν να έχουν την ελληνική υπηκοότητα. Άλλο κριτήριο αποτελούσε και η πιθανή αλληλογραφία με συγγενείς στην Ελλάδα. Το “αδίκημα” της αλληλογραφίας με άτομα που ζούσαν σε καπιταλιστική χώρα, οδήγησε πολλούς Έλληνες στο να απαγορεύσουν στην οικογένειά τους να στέλνει ή να δέχεται γράμματα από την Ελλάδα.[27] Ο αριθμός των προσώπων που θα έπρεπε να περιλαμβάνει η κατάσταση οριζόταν από τις περιφερειακές οργανώσεις. Η συνολική διαδικασία άγγιζε τα όρια του παραλόγου, εφόσον οι κεντρικές υπηρεσίες έδιναν μόνο τον αριθμό αυτών που θα έπρεπε να συλληφθούν: “… έπαιρναν ένα τηλεγράφημα που έγραφε: 500 άτομα, δίχως να έχει ονόματα. Ο αριθμός αυτός μοιραζόταν. Εχουμε 20 ραγιόνια, άρα αντιστοιχούν 25 άτομα σε κάθε ραγιόνι. Αλλες φορές έρχονταν τηλεγράφημα για 100 άτομα. Το έστελναν στο σοβιέτ. Εκείνοι με τον αστυνομικό, συνολικά πέντε άτομα, έλεγαν ποιον θα δώσουν, εκείνον, εκείνον, εκείνον! Τους συγγενείς τους δεν τους πείραζαν. Στον κατάλογο δεν έβαζαν γέρους, αλλά μόνο ανθρώπους που μπορούσαν να δουλεύουν”.[28] Για όσους τελικά συμπεριλάμβαναν στην κατάσταση, εφεύρισκαν διάφορες κατηγορίες, όπως “έβρισε τον Στάλιν” ή “ανατίναξε ένα γεφύρι” ή “έκανε σαμποτάζ σε εργοστάσιο” ή “συμμετείχε σε εθνικιστική ομάδα” κ.λπ.[29] Τις συλλήψεις τις έκαναν βράδυ. Ο λαός είχε ονομάσει το μαύρο αυτοκίνητο της μυστικής αστυνομίας “μαύρο κοράκι” και τους πράκτορες της μυστικής αστυνομίας “μισαφιρέους”.[30]
Από το 1934, ένα τριμελές ειδικό συμβούλιο της NKVD είχε τη δικαιοδοσία να συλλαμβάνει, να ανακρίνει, να δικάζει, να καταδικάζει και να επιβάλλει ποινές. Το ειδικό αυτό συμβούλιο συνεδρίαζε μυστικά δίχως την παρουσία του κατηγορουμένου και την ύπαρξη δικηγόρου. Η απόφαση της Ειδικής Σύσκεψης, όπως αποκαλείται η συνεδρίαση του τριμελούς συμβουλίου, ήταν αμετάκλητη και δεν επιδεχόταν έφεση. Οι περισσότεροι δικάζονταν σύμφωνα με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα. Ο ποινικός κώδικας του 1926 έκανε διάκριση μεταξύ των κοινών εγκλημάτων και των “αντιεπαναστατικών”, τα οποία τιμωρούσε πολύ αυστηρότερα: “Όποιος ήταν φυλακισμένος με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα δεν είχε κανένα δικαίωμα. Κι αν πέθαινες και αν σε σκότωναν δεν έδιναν λογαριασμό σε κανένα”.[31] Το άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα της ΕΣΣΔ, που αποτελούνταν από δεκατέσσερα αρθρίδια, αναφερόταν σε “εγκλήματα κατά του κράτους”. Ο Ποινικός Κώδικας κατασκευάστηκε σαν “ταξικό όπλο” κατά του οιουδήποτε ήταν ακόμη και ελάχιστα ύποπτος για το σοβιετικό καθεστώς. Με βάση αυτόν τον Ποινικό Κώδικα όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι κατηγορούνταν για ποινικά αδικήματα. Για παράδειγμα το 58-9 ήταν το “στρατιωτικό σαμποτάζ”, το 58-10-11 σήμαινε “στοιχείο βλαβερό για την κοινωνία”. Η παράγραφος β’ του αρθριδίου 1 του άρθρου 58 (58 1-β) αναφερόταν στο αδίκημα της “προδοσίας της Πατρίδας”. Σύμφωνα με αυτήν, οι πράξεις που συντελούσαν στη μείωση της στρατιωτικής ισχύος της ΕΣΣΔ τιμωρούνταν με τουφεκισμό. Το αρθρίδιο 11 αναφερόταν σε δράση προετοιμασμένη από κάποια οργάνωση και στη σύσταση συμμορίας για την τέλεση αδικήματος Συνήθως το αρθρίδιο 11 συμπλήρωνε τις βασικές κατηγορίες του αρθριδίου 1. Το άρθρο 58 χρησιμοποιήθηκε για όλες τις περιπτώσεις εξόντωσης των εσωκομματικών αντιπάλων της κυρίαρχης ομάδας στο Κομμουνιστικό Κόμμα.[32]
Στις καταδικαστικές αποφάσεις υπήρχαν χαρακτηρισμοί σε κωδικοποιημένη μορφή, όπως “Κοινωνικά επιβλαβές στοιχείο” ή “Κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο” ή “Αντεπαναστατική προπαγάνδα” ή “Αντισοσιαλιστική προπαγάνδα” ή “Προδοσία πατρίδας” ή “Αντεπαναστατική δράση” ή “Τρομοκρατική δράση” ή “Υποψία κατασκοπείας” κ.λπ.. Με τον τελευταίο καταδικάζονταν όσοι είχαν ζήσει κάποτε στο εξωτερικό ή είχαν συγγενείς και διατηρούσαν μαζί τους αλληλογραφία. Ειδικά για πολλούς Έλληνες, η αλληλογραφία που διατηρούσαν με συγγενείς τους στην Ελλάδα, στάθηκε ο κύριος λόγος της σύλληψής τους.[33] Συνελάμβαναν ακόμα και συλλέκτες γραμματοσήμων, οι οποίοι αλληλογραφούσαν με την Ελλάδα για τις ανάγκες της συλλογής τους.[34] Μερικές διατάξεις του κώδικα του 1926 νομιμοποιούσαν τη σύλληψη και την καταδίκη ανθρώπων που δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα. Πολλές φορές, πλάι στον χαρακτηρισμό, έμπαινε η επιπλέον ένδειξη “Τροτσκιστής”.[35] Απ’ ότι γνωρίζουμε, για την πλειονότητα των συλληφθέντων Ελλήνων στην Αμπχαζία χρησιμοποιήθηκε αυτή η κατηγορία.[36]
Η εξόντωση της ελληνικής ηγεσίας
Oι μεγαλύτερης έκτασης συλλήψεις Ελλήνων έγιναν στην κοιλάδα του Κουμπάν, στη Νότια Ρωσία, όπου υπήρχε μια σμαντική Αυτόνομη Ελληνική Περιοχή.[37] Η Ελληνική Περιοχή εξακολουθούσε να υπάρχει τυπικά μέχρι την άνοιξη του 1938, οπότε αποφασίστηκε η πλήρης κατάργησή της και επανασυστάθηκε η Περιοχή Κριμσκ (Κρίμσκι Ραγιόν) και εδραιώθηκε η απόλυτη κυριαρχία των Κοζάκων. Η μυστική αστυνομία συνέλαβε μαζικά τους Έλληνες άνδρες από 16 ετών και άνω. Στην περιοχή αυτή δεν υπήρχε ελληνική οικογένεια που να μην είχε θύματα.[38] Οι επιζώντες θυμούνται έντονα τις σκηνές των συλλήψεων και των πορειών των συλληφθέντων με τη συνοδεία έφιππων αστυνομικών.[39] Οι αρχές γύριζαν από σπίτι σε σπίτι στις ελληνικές κοινότητες και κατείσχαν τα πάντα, ελληνικά διαβατήρια, φωτογραφίες και γράμματα από την Έλλάδα. Οι Έλληνες κάτοικοι της περιφέρειας του Κρασνοντάρ, όπου έγιναν οι μεγαλύτερες συλλήψεις, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους τρομοκρατημένοι και κατέφευγαν σε σπίτια ντόπιων για να σωθούν. Η κύρια κατηγορία που απαγγέλθηκε στην Ελληνική Περιοχή ήταν ότι οι κάτοικοί της ανήκαν σε παράνομες ελληνικές εθνικιστικές οργανώσεις, που στόχευαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και στη δημιουργία ελληνικής δημοκρατίας στη νότια Ρωσία. Τα στοιχεία των περισσότερων από τα 77 μέλη μιας από τις ομάδες που συνελήφθησαν, έχουν έρθει ήδη στο φως. Ολοι κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο, εκτός από δύο οι οποίοι καταδικάστηκαν σε δεκαετή κάθειρξη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. H κατηγορία ήταν ότι ίδρυσαν μια “Ελληνική, αντεπαναστατική, εθνικιστική, αποσχιστική, τρομοκρατική, κατασκοπευτική οργάνωση”[40]. Οι ηγέτες της Ελληνικής Περιοχής δεν ανήκαν στη συγκεκριμένη ομάδα αλλά σε κάποια άλλη με τους ίδιους στόχους, όπως φαίνεται από τα ντοκουμέντα αποκατάστασης που δόθηκαν πολύ αργότερα στις οικογένειές τους. Οι συλληφθέντες βασανίζονταν για να ομολογήσουν τη συμμετοχή τους. Οι καταθέσεις που αποσπάστηκαν με βασανιστήρια ήταν ένα σύνολο ομολογιών και κατηγοριών κατά των άλλων συγκρατουμένων. Όλοι ομολόγησαν ότι με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να σαμποτάρουν και να διαλύσουν το σοβιετικό κράτος και ότι επιθυμούσαν την ίδρυση ελληνικής δημοκρατίας στη νότια Ρωσία.[41] Με τον ίδιο τρόπο καταστράφηκαν και οι ολιγομελείς ελληνικές κοινότητες της Κεντρικής Ασίας, απ’ όπου συνέλαβαν σχεδόν όλους τους άνδρες.[42]
Η πρακτική των προληπτικών συλλήψεων, δίχως να υπάρχει συγκεκριμένη δράση κατά του κράτους, έβρισκε την τεκμηρίωσή της από σταλινικούς νομομαθείς. Ένας από αυτούς, ο Α. Piontkowsky, αναφέρει: “… είναι απαραίτητο να εφαρμόζονται αναγκαστικά μέτρα σε άτομα που δεν έχουν διαπράξει έγκλημα, αλλά που για τον ένα ή άλλο λόγο, όπως την προηγούμενη δράση τους ή τους δεσμούς τους με κάποιο εγκληματικό περιβάλλον, είναι κοινωνικά επικίνδυνα”.[43] Οι συνέπειες αυτής της άποψης ήταν εξαιρετικά οδυνηρές για τον ελληνικό πληθυσμό. Ένα ποντιακό τραγούδι εκείνης της περιόδου περιγράφει την εφαρμογή της συγκεκριμένης άποψης:
Στείλνε σε και την παβέσκα
προσκαλούνε σε.
Πας λες τα παράπονα σ’,
ατοίν ‘κι ακούνε σε.
Στείλνε σε σην εξορίαν
σο Σιμπήρ μακρά
ορφανίουνταν οι γυναίκ’ς,
τα μικρά”.[44]
Με εντολή του γενικού εισαγγελέα της ΕΣΣΔ Βισίνσκι οι θανατικές καταδίκες συμπληρώνονταν με την υπόδειξη: “Με κατάσχεση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων”. Έτσι άνοιξαν πολλά κρατικά καταστήματα, στα οποία πωλούνταν τα υπάρχοντα των καταδικασμένων.[45] Συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν ακόμα και επιστήμονες που ήταν αναγκαίοι στη στρατιωτική έρευνα, όπως ο Έλληνας Κ. Τσελπάν, ο οποίος είχε σχεδιάσει την περίφημη μηχανή του τανκ Τ-34.[46]
Οι συλληφθέντες βασανίζονταν σκληρά για να δεχτούν να υπογράψουν την κατηγορία που τους βάραινε.[47] Άλλους τους κατηγορούσαν ότι έβρισαν τον Στάλιν,[48] άλλους ότι έκαναν κάποιο σαμποτάζ, ότι επιδείκνυαν αντισοβιετική συμπεριφορά ή ότι ήταν μέλη αντισοβιετικής οργάνωσης που είχε ως στόχο την ανατροπή της σοβιετικής κυβέρνησης.[49] Τα βασανιστήρια περιελάμβαναν σωματική και ψυχική βία.[50] Στα “πιστοποιητικά αποκατάστασης” που εκδόθηκαν μετά το 1956, όσοι εκτελέστηκαν ή καταδικάστηκαν σε πολυετείς καθείρξεις αποκαταστάθηκαν και οι κατηγορίες ακυρώθηκαν.[51] Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μαρτυρίες όσων επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης: “Πρώτα συνέλαβαν τους Ελληνες Πόντιους κομμουνιστές. Τους έβαζαν τα χέρια στη μέγγενη και τους έλεγαν: εσείς κάνετε τους κομμουνιστές για να δίνετε μυστικά στην Ελλάδα… Εμένα μόλις με έπιασαν, με πήγαν στη φυλακή του Κρασνοντάρ. Μου ζητούσαν να υπογράψω ότι ανατίναξα το γεφύρι στο Ταγκανρόκ. Εγώ δεν ήξερα ούτε που βρισκόταν αυτό… Το πόσο ξύλο έφαγα να υπογράψω ότι χάλασα το γεφύρι δε λέγεται. Με έβαλαν γυμνό σε μια μικρή κάμαρα να στέκω όρθιος. Οι τοίχοι γύρω ήταν γεμάτοι καρφιά. Δεν μπορούσες να ακουμπήσεις πουθενά. Εριχναν κρύο νερό πάνω μου. Πρήστηκα. Με έβγαλαν έξω να υπογράψω. Εγώ δεν υπόγραφα. Τότε άρχιζε το ξύλο… Με χτύπαγε ο ένας και μετά με πέταγε στον άλλο. Τα ίδια και αυτός, μέχρι που σωριαζόμουνα κάτω…”[52]
Γενικά, οι Έλληνες που θεωρήθηκαν ότι ανήκαν στην ηγεσία της μειονότητας συνελήφθησαν ξαφνικά, χωρίς να ενημερωθούν οι συγγενείς τους γι’ αυτό. Οι συλληφθέντες δεν προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σύλληψη. Η αιτία της παθητικής τους συμπεριφοράς ήταν ότι τα θύματα δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το μηχανισμό των συλλήψεων, εφ’ όσον ήταν πιστοί στο κόμμα. Συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι ήταν δραστήρια μέλη αντεπαναστατικής κεφαλαιοκρατικής εθνικιστικής ομάδας, και κατά συνέπεια “εχθροί του λαού.’ Έτσι, όλους όσους δούλευαν στο τυπογραφείο του “Κομμουνιστή” τους εμφάνισαν σαν ελληνική εθνικιστική ομάδα με επικεφαλής τον Χριστόφορο Κατσάλοφ, η οποία δρούσε εναντίον του σοβιετικού κράτους. Τους κατηγόρησαν ότι είχαν σχέσεις με τους Ιταλούς, τους Γιαπωνέζους και τους Γερμανούς κατασκόπους. Ότι χρησιμοποιούσαν το τυπογραφείο για να εξυπηρετούν αντεπαναστατικούς σκοπούς.[53] Στις προσπάθειες των συγγενών τους να ενημερωθούν για την τύχη των προσφιλών τους προσώπων συναντούσαν την αδιαφορία των αρμοδίων. Ήταν αδύνατον να πληροφορηθούν οτιδήποτε για την τύχη των συλληφθέντων. Μόνο με την αποσταλινοποίηση δόθηκαν κάποιες πληροφορίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές ήταν ανακριβείς. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της εκτέλεσης του συλληφθέντος αμέσως μετά τη σύλληψη, πληροφορούσαν την οικογένειά του ότι πέθανε από φυσικά αίτια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.[54]
Η σύλληψη και η εκτέλεση ή η καταδίκη σε πολύχρονη κάθειρξη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν αρκετή στο καθεστώς. Οι οικογένειες των καταδικασμένων χαρακτηρίζονταν, ως “οικογένειες του εχθρού του λαού”, με αποτέλεσμα να υφίσταται διώξεις, όπως απόλυση από την εργασία, συλλήψεις και καταδίκες για ασήμαντους λόγους.[55] Την ίδια περίοδο εξοντώθηκε και ο Δ. Σακαρέλλος, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής της εφημερίδας Σπάρτακος, που εκδιδόταν στο Νοβοροσίσκ στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Ο Σακαρέλλος είχε αναλάβει, επίσης, επικεφαλής του ελληνικού δελτίου ειδήσεων στο ραδιοσταθμό της Μόσχας. Αργότερα είχε συμμετάσχει ως εθελοντής στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και εξαφανίστηκε με τις σταλινικές εκκαθαρίσεις.[56] Την περίοδο αυτή εξοντώθηκαν οι περισσότεροι από τους Ελλαδικούς κομμουνιστές, που είχαν καταφύγει για ιδεολογικούς λόγους στη Σοβιετική Ένωση.[57]
Ακόμα και ασήμαντοι λόγοι χρησιμοποιούνταν για την καταδίκη κάποιου. Η Β. Μουρατίδου περιγράφει τη σύλληψη ενός Ρώσου, ο οποίος περίμενε τον Έλληνα φίλο του που είχε πάει στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας για ανανέωση των διαβατηρίων της οικογένειάς του. Ο Ρώσος συνελήφθη, και με την κατηγορία της κατασκοπείας καταδικάστηκε και εξορίστηκε στη Σιβηρία.[58] Ενας Έλληνας γιατρός, ο Αλεξανδρόπουλος, καταδικάστηκε με την κατηγορία ότι είχε αποκαλύψει στις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες ένα μικρό ψάρι, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την εξάλειψη των κουνουπιών σε περιοχές με έλη. Αυτό πoυ είχε συμβεί είναι ότι απλά είχε γράψει γι’ αυτό σε γράμμα που έστειλε στους συγγενείς του.[59]
Είναι πιθανόν, κάποιες συζητήσεις στους κόλπους της ελληνικής διανόησης, που σχετίζονταν με την ύπαρξη ελληνικών αυτονομιών (Ελληνικές Περιοχές), να ερμηνεύτηκαν από τις σταλινικές αρχές ως σχέδιο συνομωσίας με στόχο τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν αποκλείεται, οι συζητήσεις μεταξύ των Ελλήνων στα πλαίσια της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ των εθνοτήτων, να είχε οδηγήσει και στη διατύπωση απόψεων που υπερέβαιναν τα διοικητικά όρια του σοβιετικού συστήματος μεσα στα οποία είχαν θεσμοθετηθεί οι ελληνικές αυτονομίες. Είναι όμως απίθανο οι σκέψεις αυτές να έπαψαν να έχουν περιθωριακό χαρακτήρα. Πάντως η ομάδα του “Κολεκτιβιστή” στη Μαριούπολη εξοντώθηκε με αυτή την κατηγορία. Η κατηγορία με την οποία καταδικάστηκε σε 10ετή καταναγκαστικά έργα ο Α. Δημητρίου ήταν ότι ήταν μέλος παράνομης οργάνωσης, η οποία προετοίμαζε την ανατροπή της Σοβιετικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση στις νότιες περιοχές της χώρας μιας Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο Δημητρίου πέθανε το 1938 στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δουλεύοντας στα ορυχεία ουρανίου της Σιβηρίας.[60] Παρόμοια ήταν και η τύχη του μεγάλου Έλληνα Μαριουπολίτη ποιητή Γιώργου Κοστοπραφ.[61] Oι Έλληνες θρήνησαν:
Θε’μ’ το μιρ έκρυψες αφκακές σα λιθάρια
Ερούξαν και αραεύ’ ατό όλα τα παληκάρια.
Σ’ Ουκρανίας τα στέπια είναι πολλά ταφία,
ανοίξτε και τερέστε ‘τα, όλα νέϊκα παιδία.[62]
Στην Αμπχαζία οι συλλήψεις ξεκίνησαν αμέσως μετά τον εορτασμό των 15 χρόνων από τη δημιουργία της αυτόνομης δημοκρατίας. Είχε προηγηθεί το Δεκέμβριο του ’36 η δολοφονία του προέδρου της Αμπχαζίας Νέστορα Λακόπα του Απόλλωνα. Ο Λακόπα ήταν φιλελεύθερος και φιλέλληνας. Από πολλά χρόνια βρισκόταν σε σύγκρουση με τον Λ. Μπέρια. Η σύγκρουση των δύο ανδρών αντανακλά την σύγκρουση των εθνικών ομάδων στην Αμπχαζία, εφ’ όσον ο Λακόπα ήταν Αμπχάζιος και ο Μπέρια Γεωργιανός, της ομάδας των Μιγγρέλων.[63] H κατάργηση της αυτονομίας της Αμπχαζίας ήταν ένας από τους στόχους της ομάδας Μπέρια και μεθοδεύτηκε με τον εξής τρόπο: καταργήθηκε το καθεστώς σοσιαλιστικής δημοκρατίας και τέθηκε στους κατοίκους της Αμπχαζίας το δίλημμα αν θα ενσωματωθεί η περιοχή τους στην περιφέρεια Κρασνοντάρ της Ρωσίας ή θα εισέλθει στη Γεωργία με αυτόνομο καθεστώς. Επελέγη η δεύτερη λύση, η οποία θεωρήθηκε ως η λιγότερο κακή. Το επόμενο βήμα ήταν η απόπομπή του Λακόπα από την ηγεσία.[64] Ενας βοηθός του Μπέρια, ο Μαμούλοφ, ομολόγησε αργότερα ότι ένας από τους λόγους που ο Μπέρια είχε διαφωνήσει με τον Λακόπα, ήταν η προώθηση στελεχών από εθνότητες, όπως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι.[65]
Μετά το θάνατο του Λακόπα άνοιξε ο δρόμος για την ανοιχτή εξόντωση των ανεπιθύμητων εθνοτήτων. Σε σύσκεψη καθοδηγητικών στελεχών δόθηκε εντολή στα στελέχη της NKVD να παρακολουθούν τους ελληνικής καταγωγής πολίτες. Η μυστική αστυνομία διαβεβαιώθηκε ότι ήταν καλυμμένη για οποιαδήποτε παράνομη πράξη εις βάρος των Ελλήνων. Έτσι, απαγορεύτηκε κατηγορηματικά η πρόσληψή τους σε υπεύθυνες θέσεις. Σε μεγάλο ποσοστό Ελλήνων αφαιρέθηκαν τα σοβιετικά διαβατήρια και στη θέση τους δόθηκαν ταυτότητες ατόμων απροσδιόριστης υπηκοότητας. Οι αρχές δε δέχονταν αιτήσεις Ελλήνων για απόκτηση της σοβιετικής υπηκοότητας. Ετσι άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις.[66] Τον Aύγουστο του 1937 απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες κατά της προηγούμενης ηγεσίας της Αμπχαζίας. Μεταξύ των πρώτων που συνελήφθησαν ως “εχθροί του λαού”, ήταν οι Έλληνες που κατείχαν κυβερνητικές θέσεις. Με την κατηγορία ότι συνομώτησαν να δολοφονήσουν το Στάλιν, συνελήφθησαν οι ακόλουθοι: Ο Κ. Σεμερτζίεφ, μέλος του ΚΚΣΕ, ο Φ. Αναστασιάδης, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Γεωργίας, ο Νικόλας Δελαβέρης, απόφοιτος του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, οργανωτής και καθηγητής του πρώτου πανεπιστημίου της Αμπχαζίας, ο Κ. Παρωτίδης, υπουργός Εμπορίου της δημοκρατίας αυτής, ο Ι. Σεμερτζίεφ, υπουργός Υγείας κ.α.[67] Ο γενικός γραμματέας της Αμπχαζίας Ν. Λακόπα και μαζί του οι Μ. Τσαλμάζ, Μ. Λακόπα, Π. Ζαντάρια και οι τρεις Έλληνες χαρακτηρίστηκαν “τροτσκιστικο-φασιστικοί κακούργοι και πράχτορες, σπιούνοι και αντιπερισπαστές”[68]. Η θέση τους, καθώς και στη θέση των απολυμένων στελεχών, καλύφθηκε από Γεωργιανούς.[69]
Στις συλλήψεις συμμετείχαν και Έλληνες συνεργάτες της μυστικής αστυνομίας. Το κύμα συλλήψεων εξαπλώθηκε και στα ελληνικά χωριά της περιφέρειας. Μόνο από το χωριό Κούμα συνέλαβαν 75 άτομα. Για τις συλλήψεις αυτές οι κάτοικοι θεωρούν υπεύθυνο κάποιο Η. Παπαδόπουλο, “νατσάλνικ”, δηλαδή “αρχηγό”, της GPU, ο οποίος επίσης εξορίστηκε δύο χρόνια αργότερα.[70] Οπως γράφουν οι ίδιοι οι καταδιωγμένοι, “… είχαν κοπεί οι γέφυρες της επιστροφής στην εθνική μας πατρίδα και ο λαός μας ζούσε χωρίς ελπίδα για σωτηρία, η μοίρα του ήταν προδιαγραμμένη”.[71] Όσοι καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα, στάλθηκαν στη Σιβηρία, όπου οι κρατούμενοι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες ζωής, αντιμετώπιζαν το υπερβολικό κρύο και τη βία των φυλάκων. Χρησιμοποιούνταν σαν δωρεάν εργατική δύναμη.[72] Οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα δούλευαν σκληρά, από 12 έως 16 ώρες, κάθε μέρα.[73] Η έλλειψη ικανοποιητικής διατροφής τους αποδεκάτιζε. Οι κρατούμενοι που έχαναν το φως τους ή αρρώσταιναν βαριά, εκτελούνταν από τους φρουρούς.[74] Τα περισσότερα στρατόπεδα βρίσκονταν στην Βορκουτά, στην Καμτσάτκα, στη Σαχαλίνη, στο Ιρκούτσκ και στο Μαγκαντάν της Κολιμά.[75] Ενας από τους επιβιώσαντες, ο Παύλος Κερδεμελίδης, περιγράφει το πώς μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βορκουτά:
“Το 1939 μας φόρτωσαν 25.000 άτομα και μας πήγαν στη Σιβηρία. Εκεί ήταν δάση. Μας έβαλαν και ανοίξαμε δρόμο και φτάσαμε σε μια πεδιάδα. “Εδώ θα μείνετε” μας είπαν. Μέσα στο δάσος, δίχως σπίτια, δίχως τίποτα, μέσα στο χιόνι…Ετσι σε έξη μήνες από 25.000 μείναμε 600… Μας πήγαιναν για δουλειά τέσσερις-τέσσερις. Γύρω ήταν φαντάροι με όπλα και σκυλιά. Αν έκανες ένα βήμα δεξιά ή ένα βήμα αριστερά πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση.”
Σε μερικές περιοχές της Σιβηρίας, της Σαχαλίνης και της Κεντρικής Ασίας δημιουργήθηκαν ελληνικές κοινότητες, με βάση τους Έλληνες που είχαν επιζήσει από τα στρατόπεδα και δεν επέστρεψαν μετά την απελευθέρωσή τους. Ίσως το μεγαλύτερο παράδειγμα κοινότητας τέτοιου τύπου να είναι στο Κιζίλ Κιά του Κιργιζιστάν, που δημιουργήθηκε από εξόριστους της περιοχής Κρασνοντάρ.[76] Εμφανίστηκαν περιπτώσεις Ελλήνων οι οποίοι, φοβούμενοι ότι συμπεριλαμβάνονταν στους καταλόγους των εκτοπισμένων στη Σιβηρία, δραπέτευσαν από την Σοβιετική Ένωση και έφτασαν στην Ελλάδα με περιπετειώδη τρόπο. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν οι αδελφοί Στρατηγόπουλοι, παλιοί ευγενείς από την Ουκρανία. Διέφυγαν από την Πολωνία και κατάφεραν να φθάσουν στην Ελλάδα μετά από επεισοδιακό ταξίδι πολλών μηνών.[77]
Στην Αθήνα το Σωματείο των εκ Ρωσίας Ελλήνων κάλεσε, το Φεβρουάριο του 1938, την “Σεβαστήν Κυβέρνησιν” να ασχοληθεί με το τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα και να “… στρέψη το πατρικόν, το στοργικόν βλέμμα και προς το τμήμα τούτο του Πανελληνίου, το οποίον εσυνήθισεν από της υπάρξεώς του να προσφέρει πάντοτε υπέρ της Εθνικής ιδέας χωρίς να ζητή τίποτε”. Το σωματείο ανέφερε ότι ο ανδρικός πληθυσμός από ηλικία 17 ετών και άνω, κυρίως των παράλιων πόλεων και χωριών του Καυκάσου, εκτοπίσθηκε ολόκληρος, οι φυλακές γέμισαν από δεκάδες χιλιάδες και οι οικογένειές τους βρίσκονται σε πολύ άσχημες συνθήκες. Το σωματείο ζητούσε την κατάργηση της απόφασης του υπουργικού συμβούλιου που περιόριζε τις αφίξεις των Ελλήνων από τη Ρωσία και παράλληλα την άρση κάθε περιοριστικού μέτρου για την κάθοδο στην Ελλάδα όλων των ομογενών. Δήλωνε ότι κάθε άλλη λύση που θα είχε έστω και χαλαρούς περιορισμούς, “… δεν θα είναι ανάλογος προς την σοβαρότητα του ζητήματος, το οποίον αφορά την υπόστασιν δεκάδων χιλιάδων ομογενών”.[78]
Σε υπόμνημα που επιδόθηκε στον τότε πρωθυπουργό δινόταν η πληροφορία ότι μόνο από τις φυλακές Οδησσού είχαν ήδη αποσταλεί στην Σιβηρία 1.500 Έλληνες. Οι διώξεις ερμηνεύτηκαν ως συνέπεια της επικράτησης του καθεστώτος του Μεταξά στην Ελλάδα. Το υπόμνημα καλούσε τον πρωθυπουργό να ακούσει το “ρόγχον… των θνησκόντων εν ταις απαισίαις φυλακαίς των εις Σιβηρίαν εξορίστων”. Στο υπόμνημα ζητούσαν, επίσης, την άμεση κάθοδο στην Ελλάδα των οικογενειών των εξορισμένων στη Σιβηρία. Τέλος, καταγγέλονταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες “… επιμελώς απέφευγον να θίγωσι το ζήτημα της απορροφήσεως βαθμιαίως μερικών δεκάδων χιλιάδων προσφύγων της Ρωσίας”.[79]
To Σωματείο προειδοποιούσε ότι “… θα ευρεθώμεν τάχιστα προ του τρομακτικού γεγονότος να ίδωμεν όλας τας Ελληνικάς εν Ρωσία οικογενείας ακεφάλους, των αρχηγών φυλακιζομένων ή εξορισμένων”.[80] Το φαινόμενο του αποκεφαλισμού των ελληνικών οικογενειών και της διάλυσής τους ήταν έντονο κατά την περίοδο των διώξεων.[81] Αυξήθηκε, επίσης, η ανεργία στους κόλπους των Ελλήνων, καθώς οι Έλληνες, σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις υπόλοιπες εθνότητες, είχαν χάσει τις δουλειές τους.[82] Οι Έλληνες δάσκαλοι αναγκάστηκαν να αλλάξουν επάγγελμα. Για παράδειγμα ο Μανόλης Μυταφίδης, ο οποίος ήταν διευθυντής στο 10τάξιο ελληνικό σχολείο του Σοχούμι αφού απολύθηκε από τη θέση του διορίστηκε σαν λογιστής σε κολχοζ στο ελληνικό χωριό Αζάντα.[83] H πλειοψηφία των Ελλήνων του Πόντου θεωρούσε τις σταλινικές διώξεις συνέχεια της γενοκτονίας που είχε υποστεί στην ιστορική του πατρίδα, τον Πόντο, από τους νεότουρκους εθνικιστές. Για πολλά χρόνια τραγουδούσαν οι πρόσφυγες στα γλέντια τους και τα πικρά τραγούδια για τις διώξεις που υπέστησαν από το σταλινισμό.[84]Ένα απ’ αυτά είναι το παρακάτω.
Από πα’ κι ασό κρεβάτ’ εμέν έσκωσαν.
Χωρίς λόγο, χωρίς κρισ’
εμέν μάνα σο καπίσ’ έχωσαν.
Ήβρα σύντροφους πολλούς
φίλ’ς και συγγενούς,
γεροντάδες, νεοντάδες
χωρίς χράμ’, χωρίς παράδες.
Τρεις την ώραν κουβαλούνε μας.
Σύρνε πάνω μας την φθείρα.
Ντο ‘κι ξέρω, ντο και ‘κι είδα ερωτούνε μας.
Κάθα γης πολλά άλλος το κορμίν ατ’ ξύζ’
άλλος αίμα φτύν’ άλλος ξεροβύχ’.
Ετελέθεν και ατό.
Η καμπανία: Δέκα χρόνια κάθε ίναν
εδέκανε σην κοτύλαν να γαζανίεν.[85]
Οι διώξεις κατά των Ελλήνων πήραν τέτοια έκταση, ώστε ο πρέσβης της Βρετανίας στη Μόσχα δήλωσε ότι εάν η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης δεν άλλαζε πολιτική και δε σταματούσε τις συλλήψεις και τον εκτοπισμό των Ελλήνων, σύντομα θα έκλεινε το κεφάλαιο του ελληνισμού που είχε ανοίξει επτά αιώνες προ Χριστού.[86]
Όσον αφορά τον αριθμό των θυμάτων, ο υπολογισμός του πραγματικού μεγέθους θα συναρτηθεί με τη δυνατότητα πράσβασης στα πρώην σοβιετικά αρχεία, καθώς και με τη μελέτη, τόσο των ελληνικών κοινοτήτων που ακόμα παραμένουν στον παλιό σοβιετικό χώρο, όσο και των διαφόρων προσφυγικών πληθυσμών που κατά καιρούς μετακινήθηκαν προς της Ελλάδα. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα, βασίζονται περισσότερο σε σχηματικές αναπαραστάσεις αφηγήσεων. Πάντως, οι υποθέσεις αυτές της σοβιετικής πλευράς, συμπίπτουν με αντίστοιχες ελληνικές,[87] και δίνουν τον αριθμό των 50.000 για τους Έλληνες θύματα των σταλινικών διώξεων.[88]
Η φυγή στην Ελλάδα
Υπολογίζεται ότι την περίοδο αυτή περίπου 20.000 Ελληνίδες με τα παιδιά τους υφίσταντο πιέσεις από τις σοβιετικές αρχές να εγκαταλείψουν την ΕΣΣΔ. Η ελληνική κυβέρνηση, αλλάζοντας την πολιτική αποθάρυνσης της μετανάστευσης που είχε ακολουθήσει ως το 1938, πρόσφερε κάθε δυνατή βοήθεια στους πρόσφυγες στην προσπάθειά τους αυτή. Η ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα προσπάθησε να βοηθήσει τους Έλληνες που είχαν συλληφθεί, δίχως αποτέλεσμα.[89] Η πίεση για εγκατάλειψη της Σοβιετικής Ένωσης εξασκήθηκε κυρίως στις οικογένειες των συλληφθέντων.[90] Εκτός από την πίεση των αρχών επανεμφανίστηκε τάση φυγής στην Ελλάδα “… ως μια λύτρωση από την δημιουργηθείσα κατάσταση”.[91] Η τάση αναχώρησης ήταν εντονότατη. Πολλοί κατέφευγαν στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας και κατέθεταν τις οικονομίες τους σε συνάλλαγμα, ζητώντας τη μεταφορά τους στην Ελλάδα με το διπλωματικό σάκο.[92] Υπάρχουν πολλές καταγγελίες ότι αρκετές από τις καταθέσεις αυτές δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα.[93] Όσες απ’ αυτές στάλθηκαν στην Ελλάδα, τελικά χάθηκαν λόγω πολέμου. Έτσι, όταν οι κληρονόμοι, τις περισσότερες φορές, των καταθετών κατάφεραν να φτάσουν στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, δεν δικαιούνταν τίποτα. Τέτοιες περιπτώσεις υπήρχαν δεκάδες. Παρατηρούνται επίσης και άλλες περιπτώσεις κατάθεσης χρηματικών ποσών στην πρεσβεία, που στέλνονταν στην Ελλάδα αλλά εκεί δεν τους αποδίδονταν με διάφορες προφάσεις.[94] Η κατάθεση αυτή των χρημάτων των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης στην πρεσβεία, συνεχιζόταν μέχρι την δεκαετία του ’70.[95]
Από την άνοιξη του 1938 άρχισαν να καταφθάνουν σε ελληνικούς λιμένες ομάδες Ελλήνων από τη Σοβιετική Ένωση. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους ο αριθμός αυξήθηκε. Η ελληνική πρεσβεία της Μόσχας είχε εντολές να χορηγεί άδεια σε όποιον επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ένωση. Το Σωματείον των εκ Ρωσίας Ελλήνων ανέφερε σε υπόμνημά του την αλλαγή αυτής της στάσης των ελληνικών αρχών. Επισήμανε ότι η δυνατότητα εξόδου δεν είχε γίνει γνωστή στους ελληνικούς πληθυσμούς. Το Σωματείο επανέλαβε την έκκληση να δραστηριοποιηθεί η ελληνική κυβέρνηση για να σωθούν οι “… χιλιάδες των φυλακισμένων συμπατριωτών”.[96]
Οι πρόσφυγες αυτής της περιόδου εγκατατάθηκαν στις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί οι πρόσφυγες του ΄22, καθώς και σε διάφορα μέρη της Κεντρικής Ελλάδας, όπως η Λαμία και η Χαλκίδα και της Πελοποννήσου, όπως το Άργος.
Όπως θυμούνται οι πρόσφυγες αυτής της περιόδου, οι ελληνικές αρχές τους αντιμετώπιζαν ως ύποπτους. Το αποκορύφωμα αυτής της στάσης ήταν η υποχρεωτική απομάκρυνση, κατά τη διάρκεια του πολέμου με τον Αξονα, των “ρωσοπροσφύγων”, όπως τους αποκαλούσαν, από τη Χαλκίδα, όπου υπήρχε η στρατηγικής σημασίας γέφυρα.[97] Οι πρόσφυγες ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Πολλοί διέμεναν αρχικά κάτω από στέγαστρα για καπνά. Με ανύπαρκτη κρατική μέριμνα και έντονο ρατσισμό από τους γηγενείς, περνούσαν βασανιστικά την πρώτη περίοδο. Δούλευαν όλη τη μέρα στα τσιφλίκια για ελάχιστη αμοιβή.[98] Με την κατάκτηση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, η πλειοψηφία των προσφύγων εντάχθηκε στις αντιστασιακές αντιναζιστικές δυνάμεις. Αρκετοί εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια των μαζικών εκκαθαρίσεων που έκαναν οι Βούλγαροι στην αν. Μακεδονία.[99]
Εν μέσω του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου»
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος επηρέασε άμεσα τη ζωή της ελληνικής εθνότητας. Oι Έλληνες που είχαν σοβιετική υπηκοότητα επιστρατεύτηκαν και στάλθηκαν στην πρώτη γραμμή. Από τη Γεωργία μόνο πολέμησαν στα διάφορα μέτωπα 13.000 Έλληνες στρατιώτες.[100] Χιλιάδες έπεσαν στα πεδία των μαχών.[101] Όσοι διατηρούσαν την ελληνική υπηκοότητα, καθώς και οι σοβιετοϋπήκοοι, οι οποίοι δεν επιστρατεύτηκαν λόγω μεγάλης ηλικίας, εντάχτηκαν σε τάγματα εργασίας και δραστηριοποιήθηκαν στα μετόπισθεν.[102] Πολλοί πέθαναν από τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν σ’ αυτά. Ο ελληνικός πληθυσμός βρισκόταν κυριολεκτικά στο έλεος της εξουσίας.[103]
Η προέλαση των Γερμανών και οι σκληρές μάχες, κυρίως στην κοιλάδα του Κουμπάν, κατέστρεψαν πολλά ελληνικά χωριά.[104] Tην κατάσταση αποδίδει η παρακάτω περιγραφή που αναφέρεται στο χωριό Μερτσάν, στον αγώνα για την απελευθέρωση του οποίου συμμετέχουν και οι κάτοικοί του: “Μπροστά στα μάτια των στρατιωτών απελευθερωτών εμφανίστηκε η εικόνα της καταστροφής και της ερήμωσης. Το χωριό ήταν σε ερείπια. Τα χωράφια ήταν σκαμμένα με χαρακώματα Δίπλα γίνονταν ακόμα μάχες για το χωριό Κριμσκ…”[105] Πολλές φορές οι Γερμανοί συμπληρώνουν τους σταλινικούς στις εκκαθαρίσεις κατά του πληθυσμού. Δεν είναι λίγες οι οικογένειες που είχαν θύματα και κατά τη διάρκεια των σταλινικών διώξεων και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.[106] Οι Έλληνες, που υπέστησαν λίγα χρόνια πριν τις φοβερές σταλινικές εκκαθαρίσεις δε συντάχτηκαν με τους Γερμανούς. Αντίθετα, πολλοί έγιναν παρτιζάνοι.[107] Το ίδιο έγινε και στην Κριμαία. Εδώ η παραδοσιακή σύγκρουση των Ελλήνων με τους Τάταρους οδήγησε τους Έλληνες στα παρτιζάνικα σώματα, εφόσον μεγάλο μέρος των Τατάρων συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Η νότια διοίκηση των παρτιζάνων της Κριμαίας υπό την ηγεσία του Έλληνα Μ. Α. Μακεντότση, απαρτίστηκε από Έλληνες.[108] Η συμμετοχή των Ελλήνων στην αντίσταση κατά των Ναζί είναι ακόμα ζωντανή στη μνήμη τους. Θυμούνται μέχρι σήμερα ότι στους Έλληνες της Κριμαίας δεν βρέθηκαν συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών. Αντίθετα, κάθε δεύτερη ελληνική οικογένεια είχε έναν αντάρτη.[109] Ο συγγραφέας Pristavkin αναφέρει ότι μεταξύ των Ελλήνων δεν υπήρξαν προδότες αλλά μόνο ήρωες.[110]
Ο ελληνικός πληθυσμός συμμετείχε με κάθε τρόπο στον πόλεμο. Οργάνωσε εράνους και συγκέντρωσε μεγάλα ποσά, τα οποία διατέθηκαν για το σοβιετικό στρατό. Ένας διευθυντής κολχόζ στην Τσάλκα συγκέντρωσε ποσό ικανό για την κατασκευή μιας φάλαγγας από τανκς.[111] Mόνο από την Τσάλκα, όπου οι Έλληνες ανέρχονταν στο 62% του πληθυσμού, τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από εράνους και κατατέθηκαν στο Ταμείο της Άμυνας της Πατρίδας, ανέρχονταν σε περισσότερα από δύο εκατομμύρια ρούβλια περίπου εξακόσιες χιλιάδες ασημένια και χρυσά ρούβλια. Επιπλέον, κατέβαλαν για την κατασκευή ίλης τανκς, που πήρε το όνομα “Κολχόζνικοι Γεωργίας”, 3.283.000 ρούβλια και για την κατασκευή του σμήνους αεροπλάνων, που πήρε το όνομα “Σοβιετική Γεωργία” 1.616.380 ρούβλια.[112]
Παρ’ όλο που η Ελλάδα βρισκόταν στο αντίθετο στρατόπεδο από τον Άξονα και ήταν κατεχόμενη από τους Γερμανούς, εν τούτοις οι σοβιετικές αρχές αντιμετώπιζαν τους ελληνοϋπήκοους ως ύποπτους προδοσίας. Έτσι άρχισαν να τους εκτοπίζουν ανατολικά, όσο προήλαυναν τα γερμανικά στρατεύματα. Η πολιτική της εκτόπισης των θεωρούμενων ύποπτων εθνοτήτων οδήγησε στη δέσμευση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων και στη σπατάλη σημαντικών οικονομικών πόρων. Οι νέοι διωγμοί κατά των εθνών άρχισαν με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ολόκληροι λαοί θεωρήθηκαν ύποπτοι για προδοσία. Το 1939-1941 εκτοπίστηκαν μεγάλοι πληθυσμοί από τις πρόσφατα προσαρτημένες περιοχές της Βαλτικής, της δυτικής Ουκρανίας κ.λπ. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1941 Γερμανοί πολίτες της ΕΣΣΔ από τη διαλυμένη Σοβιετική Δημοκρατία του Βόλγα μεταφέρθηκαν μαζικά στην Κεντρική Ασία.[113]
Οι μαζικές εκτοπίσεις των Ελλήνων
Οι πρώτοι Έλληνες που μετατοπίστηκαν ανατολικά ήταν οι κάτοικοι με ελληνική υπηκοότητα της κοιλάδας του Κουμπάν, περιοχής της νότιας Ρωσίας. Οι αρχές ενημέρωναν τις υπό εκτόπιση οικογένειες ένα 24ωρο πριν.[114] Ενα μέρος τους μεταφέρθηκε στις περιοχές κοντά στο Βλαδιβοστόκ. Οι υπόλοιποι εκτοπίστηκαν στο σιβηρικό Καζακστάν. Η μετατόπιση έγινε λίγο πριν την κατάληψη της περιοχής από τα ναζιστικά στρατεύματα. Η πλειοψηφία των Ελλήνων υπηκόων που κατοικούσαν στη νότια Ρωσία εκτοπίστηκε το 1941-1942, κυρίως στις περιοχές του σιβηρικού Καζακστάν. Ενδεικτικοί είναι οι αριθμοί στο χωριό Μερτσάν. Σε σύνολο 1.000 Ελλήνων, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν 175 στις διώξεις του ’37-’38. Το 1941 εκτοπίστηκαν 132 οικογένειες στην Κεντρική Ασία, ενώ το 1949 εκτοπίστηκαν άλλες 39.[115] Υπήρχαν επίσης εκτοπισμένοι και στη Σιβηρία, στο χωριό Μιχαήλοφκα της περιφέρειας Σβερντλόφσκ, στην πόλη Σβερντλόφσκ, στην Ουφά και στο Κρασνογιάρσκ.[116] Οι εκτοπισμένες οικογένειες στη Σιβηρία αποδεκατίζονταν κυριολεκτικά από την παγωνιά και τις άθλιες συνθήκες. Ενδεικτικά, οι συνθήκες ζωής στο Κρασνογιάρσκ της Σιβηρίας ήταν άθλιες: “Το πρωί, με 50-60 βαθμούς κάτω από το μηδέν, έπρεπε να μαζέψεις τέσσερα κυβικά μέτρα ξύλα για να σου δώσουν 800 γραμμάρια ψωμί. Αυτά τα ξύλα τα πήγαιναν στα σχολεία. Αλογα δεν υπήρχαν. Τα έβαζαν απάνω μας και εμείς τα πηγαίναμε εκεί”.[117]
Στο Καζακστάν, οι εκτοπισμένοι Έλληνες μεταφέρθηκαν στα χωριά Τεκάλοβο της περιφέρειας Τζαμπούλ, Καρά Κεμίρ κοντά στην πρωτεύουσα Άλμα Άτα (σήμερα Αλμάτι), Οσακάροβα της περιφέρειας Καραγαντά, στην ίδια την Άλμα Άτα, Αρίκ Μπαλίκ της περιφέρειας Κοκτσετάβ, Οκτιάμπρσκογε της περιφέρειας Τσιλίκ, Λουγκοβόε της περιφέρειας Τζαμπούλ, Πανφίλοβα, Τσιλίκ και Ισσίκ κοντά στην Άλμα Άτα, Αστάχοβκα, στο Καρατάου, στο Κουστανάϊ κ.α. Επίσης μεταφέρθηκαν και στην Κιργιζία, στα χωριά Κίροφσκογε και Ισκίτ Ναουκάτ της περιφέρειας Ος.[118]
Παρότι οι Έλληνες που παρέμειναν στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές συμμετείχαν στην Αντίσταση, οι θυσίες τους, όπως και θυσίες των άλλων “τιμωρημένων λαών” στον αντιναζιστικό πόλεμο, αποσιωπήθηκαν μετά την απελευθέρωση.[119] Αντίθετα, εγκαινιάστηκε μια τεράστια επιχείρηση παραχάραξης της ιστορικής μνήμης. Το 1944, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αποφασίστηκε η εκτόπιση των Ελλήνων της Κριμαίας μαζί με τους Τούρκους, τους Βούλγαρους, τους Ιρανούς κ.ά. με το επιχείρημα της συνεργασίας τους με τους κατακτητές.[120] Το 1941 είχε προηγηθεί η εκτόπιση των ελληνοϋπήκοων από το Κερτς της ανατολικής Κριμαίας στην περιοχή Άλμα Άτα του Καζακστάν.[121] Τον Ιούνιο του ’44 εξορίστηκαν οι Έλληνες της Κριμαίας στο Ουζμπεκιστάν και στη Σιβηρία.[122] Από την Κριμαία εκδιώχθηκαν όλες οι εθνότητες εκτός από τους Ρώσους και τους Ουκρανούς.[123] Η μεταφορά του συνόλου των εκτοπισμένων εθνοτήτων της Κριμαίας και της νότιας Ρωσίας απαίτησε 40.000 βαγόνια προορισμένα για μεταφορά εμπορευμάτων. Οι άθλιες συνθήκες ζωής των εκτοπισμένων φαίνονται από το γεγονός ότι, από τις 31.000 οικογένειες που είχαν εκτοπιστεί στην Κιργιζία μόνο οι 5.000 βρήκαν στέγη. Στην περιοχή Φρούνζε, σήμερα Μπισκέκ, αντιστοιχούσε ένα δωμάτιο σε πέντε οικογένειες.[124]
Οι Έλληνες της Κριμαίας μεταφέρθηκαν κυρίως στην περιοχή γύρω από την πόλη Κοκάντ στο Ουζμπεκιστάν. Αλλοι μεταφέρθηκαν στο Καζακστάν και διασπάρησαν σε τεράστιες εκτάσεις, στο Κεντάου της περιφέρειας Τσιμκέντ, στο χωριό Τσου της περιφέρειας Τζαμπούλ, στην Άλμα Άτα, στο χωριό Μέρκε της περιφέρειας Μερκένσιι, στο χωριό Οκτιάμπροσκογε, στο χωριό Λουγκοβόε, στην πόλη Τζαμπούλ, , στο Καρατάου. Επίσης Έλληνες από την Κριμαία μεταφέρονται στην Κιργιζία, στα χωριά Κίροφκα και Ποκρόφκα της περιφέρειας Ταλάς και στο χωριό Κίροφσκογε. Ο συγγραφέας Αnatoli Pristavkin γράφει για τους Έλληνες της Κριμαίας: “Ποιός ξέρει για τα βάσανα των Ελλήνων της Κριμαίας, οι οποίοι εφοδίαζαν την πολιορκημένη Σεβαστούπολη (σ.τ.σ. εννοεί την πολιορκία από τους Γερμανούς στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) με νερό και μεταξύ των οποίων δεν υπήρχαν προδότες; Αυτούς εξόρισαν στο Καζακστάν και στη Σιβηρία!”[125]
Οι εξορίες του 1944 ερμηνεύονται από το γεγονός ότι τη χρονιά αυτή ο Στάλιν διατύπωσε μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία η ταξική πάλη εντείνεται όσο εδραιώνεται ο σοσιαλισμός, με αποτέλεσμα τη δημιουργία “επιθετικών λαών” και “ειρηνικών λαών”. Έτσι η εκτόπιση των επιθετικών λαών ήταν αναγκαία συνέπεια της ταξικής πάλης.[126] Ως “επιθετικοί λαοί” κηρύχθηκαν μερικές μικρές εθνότητες με το επιχείρημα ότι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές, γεγονός εντελώς αναπόδεικτο, και στην περίπτωση των Ελλήνων παράλογο.[127][128] Οι μαζικές εκτοπίσεις των λαών της Κριμαίας δημιούργησε σημαντικό ανθρώπινο κενό. Μέχρι και το 1975 η πυκνότητα του πληθυσμού στην Κριμαία, και ειδικά στις στέππες της, ήταν μικρότερη από την πυκνότητα πολλών άλλων δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι σταλινικές αρχές δεν αρκέστηκαν στην εκδίωξη των ντόπιων πληθυσμών από την Κριμαία, αλλά με μυστικό διάταγμα της 20ης Οκτωβρίου 1944, άλλαξαν όλα τα τοπωνύμια που είχαν ελληνική, γερμανική ή τατταρική καταγωγή. Η απόφαση υλοποιήθηκε μετά από μυστικό διάταγμα του προεδρείου του ανώτατου σοβιέτ της Ρωσίας. Στην περιοχή της Αζοφικής άλλαξαν δέκα ονόματα, στην περιοχή της Αλούστας δέκα, στην περιφέρεια Κουϊμπίσεφ δεκαεννιά και στην περιοχή της Γιάλτας δέκα. Ο σοβιετικός συγγραφέας Κ. Παουστόφσκι γράφει ότι η αλλαγή των ονομάτων μαρτυρά την έλλειψη της πιο στοιχειώδους κουλτούρας και την περιφρόνηση προς το λαό και τη χώρα.[129] Το 1944 εξορίστηκαν από την Ατζαρία οι Κούρδοι και οι Λαζοί. Οι περιουσίες των εκτοπισμένων δόθηκαν στα κολχόζ και λεηλατήθηκαν από τους υπεύθυνους. Τα κοπάδια των Κούρδων δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν, επειδή οι νέοι ιδιοκτήτες αγνοούσαν πως να τα προφυλάξουν. Υπήρχαν περιπτώσεις Ελλήνων κομματικών, που κατέλαβαν σπίτια εξορισμένων. Οι ελάχιστοι αυτοί Έλληνες εξαιρέθηκαν, λίγα χρόνια αργότερα, από την εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού.[130]
Το 1946 εξορίστηκε στο Καζακστάν, στην περιοχή ανάμεσα στην Άλμα Άτα και στη Τζαμπούλ, ένα μεγάλο μέρος από τους Έλληνες του Κουμπάν που είχε αποφύγει την πρώτη εκτόπιση. Οι συνθήκες μεταφοράς ήταν άθλιες. Τρεις μήνες έκαναν οι εξορισμένοι να φτάσουν στους τόπους της εξορίας τους. Μεγάλο μέρος τους πέθανε από τις κακουχίες στο δρόμο. Λίγες οικογένειες κατόρθωσαν να πάρουν το 1946 άδεια μετανάστευσης από το Καζακστάν για την Ελλάδα.[131] Η αντίδραση των Ελλήνων εκφράστηκε στους θρήνους τους:
Ανάθεμά σε Ρούσια
τον νόμον ντο εξέγκες
σο Κριμ και σ’ όλον το Καυκάς
Ρωμαίον ξάϊ κι εφέκες.[132]
Στις 26 Νοεμβρίου 1946 το Ανώτατο Σοβιέτ ψήφισε ένα μυστικό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οι εκτοπισμένοι δε μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να πάρουν άδεια για να επιστρέψουν στις περιοχές καταγωγής τους. Για τους εκτοπισμένους δημιουργήθηκαν ειδικές ζώνες εγκατάστασης. Κάθε παραβίαση των διαδικασιών εκτόπισης ή των κανονισμών, που είχαν θεσπιστεί, τιμωρούταν με ποινές φυλάκισης ή καταναγκαστικά έργα που έφταναν τα 25 χρόνια.[133] Ο κανονισμός τόνιζε ότι κάθε εκτοπισμένος, από το νεογνό έως το γέροντα, έπρεπε να δηλώνει κάθε μήνα τη διεύθυνσή του. Οι ζώνες εγκατάστασης, οι περιφέρειες και οι περιοχές όπου ζούσαν οι εκτοπισμένοι, χωρίστηκαν από τις ελεύθερες περιοχές με φράγματα στους δρόμους, από φυλάκια και από περιπόλους. Αυτοί οι κα-νονισμοί έγιναν ακόμα πιο σκληροί το 1948.[134] Μερικές όμως οικογένειες Ελλήνων από την Κριμαία, εκτοπισμένες στο Κοκάντ του Ουζμπεκιστάν, κατάφεραν να αναχωρήσουν για την Ελλάδα.[135]
Η ήττα των κομμουνιστικών στρατευμάτων στην Ελλάδα το 1949, οδήγησε σε νέο κύμα εκτοπίσεων κατά του ελληνικού πληθυσμού της παραλίας και του Καυκάσου. Η Έλλάδα πλέον εντασσόταν οριστικά στο δυτικό στρατόπεδο. Με βάση τη σταλινική λογική, οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης ήταν δυνάμει πράκτορες του εχθρού και γι’ αυτό θα έπρεπε να μεταφερθούν από τις συνοριακές περιοχές και να χρησιμοποιηθούν εκεί που είχε ανάγκες η σοβιετική οικονομία. Την ίδια χρονιά είχε ανακοινωθεί το πεντάχρονο σχέδιο βιομηχανικής ανάπτυξης της Κεντρικής Ασίας, όπου τα ειδικευμένα εργατικά χέρια ήταν λίγα, λόγω της νομαδικής κατάστασης των γηγενών κατοίκων.[136] Παρ’ όλη την προσπάθεια την Komsomol να κινητοποιήσει κομσομόλους εθελοντές που θα εργάζονταν στην υπό ανάπτυξη περιοχή, δεν εξασφαλίστηκε ικανοποιητικός αριθμός εργατών. Παράλληλα στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας υπέβοσκαν οι εθνικές αντιθέσεις και οι συγκεκριμένες προτεραιότητες στη σκέψη των τοπικών ηγεσιών. Στην περιοχή της Γεωργίας υπήρχαν εθνικιστικές ομάδες που ήθελαν να ξεφορτωθούν τους “ξενόφερτους”, όπως αποκαλούσαν τους Έλληνες και να γεωργιανοποιήσουν την παραλία της Μαύρης Θάλασσας, την Αμπχαζία κυρίως. Στους “ξενόφερτους” συμπεριλαμβάνοντας και άλλες εθνότητες, όπως Αρμένιοι, Αμπχάζιοι, ακόμα και Ρώσοι. Την εποχή εκείνη η γεωργιανή ηγεσία ήταν πανίσχυρη, εφόσον η γεωργιανή ομάδα κυριαρχούσε στο Κρεμλίνο. Το 1948 οι γεωργιανές αρχές έκλεισαν το ρωσικό θέατρο του Σοχούμι και πήραν μέτρα υποβάθμισης του χωριού Ψχου, που ήταν το μοναδικό ρωσικό χωριό της Αμπχαζίας.[137]
Οι Έλληνες, που ήταν οι πρώτοι που εκτοπίστηκαν μαζικά, χαρακτηρίζονταν από τους σταλινικούς “απάτριδες κοσμοπολίτες” και από αυτή την άποψη η εκτόπισή τους ικανοποιούσε το στρατηγικό στόχο της δημιουργίας ενός “εμπίστου συνοριακού πληθυσμού”.[138] Τον Ιούνιο του 1949 ο βοηθός του Μπέρια, Μγκελάτζε, υπό την άμεση καθοδήγησή του, συγκάλεσε σύσκεψη στελεχών γι’ αυτό το σκοπό. Στη σύσκεψη δόθηκαν οδηγίες για το μαζικό εκτοπισμό του ελληνικού πληθυσμού.[139] Για το σύνολο των εκτοπίσεων υπεύθυνος ήταν ο Λ. Μπέρια. Την άμεση ευθύνη για την υλοποίηση των επιχειρήσεων έφεραν οι βοηθοί του Μ. Κομπούλοφ και Γ. Σέροφ. Οι επιχειρήσεις προετοιμάζονταν με βάση την αρχή του αιφνιδιασμού. Στρατεύματα προωθούνταν προς το σημείο που είχε υποδειχθεί. Η διαδρομή των φορτηγών αυτοκινήτων καθοριζόταν από πολύ πριν. Οι επιχειρήσεις γίνονταν από αποσπάσματα της NKVD, που είχαν την ονομασία Τμήματα Επιτήρησης των Δρόμων και από στρατεύματα επιτήρησης των συνόρων.[140]
To 1949 δεκάδες χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι του Καυκάσου, κατατάχτηκαν στην κατηγορία των “ειδικώς απελαθέντων” και εξορίστηκαν στις 13 Ιουνίου 1949 στην Κεντρική Ασία.[141][142] Δίνοντας διορία σαράντα λεπτών στους κατοίκους, τους ανέβαζαν σε στρατιωτικά φορτηγά. Τους μετέφεραν σε κοντινούς σιδηροδρομικούς σταθμούς, απ’ όπου τους επιβίβαζαν σε τραίνα και τους έστελναν στην Κεντρική Ασία.[143] Επίσημα δε διατυπώθηκε καμιά, έστω και τυπική, αιτία της τιμωρίας αυτής.[144] Ειδικές δυνάμεις της Κρατικής Ασφάλειας περικύκλωναν τη νύχτα τα ποντιακά χωριά και υποχρέωναν με τα όπλα τους χωρικούς να ετοιμαστούν μέσα σε λίγες ώρες.
Οι προετοιμασίες των αρχών για την εκτόπιση άρχισε τον Ιανουάριο του 1949. Οι σοβιετικές υπηρεσίες κατέγραψαν όλες τις οικογένειες Ελλήνων που δεν είχαν σοβιετική υπηκοότητα. Το περιστατικό αυτό δημιούργησε υποψίες στους κατοίκους και άρχισαν να διαδίδονται φήμες ότι ο εκτοπισμός θα γίνει στην Ελλάδα. Η φήμη αυτή εύκολα έγινε πιστευτή, εφόσον η επιθυμία μετανάστευσης στην Ελλάδα ήταν πολύ έντονη σε όσους είχαν μεταναστεύσει πρόσφατα από τον Πόντο. Οι φήμες οργίαζαν όσο περνούσε ο καιρός. Το κράτος επίσημα απαγόρευε τη διασπορά τέτοιων ειδήσεων. Πολλοί άρχισαν, δειλά στην αρχή, να πουλούν οικιακά αντικείμενα και μερικά από τα ζώα τους για να συγκεντρώσουν κάποιο χρηματικό ποσό για ώρα ανάγκης.[145] Η φήμη της απέλασης στην Ελλάδα μέσω Ιράν, ακόμα και όταν βρέθηκαν στην Κεντρική Ασία, εξακολούθησε να υπάρχει τις πρώτες μέρες.[146] Μια περιγραφή της απελπισμένης έκφρασης του πληθυσμού τις τελευταίες μέρες πριν από την εκτόπιση είναι η παρακάτω: “Στο χορό Ομάλ εκείνη την ημέρα, με μάτια βουρκωμένα, χόρευαν ακόμη και γέροι και γριές 80 και 90 χρόνων. Τον χορό, που κατέλαβε ολόκληρο το προαύλιο της εκκλησίας, το μεγάλο σαν πλατεία, και τον κύκλο του αποτελούσαν πολλές εκατοντάδες χορευτών, τον συνόδευαν και τον καθοδηγούσαν εννέα λυριτσήδες. Ο χορός εκείνος, γεμάτος μεγαλοπρέπεια, αλλά και αφάνταστη τραγικότητα, ήταν το ύστατο χαίρε όλων μας”.[147]
Ο χορός αποτελούσε ανέκαθεν σημαντικό μέσο έκφρασης των Ελλήνων του Πόντου. Μια συγκλονιστική στιγμή ήταν αυτή που συνέβη στον κεντρικό Καύκασο, όταν συναντήθηκαν τα τρένα, που ήταν φορτωμένα με Έλληνες εκτοπισμένους από το Σοχούμι και το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν. Κλαίγοντας, άρχισαν να χορεύουν με τους σκοπούς της λύρας όλοι μαζί οι εκτοπισμένοι.[148] Για την εξορία αυτή τραγούδησαν:
Σα χίλια εννιακόσια στα σαράνταεννέα
και τι Ρωμαίοις εξώρτσανε ση Καζακστάν μερέα.
Εφέκαμεν τ’ οσπίτια μουν ατά τα μερακλία
εφέκαμεν τα χτινια μουν δεμένα σα μαντρία.
Τα χωρία εσουσλάεψαν θάρεις εκοιμούσαν
τα χτήνοπά μουν έκραζαν τα σκυλία εγουρνούσαν.[149]
Τραγούδησαν επίσης:
Σα χίλια εννιακόσια και σα σαράντα εννέα
να πάει και άλλο να μην έρτεν εκείνη η χρονία.
Ατοίν εμάς εκλείδωσαν σ’ έρημα τα βαγόνια
και ση σειράν πα έστεκαν κα εξ’εφτά σαλόνια.
Μικροί, τρανοί εβάρκιζαν “εκάγαμε, ανοίξτε
εγκλήματα κ’ εποίκαμε εσείς εμάς αφήστε”.
Εμάς ατοίν επέρανε και φέρανε σην Ντράντα
και τι Ρωμαίοις εξώρτσανε μικρούς, τρανούς για πάντα.
Το Τσιν, το Τσαλ, το Παλ εμάζεψαν και όλα τα χωρία
επήγανέ μας σο Καζακστάν/μακρά σην ερημία.[150]
Στους εκτοπισμένους συμπεριλαμβάνονταν μέλη του κόμματος, πολεμιστές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οικογένειες των σκοτωμένων στρατιωτών στο μέτωπο. Δεν εκτοπίστηκαν οι Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι στην κεντρική Γεωργία. Από την περιοχή αυτή εκτοπίστηκαν μόνο οι ελληνικές οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί εκεί ως πρόσφυγες το 1918.[151] Οι εκτοπισμένοι δικαιούνταν να πάρουν μαζί τους λίγα μόνο ρούχα και στρώματα σε μπαούλα. Σε πολλές αποστολές έδιναν φαγητό μόνο δύο φορές, ενώ προβλεπόταν δαπάνη 5 ρουβλίων για κάθε εκτοπισμένο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και γάλα για τα παιδιά.[152]
Δεκαπέντε μέρες μετά τον εκτοπισμό των ελληνοϋπηκόων από την Αμπχαζία, οι Έλληνες που είχαν τη σοβιετική υπηκοότητα υποχρεώθηκαν να δηλώσουν ότι φεύγουν εθελοντικά. Τους εξανάγκασαν επιπλέον να πληρώσουν εισιτήριο για τη μεταφορά τους στη Κεντρική Ασία. Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις μεικτών γάμων, όπου εκτόπιζαν μόνο τον Έλληνα ή την Ελληνίδα, διαλύοντας την οικογένεια.[153] Οι ηγέτες των Ελλήνων της Αμπχαζίας υποστήριξαν ότι 20.000 ελληνικές κατοικίες απαλλοτριώθηκαν το 1949 και παραχωρήθηκαν στους εποίκους, τους οποίους εγκατέστησε η τοπική κυβέρνηση στις ελληνικές περιοχές.[154] Δεν έχει υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός των εκτοπισμένων από την Αμπχαζία. Οι εκτιμήσεις κυμαίνονται μεταξύ 40.000 ατόμων και 70.000.[155]
`Την ίδια περίοδο εκτοπίστηκαν και οι τελευταίοι Έλληνες που είχαν απομείνει στην περιοχή του Κρασνοντάρ. Ο πληθυσμός μεταφέρθηκε με κλειστά τρένα στους τόπους της εξορίας. Το ταξίδι της εξορίας διαρκούσε περίπου δεκαπέντε μέρες. Υπάρχουν μαρτυρίες για συγκρούσεις με τα στρατεύματα της Κρατικής Ασφάλειας που τους συνόδευαν, με θύματα πολλούς από τους εκτοπισμένους.[156] Εκατοντάδες άτομα έχασαν τη ζωή τους στο ταξίδι της εξορίας. Στους τελικούς τόπους διαμονής πέθαναν τα περισσότερα μικρά παιδιά και οι γέροντες.[157][158][159] Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των θανάτων έφτανε το 20-25% των εκτοπισμένων, δηλαδή στα 40-50.000 άτομα. Τους εξόριστους θέριζε ο κοιλιακός τύφος, ο μελιταίος πυρετός, η ιλαρά και η φυματίωση. Οι αρχές απαγόρευαν ακόμα και στους ασθενείς να απομακρυνθούν από τους τόπους εγκατάστασης και να νοσηλευτούν σε κάποιο νοσοκομείο.
Η ζωή στην Κεντρική Ασία
Οι εξόριστοι Έλληνες μεταφέρθηκαν σε περιοχές του Καζακστάν και του Ουζμπεκιστάν, όπου υπήρχαν μεταλλεία μολύβδου και βαμβακοφυτείες. Οι περιοχές αυτές είχαν πρωτοκατοικηθεί μόλις το 1925, αφού υδροδοτήθηκαν με τα νερά του ποταμού Σιρ Νταριά. Το τοπίο είναι ιδιαίτερα απωθητικό. Για εκατοντάδες χιλιόμετρα δεν υπάρχει βλάστηση. Τα διάφορα κολχόζ και σοβχόζ άρχισαν να κατοικούνται από τη στιγμή που αποπερατώθηκαν τα κανάλια που μεταφέρουν νερό. Οι Έλληνες βρήκαν στις περιοχές αυτές ντόπιους Καζάκους ή Ουζμπέκους, Ρώσους, Τάταρους και Γερμανούς, που είχαν εκτοπιστεί από το 1941. Συνάντησαν επίσης και άλλους λαούς του Καυκάσου που είχαν εκτοπιστεί μετά τον πόλεμο, όπως Τσετσένους, Καρατσάεβους, Οσετίνους, Τάταρους από την Κριμαία κ.ά.[160] Οι υπεύθυνοι όλων των εκτοπίσεων, για τις “εξαιρετικές υπηρεσίες” που πρόσφεραν σ’ αυτό τον τομέα και για τις “μεγάλες ικανότητες στρατιωτικού ηγέτη” που επέδειξαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων εκτόπισης παρασημοφορήθηκαν. Ο Σέροφ ειδικά, παρασημοφορήθηκε με το μεγαλύτερο στρατιωτικό παράσημο Σουβάροφ Α’ τάξης, το οποίο γενικά απονέμεται σε στρατιωτικούς ηγέτες που διευθύνουν νικηφόρες επιχειρήσεις στο μέτωπο.[161]
Τους εκτοπισμένους τους κατέβαζαν σε διάφορους σταθμούς. Από εκεί, οι εκπρόσωποι των γειτονικών κολχόζ έρχονταν και έπαιρναν όσους χρειάζονται. Κάθε κολχόζ βρισκόταν σε μια απόσταση 3-5 χιλιομέτρων από το επόμενο. Οι εκτοπισμένοι έμεναν αρχικά είτε σε γιούρτες είτε σε θαλάμους φυλακισμένων, εάν υπήρχαν στο κολχοζ τέτοιοι από προηγούμενες εκτοπίσεις πληθυσμών, είτε έσκαβαν τη γη και κατασκεύαζαν μόνοι τους πρόχειρες τρώγλες. Οι περιορισμοί μετακίνησης ήταν πολύ αυστηροί.[162] Οι περιοχές που μεταφέρθηκαν οι νέοι Έλληνες εκτοπισμένοι στο Καζακστάν ήταν το Τσιμκέντ και η περιφέρεια, το Παχτά Αράλ και το Κεντάου, το Τζαμπούλ και τα χωριά Τσου και Άσα, το χωριό Γεώργιεφκα, το Ζανάτας, η Άλμα Άτα, το Μέρκε, το Καρατάου. Στην Κιργιζία, η περιοχή Ταλάς, η περιοχή Ος και στη Σιβηρία στην περιοχή Σβερντλόφσκ.[163] Οι Έλληνες άργησαν να προσαρμοστούν, γιατί οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές απ’ αυτές του Καυκάσου. Όσους τους πήγαν στα ορυχεία μολύβδου του Μεργκαλιμσάι, τους εγκατέστησαν σε στάβλους αλόγων ή προβάτων, οι οποίοι είχαν διαστάσεις τρία επί τρία και πόρτες ύψος ενός μέτρου. Το δάπεδο ήταν χωμάτινο, όπως και η οροφή, πάνω από τα κλαδιά άγριων καλαμιών. Για καύσιμη ύλη χρησιμοποιούσαν πετροκάρβουνο, το οποίο το μάζευαν γύρω από τις γραμμές του τρένου, όπου έπεφτε από τα τρένα που το μετέφεραν. Στη συνέχεια οι εκτοπισμένοι στο Μεργκαλιμσάι έχτισαν διώροφα ξύλινα σπίτια με οκτώ διαμερίσματα συνολικά. Το κάθε διαμέρισμα ήταν 40 τετραγωνικά μέτρα.[164] Οι ντόπιοι, οι Καζάκοι, οι Κιργίζιοι, οι Ουζμπέκοι, καθώς και οι από παλιότερα εξορισμένοι Κορεάτες, Γερμανοί κ.α. βοήθησαν αποφασιστικά τους εκτοπισμένους Έλληνες να επιβιώσουν.[165]
Οι Έλληνες έγραψαν τραγούδια για τους τόπους εξορίας τους:
Ανάθεμα σο Τουρκεστάν
και σο Μεργκαλιμσάι
το χρόνο δώδεκα μήνας
πάντα αέρας φυσάει.[166]
Όσον αφορά την εργασιακή ένταξη των εκτοπισμένων, δεν υπήρχε καμιά μέριμνα αξιοποίησης των ειδικοτήτων. Για παράδειγμα, ειδικευμένους σε μηχανολογικά ζητήματα τους εγκαθιστούσαν σε αγροτικά κολχόζ. Μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι Έλληνες που υποχρεώνονταν να εγκατασταθούν σε κολχόζ κοντά στη λίμνη Αράλη. Η περιοχή ήταν εξαιρετικά μολυσμένη από την αλόγιστη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων. Χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη παιδική θνησιμότητα και την εξαφάνιση μερικών ευαίσθητων ειδών, όπως οι μέλισσες.[167][168] Το μεγαλύτερο πρόβλημα το είχαν όσοι εγκαταστάθηκαν σε σοβχόζ, τα οποία μόλις είχαν διοργανωθεί. Δεν υπήρχαν κατοικίες και ο κόσμος εγκαθίστατο σε σκηνές, μέχρι να χτιστούν μικρά πλινθόκτιστα σπίτια.
Οι υπεύθυνοι της μυστικής αστυνομίας σε διάφορες περιοχές υποχρέωναν τους εκτοπισμένους να υπογράψουν συμβόλαια παραμονής για 20 χρόνια.[169] Κατείσχαν τα διαβατήρια αλλοδαπών που είχαν οι ελληνοϋπήκοοι και μαζί μ’ αυτά την άδεια παραμονής. Προσπαθούσαν να πείσουν τους εκτοπισμένους να δεχτούν τη σοβιετική υπηκοότητα με το επιχείρημα ότι το ελληνικό κράτος “πούλησε” τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ελληνοϋπήκοοι δεν είχαν το δικαίωμα να απομακρυνθούν από τα κολχόζ σε απόσταση μεγαλύτερη των πέντε χιλιομέτρων και υποχρεώνονταν να δηλώνουν παρουσία μια φορά την εβδομάδα και, μερικές φορές, κάθε τρεις ημέρες στην Κομεντατούρα.[170]
Η άσχημη μοίρα των εκτοπισμένων έγινε τραγούδι-καταγγελία:
Ας λέγω σας ε παιδία
ντο έντον ση Ρουσία
το μίλλετ ετοπλάεψαν
άμον κωσσούς πουλία.
Τη Καζακστάν τα δρόμια
έρημα απομένε’
έφαγαν το καρδόπο μου
και ολίγον επέμνε.[171]
Το 1949 στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, στη Τασκένδη, έφτασε και μια άλλη ομάδα Ελλήνων. Αυτή των πολιτικών προσφύγων. Οι ηγεσίες των πολιτικών προσφύγων αντιμετωπίζαν τους εξορισμένους Πόντιους ως “εχθρούς του λαού”.[172] Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν μαρτυρικά για τους εκτοπισμένους Έλληνες. Στη συνέχεια όμως κατάφεραν να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους. Δανειοδοτήθηκαν από το κράτος, έχτισαν σπίτια, απόκτησαν ζώα, καλλιέργησαν τον κήπο των δύο στρεμμάτων στον καθένα, που τους παραχωρήθηκε. Σε 4-5 χρόνια από την εγκατάστασή τους άλλαξε η μορφή του τόπου. Σιγά σιγά άρχισαν να ασκούν τα πραγματικά τους επαγγέλματα.[173] Τους γάμους, τα βαφτίσια και τις λειτουργίες τα έκαναν παράνομα με επίσης εκτοπισμένους Έλληνες ιερείς, οι οποίοι γύριζαν τα χωριά που ζούσαν εκτοπισμένοι.[174]
Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων που εκτοπίστηκε στην Κεντρική Ασία και στη Σιβηρία τη δεκαετία του ’40, είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια. Οι διάφορες, πρόχειρες, εκτιμήσεις των ερευνητών υπολογίζουν το συνολικό αριθμό των εκτοπισμένων Ελλήνων σε 200.000.[175] Σε υπόμνημα που υπέβαλε το 1986 η Επιτροπή για την Αποκατάσταση των Δικαιωμάτων των Ελλήνων από τον Πόντο που ζούν στην ΕΣΣΔ, αναφέρεται ο υπερβολικός αριθμός των 350.000.[176] Μόνο για την Αμπχαζία έχουμε κάποια στοιχεία για τους αριθμούς των εκτοπισμένων, τα οποία όμως μας δίνουν τελικούς αριθμούς που απέχουν αρκετά μεταξύ τους. Από την περιοχή της Γκάγκρας εκτοπίστηκαν 256 νοικοκυριά, από την περιοχή της Κουταούτα 320, από την περιοχή του Σοχούμι 2.734, από την περιοχή του Γκουλρίπσι 1.525 και από την περιοχή του Οτσαμτσίρι 127. Τα νοικοκυριά αυτά, με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς αντιστοιχούν σε έναν αριθμό 34.000 ατόμων, εκ των οποίων οι 6.121 ήταν ελληνοϋπήκοοι.[177]
Άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των εκτοπισμένων από την Αμπχαζία σε 50.000 και από την Ατζαρία σε 20.000.[178] Κάποιοι υπολογισμοί, μόνο για τους ελληνοϋπήκοους, μπορούν να γίνουν από τον αριθμό των συρμών που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των εκτοπισμένων. Ο Σ. Πιπερίδης γράφει ότι από τις 13 Ιουνίου 1949 έως 20 Ιουνίου αναχώρησαν 40 συρμοί με 30 βαγόνια ο καθένας.[179] Ο Χ. Σιδηρόπουλος δίνει συνολικά τον αριθμό των 68 συρμών με 25 βαγόνια ο καθένας.[180] Στα βαγόνια επιβιβάζονται από 15 άτομα έως 45. Η μεγάλη αυτή απόκλιση, εκτός από την υποκειμενικότητα των εκτιμητών, οφείλεται στο μέγεθος του βαγονιού και στο εκάστοτε πλήθος των υπό εκτόπιση Ελλήνων. Στην εκτίμηση του Πιπερίδη, ο μικρότερος αριθμός των εκτοπισμένων ελληνοϋπηκόων στο οκταήμερο, 13 έως 20 Ιουνίου, είναι 18.000 και ο μεγαλύτερος 54.000, ενώ στην εκτίμηση του Σιδηρόπουλου ο μικρότερος αριθμός είναι 25.500 και ο μεγαλύτερος 76.500.
Η αποζημίωση που δόθηκε στους εκτοπισμένους ήταν ασήμαντη. Κατ’ αρχάς, εξαιρέθηκαν από την αποζημίωση οι ελληνοϋπήκοι. Για παράδειγμα, σε 1.074 νοικοκυριά των Ελλήνων της περιοχής του Σοχούμι έδωσαν, κατά μέσον όρο στο καθένα αποζημίωση για τα βοηθητικά οικήματα, τις καλλιέργειες και τον αγροτικό εξοπλισμό, 616 ρούβλια και 22 καπίκια με τις τιμές του 1961, που αντιστοιχούν σε 61 ρούβλια και 22 καπίκια σε τιμές του 1989.[181] Τα μεγάλα ζώα τα εκτιμούν 100 ρούβλια ή 10 σε τιμές του 1989. Τα μικρά ζώα δεν υπολογίστηκαν καθόλου. Κάθε οικογένεια είχε περίπου 3 κερασφόρα ζώα. Η συνολική αποζημίωση που δόθηκε στους εκτοπισμένους από το Σοχούμι ανήλθε σε 290.930 ρούβλια για τα ζώα και 664.915 ρούβλια για τα βοηθητικά οικήματα, για τα αγροτικά μηχανήματα καθώς και για τις καλλιέργειες. Συνολικά 995.845 ρούβλια.[182]
Στη θέση των εκτοπισμένων το υπουργικό συμβούλιο της Γεωργίας και η Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ. Γεωργίας αποφάσισαν : “Να μεταφερθούν τον Ιούνιο του 1949 από τις άγονες περιοχές της Γεωργίας 2.000 νοικοκυριά κολχόζνικων στην Αμπχαζία στις περιοχές που έμειναν ελεύθερες από την ειδική μετανάστευση”. Σ’ αυτά προστέθηκαν άλλες 500 οικογένειες νέων εποίκων. Με την απόφαση υποχρεώθηκε “… το υπουργικό συμβούλιο της Αμπχαζίας, η περιφερειακή επιτροπή του Κ.Κ. Γεωργίας καθώς επίσης και το υπουργείο Γεωργίας: 1. Nα παραδώσει στα κολχόζ των εποίκων όλα τα περιουσιακά στοιχεία των κολχόζ στα οποία ήσαν μέλη οι ειδικοί μετανάστες, δηλαδή τις καλλιέργειες, τα κτίρια, τον εξοπλισμό, τα αγροτικά εργαλεία, τα ζώα, τους χρηματικούς και άλλους πόρους χωρίς καμία απαίτηση, 2. Να παραχωρήσει στους κολχόζνικους για ιδιωτική καλλιέργεια από 0,5 έως 1 εκτάριο, 3. Να παραδώσουν στους νέους αγρότες τα σπίτια και τα άλλα βοηθητικά οικήματα καθώς επίσης και τις καλλιέργειες και τα ζώα, τα οποία αγοράσθηκαν από τους ειδικούς μετανάστες στην τιμή με την οποίαν είχαν εκτιμηθεί… 6. Να υποχρεωθεί το γεωργιανό γραφείο της αγροτικής τράπεζας να παραχωρήσει μακροχρόνια δάνεια στους νέους εποίκους, υπολογίζοντας για κάθε οικογένεια 10.000 ρούβλια, 7. Η μεταφορά των νέων εποίκων και της περιουσίας τους στους νέους τόπους κατοικίας να γίνει με φροντίδα του υπουργικού συμβουλίου της Γεωργίας.[183]
Εκτός από τα παραπάνω, για τις ανάγκες των νέων κατοίκων δόθηκαν 720.000 ρούβλια, καθώς και χρήματα για την κατασκευή υδραγωγών μήκους 15 χλμ. Επίσης υπήρξε πρόβλεψη για τη δημιουργία 344 σπιτιών στην Αμπχαζία και για τη παροχή οικοδομικών υλικών. Στους νέους έποικους δόθηκαν αρκετοί τόνοι τροφίμων. Για την περιοχή του Σοχούμι απαιτήθηκε συνολικά ποσό ύψους 12.028.500 ρουβλίων, για την αποκατάσταση των νέων εποίκων. Στην περιοχή του Γκουρλίψι δόθηκαν 6.210.000 ρούβλια.[184] Στους νέους εποίκους παραχωρήθηκαν και τα σπίτια των Ελλήνων “ειδικών μεταναστών” στην Κεντρική Ασία.[185]
Οι Έλληνες που εκτοπίστηκαν έβλεπαν τους νέους εποίκους να καταφθάνουν με τραγούδια και κόκκινες σημαίες.[186] Σε έρευνα που έγινε αργότερα για τις περιουσίες των Ελλήνων και την αποζημίωσή τους, μια έκθεση του υπουργείου Εσωτερικών αναφέρει: “Στην όλη επιχείρηση δεν είχαν τηρηθεί πάντα οι ηθικοί κανόνες. Τα σπίτια των Ελλήνων είχαν αξιολογηθεί σε πολύ χαμηλές τιμές και είχαν αποκτηθεί για προσωπική χρήση από κομματικά και σοβιετικά στελέχη”. Στην έκθεση κατονομάζονται συγκεκριμένα άτομα που καταπάτησαν ελληνικές περιουσίες, όπως ο δήμαρχος της πόλης Κουταούτα, ο γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του Σοχούμι, ο υποδιευθυντής του υπουργείου κρατικής ασφάλειας κ.α.[187]
Στο ερώτημα γιατί υπάρχει αυτή η τόσο διαφορετική αντιμετώπιση της σοβιετικής εξουσίας απέναντι σε δύο σοβιετικούς πληθυσμούς, τους Έλληνες και τους Γεωργιανούς -δίχως να λάβουμε υπ’ όψιν στο ερώτημα αυτό τους ελληνοϋπήκοους- η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο με την παραδοχή ότι η εξουσία δανειζόμενη το τσαρικό μοντέλο, χώριζε τα έθνη σε ένοχα και μη. Αυτή τη θέση διατυπώνει ο Ν. Ιωαννίδης, συμπληρώνοντας επί πλέον ότι υπήρχαν τρεις ακόμα λόγοι: οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης θεωρήθηκαν ύποπτοι μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στην Ελλάδα, η ηγετική ομάδα στη Γεωργία είχε εθνικιστικές απόψεις και θεωρούσε τους Έλληνες ξενόφερτους και τέλος τότε άρχιζε η βιομηχανική ανάπτυξη της Κεντρικής Ασίας.[188]
Οι Έλληνες της Αμπχαζίας ερμήνευσαν τις μαζικές εκτοπίσεις ως υλοποίηση του σχεδίου των Γεωργιανών εθνικιστών να εγκατασταθούν στην Αμπχαζία γεωργιανές ομάδες και να εξασφαλίσουν έτσι την πληθυσμιακή τους υπεροχή, να αφομοιώσουν την Αμπχαζία και να θέσουν τέρμα στην αμπχάζικη εθνότητα. Με ένα χτύπημα να τελειώσουν με τους Έλληνες, τους Αρμένιους και τους Αμπχάζιους, οι οποίοι βασικά εμπόδιζαν την επεκτατική πολιτική του Ι. Στάλιν, του Λ. Μπέρια και των συνεργατών τους.[189]
Ο R. Gordeziani, διευθυντής του Ινστιντούτου Μεσογειακών Μελετών του Πανεπιστημίου της Τιφλίδας, αναφέρει ότι η εκτόπιση των Ελλήνων εντάσσεται στην προσπάθεια του Στάλιν για εκκαθάριση των συνοριακών περιοχών με στόχο την καλύτερη προετοιμασία της επίθεσης της ΕΣΣΔ κατά της Δύσης.[190] O G. Zorzoliani, διευθυντής ενός συμβουλευτικού οργάνου της γεωργιανής κυβέρνησης για θέματα μειονοτήτων, αναφερόμενος στο κλείσιμο των ελληνικών σχολείων υποστήριξε μια άποψη που βρίσκεται εγγύτερα στην κυρίαρχη άποψη της γεωργιανής εξουσίας. Αναφέρει ότι το κλείσιμο των σχολείων προκλήθηκε, επειδή οι ίδιοι οι Έλληνες δεν ήθελαν να έχουν μια μόρφωση αποκλειστικά ελληνική, γιατί έτσι δεν μπορούσαν να είναι μέλη της κοινωνίας και αποκλείονταν από την ανώτατη εκπαίδευση. Ομολογεί ότι την περίοδο εκείνη “… άρχισε ο σωβινισμός από τη Ρωσία, διαμορφώθηκε και εδώ (σ.τ.σ. στη Γεωργία) ο γεωργιανός εθνικισμός”.[191] Ο Ρώσος ιστορικός Ν. Boukai υποστηρίζει ότι η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού έγινε με απόφαση του ίδιου του Στάλιν, για να εκτονώσει την εθνικιστική ένταση που επικρατούσε στο βόρειο Καύκασο και στην Κριμαία, όπως επίσης για να απομακρύνει από τις συνοριακές περιοχές τους εκπροσώπους των “μη έμπιστων” εθνικοτήτων[192]
Η πολιτική κατά του ελληνικού πληθυσμού σ’ όλη τη Σοβιετική Ένωση ήταν ενιαία. Ακόμα και στις περιοχές όπου υπήρχε σημαντικός ελληνικός πληθυσμός που δεν εκτοπίστηκε, όπως στη Μαριούπολη της νότιας Ουκρανίας, ασκήθηκε μια πολιτική που στόχευε στην καταστροφή της συμπαγούς ελληνικής κοινωνίας. Ενώ μέχρι το 1937 ο ελληνικός πληθυσμός χαρακτηρίζεται από συντηρητισμό, όσον αφορά το συγχρωτισμό του με άλλες εθνότητες,[193] στη συνέχεια έγινε προσπάθεια να υποχωρήσει ο συντηρητισμός αυτός με το μαζικό εποικισμό και τους μεικτούς γάμους, οι οποίοι ενισχύονταν με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, οι Έλληνες αποβλήθηκαν από τις διευθυντικές θέσεις, οι οποίες καταλήφθηκαν από μη Έλληνες. Οι νέοι διευθύνοντες τις διάφορες υπηρεσίες άρχισαν να τρομοκρατούν τον ελληνικό πληθυσμό, απειλώντας τον συνεχώς με το παράδειγμα των εκτοπισμένων. Επιπλέον, η επαγγελματική σταδιοδρομία των νέων συνδέθηκε με την αλλαγή της δήλωσης της εθνικότητας.[194] Καλλιεργήθηκε στους συνοίκους των Ελλήνων, μια υπεροπτική συμπεριφορά που περιείχε ένα συναίσθημα περιφρόνησης: “… μας φερόντουσαν σαν σε όντα δεύτερης κατηγορίας που είχαν καπιταλιστικές τάσεις… Ήμασταν φθηνά και καλά εργατικά χέρια αυτών που μας κυβερνούσαν χωρίς να έχουμε κανένα δικαίωμα”.[195]
Οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης αποκάλεσαν “γενοκτονία και εθνοκτονία μαζί…” τις διώξεις, οι οποίες άλλαξαν ριζικά την δημογραφική κατάσταση στις παραθαλάσσιες περιοχές του Κουμπάν, της ανατολικής Κριμαίας, του Δονμπάς και άλλων περιοχών όπου παραδοσιακά κατοικούσαν οι Έλληνες. Ετσι οι Έλληνες, που κάποτε αποτελούσαν την πλειοψηφία σ’ αυτά τα μέρη, κατέληξαν να είναι η μειοψηφία.[196] Θεώρησαν ότι έτσι επιτυγχάνονταν ο κύριος στόχος του ολοκληρωτικού καθεστώτος, η αφομοίωση του ελληνικού πληθυσμού: “… εξοντώθηκαν όλοι σχεδόν οι Έλληνες διανοούμενοι και ο λαός εκτοπίστηκε στις στέππες του Καζακστάν και της Κεντρικής Ασίας, στα Ουράλια, στη Σιβηρία, στην περιοχή του Πόλου. Οι άνθρωποι χάσαν τα σπίτια τους, την περιουσία τους, τις πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες, τη γλώσσα τους, την ιστορία, τον πολιτισμό. Αρχισε η παρακμή και η αφομοίωση του ελληνικού πληθυσμού”.[197][198] Η τάση φυγής προς την Ελλάδα έγινε πλέον ο μόνομος στόχος των εκτοπισμένων, οι οποίοι πλέον δεν είχαν χάσει κάθε εμπιστοσύνη προς το σοβιετικό κράτος. Η Ελλάδα γίνεται στόχος ζωής, μοναδική διέξοδος φυγής από μια καταθλιπτική και καταπιεστική καθημερινότητα. Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται και στα τραγούδια των εκτοπισμένων: Σε υπόμνημα που έστειλαν το 1991 οι ελληνικές οργανώσεις της ΕΣΣΔ στον πρόεδρο της Ρωσίας έγραφαν: “… Οι διώξεις του 1938, 1944, 1949, κατάφεραν σκληρό χτύπημα στον ελληνικό λαό. Τον άφησαν δίχως τη δυνατότητα φυσιολογικής πνευματικής ανάπτυξης, εκδιώκοντάς τον από τους τόπους της ιστορικής του κατοικίας. …Κατά τις διώξεις εξολοθρεύτηκαν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες και κυρίως οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι της διανόησης…”
Θα κόφτομεν το μουχτερόν
θα τρώγωμεν τη σάλα
αν αξιώνει ο θεός
θα πάμε σην Ελλάδα.
Σην Ελλάδαν ευρίουνται
όλα τα ευλογίας,
σο Καζακστάν θα τρώνε μας
τα φτείρας και τα μυίας.[199]
Mετά το θάνατο του Στάλιν
Μέχρι το θάνατο του Στάλιν, το 1953, οι συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι εκτοπισμένοι πληθυσμοί θύμιζαν στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το θάνατο του Στάλιν ακολούθησε μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από την άγρια διαμάχη για την εξουσία. Ο Μπέρια, στην προσπάθειά του να επικρατήσει δυναμικά, συγκρούστηκε με όλα τα άλλα μέλη της ηγεσίας. Στην αποφασιστική συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ[200], πήγε συνοδευόμενος από ισχυρές δυνάμεις ασφαλείας, οι οποίες περικύκλωσαν το κτίριο. Ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις, όμως, περικύκλωσαν τις δυνάμεις του Μπέρια και συνέλαβαν τον ίδιο. Την παραμονή των Χριστουγέννων ανακοινώθηκε η εκτέλεσή του. Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι αποδείχτηκε πράκτορας των ιμπεριαλιστών και εχθρός του λαού.[201] Μαζί με τον Μπέρια εκτελέστηκε και Μ. Κομπούλοφ, που ήταν υπεύθυνος για τις εκτοπίσεις των εθνοτήτων. Ο άλλος υπεύθυνος των εκτοπίσεων, ο Σέρωφ, χάρη στο ρόλο που έπαιξε κατά τη σύλληψη του Μπέρια και χάρη στην προστασία του Χρουτσόφ, έγινε αρχηγός της ΚGB και στη συνέχεια υπαρχηγός του γενικού Επιτελείου Στρατού. Αργότερα πήρε το βαθμό του στρατηγού στρατιάς και ανακηρύχτηκε ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης.[202]
Με το θάνατο του Στάλιν, άλλαξε η αντιμετώπιση των αγροτών. Οι υπερβολικοί φόροι που έπνιγαν την ύπαιθρο καταργήθηκαν. Οι τιμές διάθεσης των προϊόντων των κολχόζ αυξήθηκαν, με ευεργετικά αποτελέσματα στη ζωή των αγροτών.[203] Ο Χρουτσόφ επέτρεψε τη μαζική αποφυλάκιση των κατάδικων από τη Σιβηρία. Τον Ιούλιο του 1954, το υπουργικό συμβούλιο της ΕΣΣΔ ψήφισε μια απόφαση για την “άρση ορισμένων περιορισμών στο νομικό καθεστώς των μετακινημένων προσώπων”. Όσοι θεωρούνταν ότι συμμετείχαν σε κοινωνικά χρήσιμη εργασία, έπαιρναν άδεια να πηγαίνουν ελεύθερα στη δουλειά τους και να δηλώνουν μόνο μια φορά το χρόνο τη διεύθυνσή τους στην MVD. Επιτράπηκε στα παιδιά που ήταν μικρότερα των δέκα ετών να σβηστούν από τους καταλόγους των εκτοπισμένων, ενώ τα πιο μικρά παιδιά απελευθερώθηκαν από την επιτήρηση και τους διοικητικούς περιορισμούς. Δεν έγινε όμως πουθενά λόγος για την επιστροφή των εκτοπισμένων, πληθυσμών στις πατρίδες τους. Αντίθετα, ένα διάταγμα συνιστούσε “την εντατικοποίηση της μαζικής αγκιτάτσιας και της μορφωτικής δουλειάς” για τους εκτοπισμένους.[204]
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1955, ψηφίστηκε από το Ανώτατο Σοβιέτ το διάταγμα”Για την αμνηστία των σοβιετικών πολιτών που συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις κατά την περίοδο του μεγάλου πατριωτικού πολέμου 1941-1945″. Οι Έλληνες ζήτησαν αμέσως να εφαρμοστεί και γι’ αυτούς το διάταγμα, ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν. Στις 7 Μαρτίου 1956, ο υπουργός Ν. Ντουντάροφ και τα μέλη της Επιτροπής για την Κατάργηση των Περιορισμών, έστειλαν ένα υπόμνημα στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ, στο οποίο αναφέρουν τα εξής: “Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 5984 διάταγμα της Κρατικής Επιτροπής Αμυνας από την 2α Ιουνίου 1944 είχαν εκτοπιστεί από την Κριμαία οι συνεργάτες των Γερμανών γερμανικής, ελληνικής, βουλγαρικής και αρμενικής εθνότητας… Στα κομματικά όργανα καταφθάνουν αιτήσεις από εκτοπισμένους Έλληνες, Βούλγαρους και Αρμενίους που ζητούν την κατάργηση των εις βάρος τους περιορισμών, λόγω της ψήφισης στις 17 Σεπτεμβρίου 1955 από το ανώτατο σοβιέτ του διατάγματος…”[205]
Στις 27 Μαρτίου το ανώτατο σοβιέτ πήρε μια απόφαση, με την οποία προβλεπόταν να εφαρμοστεί και στην περίπτωση των Ελλήνων, Βουλγάρων και Αρμενίων που εκτοπίστηκαν από την Κριμαία το 1944 το διάταγμα, να αρθούν οι περιορισμοί για τη μετακίνησή τους από τους τόπους εγκατάστασης και να απαλλαγούν από την διοικητική επιτήρηση των οργάνων του υπουργείου εσωτερικών και να ορισθεί ότι οι απαλλαγμένοι Έλληνες, Βούλγαροι και Αρμένιοι και τα μέλη των οικογενειών τους μπορούσαν να κατοικήσουν σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας εκτός από την περιοχή της Κριμαίας. Πριν την υπογραφή του παραπάνω διατάγματος, που πάντως εξαιρούσε την Κριμαία, υπήρχαν μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις επιστροφής. Πρώτος επιστρέφει στο Σοχούμι από το Καζακστάν ο γιατρός Π. Μπουμπουρίδης τον Οκτώβριο του 1954. Μετά την υπογραφή του διατάγματος επιτρέπεται σε όλους τους Έλληνες με σοβιετική υπηκοότητα να επιστρέψουν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Οι τοπικές αρχές του Καζακστάν υψώσαν πολλά γραφειοκρατικά εμπόδια για να αποτρέψουν την αναχώρηση των Ελλήνων που θεωρούνταν καλοί εργάτες.[206]
Παρ’ όλες τις συνεχείς απολύσεις των κρατουμένων μετά το 1953, το Φεβρουάριο του 1956 βρίσκονταν ακόμη στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης εκατομμύρια πολιτικοί κρατούμενοι. Δίχως να μπει στο 20ο Συνέδριο το ζήτημα της αποκατάστασης, ο Χρουτσόφ άρχισε την μαζική αποφυλάκιση των κρατουμένων.[207] Το πρόβλημα που πρόκυψε με την αποκατάσταση των εκτοπισμένων, εφόσον κλήθηκε να αποκαταστήσει τις αδικίες ο ίδιος μηχανισμός που είχε διενεργήσει τις εκτοπίσεις λίγα χρόνια πριν. Τα διατάγματα δεν μπόρεσαν να διαμορφώσουν ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο για την επιστροφή των εκτοπισμένων.[208] Εξάλλου, τα ίδια τα διατάγματα καθόριζαν ότι ένα σημαντικό μέρος των εκτοπισμένων δε θα μπορούσε να πάρει πίσω την περιουσία του. Με αυτό τον τρόπο απέτρεπαν την επιστροφή σημαντικού αριθμού ατόμων, τα οποία δεν είχαν πλέον πού να επιστρέψουν.[209]
Η επιστροφή των Ελλήνων άρχισε να επιβραδύνεται στο τέλος του 1956, και τις αρχές του 1957. Αιτία ήταν ακριβώς το γεγονός της μη επιστροφής των καταπατημένων τους περιουσιών.[210] Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 1957, ο ελληνικός πληθυσμός της ΕΣΣΔ αριθμούσε 309.308 άτομα και αποτελούσε το 0,15% του συνολικού πληθυσμού.[211] Υπάρχει η εκτίμηση ότι στην Αυτόνομη Δημοκρατία της Αμπχαζίας επέστρεψαν συνολικά 15.000 άτομα ξεκινώντας τη ζωή τους και πάλι από το μηδέν.[212] Περίπου 100 οικογένειες κατάφεραν να αναχωρήσουν το 1957 από την Κεντρική Ασία για την Ελλάδα. Οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν στη Νέα Βίγλα της Άρτας και στον Καρέα της Αττικής.[213] Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του ’40, μερικές δεκάδες ελληνικών οικογενειών εκτοπισμένων στην Κεντρική Ασία είχαν καταφέρει να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Αυτό συνέβη το 1946 και το 1948, εξ αιτίας της κατ’ εξαίρεσιν θετικής στάσης των τοπικών αρχών που επέτρεψαν την αναχώρηση. Για να αντιμετωπίσουν το παρατεταμένο πρόβλημα στέγης, οι πρόσφυγες ίδρυσαν στην Αθήνα, το 1951, τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Ελλήνων Προσφύγων εκ Ρωσίας με την ονομασία Στέγη Προσφύγων.[214] Μέλη του συνεταιρισμού μπορούσαν να γίνουν “Οι εν τη περιφερεία Αθηνών-Πειραιώς ευρισκόμενοι ομογενείς εκ Ρωσσίας πρόσφυγες, μέλη του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Προσφύγων Ρωσσίας… οι διαβιούντες εις στέγαστρα ακατάλληλα για κατοικίαν, δεν διαθέτουν άλλην ιδιόκτητον στέγην και δεν δύνανται δι’ ιδίων των μέσων να αποκτήσουν κατάλληλον στέγην”.[215]
Η σχετική φιλελευθεροποίηση της χρουτσοφικής περιόδου επέτρεψε να αναβιώσουν τα ελληνικά θέατρα στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία. Το 1958 οργανώθηκε στο Σοχούμι ελληνικό θέατρο με επικεφαλής τον Δ. Μπουμπουρίδη. Ανέβασε την Ηλέκτρα του Ευριπίδη, το Ζητείται ψεύτης και Το Στραβόξυλο του Ψαθά, Τη Λύρα του γερο Νικόλα, Τη Τρίχας το γεφύρ’ του Θ. Κανονίδη κ.α. Η προσπάθεια αυτή διήρκησε πέντε περίπου χρόνια και σταμάτησε λόγω της στάσης των τοπικών αρχών.[216] Την ίδια περίοδο, στο Τσιμκέντ του Καζακστάν οργανώθηκε μια μικρή θεατρική κίνηση γύρω από τον Ξυνόπουλο. Ανέβασε το θεατρικό Τη Τρίχας το γεφύρ’ και περιόδευσε μ’ αυτό στις ελληνικές κοινότητες του Καζακστάν. Οι εκτοπισμένοι άρχισαν να προμηθεύονται την εφημερίδα των πολιτικών προσφύγων Προς την νίκη, που αργότερα θα μετονομασθεί Νέος Δρόμος.[217] .
Εμφανίστηκε επίσης, μια μικρή κίνηση στη Τιφλίδα γύρω από τον Γεωργιανό ελληνιστή Καουχτσισβίλι για την επαναφορά της ελληνικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Εκδόθηκε το 1958, από το εκδοτικό “Τσόδνα” της Τιφλίδας το Αλφαβητάριο σε 24γράμματο αλφάβητο και άρχισε η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε αρκετά σχολεία της Τσάλκας. Με αφορμή την επαναφορά του 24γράμματου αλφάβητου εμφανίστηκαν έντονες διαφωνίες στους κόλπους των Ελλήνων. Η κίνηση όμως της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας είχε μικρή εμβέλεια και σταμάτησε τη μπρεζνιεφική περίοδο.[218] Τη δεκαετία του ’60, παρατηρήθηκαν αυθόρμητες προσπάθειες για οργάνωση των Ελλήνων. Τέτοια περίπτωση ήταν οι σύνδεσμοι που δημιουργήθηκαν, το 1968, στο Ρουστάβι της κεντρικής Γεωργίας κάτω από την επωνυμία “Παιδαγωγική Εταιρεία”. Η δομή της οργάνωσης στηριζόταν στη δημιουργία κλειστών ομάδων-πυρήνων πέντε ατόμων το πολύ. Στην “Παιδαγωγική Εταιρεία” οργανώθηκαν 250 Έλληνες.[219]
Οι μικρές αυτές προσπάθειες σταμάτησαν την περίοδο του Μπρέζνιεφ λόγω της κατασταλτικής πολιτικής που ακολούθησε η σοβιετική εξουσία. Για παράδειγμα, η οργάνωση στο Ρουστάβι σταμάτησε τη δράση της μετά από παρέμβαση της KGB. Τα χρήματα της οργάνωσης κατατέθηκαν σε λογαριασμό υπέρ των φυλακισμένων της δικτατορίας στην Ελλάδα. Οι Έλληνες αντιμετωπίζονταν όλη τη Μπρεζνιεφική περίοδο ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Κατά την περίοδο αυτή, επιβίωσαν μόνο τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα: Το συγκρότημα “Συρτάκι”, που ιδρύθηκε το 1967, και το συγκρότημα “Ελλάδα”, που ιδρύθηκε το 1974.[220] Μέχρι την εποχή της περεστρόικα στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε μυστικό διάταγμα που απαγόρευε την προώθηση Ελλήνων σε υψηλές θέσεις στην κομματική, την κρατική, τη συνδικαλιστική και τη στρατιωτική ιεραρχία. Ακόμα και στην επιστημονική ιεραρχία ήταν πολύ δύσκολο να ανέλθει ένας Έλληνας.[221]
Στη δεκαετία του ’60 αρκετές εκτοπισμένες οικογένειες στη Σιβηρία, μετακινήθηκαν νοτιότερα, σε περιοχές του Καζακστάν που κατοικούσαν μεγαλύτερες ομάδες εκτοπισμένων Ελλήνων[222]. Από το 1965 άρχισε η αναχώρηση αρκετών εκτοπισμένων οικογενειών Ελλήνων για την Ελλάδα.[223] Μαζί τους αναχώρησαν και αρκετοί επιζήσαντες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι οποίοι προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν από τις αρχές της δεκαετίας του ’50.[224] Oι πρόσφυγες από τη Ρωσία εγκαταστάθηκαν προσωρινά στις παράγκες του συνοικισμού γερμανικών παραπηγμάτων στον Ταύρο και στην οδό Δοϊράνης στην Καλλιθέα Αττικής. Οι εγκαταστάσεις αυτές απείχαν λίγες εκατοντάδες μέτρα από το συνοικισμό Σκοπευτηρίου, που υπήρξε ο κύριος χώρος συγκέντρωσης στην Αττική των Ποντίων προσφύγων του 1918-1923. Οι παράγκες αυτές είχαν χτιστεί χρόνια πριν, για να στεγάσουν πρόσφυγες από τη Ρουμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Η παραχώρηση των παραγκών αυτών στους νέους πρόσφυγες-μετανάστες συνδυάστηκε με οικονομικούς εκβιασμούς μιας ιδιότυπης υπαλληλικής μαφίας. Η ελλαδική γραφειοκρατία ελάχιστα ενδιαφέρθηκε για την τακτοποίηση των προσφύγων αυτής της περιόδου. Οπως καταγγέλλουν οι ίδιοι, οι αρμόδιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους αγνοούσαν τις σαφείς και δημιουργικές προτάσεις τους.[225] Πενήντα επτά άτομα που κατοικούσαν στα παραπήγματα της οδού Δοϊράνης, συνέταξαν στις 11 Ιουνίου 1966 υπόμνημα προς τον τότε πρωθυπουργό Σ. Στεφανόπουλο, ζητώντας, δίχως αποτέλεσμα, τη συνταξιοδοτική εξομοίωσή τους με τους Αιγυπτιώτες και Κωνσταντινουπολίτες.[226]
Το στεγαστικό πρόβλημα των προσφύγων αντιμετωπίστηκε με την απόφαση του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας να τους περιλάβει στο “πρόγραμμα στεγάσεως παραπηγματούχων 1963-1965″.[227] Το υπουργείο συγκρότησε Επιτροπή Στεγάσεως, η οποία βεβαίωνε αναγνώριζε το δικαίωμά τους να τύχουν μέριμνας, ως “βασικό Προσφυγικό δικαίωμα στεγάσεως”.[228] Οι πρόσφυγες-μετανάστες, πολλοί από τους οποίους ήταν κρατούμενοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και ενέπιπταν στην αρμοδιότητα των οργάνων του ΟΗΕ, κατήγγειλλαν ότι ο απεσταλμένος του διεθνούς οργανισμού στην Ελλάδα δεν δέχτηκε να τους ακούσει. Σε υπόμνημα που έστειλαν στον ΟΗΕ σημείωναν ότι “… εδώ κανείς δεν ενδιαφέρεται και κανείς δεν διαθέτει χρόνο για να μας δώσει ελάχιστη προσοχή”. Ανέφεραν μια πολύ σοβαρή πρόταση που έκαναν στην ελληνική κυβέρνηση ζητώντας τη μεταφορά τους εκτός Αθηνών, χωρίς να πάρουν καμιά απάντηση. Αποτέλεσμα της κυβερνητικής αδιαφορίας ήταν η συγκέντρωση των νεοαφιχθέντων στο Μενίδι, στον Ασπρόπυργο, στην Ελευσία, στο Λαύριο κ.ά., το οποίο συνδύαζε το αγροτικό τοπίο με τις επαγγελματικές δυνατότητες της Αττικής. Η έλλειψη ενδιαφέροντος δημιουργούσε κλίμα απόγνωσης σε πολλούς. Όπως γράφουν οι ίδιοι στο υπόμνημα: “… πολλοί από εμάς χάνουν κάθε ψυχική ισορροπία, χάνουν τον εαυτό τους και θέλουν να επιστρέψουν πίσω. Αυτό το ομολογούν οι ουρές στη ρωσική πρεσβεία. Είναι ντροπή, αλλά είναι πραγματικότητα”.[229] Η έλλειψη κάθε κρατικής βοήθειας οφειλόταν εν μέρει στο βασιλικό διάταγμα 330/1960, με το οποίο οι πρόσφυγες από τη Σοβιετική Ένωση αποστερούνταν του δικαιώματος διεκδίκησης της ανταλλάξιμης περιουσίας, παρ’ ότι εντάσσονταν στην ομάδα εκείνη που συμπεριλαμβανόταν στη συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών που υπεγράφη στη Λωζάνη το 1923. Το βασιλικό διάταγμα όριζε ότι δικαίωμα αποκατάστασης είχαν μόνο όσοι είχαν υποβάλλει σχετικές αιτήσεις μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου 1934.[230] Στα μέσα της δεκαετίας το ’70, οι πρόσφυγες δημιούργησαν το Σύλλογο Ελλήνων Προσφύγων εκ Ρωσίας “Η Αργώ” με έδρα την Καλλιθέα Αττικής, με στόχο τη διεκδίκηση μέτρων αποκατάστασης και εξομοίωσής τους με τους ομογενείς πρόσφυγες από την Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Ρουμανία.[231] Η υιοθέτηση μέρους των αιτημάτων τους από τη δικτατορική κυβέρνηση, οδήγησε στη χορήγηση περιορισμένου αριθμού αδειών ταξί στους πρόσφυγες.[232]
Το κύμα καθόδου από τη Σοβιετική Ένωση μειώθηκε την περίοδο 1967-1974, λόγω της επιβολής της δικτατορίας στη Ελλάδα. Περιορισμένος αριθμός προσφύγων έφτασε στην Ελλάδα από την πόλη Κεντάου του Καζακστάν το 1971. Υπολογίζεται ότι οι πρόσφυγες από το 1965 μέχρι το 1985, πριν αρχίσει το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα ανέρχονται σε 30.000.[233] Οι πρόσφυγες και αυτής της περιόδου εγκαταστάθηκαν στο πολεοδομικό συγκρότημα Αθήνας-Πειραιά.
Αντί Επιλόγου
Οι σταλινικές διώξεις είχαν πολλαπλές συνέπειες στους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν ήταν μόνο η φυσική εξόντωση της ηγεσίας και η αποδιάρθρωση των κοινοτήτων, αλλά και η καταστροφή της τελευταίας απόπειρας να συγκροτηθούν οι Έλληνες του Εύξεινου Πόντου, ανεξάρτητα από το κράτος της Ελλάδας. Οι σταλινικές διώξεις πραγματοποιήθηκαν μόλις δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος της μεγάλης ανθρωποσφαγής που πραγματοποίησε ο τουρκικός εθνικισμός στο μικρασιατικό Πόντο. Ολοκληρώθηκε έτσι η εξόντωση ενός ακμαίου ελληνικού κόσμου, ο οποίος διακρινόταν από ιστορική συνέχεια στο χώρο και από την αίσθηση της εντοπιότητας. Δεν είναι τυχαίο, ότι ακόμα και σήμερα, ο αρχαιότερος επιζών λαός της Μαύρης Θάλασσας, είναι οι Έλληνες. Όμως, τα τελευταία υπολείμματά του εξακολουθούν να υπάρχουν και να συμμετέχουν στα μετασοβιετικά δρώμενα, προσφέροντας στους ελλαδικούς το, μη συνειδητοποιημένη ακόμα, συγκριτικό πλεονέκτημα, να διατηρούν μειονότητες ακόμα και στη μακρινή Κεντρική Ασία, καθώς και στους ιστορικούς, την απόλαυση να μελετούν ζωντανές διαδικασίες, όπως η επανεμφάνιση του ελληνικού προσφυγικού ζητήματος και της ανθρώπινης ροής από τον Εύξεινο Πόντο προς τη βαλκανική Ελλάδα, και της συμμετοχής των Ελλήνων στις διαδικασίες διαμόρφωσης των νέων εθνών-κρατών που χαρακτηρίζουν το μετασοβιετικό κόσμο.
Η σύγχρονη έρευνα για τις σταλινικές διώξεις
Η έρευνα για τα ιστορικά αυτά γεγονότα βρίσκεται ακόμα σε αρχικά στάδια. Οι πρώτες μελέτες ξεκίνησαν περίπου μια εικοσαετία πριν και αξιοποίησαν αρχικά μεθόδους προφορικής Ιστορίας. Βαθμιαία, από το 1989 άρχισε η μελέτη σε σοβιετικά αρχεία. Κάτι που ήταν δύσκολο και επικίνδυνο εκείνη την εποχή. Απαιτούσε τη «συνομωτική» βοήθεια από σοβιετικούς Έλληνες, οι οποίοι είχαν δυνατότητες και διέθεταν πρόσβαση σε αρχεία. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης άρχισαν περισσότεροι πια μελετητές να ασχολούνται με την έρευνα και τη συλλογή υλικού. Παρόλα αυτά όμως, οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο θέμα παρέμειναν εξαιρετικά λίγοι.
Η αλλαγή άρχισε να έρχεται από τους Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Εμφανίστηκαν νέοι ερευνητές της σκοτεινής αυτής περιόδου, οι οποίοι έχουν καλύτερες προϋποθέσεις για έρευνα στα ιστορικά αρχεία. Άρχισαν να αναπτύσσονται και συνεργασίες μεταξύ Ελλήνων ερευνητών από Ελλάδα και από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας συνεργασίας εργάστηκαν στο Κρατικό Αρχείο Αποκατάστασης των Πολιτικών Κρατουμένων το καλοκαίρι του 2006 ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης και ο Ιβάν Τζουχά. Στην περιοχή Κολιμά, με πρωτεύουσα το Μαγκαντάν, που βρίσκεται στην Ανατολική Σιβηρία, υπήρχε συστάδα με δεκάδες στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα στρατόπεδα αυτά δημιουργήθηκαν το 1932 και έκλεισαν με την αποσταλινοποίηση του 1956. Συνολικά «φιλοξενήθηκαν» περισσότερα από 800.000 άτομα. Αποδεδειγμένα έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτά περίπου 120.000. Οι φάκελοι αυτών των θυμάτων υπάρχουν και αξιοποιούνται πλήρως από τους ερευνητές του Αρχείου. Η επεξεργασία 50.000 απ΄αυτούς απέδωσε μια κατάσταση 450 Ελλήνων, που έχασαν τη ζωή τους τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Θεωρώντας ότι το δείγμα που μελετήθηκε ήταν τυχαίο, μπορεί να υποτεθεί ότι με την περάτωση της διαδικασίας επεξεργασίας πιθανότατα θα βρεθεί ένας αριθμός της τάξης των 1100 θυμάτων Ελλήνων.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον η κατηγοριοποίηση των θυμάτων αυτών:
- ντόπιοι Έλληνες [Πόντιοι (μετανάστες του 19ου αι. και Μαριουπολίτες]
- Μικρασιάτες πρόσφυγες (κυρίως πρόσφυγες από τον Πόντο μετά το 1912).
- κομμουνιστές [Ελλαδικοί (που κατέφυγαν στην ΕΣΣΔ την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά), Πόντιοι και Μαριουπολίτες]
Τέτοιες μεγάλες συστάδες υπήρχαν άλλες δύο: στη Βορκουτά και στο Νορίλσκ. Στρατόπεδα όμως υπήρχαν σε κάθε γωνιά της αχανούς χώρας. Ο ακριβής απολογισμός των θυμάτων θα απαιτήσει μεγάλες ερευνητικές προσπάθειες και ακόμα μεγαλύτερη σύσφιξη των επιστημονικών σχέσεων μεταξύ ερευνητών από Ελλάδα, Ρωσία, Ουκρανία, Γεωργία κ.ά.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εκδόσει έξι βιβλία για την παρευξείνιο διασπορά και έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών.
Γιώργος Θαλασσινός
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα