"Ο Σουλτάνος της Βαβυλώνας και η γυναίκα" - Λ. Μαχαιρίτσας/ E. Branduardi (live)
Ένα εκπληκτικό τραγούδι του Angelo Braduardi για τον Φτωχούλη του Θεού, τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης.
Ποιος ήταν ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης;
Δείτε το κείμενο που ακολουθεί μετά το video.
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Angelo Branduardi
Ερμηνεία: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας/Angelo Branduardi
Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, 1182 - 1226
Στον 12ο αιώνα ζούσε στην Ασίζη, στην περιοχή της Ούμπρια, μιας εύφορης γης της Ιταλίας, ο Πιέτρο Μπερναρντόνε, πλούσιος υφασματέμπορος, μαζί με την γυναίκα του την Ντόμινα Πίκα. Ο Μπερναρντόνε έκανε μακρινά ταξίδια σε διάφορες πόλεις και χώρες για να αγοράσει από αυτές τα υφάσματά του. Η ζωή των εμπόρων την εποχή εκείνη δεν ήταν όπως σήμερα. Περιπλανιόνταν στις διάφορες πόλεις βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή τους, μετέφεραν ειδήσεις από τον ένα τόπο στον άλλο, γίνονταν αγγελιοφόροι διδασκαλιών, τραγουδιών και ειδήσεων, μετέφεραν με λίγα λόγια τις σκέψεις και τις διδασκαλίες σοφών ανθρώπων.
Ήταν μια εποχή που ο κόσμος δυσφορούσε, η εκκλησία είχε μεγάλη δύναμη, καταδυνάστευε τον φτωχό λαό και όποιος ξεσηκωνόταν, τον κυνηγούσε σαν αιρετικό και αποστάτη.
Σε αυτούς τους καιρούς η Ντόμινα Πίκα γέννησε το 1182 στην Ασίζη ένα αγόρι και αποφάσισε να του δώσει το όνομα Τζιοβάνι. Λέγεται πως την ημέρα της βάπτισης του νεογέννητου μπήκε στο σπίτι ένας άγνωστος γέρος, ζήτησε να δει το παιδί και, όταν το πήρε στα χέρια του, προφήτεψε πως θα είχε εξαίσιο πεπρωμένο. Όταν ο πατέρας ο Πιέτρο Μπερνεντόνε γύρισε από ένα ταξίδι του στην Γαλλία και είδε το νεογέννητο, του έδωσε άλλο ένα όνομα, το όνομα Φραγκίσκος, το οποίο του έμεινε για πάντα.
Μεγαλώνοντας ο Φραγκίσκος, έφηβος πια, ονειρευόταν να γίνει ιππότης και τροβαδούρος. Μιλούσε από μικρός την γαλλική γλώσσα, εξασκούνταν στα όπλα, διασκέδαζε και χωρίς να είναι ευγενής -λόγω του πλούτου του πατέρα του- έκανε παρέα με όλους τους νεαρούς αριστοκράτες.
Κάποια στιγμή η ισχυρή πόλη της Περούτζια κήρυξε πόλεμο κατά της Ασσίζης και τη νίκησε σε μία και μόνο μάχη. Σ' αυτή τη μάχη πολέμησε και ο Φραγκίσκος μαζί με πολλούς από τους συντρόφους του. Πιάστηκε αιχμάλωτος από τον εχθρό και οδηγήθηκε στην Περούτζια, όπου έμεινε φυλακισμένος έναν ολόκληρο χρόνο. Επέστρεψε στην Ασσίζη στο τέλος πια του 1203.
Στην διάρκεια της πολύμηνης αυτής αιχμαλωσίας, δεν έχασε την αισιοδοξία και την ενεργητικότητά του. Διασκέδαζε, παρηγορούσε τους άλλους αιχμαλώτους κι ονειρευόταν τη ζωή των ιπποτών και τη δόξα του πολέμου. Και πριν καλά-καλά αποφυλακιστεί και φύγει από την Περούτζια, ξανάρχισε την παλιά του ζωή, πλούσια σε ακολασία, υπεροψία και σπατάλη. Ρίχτηκε αχόρταγος στις κοσμικές απολαύσεις.
Μετά από λίγο καιρό, ο Φραγκίσκος αρρώστησε βαριά κι ένιωσε πάνω του το αόρατο χέρι του θανάτου. Τότε άρχισε να αντιλαμβάνεται πως μια τέτοια ζωή δεν θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε καμιά αυτάρκεια κι εσωτερική γαλήνη. Όμως αγνοούσε τον τρόπο που θα μπορούσε να προσεγγίσει αυτά τα αγαθά. Έτσι ξανακύλησε στην ασωτία και την καλοπέραση, ενώ μέσα του αναζητούσε σταθερά μια ευγενέστερη δόξα και πραγματική τιμή. Από τα λεγόμενά του μάλιστα φαίνεται ότι ονειρευόταν να γίνει ένας άρχοντας ή ένας παντοδύναμος ιππότης, γιατί πίστευε πως ο ιπποτισμός περιλάμβανε κάθε τι το υψηλό και το ιερό.
Τότε ακούστηκε η είδηση, πως στα νότια της Ιταλίας εξεστράτευε ο κύριος Βάλτερ φον Μπριέν στην υπηρεσία του Πάπα. Διάφοροι θαρραλέοι κι ανήσυχοι άντρες κι έφηβοι από παντού αποφάσισαν να τραβήξουν κατά κει, γιατί ο κύριος Βάλτερ φον Μπριέν είχε τη φήμη μεγάλου ήρωα και ιππότη. Η είδηση αυτή κέντρισε το ενδιαφέρον του νεαρού Φραγκίσκου που έφυγε για την Νότια Ιταλία. Όμως, στο Σπολέτο τον κυρίεψε ένας πυρετός κι αποφάσισε να επιστρέψει γρήγορα στην Ασσίζη, ενώ την υπέροχη πανοπλία του τη χάρισε σ' έναν φτωχό ευγενή.
Οι γονείς του και οι άλλοι κάτοικοι της πόλης, τον κορόιδευαν που πίστευε και διαλαλούσε πως θα γύριζε τάχα στην πατρίδα του σαν ένας δοξασμένος άρχοντας. Τον είχε κυριέψει θλίψη και ζητούσε την λύτρωση από τον ουρανό.
Κάποια μέρα οι παλιοί φίλοι του τον παρακίνησαν να τους παραθέσει ένα δείπνο, όπως παλιά, και να χαρεί μαζί τους. Ο Φραγκίσκος ετοίμασε ένα πλουσιοπάροχο και ακριβό γεύμα και τους κάλεσε. Όταν εκείνοι ήρθαν, τον ανακήρυξαν βασιλιά του συμποσίου και, όπως ήταν το έθιμο της εποχής, του πρόσφεραν ένα ραβδί κι ένα σκήπτρο.
Οι μεθυσμένοι του σύντροφοι τον περικύκλωσαν κι άρχισαν να τον τραβολογούν πειράζοντας τον. Και όταν οι φίλοι του απομακρύνθηκαν εκείνος άφησε απ' το χέρι του να πέσει το σκήπτρο που κρατούσε ως εκείνη τη στιγμή. Μαζί με το ραβδί αυτό πετούσε με μια κίνηση από πάνω του κι όλη τη μέχρι τότε ζωή του.
Και αποφάσισε να παντρευτεί μια παράξενη νύφη, την φτώχεια. Θυμήθηκε ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας περαστικός επισκέπτης, ένας οδοιπόρος που πλανιέται πάνω σ' αυτή τη γη, από τη ζωή ως το θάνατο, χωρίς τελικά να μπορεί να πάρει μαζί του τίποτα το υλικό. Έτσι διάλεξε για οδηγό του το Θεό.
Από τότε ο γιος του πλούσιου κύριου Μπερναρντόνε άφησε τη συντροφιά των νέων της αριστοκρατίας, τα παιχνίδια και την καλοπέραση, και αναζητούσε τη μοναξιά και την παρέα των φτωχών και καταφρονεμένων. Ελεούσε τους ζητιάνους, και του εμψύχωνε. Η ορμή της ταπεινής του αγάπης τον οδηγούσε στους κατώτερους και τους πιο περιφρονημένους.
Αποφάσισε να αφοσιωθεί σε όλους τους κατατρεγμένους κι αυτοί οι καταφρονεμένοι τον αντάμειψαν με τέτοιες τρυφερές ευχαριστίες, που ο Φραγκίσκος έπαιρνε θάρρος κι έβρισκε σ' αυτούς παρηγοριά, όταν οι φίλοι του κι ο πατέρας του τον έβριζαν και τον αποκαλούσαν τρελό.
Κάποτε αποφάσισε να κάνει ένα προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί, αντάλλαξε τα ρούχα του με αυτά ενός ζητιάνου και πήρε τη θέση του. Τότε κατάλαβε πως άδικα έψαχνε τη σωτηρία στη Ρώμη και την παπική αυλή και, επειδή δοκίμασε για πρώτη φορά με τα ρούχα εκείνου του ζητιάνου την αληθινή φτώχεια, αποφάσισε έκτοτε να της μείνει πιστός.
Επιστρέφοντας από την Ρώμη πούλησε ό,τι του ανήκε από την πατρική του περιουσία, ακόμα και το άλογό του, κι έδωσε τα χρήματα σ΄ ένα παρεκκλήσι, το οποίο ήταν ερειπωμένο και το ξανάκτισε με τα χέρια του. Οι σχέσεις με τον πατέρα του είχαν έλθει πλέον οριστικά σε ρήξη.
Ο Φραγκίσκος αγάπησε την Πορτιούνκολα, την έκανε καταφύγιό του. Τότε, όταν επισκεύασε με μεγάλο κόπο κι αυτή την εκκλησία, άκουσε μέσα σ' αυτόν τον ιερό χώρο τη φωνή του Θεού κι αντίκρισε καθαρότερα το σκοπό της ζωής του. Από τότε ο Φραγκίσκος άρχισε να κηρύττει το λόγο του Θεού Τα λόγια του δεν ήταν λόγια ενός ονειροπαρμένου πολυλογά. Μιλούσε στους χωρικούς σαν χωρικός, στους αστούς σαν αστός, στους ιππότες σαν ιππότης, κι έλεγε στον καθένα τους αυτό που θα συγκινούσε την καρδιά του.
Ο λόγος του ήταν απλός και γεμάτος αγάπη . Δεν απαιτούσε απ' τους άλλους να κάνουν κάτι που οι ίδιοι δεν ήταν έτοιμοι γι' αυτό. Δεν απαιτούσε σεβασμό για το άτομό του, αλλά προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις του καθενός.
Ο Φραγκίσκος συνήθιζε να αποκαλεί τον εαυτό του και τους αδελφούς του juculatores Domini, δηλαδή τροβαδούρους του Θεού, γιατί εξυμνούσαν τον Θεό σαν τροβαδούροι και τραγουδιστές. Σύντομα ο λαός τον ονόμασε, εξ αιτίας της θεληματικής του φτώχειας, il Poverello, δηλαδή "ο φτωχούλης" κι έτσι τον λένε ακόμα και σήμερα. Βέβαια, δεν έλειψαν και οι δύσκολες ώρες και οι διώξεις. Οι οικογένειες, που οι γιοι τους είχαν ακολουθήσει τον Φραγκίσκο, τον κατηγόρησαν πως διέφθειρε τους νέους και τους απομάκρυνε από τους γονείς τους . Τώρα πια είχε πιστούς και μαθητές. Πράγμα που προκαλούσε δυσφορία στην εκκλησία και άρχισαν να τον κατηγορούν για αιρετικό. Αποφάσισε να πάει στην Ρώμη να μιλήσει με τον Πάπα, μαζί με τον αδελφό Βερνάρδο από το Κουινταβάλλε.
Στη Ρώμη Πάπας ήταν ο Ινοκέντιος ο Γ΄, χαρακτήρας καθόλου ήπιος. Διοικούσε την από παντού απειλούμενη ρωμαϊκή εκκλησία με μεγάλο σθένος, όχι σαν τρυφερός ποιμένας, αλλά σαν ένας βίαιος και μαχητικός άρχοντας.
Στη Ρώμη οι άντρες από την Ασίζη, που δεν επιθυμούσαν τίποτε άλλο παρά να ζουν στη φτώχεια και στην εγκράτεια κηρύττοντας χωρίς ανταμοιβή τη διδασκαλία του Σωτήρα, προκάλεσαν μεγάλη απορία. Όμως ο Πάπας και ο καρδινάλιος Τζιοβάνι του Αγίου Πέτρου κατάλαβαν αμέσως τη δύναμη που έκρυβαν μέσα τους οι φτωχοί κι άμαθοι αυτοί άνθρωποι και άρχισαν να συλλογίζονται την υπόθεση αυτή πολύ σοβαρά. Ο Φραγκίσκος παρακάλεσε τον Πάπα να εγκρίνει έναν απλό κανονισμό που είχε συντάξει ο ίδιος για την αδελφότητα και που τον αποτελούσαν περικοπές του Ευαγγελίου και έτσι και έγινε, πράγμα που τον έκανε να επιστρέψει στην Ασίζη .
Ο Φραγκίσκος, ως εκλεκτός του Θεού, γνώρισε την ομορφιά της γης, έτσι που σπάνια άλλος ποιητής την έχει γνωρίσει. Και αγάπησε την κάθε μικρή και μεγάλη ύπαρξη, κι αυτές του ανταπέδωσαν την αγάπη τους μιλώντας του. Φυσικά γνώριζε καλά πως πάνω στη γη τίποτα δεν είναι άψυχο και αντιμετώπιζε την κάθε ψυχή, ακόμα κι αυτή ενός φυτού ή μιας πέτρας, με αδελφικό σεβασμό και αγάπη.
Όταν μαθεύτηκε στην Ασίζη πως ο Φραγκίσκος πήρε άδεια από τον Πάπα να κηρύττει ελεύθερα, ο λαός ένιωσε μια τρομερή επιθυμία να τον ακούσει κι επειδή οι άλλες εκκλησίες ήταν πολύ μικρές, χρειάστηκε να μιλήσει στον καθεδρικό ναό της. Ο λαός τον αγαπούσε και του αφοσιωνόταν όλο και περισσότερο, και υπήρχαν από τότε κιόλας πολλοί που τον αποκαλούσαν Άγιο.
Απ' αυτή την εποχή και μετά ο Φραγκίσκος προσπαθούσε με όλες τους τις δυνάμεις να μεγαλώσει το Τάγμα των Μινοριτών και να το διευθύνει όσο το δυνατόν καλύτερα.
Το καλοκαίρι του 1224, γεμάτος φροντίδες και προαισθανόμενος ίσως το θάνατό του, πήγε στο αγαπημένο του βουνό Αλβέρνο. Ήταν τόσο πολύ κουρασμένος που αναγκάστηκε, παρά τις συνήθειές του, ν' ανέβει σ' ένα μουλάρι. Αφού άφησε πίσω του τους τρεις αδελφούς που τον είχαν συνοδέψει, μπήκε μόνος του στο δάσος, έφτιαξε μια μικρή καλύβα και έμεινε για ένα μεγάλο διάστημα. Στους θρύλους αναφέρεται πως εδώ ακριβώς του παρουσιάστηκε ο Εσταυρωμένος και του χάρισε τα ιερά στίγματα του σώματός του. Λίγο αργότερα έπεσε σε μια ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία και μια οδυνηρή αρρώστια των ματιών τον έστειλε για ένα μεγάλο διάστημα στον Άγιο Δαμιανό. Παρ' όλους όμως τους πόνους του, χαμογελούσε πάντα, δόξαζε και υμνούσε τον Θεό κι όταν κείτονταν μόνος και τυφλός στην καλύβα του, τραγουδούσε ενθουσιώδη άσματα. Εκεί συνέθεσε και τον "Ύμνο του Ήλιου".
Σ'αυτή την κατάσταση τον μετέφεραν στο Μόντε Κολόμβο και στο Ριέτι. Η πάθησή του είχε χειροτερέψει περισσότερο και οι γιατροί, μη ξέροντας τι άλλο να κάνουν, του έκαιγαν το μέτωπο με ένα πυρωμένο σίδερο. Όταν πλησίασαν για πρώτη φορά στο κρεβάτι του με το φριχτό εργαλείο, ο άρρωστος υποδέχτηκε με χαρά τη φωτιά κι αναφώνησε: "Ω αδερφή φωτιά, που λάμπεις όμορφη ανάμεσα στ' άλλα δημιουργήματα κι εγώ πάντα σ' αγαπούσα, δείξε μου τώρα έλεος!" Μετά παρακάλεσε έναν αδελφό να του παίξει μουσική, εκείνος όμως αρνήθηκε να το κάνει. Τότε ο Φραγκίσκος άκουσε μέσα στη νύχτα έναν άγγελο Κυρίου να παίζει τις γλυκές κι απερίγραπτα εξαίσιες μουσικές του Παραδείσου.
Όταν ένιωσε το τέλος να πλησιάζει, ζήτησε και τον μετέφεραν με μεγάλο κόπο στον τόπο του, στην Ασίζη. Από το κρεβάτι του θανάτου υπαγόρευσε ακόμα ένα γράμμα, όπου ικέτευε γονατιστός, μ' όλη του την καρδιά, την ανθρωπότητα, να θυμάται την ψυχή της. Όταν ρώτησε το γιατρό πόσο ακόμα θα ζούσε κι αυτός του απάντησε: "Για λίγο", άνοιξε τα χέρια του και είπε: "Σε καλωσορίζω αδελφέ Θάνατε!" Ύστερα άρχισε να τραγουδά κι έπρεπε να τραγουδούν μαζί του και όλοι οι παρευρισκόμενοι φίλοι του.
Λίγες μέρες πριν από το τέλος του ζήτησε να τον πάνε στην Πορτιούνκολα, που την αγαπούσε και τη θεωρούσε πατρίδα του. Πέθανε στις 3 Οκτωβρίου του 1226, κατά το βράδυ. Τη στιγμή που ξεψυχούσε, ήρθε και κάθισε πάνω στη στέγη της καλύβας του ένα μεγάλο σμάρι κορυδαλλών και άρχισε να τραγουδά μελωδικά και δυνατά.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα