Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Σοφία Βέμπο, η Αθάνατη «Τραγουδίστρια της Νίκης» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Αρχική | Μουσική | Ελληνική Μουσική | Σοφία Βέμπο, η Αθάνατη «Τραγουδίστρια της Νίκης» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

 

Εις μνήμην των Γονέων μου

Αλεξάνδρου και Γεωργίας.




 

 

 

 

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,

που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,

παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά

προσευχόμαστε όλες να ’ρθετε ξανά.

 

Ποιος Έλληνας, στ’ αλήθεια, δεν νοιώθει ρίγη συγκίνησης ακούγοντας αυτό το θρυλικό τραγούδι, με στίχους του Μίμη Τραϊφόρου, μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ, και ερμηνεύτρια τη Σοφία Βέμπο, την Αθάνατη «Τραγουδίστρια της Νίκης»…

Η Σοφία Βέμπο (το πραγματικό της όνομα ήταν Έφη Μπέμπου) γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1910 στην Καλλίπολη της Θράκης, όπου ήταν εγκατεστημένος ο πατέρας της κι εργαζόταν ως καπνεργάτης. Το 1912 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία γεννήθηκαν και τα τρία αδέλφια της Σοφίας, ο Τζώρτζης, η Αλίκη και ο Ανδρέας. Το 1914, με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών, η οικογένεια εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη, βρέθηκε στην Τσαριτσάνη, στον νομό Λάρισας, που ήταν και ο τόπος καταγωγής του πατέρα, και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα πια στον Βόλο.

Στον Βόλο η Σοφία αναγκάστηκε να δουλεύει (αρχικά ως ταμίας σε κάποιο κατάστημα), για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της. Παράλληλα όμως, επειδή λάτρευε τη μουσική, είχε αρχίσει να εξασκείται στην κιθάρα, με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.

Σε ηλικία 23 ετών, τον Σεπτέμβριο του 1933, έχοντας αποφασίσει να πάει στη Θεσσαλονίκη, για να συναντήσει τον αδελφό της Τζώρτζη, που σπούδαζε εκεί, επιβιβάστηκε στο πλοίο «Κεφαλληνία», έχοντας πάρει μαζί και την κιθάρα της. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού άρχισε να τραγουδά παίζοντας κιθάρα· και τότε συγκεντρώθηκαν γύρω της και τα μέλη του πληρώματος και όλοι οι επιβάτες του πλοίου που την χειροκροτούσαν, ενθουσιασμένοι από τη φωνή και τα τραγούδια της. Έτσι, αυτή η παρουσία της Σοφίας θεωρήθηκε ως η πρώτη δημόσια εμφάνισή της. Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάμεσα στους επιβάτες βρισκόταν και ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος της πρότεινε να εργασθεί στο κοσμικό κέντρο της συμπρωτεύουσας «Αστόρια». Πράγματι η Σοφία, μετά την συγκατάθεση του αδελφού της, ξεκίνησε από την επόμενη κιόλας ημέρα τις πρώτες καλλιτεχνικές εμφανίσεις της στο κέντρο αυτό, όπου – κάθε βράδυ – οι θαμώνες, γοητευμένοι από τη λαμπερή παρουσία της και τη θαυμάσια φωνή της, παρέτειναν με τα συνεχή τους χειροκροτήματα το πρόγραμμά της.

Μέσα σε μία μόλις εβδομάδα, η φήμη της νεαρής Σοφίας είχε φθάσει μέχρι την Αθήνα, με αποτέλεσμα να της γίνει αμέσως πρόταση να εμφανιστεί στο Θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Η Σοφία, αφού πρώτα ενημέρωσε τους γονείς της, οι οποίοι δεν είχαν καμία απολύτως αντίρρηση, αποδέχτηκε την πρόταση, και από τις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρισκόταν στο Θέατρο «Κεντρικόν» του Φώτη Σαμαρτζή, υποδυόμενη στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933» τον ρόλο μιας τσιγγάνας. Εδώ, ερμήνευσε με μια κιθάρα το πρώτο της τραγούδι, «Μια γυναίκα πέρασε». Η ερμηνεία της ήταν τόσο όμορφη, που χρειάστηκε – στην πρεμιέρα του έργου – να επαναλάβει αυτό το τραγούδι τέσσερις φορές, για να ικανοποιηθεί το πολυάριθμο κοινό που, όρθιο πια, παραληρούσε και την χειροκροτούσε. «Μπράβο, ήσουν υπέροχη» της είπαν, στο τέλος της παράστασης, όλοι οι ηθοποιοί που ήρθαν να την συγχαρούν, μεταξύ των οποίων ο Ορέστης Μακρής, η Μαρίκα Νέζερ κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δημοσιογράφος, ποιητής, συγγραφέας και γνωστός επιθεωρησιογράφος Πωλ Νορ (Νίκος Νικολαΐδης) ήταν εκείνος που της έδωσε, κατά την παράσταση αυτή, το καλλιτεχνικό όνομα «Σοφία Βέμπο». Μετά την συγκεκριμένη παράσταση, η εξέλιξη της Σοφίας υπήρξε εντυπωσιακή.

Η φήμη της έφθασε μέχρι την Αίγυπτο, όπου η Βέμπο – ανταποκρινόμενη στην πρόταση που της είχε γίνει – εμφανίστηκε στο «Grand Trianon» της Αλεξάνδρειας, σημειώνοντας για μιαν ακόμη φορά τεράστια επιτυχία. Το 1934 επέστρεψε στην Αθήνα και συνέχισε τις παραστάσεις της στο θερινό θέατρο «Κεντρικόν», με καινούργια τραγούδια που γράφονταν ειδικά γι’ αυτή, όπως «Μαύρα μου μάτια», «Μη ζητάς φιλιά», μαζί της δε εμφανιζόταν και η αδελφή της Αλίκη.

Η πρώτη ηχογράφηση τραγουδιών της Βέμπο έγινε στην εταιρεία «Parlophone», μετά την άρνηση της «Columbia», η οποία όμως στην συνέχεια σύναψε με τη Βέμπο ένα μεγάλης περιόδου συμβόλαιο, κι έτσι όλα τα επόμενα τραγούδια της σπουδαίας καλλιτέχνιδας ηχογραφούνταν στην εταιρεία αυτή, σε δίσκους των 78 στροφών.

Μετά το τραγούδι «Ας πεθάνω», το 1935, του οποίου οι στίχοι ήταν δικοί της, όλοι σχεδόν οι συνθέτες άρχισαν να της γράφουν τραγούδια, με πρώτους τον Κώστα Γιαννίδη και τον Μιχάλη Σουγιούλ. Το 1939, όλη η Αθήνα τραγουδούσε με συγκίνηση τις καινούργιες επιτυχίες της: «Συγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με» και «Κάτι με τραβά κοντά σου».

Το 1937 η Βέμπο ηχογράφησε καινούργια τραγούδια («Για μια γυναίκα» και «Αντίο»), το δε φθινόπωρο του ίδιου έτους πήγε, μετά από πρόσκληση, και πάλι στην Αίγυπτο, όπου και επανεμφανίστηκε στο «Grand Trianon» της Αλεξάνδρειας. Εκεί, δέχτηκε την πρόταση του σκηνοθέτη Τόγκο Μιζράχι, με τον οποίο υπέγραψε συμβόλαιο για τη συμμετοχή της στην ταινία «Προσφυγοπούλα», που προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1938. Λέγεται μάλιστα πως η Σωτηρία Μπέλλου αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια, όταν είδε αυτή την ταινία κι άκουσε τη Βέμπο να τραγουδά. Στην ταινία «Προσφυγοπούλα» ακούστηκε για πρώτη φορά, μεταξύ άλλων τραγουδιών, το υπέροχο «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ο μόνος» με μουσική του Κώστα Γιαννίδη και στίχους του Νίκου Νικολαΐδη· ένα πραγματικά αλησμόνητο ερωτικό τραγούδι, που γνώρισε τεράστια επιτυχία και που εξακολουθεί να συγκινεί και να τραγουδιέται μέχρι σήμερα… [εκ λάθους έχει γραφτεί σε κάποια άρθρα και video clips πως τη μουσική αυτού του τραγουδιού έγραψε ο Μιχάλης Σουγιούλ ή ο Μενέλαος Θεοφανίδης, τους δε στίχους ο Μίμης Τραϊφόρος].

Τον Φεβρουάριο του 1938 η Σοφία Βέμπο επέστρεψε από την Αίγυπτο, παρέμεινε δύο μέρες στον Πειραιά, όπου κατ’ ευτυχή σύμπτωση συνάντησε τον χρηματοδότη του σκηνοθέτη της «Προσφυγοπούλας» Μιζράχι, και μετά έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, για να εμφανιστεί στο κοσμικό Θέατρο «Maxim», με μεγάλη κι εκεί επιτυχία. Το καλοκαίρι του 1938 η Βέμπο ερμήνευσε τα τραγούδια «Κάποιο μυστικό» και «Κλαις», στην επιθεώρηση «Σιλουέτα» που ανέβασε το «Κεντρικόν».

Ακολούθησε η θρυλική «Ζεχρά», με μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους του Αιμίλιου Σαββίδη, ένα τραγούδι που σημείωσε εκπληκτική επιτυχία και με το οποίο η Βέμπο αποθεώθηκε. Όπως είναι γνωστό, απ’ αυτή τη θαυμάσια μουσική του Σουγιούλ εμπνεύστηκε ο Μίμης Τραϊφόρος και έγραψε αργότερα τους στίχους για το τραγούδι «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά».

Στη συνέχεια, από την ξεχωριστή, αισθησιακή φωνή της Βέμπο ακούστηκαν τα τραγούδια «Θα σε περιμένω», «Διαμαντούλα» και το αξέχαστο «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει» με μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους του Αλέκου Σακελλάριου.

Το καλοκαίρι του 1938, τα τραγούδια της Βέμπο αποτέλεσαν την πρώτη πειραματική μετάδοση του ραδιοφωνικού σταθμού που είχε εγκατασταθεί στο Ζάππειο. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1938, του έτους που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως η «χρυσή χρονιά» της Βέμπο, η καταξιωμένη πια Ελληνίδα καλλιτέχνιδα πήγε στην Κύπρο και τραγούδησε στο μεγάλο ρεβεγιόν του Μεγάρου «Σαντεκλαίρ» της Λευκωσίας.

Το 1939, η 29χρονη Σοφία Βέμπο χαρακτηρίστηκε ως «η Πρώτη Τραγουδίστρια του Ελληνικού Ελαφρού Τραγουδιού». Το documentaire «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί», με θέμα τα σημαντικότερα γεγονότα στην Ελλάδα του ’38, που είχε γυριστεί τον προηγούμενο χρόνο και στο οποίο η Βέμπο συμμετείχε με δύο τραγούδια, σημείωνε πρωτοφανή επιτυχία στους αμερικανικούς κινηματογράφους, ενώ κόπιες του αναζητούσε και η Νότια Αμερική. Παράλληλα στην Αθήνα, στο θέατρο «Κεντρικόν», το κοινό αποθέωνε την Βέμπο στα τραγούδια της «Πόσο λυπάμαι» και «Την αλήθεια να μου πεις».

Το καλοκαίρι του 1939, η Βέμπο τραγουδούσε στο Θέατρο «Μοντιάλ» δύο ακόμη μεγάλες επιτυχίες της, τα τανγκό «Στην ακρογιαλιά» και «Χειμώνας», ενώ τις παραμονές των Χριστουγέννων του ίδιου έτους βρέθηκε στο απόγειο της λάμψης της, ερμηνεύοντας με τρομερή υποκριτική δύναμη, στην επιθεώρηση «Νάνι – νάνι», το ομώνυμο τραγούδι, ενώ λίγο πριν το τέλος του ’39 γνωρίστηκε με τον μουσικοσυνθέτη Απόστολο Μοσχούτη, ο οποίος συνέθεσε, μεταξύ άλλων, και το τραγούδι «Δυο λουλούδια σε μιαν άκρη» με στίχους της ίδιας της Βέμπο.

Το 1940 ανέτειλε σκυθρωπό, με πυκνά τα σύννεφα του επικείμενου Πολέμου, τόσο στις χώρες που είχαν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Άξονα, όσο και στην Ελλάδα, όπου γίνονταν οι πρώτες παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα. Τον Ιανουάριο ανέβηκε στο Θέατρο «Μοντιάλ» η επιθεώρηση «Παύσατε πυρ», στην οποία η Βέμπο αποθεωνόταν από το κοινό με το τραγούδι της «Το καινούργιο φεγγάρι», ενώ λίγο αργότερα η «Ψαροπούλα» (μουσική του Χρήστου Χαιρόπουλου και στίχοι του Χρήστου Γιαννακοπούλου) αποτέλεσε την καινούργια τεράστια επιτυχία της.

Το πασίγνωστο κι αγαπημένο βαλς «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά» (μουσική του Γιάννη Κυπαρίσση και στίχοι του Χρήστου Γιαννακόπουλου) ακούστηκε για πρώτη φορά, το καλοκαίρι του 1940, στην επιθεώρηση «Βραδινές τρέλες». Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα η Βέμπο, λαχταρώντας να τραγουδήσει ένα τραγούδι με κάποιο τοπικό ιδίωμα της ελληνικής υπαίθρου, επέλεξε ένα από τον τόπο της, τη θεσσαλική γη, το οποίο μάλιστα τραγουδούσε πιο παλιά η μητέρα της, και που η ίδια συμπλήρωσε με δικούς της στίχους, με την βοήθεια του συνθέτη Απόστολου Μοσχούτη. Πρόκειται για το περίφημο «Στη Λάρισα βγαίνει ο αυγερινός».

Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, στις 10.00, ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος διακόπτοντας τη ροή του ραδιοφωνικού προγράμματος του Ζαππείου, που θα αναμετέδιδε τραγούδια της Βέμπο, προέβη στην ιστορική εκείνη ανακοίνωση της επίθεσης της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος μόλις είχε αρχίσει…

Μετά την κήρυξη του Πολέμου του ’40, τα θέματα όλων των θεατρικών επιθεωρήσεων προσαρμόστηκαν στην πολεμική επικαιρότητα, όλα δε τα τραγούδια ξαναγράφτηκαν με στίχους πατριωτικούς· για παράδειγμα, η «Ζεχρά» έγινε το θρυλικό «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» και το «Στη Λάρισα βγαίνει ο αυγερινός» μετατράπηκε στο πασίγνωστο «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός».

Ο Μίμης Τραϊφόρος (γεννημένος στον Πειραιά, το 1912, μαθητής του Αττίκ και απόφοιτος της «Μάντρας» του) υπήρξε ο στιχουργός των περισσότερων πολεμικών και σατιρικών τραγουδιών της εποχής, τα οποία έγραφε κυρίως για τη φωνή της αγαπημένης του Σοφίας, με την οποία είχε αρχίσει – εκείνο το διάστημα – να δημιουργεί έναν παράφορο ερωτικό δεσμό, που κράτησε μέχρι τον θάνατο της μεγάλης καλλιτέχνιδας. Ο Τραϊφόρος έγραφε ακατάπαυστα, και η Βέμπο τραγουδούσε παντού· στο θέατρο, στο ραδιόφωνο και στα νοσοκομεία που κατακλύζονταν από τους τραυματίες του Πολέμου. Τραγουδούσε με μια φωνή που παλλόταν από συγκίνηση, με μια φωνή που συγκλόνιζε όλους τους Έλληνες· κι αυτή ακριβώς η βαθιά και γεμάτη πάθος φωνή κατάφερε, μέσα σ’ ελάχιστο διάστημα, να γίνει η εθνική φωνή που διέθετε εκείνη τη μαγική δύναμη να εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο Μέτωπο, αλλά και ολόκληρο τον άμαχο πληθυσμό.

Τις νίκες, όμως, του Ελληνοϊταλικού Πολέμου διαδέχτηκε η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, και εκείνα τα γεμάτα ενθουσιασμό πολεμικά τραγούδια του ’40 άρχισαν σιγά – σιγά να περνούν με μεγάλη πικρία στη μνήμη όλων των Ελλήνων. Η Βέμπο συνέχιζε βέβαια να τραγουδά στα αθηναϊκά θέατρα μέχρι το καλοκαίρι του ’42, με πολλά όμως προβλήματα, αφού οι κατακτητές έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να της απαγορεύουν να εμφανίζεται και να θυμίζει στο κοινό τις ένδοξες στιγμές της νίκης. Έτσι, μη μπορώντας πια να ζει και να εργάζεται στην Αθήνα, κατέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου – λίγο αργότερα – την ακολούθησε ο Τραϊφόρος. Οι δυο τους, και με βασικούς συνεργάτες τους τον συνθέτη Λεό Ραπίτη και την Αλίκη Βέμπο, παρουσίασαν πολλές επιθεωρήσεις στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, τα έσοδα των οποίων πρόσφεραν στον ελληνικό στρατό. Στην Αίγυπτο παρέμειναν μέχρι το 1946, η δε επιστροφή τους στην Αθήνα είχε ξεσηκώσει θύελλες αγάπης κι ενθουσιασμού…

Το υπέροχο τραγούδι «Κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου» (μουσική του Σουγιούλ και στίχοι του Τραϊφόρου) γράφτηκε στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου, και αναφέρεται στους συμμάχους που μας τα λέγαν’ κάθε βράδυ απ’ τα Λονδίνα τους… Ο συγκεκριμένος στίχος, ο οποίος είχε ενοχλήσει πολύ τους Άγγλους, υπήρξε η αιτία της απαγόρευσης του τραγουδιού, όχι όμως για μεγάλο διάστημα…

Η Βέμπο εγκατέλειψε σύντομα την Αθήνα και τις διαμάχες του Εμφυλίου, και ταξίδεψε στην Αμερική, όπου τραγούδησε – με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό – για τους ομογενείς και το αμερικανικό κοινό, αποσκοπώντας να συγκεντρώσει χρήματα για την πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου της, που ήταν η ίδρυση στην Αθήνα ενός θεάτρου, που θα έφερε το όνομά της. Κατά το διάστημα της απουσίας της στην Αμερική, ο Τραϊφόρος της έγραψε εκείνο το υπέροχο, νοσταλγικό τραγούδι «Ας ερχόσουν για λίγο», που μελοποίησε ο Σουγιούλ και ερμήνευσε μοναδικά η Δανάη Στρατηγοπούλου. Παράλληλα όμως ο Τραϊφόρος, παρά την αναλλοίωτη αγάπη του για τη Βέμπο, είχε διάφορες ερωτικές περιπέτειες που, όταν μαθεύτηκαν, εξόργισαν τη Σοφία και άρχισαν να επηρεάζουν σοβαρά την υγεία της…

Στο Μεταξουργείο, το καλοκαίρι του 1950, η Σοφία Βέμπο – σε ηλικία 40 ετών – απέκτησε τελικά τη δική της θεατρική στέγη, το «Θέατρον Βέμπο». Η πρώτη επιθεώρηση ήταν το «Βίρα τις άγκυρες», μία πραγματικά εξαιρετική παράσταση στην ιστορία του ελαφρού μουσικού θεάτρου, όπου η Βέμπο τραγούδησε, μεταξύ άλλων, το πρώτο αρχοντορεμπέτικο τραγούδι της, τη θρυλική «Ταμπακέρα».

Το 1955, στην αλησμόνητη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, η Βέμπο υποδύθηκε τον ρόλο της Μαρίας, της ιδιοκτήτριας του κέντρου «Παράδεισος», όπου τραγουδούσε η Στέλλα. Στην ταινία αυτή η Βέμπο ερμήνευσε δύο θαυμάσια τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι: «Το φεγγάρι είναι κόκκινο» και «Ο μήνας έχει δεκατρείς».

Πιο σύντομη ήταν η εμφάνισή της στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Στουρνάρα 288», η οποία αποτέλεσε μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής επιτυχίας, όπου η Βέμπο εμφανιζόταν ως μία γλυκιά ηλικιωμένη τραγουδίστρια αλλά και ως εντυπωσιακή, σύγχρονη ντίβα του τραγουδιού. Το έργο αυτό ήταν μια επιτυχημένη προσπάθεια του Τραϊφόρου για την ανανέωση της επιθεώρησης. Σημειωτέον ότι, την δεκαετία του ’50, ο Τραϊφόρος έγραφε και σκηνοθετούσε κυρίως επιθεωρήσεις, αλλά και μουσικές ηθογραφίες που αποσπούσαν θερμές κριτικές και βραβεία.

Το 1957, μετά από μια μακροχρόνια και πολυκύμαντη σχέση, η Βέμπο και ο Τραϊφόρος παντρεύτηκαν. Ο Τραϊφόρος, που ήταν ο βασικός συγγραφέας και σκηνοθέτης όλων των έργων που ανέβαζε το «Θέατρον Βέμπο», περιβαλλόταν συνεχώς από νεαρές κυρίως καλλιτέχνιδες κι έμπλεκε σε ερωτικές περιπέτειες, με αποτέλεσμα να παθαίνει η Βέμπο, πολύ συχνά, νευρικούς κλονισμούς και να καταφεύγει στο αλκοόλ. Η κατάστασή της χειροτέρευε ακόμη περισσότερο, από τη συμπεριφορά του επιχειρηματία αδελφού της, ο οποίος ήθελε να ελέγχει τα καλλιτεχνικά δρώμενα, για να επωφελείται ο ίδιος. Η Βέμπο ήταν πάντα διχασμένη ανάμεσα στον έρωτά της για τον Τραϊφόρο και στην αγάπη για την οικογένειά της. Και ήταν πραγματικά πολύ θλιβερό για κείνη να συνειδητοποιεί ότι, ενώ για ένα ολόκληρο έθνος υπήρξε το σύμβολο μιας μεγάλης νίκης, στην ίδια τη ζωή της πάλευε διαρκώς, βρισκόμενη σ’ ένα περιβάλλον συνεχών συγκρούσεων. Η υγεία της είχε αρχίσει να επιδεινώνεται. Ακόμη και η φωνή της, εκείνη η βαθιά και γεμάτη δύναμη και παλμό φωνή, δεν ήταν πια όπως παλιά· είχε αισθητά φθαρεί. Κι όμως, αυτή η κουρασμένη πια φωνή δεν έπαψε ποτέ να διακρίνεται για την έκφραση και την ευαισθησία της…

Στη δεκαετία του ’60 είχε αισθητά αραιώσει τις εμφανίσεις της. Στα χρόνια της δικτατορίας πραγματοποίησε ελάχιστες εμφανίσεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν και μία αποχαιρετιστήρια συναυλία στο «Παλαί ντε Σπορ» της Θεσσαλονίκης.

Η στάση της, κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου υπήρξε πράγματι ηρωική, καθώς δεν δίστασε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της, στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Πατησίων, για να περιθάλπει τους τραυματισμένους φοιτητές που κατέφευγαν εκεί. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου, ακουγόταν παντού και το ακόλουθο – μεταξύ άλλων – μήνυμα: «Στο σπίτι της κυρίας Βέμπο, Στουρνάρη 23, έχει στηθεί πρόχειρος σταθμός Πρώτων Βοηθειών ».

Μετά την μεταπολίτευση, η Σοφία Βέμπο – ταλαιπωρημένη τόσο σωματικά όσο και ψυχικά – έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της παρέα με τον αγαπημένο της Μίμη και με τους λίγους φίλους που της είχαν απομείνει. Η διάθεσή της είχε κάπως βελτιωθεί για λίγο διάστημα, όταν έμαθε ότι επρόκειτο να γυριστεί μια ταινία για τη ζωή της, όμως το σχέδιο ναυάγησε, και η Βέμπο βυθίστηκε και πάλι στη θλίψη…

Όλη μου η ζωή είναι γιομάτη από στίχους για τη Βέμπο… είχε πει κάποτε ο Μίμης Τραϊφόρος στον Φρέντυ Γερμανό… Κι αμέσως μετά, με βαθιά συγκίνηση, αναφέρθηκε στους τελευταίους στίχους που είχε γράψει για κείνη…

Λίγο το φως του, μα ακόμα δεν βασίλεψε

ο έρωτάς μας που κι ο Έρωτας τον ζήλεψε,

γι’ αυτό δός μου το χέρι σου μαζί να περπατήσουμε

στα λίγα χρόνια που απόμειναν να ζήσουμε…

Η Σοφία Βέμπο πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο, το ξημέρωμα της 11ης Μαρτίου του 1978. Ο θάνατός της ανακοινώθηκε με έκτακτες εκδόσεις εφημερίδων και έκτακτα δελτία ειδήσεων στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο, όπου το πολυάριθμο πλήθος, που είχε κατακλύσει τον χώρο του Α΄ Νεκροταφείου, αποθέωνε για τελευταία φορά, την λατρεμένη καλλιτέχνιδα, την Αθάνατη «Τραγουδίστρια της Νίκης»…

Ολοκληρώνοντας αυτό το κείμενό μου, θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποιο αφιέρωμα για τη Σοφία Βέμπο, που είχε κάνει ο Φρέντυ Γερμανός στη σειρά «Αλάτι και Πιπέρι». Ήταν χειμώνας του ’77, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό της, όταν η Βέμπο – παρόλο που πάντα αντιπαθούσε τον τηλεοπτικό φακό – είχε δεχθεί την πρόταση του Φρέντυ Γερμανού να γίνει μια εκπομπή στο σπίτι της…

Ο Φρέντυ Γερμανός αφηγείται: ...Όταν άνοιξε την πόρτα, είδα μπροστά μου μια Βέμπο διαφορετική από τη ντίβα των παιδικών μου χρόνων… Είχε μεγαλώσει κάπως, είχε παχύνει πολύ, αλλά όταν ξεκίνησε η εκπομπή και κυρίως αργότερα, όταν η Βέμπο άρχισε να τραγουδάει, έγινε μέσα μου ένα παράξενο ταξίδι μέσα στον χρόνο, και ξαναβρήκα μπροστά μου, εντελώς αναπάντεχα, τη γόησσα της μπλε πολυκατοικίας… Η «μπλε πολυκατοικία» είναι μια ιστορική πολυκατοικία στα Εξάρχεια, όπου ο Φρέντυ Γερμανός πέρασε τα παιδικά του χρόνια και όπου, επίσης, ζούσε η Βέμπο, λίγο πριν από τον Πόλεμο· έτσι, ο μικρός Φρέντυ έβλεπε συχνά τη Βέμπο, που ερχόταν στο διαμέρισμά τους, στο οποίο έμενε και ο συνθέτης Λεό Ραπίτης, αδελφός της μητέρας του.

Στην ίδια εκπομπή, ο Μίμης Τραϊφόρος είχε πει μεταξύ άλλων: Κάθε χρόνο, στις 28 Οκτωβρίου, είναι σαν να γιορτάζει και η Σοφία… Δέχεται γράμματα, λουλούδια, τηλεφωνήματα, ευχετήριες κάρτες… Κι έπειτα, με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση, συμπλήρωσε: Θυμάμαι κάποια από τις περιοδείες που έκανε στα νοσοκομεία, το ’40, για να διασκεδάζει με τα τραγούδια της τους τραυματίες… Σε κάποιο θάλαμο βρισκόταν ένας τυφλός ανθυπολοχαγός, που λάτρευε τη Σοφία και που, όταν έμαθε πως θα ερχόταν να τραγουδήσει, παρακάλεσε να πάει κοντά του. Η Σοφία πράγματι τον πλησίασε και του τραγούδησε το τραγούδι που της ζήτησε, το «Μας χωρίζει ο πόλεμος». Ο ανθυπολοχαγός, ακούγοντάς την, άρχισε να κλαίει… Κι όταν εκείνη τον ρώτησε γιατί, της απάντησε: «Ευχαριστώ τον Θεό που πήρε τα μάτια μου και μου άφησε τα αφτιά, για να σ’ ακούω… Δεν κλαίω, Σοφία μου, που έχασα τα μάτια μου, κλαίω που δεν έχω άλλα δυο μάτια, να τα δώσω για την πατρίδα…»

* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια.

 





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Βαγγέλης Παπάζογλου, ο ασυμβίβαστος - Ρεμπέτικο πορτρέτο Νο 4

17 Ιουλίου 2024, 20:59
Γράφει ο Βαγγέλης Ρέτσας* Φωτό: Πολιτιστικός Σύλλογος Βαγγέλης Παπάζογλου Έχουμε αρκετές φορές αναφέρει για την Μεταξική ...

Μπουζούκι και μελοποιημένη ποίηση (Μια άκρως ερωτική σχέση)

23 Φεβρουαρίου 2024, 14:46
Γράφει ο Βαγγέλης Ρέτσας *   Φωτό: Pixabay.com Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 κι ενώ το ...

Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) - Ρεμπέτικο Πορτρέτο Νο 3

21 Ιανουαρίου 2024, 20:58
Γράφει ο Βαγγέλης Ρέτσας* Φωτό: YouTube/PAMPOSCY  Ο Δημήτρης Γκόγκος ήρθε στον κόσμο στις 28 Φεβρουαρίου του ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0