Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Τριάντα επτά χρόνια από το θάνατο του Κώστα Βάρναλη - Αφιέρωμα

Αρχική | Τέχνες - Επιστήμες | Ποίηση | Τριάντα επτά χρόνια από το θάνατο του Κώστα Βάρναλη - Αφιέρωμα

«Σ' όλη μου τη ζωή, του δασκάλου, του λογοτέχνη και του δημοσιογράφου ποτέ ούτε έκανα ούτε έγραψα τίποτε παρά τη συνείδησή μου ή εναντίον του Λαού/ εναντίον της ελευθερίας του και των ελευθεριών του». Ήταν Δευτέρα 16 του Δεκέμβρη 1974, το απόγευμα, και το θέατρο «Αλίκη» είχε πλημμυρίσει μέσα κι έξω από κόσμο. Τόσος κόσμος που ήταν αδύνατο να χωρέσει ακόμη και σε άλλο χώρο με διπλάσια και τριπλάσια χωρητικότητα. Χρειαζόταν στάδιο, έγραψαν την άλλη μέρα οι εφημερίδες.

Τούτος ο κόσμος είχε έρθει να τιμήσει έναν δικό του άνθρωπο, τον μπάρμπα-Κώστα. Έναν δικό του ποιητή, τον φιλόσοφο ποιητή της εργατικής τάξης Κώστα Βάρναλη. Ήταν μια εκδήλωση οργανωμένη από την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών προς τιμήν του αρχαιότερου μέλους της, διότι ο τιμώμενος Κώστας Βάρναλης είχε υπηρετήσει τις Τέχνες και τα Γράμματα όχι μόνο ως μεγάλος ποιητής αλλά και ως εξαίρετος δημοσιογράφος, του οποίου οι επιφυλλίδες από την ΠΡΩΙΑ, τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και την προδικτατορική ΑΥΓΗ είχαν αφήσει εποχή.

Την εκδήλωση προλόγισε ο πρόεδρος της Ένωσης Σπύρος Γιαννάτος ενώ ο πρόεδρος του ΕΔΟΕΑΠ Γ. Καράτζας μίλησε για τον Βάρναλη- Δημοσιογράφο. Στη συνέχεια στο βήμα ανέβηκε ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο ομιλητής - όπως έγραψε την άλλη μέρα ο «Ριζοσπάστης» - εξέτασε το έργο του Βάρναλη στο σύνολό του, αρχίζοντας από την εποχή που ξεκίνησε μαζί με τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό. «Ηταν - είπε - μια εποχή που παρουσίαζε μεγάλα κενά εξαιτίας της κρίσης των παλιών αξιών που στήριζαν ως τότε την πίστη του κόσμου. Ο Βάρναλης συντάχθηκε με τις νέες ιδέες που υπόσχονταν έναν αταξικό καλύτερο κόσμο παίρνοντας με την τέχνη του θέση μάχης απέναντι στο κοινωνικό κατεστημένο, το γιομάτο από αδικίες και αθλιότητες». Ο Βρεττάκος έκανε ευρεία αναφορά στη ζωή και στο έργο του Βάρναλη και κατέληξε λέγοντας: «Ο ποιητής σεβάστηκε τα εμπόδια που του έβαζε η συνείδησή του κι έμεινε στο χώρο του χρέους του, όπως έμειναν όλοι οι έντιμοι "προπηλακισθέντες και εμπτυσθέντες" και όχι μόνο τα σύμβολά του, ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Σωκράτης».
Την εκδήλωση χαιρέτισαν ο Στέφανος Πεσματζόγλου, παλιός διευθυντής της εφημερίδας ΠΡΩΙΑ και πρώτος διευθυντής του Βάρναλη στη δημοσιογραφία, ο Γιώργης Βαλέτας και ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ο λογοτέχνης Γιάννης Μαγκλής. Ποιήματα του Βάρναλη διάβασαν οι ηθοποιοί Ελένη Χατζηαργύρη και Μάνος Κατράκης. 
Ξεχωριστή στιγμή στην εκδήλωση ήταν όταν ο Γιάννης Ρίτσος διάβασε ένα ποίημά του που είχε γράψει για τον Βάρναλη στα 1956, απ' αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων παρουσίας του τελευταίου στα ελληνικά γράμματα:
«Ποιητή, σ' είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ' είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ' αυτί, για ν' αφουγκράζεσαι πίσω απ' τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μας έδειξες»!

Πλησιάζοντας στο τέλος...
Ο Βάρναλης δεν μπόρεσε να παραστεί στην εκδήλωση για λόγους υγείας. Το βράδυ της Τετάρτης 4 του Δεκέμβρη του 1974 εισήχθη επειγόντως στη Γενική Κλινική Αθηνών αλλά το πρωί της μέρας που θα γινόταν η εκδήλωση της ΕΣΗΕΑ πήρε εξιτήριο κι επέστρεψε σπίτι του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να υποστεί την ταλαιπωρία που θα επέβαλλε η παρουσία του στην, τόσο τιμητική γι' αυτόν, βραδιά της Ένωσης Συντακτών. Όλα πάντως έδειχναν ότι είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Ήταν ευδιάθετος, ακμαίος κι όταν έφευγε από την κλινική ευχαρίστησε τις νοσοκόμες ζητώντας παράλληλα συγνώμη «που τις είχε κουράσει».
Μετά το τέλος της εκδήλωσης αντιπροσωπεία της ΕΣΗΕΑ τον επισκέφτηκε στο σπίτι του και του επέδωσε τιμητικό μετάλλιο ενώ λίγες στιγμές αργότερα ο ποιητής συζητούσε με οικείους του, που πήγαν στην εκδήλωση, για τις εντυπώσεις τους απ' αυτήν. Ο ίδιος εξέφρασε την ικανοποίησή του για το ποίημα του Ρίτσου αλλά και την εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του Βρεττάκου. «Το ποίημα του Ρίτσου ήταν πολύ καλό», φέρεται να είπε. Κι όταν του ανέφεραν πως ο Βρεττάκος μίλησε πολύ καλά, απάντησε: «Το περίμενα».
Λίγο αργότερα ένιωσε αδιαθεσία και παρακάλεσε τη νοσοκόμα του κ. Γαρίτη και τον σύζυγο της θετής του κόρης Ελένης, να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. «Είμαι πολύ κουρασμένος», τους είπε.
Μια ώρα αργότερα η νοσοκόμα τον βρήκε πεσμένο στο μπάνιο, χωρίς σφυγμό και κάθιδρο. Αμέσως κλήθηκε ο γιατρός Β. Σπανός που έφτασε λίγα λεπτά αργότερα και από την εξέταση διαπίστωσε εμφραγματική δύσπνοια με όλα τα σχετικά συμπτώματα. Στις 9.45 μ.μ. ο Βάρναλης εισήχθη και πάλι στη Γενική Κλινική Αθηνών, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών η καρδιά του έπαψε να χτυπά στις 9.50 μ.μ. Ήταν πάνω από 90 ετών.
Στο πιο γνωστό και, ίσως, πιο σημαντικό από τα ποιητικά του έργα, στο «Φως που καίει», ο Βάρναλης έχει έναν ποιητικό πρόλογο που αναφέρεται στη θάλασσα. Ίσως αυτό το ποίημα, με όλους τους συμβολισμούς και τα νοήματά του, να εκφράζει καλύτερα τον άνθρωπο Βάρναλη μπρος στη ζωή και μπρος στο θάνατο4:
«Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω, / απ' το βουνό ψηλά / στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω / απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να 'ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ', όντας / μετ' άξαφνη νεροποντή / χυμάει μες απ' τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας / ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι, / τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί / και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι / ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου / την κόκκινη πλαγιά χορεφτικά / τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου / να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους / ως μέσα στο νερό / τα ερημικά χιονόσπιτα - κι αυτά μες τ' όνειρό τους / να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω θάλασσα παντοτινέ έρωτά μου, / με μάτια να σε χαίρομαι θολά / και να 'ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου, / πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ, / στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους / και να με πας πολύ απ' τη μαύρη τούτη Κόλαση, μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους...».

Η ζωή και το έργο του - Περίοδος πρώτη


Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας, αν και σε ορισμένες πηγές ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1883 και αλλού το 18815. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα, ήταν τσαγκάρης και λεγόταν Γιαννάκος. Η μάνα του καταγόταν από την Αχελώ (Αγχίαλο) και λεγόταν Αλίσαβα (Ελισάβετ). Για τον τόπο καταγωγής του ο Βάρναλης αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που φανερώνει τον εθνικιστικό μεγαλοϊδεατισμό της παπαρρηγοπούλειας ελληνικής διανόησης. «Γεννήθηκα -γράφει- στον Πύργο της Βουλγαρίας. Βουλγαρίας! Πώς να μη θυμηθώ το μακαρίτη Παύλο Καρολίδη, καθηγητή της Ιστορίας στο ελληνικό Πανεπιστήμιο; Φοιτητής εγώ του έδωσα να μου υπογράψει τις αποδείξεις ακροάσεων για να δώσω τις γενικές μου εξετάσεις. Έγραψα σ' αυτές τις αποδείξεις: "Ο φοιτητής της φιλοσοφικής σχολής Βάρναλης Κωνσταντίνος του Ιωάννου, εκ Πύργου Βουλγαρίας κτλ.". Μόλις ο Καρολίδης διάβασε "εκ Πύργου Βουλγαρίας" μου έδωσε πίσω τις αποδείξεις χωρίς να τις υπογράψει. Και μ' ένα αγαθό και ειρωνικό μαζί χαμόγελο μου είπε: "Δεν είναι Πύργος της Βουλγαρίας!". Έτσι αναγκάστηκα να διορθώσω το σφάλμα μου και να γράψω "εκ Πύργου της Βορείου Θράκης". Αυτό το ασήμαντο επεισόδιο δείχνει τη νοοτροπία της γενιάς του 1905. Ένας σοφός καθηγητής της ιστορίας ήτανε τόσο σοβινιστής, που να θεωρεί τις λέξεις και τους τύπους ανώτερους από τις ιστορικές πραγματικότητες».
Στα 1898 ο Βάρναλης τελείωσε την έβδομη τάξη της «Αστικής Σχολής Πύργου» και συνέχισε τις σπουδές του στα Ζαφείρια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. «Άμα τελείωσα τα Ζαφείρια - γράφει ο ίδιος - παιδί αμούστακο δεκαοχτώ χρονώ, διορίστηκα δάσκαλος στο σκολειό του Πύργου με μισθό 600 λέβια το χρόνο, ήγουν με 1,70 μεροκάματο!... Δεν πρόφτασα όμως να εξασκήσω τα υψηλά μου διδασκαλικά καθήκοντα. Και σ' αυτήν την περίσταση η Μοίρα μου με κυνήγησε. Ένα κυριακάτικο απομεσήμερο λαβαίνω κάποιο συστημένο γράμμα από την κοινότητα της Βάρνας γεμάτο σφραγίδες κι επισημότητες και με την αντρέσσα γραμμένην ελληνικά... Το ανοίγω και διαβάζω πως η κοινότητα της Βάρνας το θεωρούσε τιμή της, "ότι εν των τέκνων αυτής αρίστευσε εις εγκυκλίους σπουδάς του" και μου προτείνει να με στείλει να σπουδάσω εις το "Αθήνησι Πανεπιστήμιον" από το κληροδότημα του Βαρναίου Νικολάου Παρασκευά Φιλολογίαν ή ...Θεολογίαν. Μα γιατί η κοινότητα της Βάρνας με θεωρούσε "τέκνον" της. Επειδή ο πατέρας μου ήταν από τη Βάρνα. Το επίθετο Βάρναλης θα πει Βαρναίος. Δέχτηκα να σπουδάσω φιλολογία με την κρυφή χαρά πως θα επισκεπτόμουνα τη χώρα των ονείρων μου, την Ελλάδα. Τη χώρα του αρχαίου μεγαλείου, της Σοφίας, της Ομορφιάς και της Ελευθερίας!».
Στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ο Βάρναλης θα γραφεί το 1903 και θα αποφοιτήσει το 1908. Από την ίδια σχολή ανακηρύχτηκε και διδάκτωρ. Στα 1909 πρωτοδιορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και κατόπιν υπηρέτησε ως σχολάρχης στην Αργαλαστή, στα Μέγαρα και στην Κερατιά. Το 1912-13 με τους Βαλκανικούς Πολέμους επιστρατεύτηκε. Ο ίδιος περιγράφει με εξαιρετικό σαρκασμό την εποχή: «Το Σεπτέμβριο του 1912 - γράφει - η ελληνική ζωή τραντάχτηκε από τα θεμέλιά της. Η ζωή της καθημερινής ρουτίνας με τις μικρομιζεριές της, με το πολιτικό κουτσομπολιό των εφημερίδων και της Βουλής, με το γλωσσικό και το σταφιδικό ζήτημα τινάχτηκε απάνω σοβαρή κι επίσημη και πήρε ορμές και πόζες ηρωικές. Η Ψωροκώσταινα πέταξε τα κουρέλια της και την ασκήμια των πρώιμων γηρατειών της και μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε πολεμόχαρη Αθηνά νέα κι ωραία και... σοφή... Γενική επιστράτεψη ενάντια στους "προαιώνιους" εχθρούς».
Το 1918 ο Βάρναλης έγινε καθηγητής του Α΄ Γυμνασίου Πειραιώς και τον ίδιο χρόνο πέτυχε υποτροφία για συνέχιση των σπουδών του στο Παρίσι.
Ο Βάρναλης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ του Δ. Ταγκόπουλου. Τα ίδια αυτά ποιήματα συμπληρωμένα τα περιέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον γενικό τίτλο ΚΗΡΗΘΡΕΣ που κυκλοφόρησε το 1905. Βέβαια, πρώτη του ποιητική δουλειά ήταν οι ΠΥΘΜΕΝΕΣ, μια ποιητική συλλογή που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφού προηγουμένως εντοπίστηκε στο Αρχείο του Κωστή Παλαμά. Ο Βάρναλης είχε στείλει τους ΠΥΘΜΕΝΕΣ στον Παλαμά, ζητώντας απ' αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε. Σ' ένα κείμενό του, γραμμένο στα χρόνια της κατοχής απ' αφορμή το θάνατο του Παλαμά, ο Βάρναλης περιγράφει ως εξής εκείνη την επαφή του με το μεγάλο δάσκαλο. «Του 'στειλα με το Ταχυδρομείο σ' ένα φάκελο χειρόγραφα ποιήματά μου και τον παρακαλούσα να μου πει τη γνώμη του. Καθαρογραμμένα, καλλιγραφημένα. Αυτό ήταν το μοναδικό τους προσόν. Ύστερα από μέρες πήρα μια "βραχεία". Μου έγραφε: "Φίλε... συνάδελφε!". Πωπώ! Πήγα να τρελαθώ απ' τη χαρά μου».
Τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ, την πρώτη δημοσιοποιημένη ποιητική συλλογή του Βάρναλη, την προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, ένας ποιητής, που, όπως γράφει ο Μάρκος Αυγέρης, «οι νέοι τον εκτιμούσαν πολύ για τον αρμονικό στίχο του και τον θεωρούσαν σαν έναν από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εφτανησιώτικης σχολής». Έγραφε ο Μαρτζώκης για τον Βάρναλη σ' εκείνον τον πρόλογο: «Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να το πω με μεγάλη μου χαρά ότι είναι αληθινός ποιητής».
Μετά τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ ο Βάρναλης δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, στην ΗΓΗΣΩ, στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α. Το 1919 δημοσίευσε στο περιοδικό ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ, που ήταν αφιερωμένο στο Ν. Πολίτη. Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε το μεγάλο του ταλέντο, αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβο, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο διονυσιασμός, η αρχαιολατρία, ακόμη και ο εθνικισμός είναι στοιχεία που σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου. Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το μεταίχμιο. «Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη», γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου. Και προσθέτει: «Ο "Προσκυνητής" είναι το ορόσημο, ο σταθμός. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούργιο. Όλος ο "Προσκυνητής" είναι νέα ποιότητα στο έργο του Βάρναλη. Ο παλιός και έμπειρος τεχνίτης του στίχου παρατάει το μικρό ποίημα και καταπιάνεται με το έπος, το μεγάλο ποίημα το χωρισμένο σε άσματα. Το παράδειγμα του Παλαμά, του εθνικού ποιητή, μαζί ίσως και του Βαλαωρίτη, ακόμα και του Σολωμού του θρέφει τις φιλοδοξίες: Να εκφράσει το έθνος, την εποχή, να γίνει ο οδηγητής του».
Για το ίδιο θέμα ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει: «Πολλοί χαρακτηρίζουν τον "Προσκυνητή" μεγαλόπνοο εθνικιστικότατο ποίημα. Σωστό είναι πως ο "Προσκυνητής"...έχει έντονη εθνικιστική νότα και ρητορικότητα, όχι όμως και σωβινισμό. Στο ποίημα υμνείται η Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή και σε όλες τις εκδηλώσεις της (ηρωισμός, διονυσιασμός, φύση, τέχνη, γυναίκες). Ο "Προσκυνητής" αποτελεί ορόσημο. Απαρχή της νέας ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη».

Περίοδος Δεύτερη - Ο επαναστάτης ποιητής


Ως κοινωνικός ποιητής ο Βάρναλης εμφανίζεται στα 1922 με το "Φως που καίει". Είχαν μεσολαβήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το μακελειό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση που έδωσε τεράστια αναγεννητική δύναμη στους λαούς όλου του κόσμου, φλόγισε τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων. Την περίοδο δε που ο Ποιητής γράφει αυτό το εκπληκτικό ποιητικό έργο, η Ελλάδα βιώνει τη Μικρασιατική εκστρατεία που σε λίγο θα εξελιχθεί σε καταστροφή.
Η στροφή του Βάρναλη στην κοινωνική ποίηση γίνεται στο Παρίσι. Γράφει ο Αυγέρης: «Η μεταβολή ήταν απότομη, αληθινή μεταστροφή. Στη συνείδηση του Ποιητή άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Από την αισθητική αρχαϊκή και διακοσμητική λογοτεχνία προσγειώνεται ξαφνικά στη σημερινή δραματική πραγματικότητα, αφήνει τους πολυσύχναστους παλιούς δρόμους, αλλάζει πορεία κι ακολουθεί αποφασιστικά τη νέα ανθρωπότητα, που έρχεται ν' αναγεννήσει τον τόπο. Τη συνείδηση του ποιητή από δω και πέρα θα τη γεμίσει το τρικυμισμένο πνεύμα του εικοστού αιώνα. Η μεταβολή έγινε όταν ο Ποιητής ήταν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Εκεί όπως σ' όλη την Ευρώπη είχαν ξεσπάσει τα φιλειρηνικά και κοινωνικά νέα ρεύματα, τα συγχυσμένα αισθήματα της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας, το πνεύμα της επανάστασης». Για το ίδιο θέμα ο Δημήτρης Γληνός έχει γράψει: «Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που έζησε τον βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Και πέρα στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρουσικής επανάστασης». Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης γράφτηκε το "Φως που καίει".
Ο ίδιος ο Βάρναλης γράφει γι' αυτό του το έργο: «Το "Φως που καίει" το έγραψα στην Αίγινα το καλοκαίρι του 1921. Όμως το διάγραμμα του έργου, την κατανομή του σε τρία μέρη, τα πρόσωπα του διαλόγου και των διαφόρων λυρικών κομματιών τα είχα συλλάβει όταν ακόμη ήμουνα στο Παρίσι. Εκεί μάλιστα έγραψα και τις πρώτες στροφές από το "Τραγούδι των Ωκαιανίδων"...Το έργο μου αυτό τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια από το Στέφανο Πάργα (έκδοση "Γραμμάτων") με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας στην αρχή του 1923. Ήταν για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού».
Το "Φως που καίει", όπως ήταν επόμενο, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και προκάλεσε έντονες συζητήσεις. Ο Ξενόπουλος το χαρακτήρισε σταθμό στα Ελληνικά Γράμματα ενώ ο ίδιος ο ποιητής «Μάλλον αρχή» εννοώντας προφανώς ότι επρόκειτο για μια νέα δική του αρχή, αλλά και μια αρχή στην κοινωνική ποίηση του 20ού αιώνα. Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου μιλάει για αρχή «της σοσιαλιστικής μας λογοτεχνίας» που «είναι μέρος της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας», με αποτέλεσμα - κατά τη γνώμη του - το δίκαιο να βρίσκεται με τη γνώμη του Ξενόπουλου. Για τον Κορδάτο με το "Φως που καίει" «ο Βάρναλης ξεσπαθώνει και βρίσκεται πρωτοπόρος στο προοδευτικό κίνημα».
Αντίθετα από τις παραπάνω κρίσεις, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το "Φως που καίει" δεν έκανε καθόλου καλή εντύπωση στον Καζαντζάκη, αν και η πρώτη του επαφή με το έργο ήταν από τις βιβλιοκριτικές του "Νουμά". Σ' ένα γράμμα του προς την τότε σύζυγό του και μεγάλη λογοτέχνιδα Γαλάτεια, ο Νίκος Καζαντζάκης έγραφε: «Cherie, τώρα λαβαίνω τις εφημερίδες με το "Νουμά". Ξεφυλλίζοντας το "Νουμά" είδα μια κριτική για κάποιο "Τανάλια". Δεν τολμώ να πιστέψω πως είναι ο Βάρναλης. Θα 'ναι κανείς μαθητής καθυστερημένος του Παλαμά. Σκέψη, στίχος, ρητορεία - όλα Παλαμοφέρνουν. Αν πρόκειται για το Βάρναλη σε παρακαλώ θερμότατα στείλε μου το βιβλίο για να το διαβάσω με προσοχή. Θέλω ν' αλλάξω γνώμη. Αφήνω τη σκέψη του (πόσο είναι "σοσιαλιστικά" πίσω δε λέγεται), ο στίχος, η ποίηση, είναι ανάξια ρητορεία κι αφηρημένες έννοιες και κεφαλαία γράμματα». Φυσικά ο Καζαντζάκης δεν είχε δίκιο, αλλά η γνώμη του, έστω και πρόχειρα διατυπωμένη, ως ιστορικό γεγονός έχει τη δική της ξεχωριστή βαρύτητα.
Το 1923, πάλι, ως Δήμος Τανάλιας, ο Βάρναλης εκδίδει, πάλι, στην Αλεξάνδρεια έναν τόμο με τρία διηγήματα και με τον τίτλο «ο λαός των Μουνούχων». Το 1925 θα εκδώσει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» και το 1927 το ποιητικό έργο «Σκλάβοι πολιορκημένοι». Το ποιητικό του έργο μέσα σ' αυτήν την πενταετία 1922 - 1927, τόσο πολύ σφράγισε τη νεοελληνική γραμματεία που ήταν αδύνατο να το αγνοήσουν ακόμη και ακραιφνείς αντικομμουνιστές κριτικοί της λογοτεχνίας. Ένας τέτοιος, ο Ανδρέας Καραντώνης, που στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου έγραφε κάτι ανόητα θεατρικά με πρωταγωνιστές ηγέτες του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, γράφει για το ποιητικό έργο του Βάρναλη στην προαναφερόμενη πενταετία23: «Μέσα σ' αυτή την πενταετία, δηλαδή ανάμεσα στα τριάντα οχτώ και σαράντα τρία χρόνια του, ο Βάρναλης διαμόρφωσε την εντελώς δική του προσωπικότητα σαν "πρωτότυπος" ή σαν "καινούριου τύπου" ποιητής. Με το απόθεμα αυτό πήρε μια κορυφαία θέση στη νεοελληνική ποιητική μας παράδοση. Κι αν δε θεωρήθηκε σαν ποιητής που "εγκαινιάζει μια νέα ποίηση", η ποίησή του εκτιμήθηκε σαν εμπλουτισμός της παράδοσης και πλούσια ενίσχυσή της με νέα θέματα, με νέες ιδέες».
Το 1931 ο Βάρναλης εξέδωσε την «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», για την οποία ο Παλαμάς τού έγραψε24: «Με τα γραμμένα σου μου φαίνεται, πως δύο κλίκες ζεσταίνεις, εκείνους, που θέλουνε να σε αφορίσουν, κ' εκείνους που ζητάνε να σε φιλήσουν. Είναι και μια τρίτη, που αισθάνεται και τα δύο διαβάζοντας σε, όσο κι αν τέτοιο αίσθημα μπερδεύει». Το 1938 εκδόθηκαν οι «Ζωντανοί άνθρωποι», το 1946 το «Ημερολόγιο της Πηνελόπης», το 1956 οι «Δικτάτορες» και η επιλογή από το μέχρι τότε ποιητικό έργο υπό το γενικό τίτλο «Ποιητικά». Το 1958 βγήκαν σε δύο τόμους τα «Αισθητικά - κριτικά» και το 1959 ο ποιητής βραβεύεται στη Μόσχα με το Βραβείο Λένιν για τους αγώνες και το έργο του υπέρ της Ειρήνης.
Το 1965, ο ποιητής εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Ελεύθερος Κόσμος» και το 1972 το θεατρικό του «Άτταλος ο Γ΄». Μετά το θάνατό του (1975) εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή, γραμμένη στα χρόνια της χούντας, με αντιδικτατορικά ποιήματα, ενώ το 1980 εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε βιβλίο τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» και το 1985 η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον γενικό τίτλο «Πυθμένες».
Ο Βάρναλης υπήρξε κορυφαίος φιλόλογος από τους καλύτερους της εποχής του και έχει να παρουσιάσει ενδιαφέρον μεταφραστικό έργο. Συγκεκριμένα, μετέφρασε τις κωμωδίες του Αριστοφάνη: Βάτραχοι, Εκκλησιάζουσες, Ιππείς, Ιππόλυτος, Λυσιστράτη, Πλούτος και Τρωαδίτισσες. Επίσης, έχει μεταφράσει Μολιέρο, Πούσκιν κ.ά. Ένα χαρακτηριστικό στην ποιητική δουλειά του Βάρναλη είναι ότι ποτέ δεν άφηνε τα ποιήματά του, όπως τα είχε φτιάξει αρχικά. Συνεχώς τα ξαναεπεξεργαζόταν με αποτέλεσμα οι επανεκδόσεις τους να παρουσιάζουν αρκετές διαφορές από τις εκδόσεις που είχαν προηγηθεί. Έτσι, αν κάποιος θέλει να μελετήσει τον Βάρναλη οφείλει να αναζητήσει το έργο του σε όλες του τις εκδόσεις δεδομένου ότι 31 χρόνια μετά το θάνατό του δεν έχει υπάρξει μια έκδοση των απάντων του και οι επανεκδόσεις των έργων του δε διακρίνονται από τη φιλολογική πληρότητα που απαιτείται.

Αντί επιλόγου


Αν και απ' όσα αναφέραμε είναι απολύτως σαφές, οφείλουμε να υπογραμμίζουμε ότι ο Βάρναλης υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης. Το 1935, για παράδειγμα, για τη δράση του εξορίστηκε στον Αϊ-Στράτη και στη Μυτιλήνη25, ενώ πάντοτε υπήρξε στο στόχαστρο της στρατευμένης αστικής διανόησης και των ιδεολογικών μηχανισμών του καθεστώτος. Η εργατική τάξη με το κόμμα της, το ΚΚΕ, αντιμετώπιζαν τον ποιητή, στο μέτρο του δυνατού που επέτρεπαν οι εποχές, με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. Ανάμεσα στα άλλα αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Μετά την απελευθέρωση, ο Βάρναλης δούλευε στον «Ριζοσπάστη» γεγονός που ναι με του εξασφάλιζε τα προς το ζην αλλά του δημιουργούσε εμπόδια και του στερούσε τον αναγκαίο χρόνο, για να αφιερωθεί στην καλλιτεχνική του δημιουργία. Το γεγονός αυτό υπέπεσε στην αντίληψη του Ν. Ζαχαριάδη και αντιμετωπίστηκε αμέσως. Ο Ζαχαριάδης - γράφει ο Β. Γεωργίου στις αναμνήσεις του - «εκτιμούσε αναμφισβήτητα την πνευματική δουλειά και δέχτηκε αμέσως την πρότασή μας να δοθεί στον Βάρναλη εξάμηνη πληρωμένη άδεια για να γράψει το "Ημερολόγιο της Πηνελόπης"»26.
Όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Βάρναλη βαθιά συγκίνηση πλημμύρισε τις καρδιές των απλών ανθρώπων, των διανοουμένων, ακόμη και των πολιτικών του αντιπάλων. Παρά το γεγονός ότι ο ποιητής έφυγε πλήρης ημερών, η απώλεια ήταν πραγματικά μεγάλη και δυσαναπλήρωτη. Τέτοιες μορφές δεν εμφανίζονται συχνά.
Η κηδεία του Βάρναλη έγινε από το Α΄ Νεκροταφείο στις 18 Δεκέμβρη 1974, στις 4.30 μ.μ. Έως την τελευταία του κατοικία τον συνόδεψε μια «ατέλειωτη πορεία λαού». Εκεί η οικογένειά του, οι φίλοι του, κορυφαίοι λογοτέχνες, ο Γιάννης Ρίτσος, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Χαρίλαο Φλωράκη, εκπρόσωποι άλλων κομμάτων, πλήθος προσωπικοτήτων. Τα πρόσωπα, η συγκίνηση, οι επικήδειοι λόγοι, το αποχαιρετιστήριο ποίημα που διάβασε για τον εκλιπόντα ο Ρίτσος, η λαοθάλασσα, οι παρόντες κι ακόμη περισσότερο οι απόντες δεν άφηναν καμία αμφιβολία πως όλη η χώρα γονάτιζε ευλαβικά μπρος στο μεγάλο της νεκρό. Όποιος έρχεται σ' επαφή με το έργο του μπορεί, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, να αντιληφθεί πόση αλήθεια κρύβουν αυτές οι λίγες λέξεις.

Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη
Της Γεωργίας Λαδογιάννη
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


Το 1922, έτος της πρώτης έκδοσης του συνθετικού ποιήματος το «Φως που καίει», είναι η μεγάλη τομή στο έργο του Βάρναλη. Ο ποιητής αφήνει οριστικά πίσω τα μεγαλοϊδεατικά οράματα και γίνεται συνοδοιπόρος στην πορεία προς το μέλλον που οραματιζόταν η εργατική τάξη στη Δυτική Ευρώπη και πραγματοποιούσε στη Σοβιετική Ένωση.
Η αφετηρία της αλλαγής του Βάρναλη βρίσκεται στο μεσοπολεμικό Παρίσι, την επομένη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Εκεί, σε περιβάλλον με παράδοση στο εργατικό κίνημα και ανεπτυγμένη κίνηση ιδεών, στα πλαίσια έντονων ιδεολογικών ζυμώσεων που συντελούνται κάτω από τη διπλή επίδραση του πολέμου και της σοσιαλιστικής νίκης στη Σοβιετική Ένωση, ο Βάρναλης προσεγγίζει τη θεωρία του μαρξισμού. Έτσι, ο Βάρναλης θα πρέπει να θεωρηθεί ως πρωτοπόρος της ελληνικής επαναστατικής διανόησης με το δεδομένο ότι την εποχή αυτή το εργατικό κίνημα της χώρας μας μόλις αποκτούσε την οργανωτική και πολιτική του υπόσταση και αναζητούσε τη θεωρητική θεμελίωση της ταξικής του συνείδησης. Αν το ΣΕΚΕ (1918) αποτελούσε την οργανωμένη παρουσία του εργατικού κινήματος στην ελληνική ιστορία, η θεωρητική θεμελίωση των διεκδικητικών του αγώνων βρισκόταν ακόμα στην προϊστορία. Γι' αυτό και ο αγώνας για το θεωρητικό του εξοπλισμό αποτέλεσε επίμονη φροντίδα και διεξαγόταν παράλληλα και ανοδικά με την ταξική πάλη. Οι αναλύσεις και οι μεταφράσεις μαρξιστικών έργων στο «Ριζοσπάστη», μετά τη σύνδεση με τη Γ΄ Διεθνή (ΣΕΚΕ-Κ, 1920), και στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» ανταποκρίνονται σε αυτή την ανάγκη.
Έτσι, το «Φως που καίει», στα 1922, δεν αισθητοποιεί μόνο την κοινωνική συνείδηση του οργανωμένου κινήματος αλλά λειτουργεί ως διαμορφωτής και καθοδηγητής αυτής της συνείδησης, την οποία προσανατολίζει στην ταξική της αυτογνωσία. Αυτός ο χαρακτήρας εξηγεί ως ένα σημείο και την τεχνική ανωριμότητα του έργου, την οποία φροντίζει να βελτιώσει, δουλεύοντάς το ξανά και «ξαναπλάθοντάς» το σε δεύτερη (1933) και τρίτη μορφή (1945).
Χαρακτηρίζοντας τον Βάρναλη πρωτοπόρο της ελληνικής επαναστατικής διανόησης, δεν εννοώ πως το εργατικό κίνημα δεν είχε συγκινήσει προηγούμενα άλλους διανοητές και έργα. Η διαφορά του «Φωτός» με προηγούμενα έργα κοινωνικού προβληματισμού (Ταγκόπουλου, Γκόλφη, Πικρού, Παρορίτη) προέρχεται από τη συγκριτικά βαθύτερη εξοικείωση του Βάρναλη με τη μαρξιστική θεωρία, ώστε για πρώτη φορά να έχουμε εν πολλοίς ορατή την παρουσία αρχών του ιστορικού υλισμού σε έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό γίνεται πιο καθαρό στη μορφή του 1933, όπου το «Φως», αισθητικά αρτιότερο και ιδεολογικά ωριμότερο, απηχεί το επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης της εποχής, μας δίνει την προοπτική που υιοθετούσε εκείνη την εποχή ο αγώνας του κινήματος και επιβεβαιώνει τη στενή σύνδεση του Βάρναλη με αυτό. Χαρακτηριστική είναι και η απήχηση που είχε στα 1933 στην κομμουνιστική διανόηση και στα έντυπά της.
Το «Φως που καίει» μεταφέρει σε αισθητικές μορφές, σημαντικές και εν μέρει πρωτοποριακές για τον καλλιτεχνικό κανόνα της εποχής, την ιδεολογική αντίκρουση στο αστικό εποικοδόμημα και την αποκάλυψη της σχέσης βάσης-εποικοδομήματος ως απάντηση στην προβαλλόμενη «ουδετερότητα» των αστών διανοουμένων και καλλιτεχνών της εποχής.
Η καλλιτεχνική πραγμάτευση αξιοποιεί μυθικά και ιστορικά πρόσωπα με ισχυρά φορτία σημασίας στο πολιτικό και το κοινωνικό πεδίο, όπως είναι ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Μώμος. Κι ενώ, στην αρχή, τα πρόσωπα αυτά εμφανίζονται να αντιστοιχούν με τις διαλεκτικές σχέσεις, Προμηθέας-«θέση», Ιησούς-«αντίθεση», Μώμος-«σύνθεση», στην πορεία ολοκλήρωσης του έργου προκύπτουν νέες σχέσεις και πρόσωπα, όπως: Προμηθέας και Ιησούς αποτελούν τη «θέση», ο Μώμος την «αντίθεση» και τα πρόσωπα Οδηγητής και Λαός τη «σύνθεση», όπου η πάλη των αντιθέσεων οδηγεί εξελικτικά και νομοτελειακά στην προλεταριακή επανάσταση.
Θεματικοί άξονες είναι οι κύριοι τομείς του αστικού εποικοδομήματος: Θρησκεία-Φιλοσοφία, Τέχνη, Πατρίδα. Εδώ η ιδεολογική οπτική του Βάρναλη ευθυγραμμίζεται με τη μαρξιστική προσέγγιση που ασκούσε κριτική στα διάφορα ρεύματα του ιδεαλισμού που κυριαρχούσαν στο Μεσοπόλεμο, υποστηρίζοντας ότι σε τελική ανάλυση όλα καταλήγουν σε ένα φιντεϊσμό (θεολογισμό) και ότι η ιδεαλιστική φιλοσοφία και η θεολογία συμμαχούν εναντίον της επιστημονικής γνώσης.
Τα συμβολικά πρόσωπα του Προμηθέα και του Ιησού γίνονται τα μέσα για να δείξει ο ποιητής τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία (πολιτική και κοινωνική) και στη φιλοσοφία που καλλιεργεί την ψευδή συνείδηση και στηρίζει την εξουσία. Έτσι, η Σταύρωση, ως κοινή τύχη και του Προμηθέα και του Ιησού, και ενώ υπαγορευόταν από το ζωτικό συμφέρον της εξουσίας (του Δία ή των Φαρισαίων) στο λαό περνάει αντίστροφα και εμφανίζεται ως δικό του αίτημα και συμφέρον. Να, μια στιγμή από το λόγο του Μώμου προς τον Προμηθέα: «Αν νικούσες τον Δία, τότε όλοι θα 'τανε μαζί σου. Και θεοί κι ανθρώποι. Δεν το ξέρεις; Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ' άδικο. Και τ' άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές». Και για τον Ιησού θα πει: «...μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για οχτρό του Θεού. / Οχτρός του Θεού; Τότες ο λαός των κουρελήδων, που είναι θρήσκος (όλα κι όλα!) αγρίεψε, ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του».
Στην εποχή του, ο ποιητής βλέπει ότι η συνεργασία εξουσίας και Φιλοσοφίας/Θρησκείας γίνεται πλέον τρισυπόστατη, με τη συγχώνευση και της αστικής τέχνης μέσα στο πλέγμα αυτών των σχέσεων. Στο συμβολισμό της πόρνης Αριστέας και της μαϊμούς καταγγέλλει την έσχατη καταστρεπτική συνέπεια που είναι η νομιμοποίηση του πολέμου. Εδώ ανιχνεύουμε τη μαρξιστική αντίληψη για την καπιταλιστική νομοτέλεια του πολέμου στη συνείδηση του Βάρναλη, ο οποίος στηλιτεύει την αστική διανόηση της εποχής του για την έμμεση και άμεση στήριξη που προσφέρει στον ιμπεριαλισμό του αστικού κράτους (Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική εκστρατεία). Η εξοντωτική σάτιρα του Βάρναλη, εδώ, ανατρέπει την ιδεαλιστική εικόνα της αστικής τέχνης, στο ευρηματικό σχήμα: «Μια θέισσα αντάμα μ' ένα ζο», όπου «θέισσα» είναι η αστική τέχνη και «ζο» η βαρβαρότητα του καπιταλισμού και των πολέμων του.
Για τον Βάρναλη η τέχνη (και η φιλοσοφία) οφείλει να βοηθήσει τον άνθρωπο να σκεφτεί ποια είναι η πραγματική του θέση στον κόσμο. Και επίσης να τον παρακινήσει να παλέψει για να αποκαταστήσει όσα υπάρχουν για να τον υπηρετούν και όχι να στηρίζουν τους δυνάστες του. Ο Μώμος (ως η μάσκα του ποιητή) εκφράζει το συνειδητοποιημένο προλεταριάτο της εποχής και πιστεύει ότι τόσο η θρησκευτική «πρόληψη» όσο και ο θεϊκός «μύθος» θα εκπέσουν οριστικά όταν ανατραπούν οι εξουσίες που τα δημιούργησαν: «...θα πέσετε μοναχοί σας (Προμηθέας, Ιησούς), χωρίς να μεταχειριστούν (οι άνθρωποι) ενάντιά σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκια. / Αυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της Γης! Άμα ρίξουν αφτουνούς, θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τους...». Η πίστη στην επιτυχία της επανάστασης που υπάρχει στο προηγούμενο παράθεμα δείχνει τη συμπόρευση με το κίνημα, που αναφέραμε. Στη μορφή του 1922 η επανάσταση υπήρχε ως όραμα και ευχή, τώρα, στα 1933, όπου και το ΚΚΕ στα επίσημα κείμενά του μιλάει για «σοβιετική Ελλάδα» και η Γ΄ Διεθνής προσδοκούσε την επέκταση της επανάστασης ως συνέπεια των φασιστικών επιλογών της αστικής τάξης, ο Βάρναλης μας παρουσιάζει τον οριστικό αφανισμό της αστικής κυριαρχίας. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η Αριστέα κ' η μαϊμού... γλιστράνε και πέφτουνε αγκαλιασμένες και οι δυο μέσα στον ανοιγμένο τάφο και το χώμα τις σκεπάζει για πάντα». Και η επανάσταση είναι γεγονός και όχι μόνο ελληνικό αλλά παγκόσμιο: «...ένας φωτεινός κύκλος αρχίζει να χαράζει ολόγυρα στον ορίζοντα εκεί, που δένεται ο ουρανός με τα βουνά και με τη θάλασσα».
Στο μέρος του ποιήματος με τον τίτλο «Το τραγούδι του Λαού», ο λαός έχει ήδη νικήσει, όμως εξακολουθεί να αγωνίζεται τόσο για τη σοσιαλιστική δημιουργία όσο και ενάντια στα υπολείμματα της αστικής τάξης: «Για να μην ψάχνεις άδικα να μας δαγκώσεις ξαφνικά, / γραμμή τα ξεριζώσανε τα δόντια σου τα παστρικά...».
Συμπερασματικά, το Φως που καίει είναι το αισθητικό ντοκουμέντο των αρχών του εργατικού μας κινήματος, καθώς αποτυπώνει την καλλιτεχνική μετουσίωση της συγκίνησης που πλημμύριζε τις καρδιές των ανήσυχων, κοινωνικά ευαίσθητων και ασυμβίβαστων δημιουργών του Μεσοπολέμου.

Οι αισθητικές δοκιμές του Κώστα Βάρναλη
Του Παναγιώτη Νούτσου
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Αυτήν την περίοδο συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από το θάνατο του Κώστα Βάρναλη (1884-1974). Σχετικώς ταυτόσημη πορεία με τον Γληνό διέτρεξε ο Βάρναλης που κατά την ολοκλήρωση της ιδεολογικής του «μεταστροφής» εμφανίζεται στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής και των θεωρητικών της προϋποθέσεων με το πολυσυζητημένο βιβλίο του Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική και ιδίως με τις μικρότερες εργασίες που δημοσιεύθηκαν στην Αναγέννηση και τη Νέα Εστία. Φυσικά εδώ θα μας απασχολήσει όχι ο ποιητής αλλά ο αισθητικός Βάρναλης που για να θεμελιώσει τις αναλύσεις του ως κριτικός της λογοτεχνίας επεξεργάζεται τις θεωρητικές της αρχές στον φιλοσοφικό καμβά του μαρξισμού. 
Ο Βάρναλης συνεργάσθηκε με όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά της κομμουνιστικής (και όχι μόνο) Αριστεράς του μεσοπολέμου, διακριβώνοντας συνάμα χωρίς δισταγμό τις επιδράσεις που δέχεται η «επαναστατική τέχνη» από τους «τρόπους της αστικής τάξης και όχι σπάνια από την ψυχολογία της». H αυτονόητη παρουσία των «μικροαστικών στιγμάτων» στο έργο των λογοτεχνών που ζουν σε καπιταλιστικό καθεστώς αναβάλλει για μια τουλάχιστον γενιά μετά την κοινωνική επανάσταση τη δυνατότητα να γεννηθεί «πλέρια προλεταριακή τέχνη». Αυτά όμως τα «στίγματα» δεν μπορούν να τους αφαιρέσουν τον «τίτλο και τη δράση του επαναστάτη». H υπόμνηση επίσης ότι η δικαιοδοσία του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» εξαντλείται στο πεδίο της πεζογραφίας συνοδεύεται με την έκφραση επιφυλάξεων για την περίπτωση εμφύτευσής του σε χώρες που διαφέρουν από την κοιτίδα του. 
* Δικλίδες αυτοάμυνας 
Οι αποστάσεις που κρατά ο Βάρναλης από την επίσημη αισθητική θεωρία που κωδικοποιείται στο όνομα του «μαρξισμού-λενινισμού» λειτούργησαν και ως δικλίδες αυτοάμυνας στις διαδοχικές επικρίσεις που εκτοξεύονταν από τους διερμηνευτές αυτού του κώδικα της λογοτεχνικής κριτικής ενάντια στους «ιδεαλιστικούς ρύπους», τον «απολεμικό κομπογιαννιτισμό» και το «παραγνώρισμα της μάζας» στη σκέψη του. H τελευταία μάλιστα κατηγορία ενισχύεται με την υπόδειξη να «ζυγώσει πιο πολύ τις μάζες» και να μελετήσει τη «μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία». 
Επιφυλλιδογράφος, για βιοποριστικούς λόγους, στον Ανεξάρτητο (όπως και στην Πρωΐα) ξαναθυμάται τα στάδια της πνευματικής του πορείας, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει σχολείο «αταξικό», διαβεβαιώνει ότι μόνο η «ματεριαλιστική μέθοδος ερμηνείας των «εγκόσμιων» ερματίζει τον νου και δεν τον αφήνει να «παραδέρνει σα φτερό στον κάθε άνεμο» και διαπιστώνει ότι η «προλεταριακή τέχνη» χρησιμοποιεί τον «ωμό ρεαλισμό» και την ειρωνεία ή ότι η «επαναστατική τέχνη» μετατρέπεται σε «φορέα της κοινωνικής επανάστασης». Στη μετακατοχική περίοδο γράφει στον Ρίζο της Δευτέρας (όπως και αργότερα στην Αυγή) και στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση, οπότε θα στηλιτεύσει τον υπερρεαλισμό που αντικατέστησε το «λογοκρατημένο κ' ενσυνείδητο δούλεμα του λόγου» με το «ασυνείδητο και άλογο παραλήρημα» υποβοηθώντας έτσι την ιδεολογική ενίσχυση της «Αντίδρασης». 
Ο Βάρναλης, τόσο στο ποιητικό όσο και στο αισθητικό πεδίο, κατασκεύασε το profile του ως διανοούμενος της Αριστεράς κατά τη δεκαετία του '20, ακριβέστερα από το Φως που καίει ώς την Αληθινή απολογία του Σωκράτη, όταν δηλαδή γνώρισε τη «λευτεριά στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό» και προσπάθησε να ξεσηκώσει με τους «Σκύθες» τους «σκλάβους» για να γίνει «κουρνιαχτός ολάκερ' η δημοκρατία των αρίστων». Αν πολιτικά κινήθηκε ως «παροδίτης» της κομμουνιστικής Αριστεράς, τούτο του επέτρεψε τη διατύπωση αντιρρήσεων ως προς την ευστοχία των αισθητικών θεωρημάτων της «προλεταριακής τέχνης» και του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Αρκέσθηκε πάντως στα δόκιμα εκφραστικά μέσα της γενιάς του και αξιοποίησε την αισθητική μαθητεία του στο Παρίσι για να επεξεργασθεί κριτικά την εφαρμογή του «ιστορικού ματεριαλισμού» στη σφαίρα της λογοτεχνικής κριτικής. 
* Ιδεολογική μεταστροφή 
Αν στην ποίησή του εντοπίζουμε τη μακρά «αναστολή» της πρωτότυπης παραγωγής, ώσπου δηλαδή να εμφανισθούν οι συλλογές του Ελεύθερος κόσμος (1964) και Οργή λαού (1975), στις αισθητικές δοκιμές που επιχείρησε δεν υπήρξε καμιά συνέχεια. Ισως ήταν η απόρροια της δεκαετίας της «μεταστροφής», όταν πράγματι μεγάλη σημασία αποκτούσε η θεωρητική της δικαίωση. Τούτο άλλωστε υπενθυμίζει η αναδημοσίευση κειμένων αυτής της περιόδου σε περιοδικό της μετεμφυλιακής Αριστεράς, με ανοιχτούς ορίζοντες στην τέχνη και τις ερμηνευτικές της προσεγγίσεις, που τον τίμησε και συνάμα έδωσε την ευκαιρία να αναδειχθεί η ποιότητα της ιδεολογικής του «μεταστροφής», κάποτε μάλιστα σε συστοιχία με τις επισημάνσεις της μεσοπολεμικής κριτικής. 
Υποκύπτω στον πειρασμό για να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο ο Βάρναλης θα αντιμετώπιζε την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. Δηλαδή τη δυνατότητα να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την Αριστερά. Με δεδομένο ότι η «εσωτερική» και η «εξωτερική» πολιτική της χώρας χαράσσεται και ασκείται πρωτίστως από τα δύο μεγάλα κόμματα, τι θα συμβόλιζε από τη θέση του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα κάποιος που ριζικά αντιτίθεται στην πρακτική των δύο κυβερνητικών κομμάτων; Καιροσκοπισμός ή ριζικά πλήρης υποχώρηση στην «αιώνια τριάδα» του «Θεού», της «Πατρίδας» και της «Αρετής»; Και το απλό μέλος της Αριστεράς θα δεχθεί από την «Προεδρία» τη μεταθανάτια αντίδοση για τις «διακρίσεις» που έλαβε όσο ζούσε για να δώσει την απάντηση: «μια και μόνη, το τσιγαροκούτι»...


1959 του απονέμεται το βραβείο "Λένιν" για την ειρήνη

Η Μπαλάντα του κυρ-Mέντιου

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,                  
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

 

Πηγή από την οποία μπορείτε να δείτε και πολλά video και άλλο υλικό:

Ως3

Αποστολή: Ελένη Ζαχαράκη

 



 





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Ο έρωτας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

14 Νοεμβρίου 2023, 19:59
Γράφει η Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου* Το άρθρο αυτό το αφιερώνω με πολλή συγκίνηση στη ΜΝΗΜΗ του ...

Τάσος Λειβαδίτης: ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία

31 Οκτωβρίου 2023, 21:46
Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος Σαν σήμερα 30 Οκτωβρίου πέθανε ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία   Ο ήλιος ...

Η γυναίκα ως πηγή έμπνευσης των Ελλήνων ποιητών - της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου

08 Μαρτίου 2023, 13:19
(από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα)     «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0