Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Η υπογραφή - Του Γιάννη Δρόσου*

Αρχική | Απόψεις | Η υπογραφή - Του Γιάννη Δρόσου*

Τώρα που δόθηκε η 6η δόση και κατακάθισε η σκόνη από το θέμα της υπογραφής που ζήτησαν κοινοτικοί αξιωματούχοι από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, καλό είναι μερικά πράγματα να τα σκεφθούμε ψυχραιμότερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια.


Πρώτα η αξιοπρέπεια.

Κάθε βίαιη απόσπαση της συναίνεσής ενός ανθρώπου είναι βιασμός και πλήττει την αξιοπρέπειά του, και όταν η αξιοπρέπεια πλήττεται, πλήττεται ολοκληρωτικά. Στην απόπειρα να αποσπασθεί μια όχι ελεύθερη συναίνεση, ο μόνος τρόπος να διατηρήσει κανείς την αξιοπρέπειά του είναι το Όχι εκείνο, το σωστό. Η άρνηση, απλά, καθαρά, σταθερά και χωρίς πολλά –πολλά. Είναι. Το μολών λαβέ του Λεωνίδα και η σύγκρουσή του μέχρι τον θάνατο ήταν πράξη αξιοπρέπειας, επειδή, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, δεν ήθελε να αφήσει τους Πέρσες να περάσουν, όχι επειδή ήθελε, και τους το δήλωσε μάλιστα προφορικώς, αλλά εκείνοι το ζήτησαν γραπτώς. Το ”όχι δεν υπογράφω” του Μήτσου Τατάκη στη Μακρόνησο ήταν πράξη αξιοπρέπειας επειδή δεν ήθελε να αποκηρύξει, όπως του ζητούσαν οι βασανιστές και τελικώς φονιάδες του, όσα πίστευε, όχι επειδή πρέσβευε, και μάλιστα εξ υπαρχής, και αυτός τα όποια δικά τους πιστεύω, πλην διαφώνησε ως προς τον τρόπο εκδήλωσής τους.

Και αντίθετα. Το να αρνείσαι να υπογράψεις κάτι που έργω και λόγω δηλώνεις ότι έχεις αποδεχθεί, είναι πράξη μεγάλης υποκρισίας. Φαντασθείτε έναν γαμπρό να έχει μόλις απαντήσει ”ναι” στην ερώτηση του παπά αν δέχεται την νύφη για σύζυγό του, αλλά, αμέσως μετά την τελετή (λίγο πριν το πάρτι), εκεί στο γραφείο της εκκλησίας, να αρνείται υπερηφάνως να υπογράψει τα αναγκαία για να καταχωρισθεί ο γάμος του στο ληξιαρχείο, διατεινόμενος μεγαλοπρεπώς και με οργή θιγμένης αξιοπρέπειας στο πρόσωπό, ότι ο λόγος που έδωσε στον παπά και τα ραβασάκια που είχε στείλει στην νύφη φτάνουν και περισσεύουν!

Η κοινοτική αξίωση.

Ούτε ένας κοινοτικός λειτουργός ή κοινοτικό όργανο δεν ζήτησε ειδικώς την υπογραφή του κ. Σαμαρά. Στις δηλώσεις τους, προσεκτικότατα, αναφέρθηκαν σε γραπτές δεσμεύσεις (και) του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όχι κάποιου προσώπου. Αd personam θέμα το έκανε τελικώς ο ίδιος ο κ. Σαμαράς. Αυτό βέβαια δεν κάνει την κοινοτική αξίωση θεμιτή.

Δεν υπάρχει ούτε ένας κοινοτικός κανόνας που να επιτρέπει –πολύ λιγότερο να επιβάλλει- να ζητηθεί από οποιαδήποτε κόμμα ή άλλη πολιτική ή κοινωνική ομάδα ενός Κράτους μέλους να δηλώσει ο,τιδήποτε. Δεσμεύσεις αναλαμβάνει καθ΄ εαυτό το Κράτος μέλος, όχι οι επί μέρους πολιτικές ή κοινωνικές συνιστώσες που λειτουργούν στα πλαίσιά του. Το Κράτος καλείται, με βάση τους δικούς του συνταγματικούς κανόνες και μέσω των δικών του συντεταγμένων πολιτειακών οργάνων να αποδεχθεί ό,τι καλείται να αποδεχθεί όταν αυτό απαιτείται, και αυτό επίσης φέρει και τις συνέπειες τόσο της αποδοχής όσο και της μη αποδοχής. Τούτο δε όχι μόνο επειδή ίσως το επιβάλλει το εθνικό Σύνταγμα ή το εθνικό φιλότιμο. Ο κανόνας της κατά τους εθνικούς συνταγματικούς τύπους κρατικής πολιτικής αποδοχής ή και κύρωσης μειζόνων ευρωπαϊκών ενωσιακών αποφάσεων που λαμβάνονται σε διακυβερνητικό και όχι σε κοινοτικό επίπεδο είναι θεμελιώδης κανόνας της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόσθηκε δε κατά κόρον, ιδίως φέτος. Φέτος κλήθηκαν, αρκετές φορές τα Κράτη μέλη της Ευρωζώνης ή και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ψηφίσουν στα Κοινοβούλιά τους τα γνωστά μέτρα και τους μηχανισμούς στήριξης.

Ζητώντας όμως αυτό που ζήτησαν από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, και μάλιστα έτσι άκομψα, οι κοινοτικοί –μάγοι της προσήλωσης στην νομική και συχνά νομικίστικη λεπτολογία όταν το θελήσουν- υπερέβησαν βάναυσα τα εσκαμμένα. Το έπραξαν δε σε μία στιγμή που στην Ελλάδα είχε ήδη παραιτηθεί ο Πρωθυπουργός που τους δημιούργησε θέμα με την εξαγγελία δημοψηφίσματος, που μια νέα ελληνική κυβέρνηση είχε σχηματισθεί και λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από 250 βουλευτές εκ των 300, υπό νέο και κοινοτικά απολύτως φερέγγυο Πρωθυπουργό, με προγραμματικές δηλώσεις εντελώς comme il faut, με συμμετοχή σε αυτήν τριών κομμάτων και των δύο αντιπροέδρων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και με δημοσκοπική αποδοχή του νέου Πρωθυπουργού που θα ζήλευε και ο Ιούλιος Καίσαρας.

Οι κοινοτικοί μπορούσαν να μην εκταμιεύσουν τη δόση, αν δεν εκπληρώσουμε τους συμβατικούς όρους. Νομιμοποιούνται όμως να μην την εκταμιεύσουν αν τους εκπληρώσουμε; Νομιμοποιούνται να την εκταμιεύσουν αν δεν τους εκπληρώσουμε και αντ’ αυτού προσκομίσουμε δηλώσεις σήμερα των κομμάτων, αύριο και της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, του ΣΕΒ, της ΓΕΣΕΒΕ, των αγανακτισμένων και δεν ξέρω τίνος άλλου; Αλήθεια, ζήτησαν ανάλογες γραπτές δεσμεύσεις από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα όχι υπερχρεωμένων χωρών, όπως η δική μας, χωρών όμως των οποίων τα Κοινοβούλια με μεγάλη δυσκολία, οριακές σε ορισμένες χώρες πλειοψηφίες με πολλές και περίεργες επιφυλάξεις αποδέχθηκαν τις σχετικές αποφάσεις;

Είναι αλήθεια ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με την αρειμάνια δήλωσή του αγανακτισμένου (και αυτού) αρχηγού του, ώρες μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας της 26ης-27ης Οκτωβρίου 2011, την χαρακτήρισε ”ναυάγιο”. Έτσι δημιουργούσε την πολύ εύλογη αμφιβολία αν έχει πράγματι την βούληση να υλοποιήσει, ως κυβερνητική πλέον δύναμη, ένα ”ναυάγιο”. Παρ΄ όλ΄ αυτά, η εμμονή των κοινοτικών μανδαρίνων στην συγκεκριμένη τους απαίτηση –με δύσκολα κρυπτόμενη κάτω από μια μάσκα σοβαροπρέπειας αλαζονεία και προπέτεια- εκτός από την επαφή με την κοινοτική νομιμότητα έχασε και την επαφή της με την πολιτική στιγμή στην Ελλάδα. Επιχείρησε να ταπεινώσει χωρίς λόγο. Δημιούργησε άσκοπα προϋποθέσεις πολιτικής πικρίας και κοινωνικής μνησικακίας. Κυρίως όμως δημιούργησε την εντύπωση ότι κάπως γρήγορα χάνουν την ψυχραιμία τους αυτοί οι άνθρωποι ή, ακόμη χειρότερα, ότι στην πολιτικά δύσκολη στιγμή μιας γονατισμένης μικρής χώρας που mit Pauken und Posaunen και tambour battant είχε ήδη δεχθεί όσα της ζητήθηκαν, είδαν την ευκαιρία να δείξουν ότι δεν μία ζαλισμένη ομάδα ανασφαλών και παραπαιόντων, ότι τελικώς να, διαθέτουν πυγμή ...

Η χρυσή ευκαιρία.

Για τη Νέα Δημοκρατία, η πολιτική στιγμή που της ζητήθηκε η γραπτή δέσμευση ήταν χρυσή ευκαιρία. Η Νέα Δημοκρατία είναι η πολιτική δύναμη που κατ΄ εξοχήν επέβαλε την ένταξή μας στην κοινοτική Ευρώπη. Την συμφωνία ένταξης στην ΕΟΚ του 1980 μόνον η Νέα Δημοκρατία ψήφισε πλήρως. Για λόγους και δικής του ιστορικής τιμής, ας μην λησμονείται ότι και το σπιθαμιαίο ΚΚΕ εσωτερικού υποστήριξε την ένταξη στην ΕΟΚ, και μάλιστα με πίστη και με βαρύτατο πολιτικό κόστος από την οξύτατη σύγκρουση για το θέμα αυτό με το τότε ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ. Όμως ο εκπρόσωπός του στη Βουλή Λεωνίδας Κύρκος, τη στιγμή της αλήθειας, υπερψήφισε μόνον επί της αρχής, όχι και το κείμενο της συμφωνίας προσχώρησης της χώρας στην ΕΟΚ, προβάλλοντας, τότε, διάφορα επαμφοτερίζοντα, περίπου αντιστοίχως με τον κ. Σαμαρά σήμερα: δεκτή η προοπτική, όχι όμως αυτή η συμφωνία, αλλά κάποια άλλη (ανύπαρκτη και ανέφικτη), πλην όμως, κ.λπ., κ.λπ.

Όπως και νάχει, η απαίτηση των κοινοτικών για έγγραφη διαβεβαίωση και από την Νέα Δημοκρατία, της έδωσε την χρυσή ευκαιρία να εμφανισθεί πειστικά ότι αυτή κρατά το κλειδί της συνέχισης της χρηματοδότησης της χώρας και της παραμονής της εντός του ευρώ. Αυτό θα το πετύχαινε στέλνοντας αμέσως και χωρίς ακκισμούς και λεονταρισμούς την ενυπόγραφη δέσμευση. Έτσι θα αποκτούσε το δικαίωμα να υποστηρίξει, εύλογα και δικαιολογημένα, ότι που ξεμπλόκαρε την κατάσταση. Ότι αυτό που τελικά μέτρησε ήταν η υπογραφή Σαμαρά και όχι η παραίτηση Παπανδρέου, ούτε ο σχηματισμός της Κυβέρνησης Παπαδήμου ή οι 250 βουλευτές τριών κομμάτων που την στηρίζουν ή οι υπογραφές των άλλων δύο κυβερνητικών κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία, αν αντί για νταηλίκια είχε ασκήσει ηγεμονική πολιτική, θα μπορούσε ορθώς να ισχυρίζεται ότι αυτήν, τελικώς, αναγνώρισαν οι κοινοτικοί μας εταίροι ως την πραγματική πολιτική εγγύηση για να εκταμιεύσουν τα χρήματά τους, επειδή αυτή, η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα στο οποίο ιστορικά οφείλει η χώρα την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξακολουθεί να είναι η δύναμη που, ακόμη και από θέση μειοψηφίας, διαθέτει το κύρος, την πολιτική ισχύ και την θέληση να τάμει το ίσως φρικτότερο μετά την πτώση της χούντας εθνικό αδιέξοδο. Και αυτό όχι εξαναγκαζόμενη σε εκπτώσεις αξιοπρέπειας, αλλά επιβεβαιώνοντας ιστορικά και πολιτικά την φύση και την ταυτότητά της ως μείζονα εγγύηση της απαρασάλευτης σύνδεσης της χώρας με την ευρωπαϊκή προοπτική.

Είναι όμως πια σήμερα αυτή η φύση και η ταυτότητά της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας;

Το εθνικιστικό/λαϊκιστικό ρεύμα.

Η ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική, οικονομική και πολιτική κρίση εξέλυσε, σε όλα σχεδόν τα Κράτη της ΕΕ, πολλών κατευθύνσεων αντιδράσεις. Μια από αυτές, αρκετά διαδεδομένη και αρκετά ισχυρή, είναι η τάση για εθνικιστική/λαϊκιστική υπαναχώρηση. Δεν πρόκειται για την αναγκαία εθνική, λαϊκή και κοινωνική προσπάθεια που σε κάθε κράτος καταβάλλεται για την οικονομική ανάκαμψη και την αντιμετώπιση της κρίσης. Πρόκειται για άνευ όρων παράδοση σε έναν άρρωστο κόσμο φαντασιώσεων περί εθνικών μεγαλείων, κατάσταση που συχνά συνοδεύει εθνικές και κοινωνικές ματαιώσεις και προσωπικά αδιέξοδα, όπως αυτή που ζει σήμερα η χώρα μας. Η τάση για εθνικιστική/λαϊκιστική υπαναχώρηση δεν εμφανίζεται μόνον στην Νέα Δημοκρατία, αλλά και στο ΠΑΣΟΚ και σε τμήματα της Αριστεράς και ήδη συγκροτεί ένα κοινωνικό και ιδεολογικό ρεύμα βαθύτερο από ότι εκ πρώτης φαίνεται. Η διαμορφωνόμενη σήμερα μορφή του, προϊόν της οικονομικής και πολιτικής κατάρρευσης, δημιουργεί ζήτημα μειζόνων αποφάσεων της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής σε θέματα που αφορούν την ταυτότητα και την πορεία της χώρας, του έθνους και της κοινωνίας, δεν αποκλείει, αν δεν τις προϋποθέτει οξείες συγκρούσεις, αλλά για αυτά σε άλλη στιγμή.

Η μόνη πολιτικά κατανοητή, όχι όμως και αποδεκτή, εξήγηση της στάσης αυτής του κ. Σαμαρά θα ήταν ότι έτσι νόμισε ότι, ενώ εν μέση οδώ προς Δαμασκόν άλλαξε δρόμο και κινήθηκε στη σωστή κατεύθυνση, θα προσέφερε παράλληλα και παραμυθία, εκλογικά και πολιτικά, στην εθνικολαϊκιστική τάση που ασφαλώς υπάρχει και στο δικό του κόμμα, και που σκέψεις της ίσως ελλοχεύουν και στον δικό του πολιτικό ψυχισμό. Μπορεί ακόμη να θέλησε να μιμηθεί τακτική Ανδρέα Παπανδρέου το 1980: χτυπάμε την ΕΟΚ σε εθνική/λαϊκιστική βάση, φορτώνεται ο άλλος το πολιτικό και εκλογικό κόστος της ένταξης και εμείς δρέπουμε τα καλά, γιατί γνωρίζουμε ότι, στα στρατηγικά μεγέθη, καλά είναι αυτά που μας έφερε ο άλλος. Ούτε 1980 είναι όμως 2011, ούτε η ΕΟΚ είναι ΕΕ, και, μάλλον, και τα πρόσωπα διαφέρουν.

*Ο Γιάννης Ζ. Δρόσος είναι Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής Αθηνών.

Protagon.gr





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Παύλος Πολάκης: Γκαζόζα - Του Μιχάλη Τσιντσίνη

19 Ιουλίου 2024, 14:42
2' 4" χρόνος ανάγνωσης   Γελούσε λίγο με τον εαυτό του. Εκφέροντας εκείνη τη φράση, που ...

Οι κουκούλες και οι σακούλες - Της Ιωάννας Μάνδρου

17 Ιουλίου 2024, 15:04
1' 54" χρόνος ανάγνωσης   Φωτό: Βικιπαίδεια Πριν από λίγες ημέρες, επανήλθε μετ’ επιτάσεως το αίτημα πολλών ...

Παλεύοντας με τη Λερναία Υδρα - Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

11 Ιουλίου 2024, 23:15
1' 54" χρόνος ανάγνωσης   Τον Μάιο, μας απασχόλησε η προϊσταμένη στην εφορία της Χαλκίδας. Hταν ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0