Το κατεπείγον πολιτικό ζητούμενο - Του Χρήστου Γιανναρά
Η προεκλογική φαρσοκωμωδία έχει μάλλον ξεκινήσει. Με τον στρουθοκαμηλισμό που τη χαρακτήριζε και σε περιόδους πλασματικής αμεριμνησίας. Ο πνιγμός και το αδιέξοδο που βιώνει η ελληνική κοινωνία, δεν αγγίζουν τους κομματανθρώπους. Δεν λογαριάζουν αυτοί ούτε καν την οργή των πολιτών, την κοινή αγανάκτηση και αηδία που τους περιμένει μόλις τολμήσουν να ξεμυτίσουν στο δρόμο.
Οσο αρνιόταν ο κ. Σαμαράς να δώσει και έγγραφη τη συναίνεσή του στις αξιώσεις των δανειστών μας (την είχε δώσει προφορικά και έμπρακτα), έμοιαζε να συγχέει το προεκλογικό νταηλίκι με την πατριωτική παλληκαριά. Και οι αντίπαλοί του εφορμούσαν προληπτικά να τον χρεώσουν εγκληματική ανευθυνότητα, τον λοιδορούσαν προκαταβολικά σαν αίτιο για την απώλεια της έκτης δόσης του δανείου και το συνακόλουθο χάος.
Ποια πραγματικά θα μπορούσε να είναι, στις σημερινές συνθήκες, η γνησιότητα της πατριωτικής παλληκαριάς; Νομίζω, το να παραδεχτεί ο κ. Σαμαράς με γενναιότητα, δηλαδή με ρεαλιστική ταπεινότητα, τη συντελεσμένη καταστροφή της πατρίδας και το μερίδιο ευθύνης του κόμματός του (και του ίδιου προσωπικά) για τον πανικό, την ανασφάλεια, την απόγνωση που φόρτωσαν σε εκατομμύρια συμπολιτών τους. Να αποδεχτεί, με ειλικρινή συντριβή, ως αναπόφευκτη τη διεθνή ανυποληψία του ελληνικού ονόματος, τις εξευτελιστικές ταπεινώσεις που του επέβαλαν οι δανειστές μας αμφισβητώντας τη συνέπεια του λόγου του, την εντιμότητά του.
Αναπόφευκτη η ανυποληψία, οργανική συνέπεια της φαυλότητας, διαφθοράς και ανικανότητας του πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα, δεκαετίες τώρα. Ο ίδιος ο κ. Σαμαράς ούτε διανοήθηκε να αποκόψει από το κόμμα του και να απομακρύνει από το περιβάλλον του πρόσωπα κραυγαλέου αμοραλισμού και αποδεδειγμένης ολιγόνοιας – πώς λοιπόν να τον εμπιστευθούν οι δυτικοί γκαουλάιτερ του χρεοκοπημένου μας κρατιδίου;
Πατριωτική παλληκαριά και δείγμα έκτακτου ηγετικού χαρίσματος είναι η ψύχραιμη παραδοχή του εκπεσμού, γι’ αυτό και αποδείχνεται ακαταμάχητο όπλο διαπραγμάτευσης. Φυσικά και δεν αρκεί μόνη μια τέτοια παραδοχή, αν δεν συνοδεύεται από προτάσεις γενναίων μεταρρυθμίσεων. Τι είδους μεταρρυθμίσεων; Με την οικονομία χρεοκοπημένη, το κράτος υπό καθεστώς επιτροπείας, την εθνική κυριαρχία σε αναστολή, θα συνιστούσαν απάτη ή ηλιθιότητα πολιτικές προτάσεις που θα στόχευαν σε δονκιχωτισμούς στρατηγημάτων επιστροφής στην πλασματική ευζωία, στη δανειοδοτούμενη ευμάρεια. Αλλο είναι σήμερα το πολιτικό ζητούμενο.
Το κατεπείγον πολιτικό ζητούμενο είναι η αλλαγή στο ψυχολογικό κλίμα: Θεσμικές μεταβολές και καινοτόμες πρωτοβουλίες που να κάνουν συγκεκριμένη και απτή την καταξίωση της ποιότητας στον κοινό βίο, της ποιότητας καθεαυτήν, δίχως υπονόμευση από τη χρησιμοθηρία. Να ανατραπεί ο πρωτογονισμός της μεταπολιτευτικής ξιπασιάς που ταύτισε την «ανάπτυξη» με τη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας, την «πρόοδο» με τον μηδενιστικό λαϊκισμό του «όλα επιτρέπονται». Να αντλήσει ο Ελληνας σήμερα αυτοσεβασμό, αξιοπρέπεια, χαρά της ζωής όχι από το σισύφειο κυνηγητό της οικονομικής ευπραγίας, την εξασφάλισή της μέσω του κομματικού παρασιτισμού, του πελατειακού κράτους, της εγωκεντρικής αυθαιρεσίας. Να μπορέσει να καυχηθεί ο Ελληνας για ποιοτικές κατακτήσεις συλλογικές και ατομικές.
Αν είχε έκτακτο ηγετικό χάρισμα ο κ. Σαμαράς, θα κατέβαινε σε αυτές τις εκλογές, του πανικού και του αδιεξόδου, με επαγγελίες άλλου επιπέδου, άλλης λογικής: Οτι θα εξασφάλιζε στην ελλαδική κοινωνία τα καλύτερα στην Ευρώπη κλασικά λύκεια (έχει το ανθρώπινο υλικό για να τολμήσει το εγχείρημα, δίχως το παραμικρό επιπλέον οικονομικό κόστος). Οτι θα αναδιάρθρωνε ριζικά τη γλωσσική διδασκαλία και τη διδασκαλία των μαθηματικών στα σχολειά, για να έχουν τα Ελληνόπουλα πρόσβαση στη γλώσσα ως λογική και στα μαθηματικά ως γλώσσα. Οτι θα ξεκινούσε τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής από την τετάρτη του Δημοτικού, σαν παιχνίδι, ώς το τέλος του Λυκείου σαν άσκηση της κριτικής σκέψης.
Με τέτοιου είδους επαγγελίες θα κατέβαινε στις εκλογές ο κ. Σαμαράς, αν είχε πατριωτική παλληκαριά και ηγετικό χάρισμα. Θα γνωστοποιούσε ονόματα, καταξιωμένους πολίτες, που θα τους είχε επιστρατεύσει να συντάξουν νέο Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα, ικανόν να μεταβάλει τη δημοσιοϋπαλληλία σε πεδίο ανάδειξης των αρίστων (και όχι της ρουσφετολογικής σαβούρας). Να είναι τιμή και αξίωμα ο τίτλος του κρατικού λειτουργού, στίβος για τους προικισμένους με δημιουργική φαντασία και κοινωνική ευαισθησία.
Το κράτος πολλαπλασιάζει τα έσοδά του, όταν αμείβει (με τη φορολογική του πολιτική) την παραγωγική πρωτοβουλία και τόλμη, είτε του μικρής περιουσίας αγρότη είτε του γενναίων επενδύσεων επιχειρηματία. Αν στην άσκηση πολιτικής πρωτεύει η καταξίωση της ποιότητας, η συλλογικότητα ξαναγίνεται κοινωνία, ξορκίζεται η ζούγκλα. Η ελληνική κοινωνία θα ανακάμψει, όχι με νταηλίκια προς τους δανειστές, αλλά αν αποβάλει τη λογική του δανεισμού, που τη γέννησε το κομματικό ρουσφετολογικό κράτος και ο εκβιαστικός, γκανγκστερικός συνδικαλισμός, αυτό το καρκίνωμα καταξίωσης της αδιαντροπιάς, της συμφεροντολογικής κτηνωδίας.
Απλές αλήθειες, στέρεες, ικανές να αλλάξουν το κλίμα, να χτίσουν ανάκαμψη. Εχουν ένα ελάττωμα: Δεν κατακτώνται με μόνη την κατανόηση. Προϋποθέτουν κερδισμένη με μόχθο ανιδιοτέλεια, έξοδο από το εγώ – κι αυτό όχι για να πειθαρχήσει ο άνθρωπος σε κώδικες Ηθικής και συστήματα «αξιών», ρομαντικές ουτοπίες για ψυχολογική κατανάλωση, αλλά μόνο για τη χαρά της αυταπάρνησης, τη χαρά να κοινωνείς τη ζωή, να τη μοιράζεσαι. Να χαίρεσαι την τιμή καταξίωσης της ποιότητας, «τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών», τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε».
Την επαφή με την πραγματικότητα αυτής της ποιότητας την έχουν χάσει οι κομματάνθρωποι. Και πρόκειται για απώλεια αρμοδιότητας ψυχιάτρων. Πρέπει κατεπειγόντως να τους στείλουμε στα σπίτια τους. Να ιδιωτεύσουν.
* Ο κ. Χρήστος Γιανναράς είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα