Σινεμά: "Το Λιμάνι της Χάβρης" - Κριτική Ιάκωβου Γωγάκη
Λιμάνι - καταφύγιο της ελπίδας και της ανθρωπιάς . Όταν ο φόβος του “ξένου”, του “διαφορετικού” συμπαρασύρει τους λαούς και τους εθνικούς νόμους, τότε εμφανίζεται ο αυτοδίδακτος μάστορας της 7ης τέχνης, ο Άκι Καουρισμάκι, για να ανοίξει την πόρτα, να δει στο σκοτάδι, και με την πηγαία του αισιοδοξία να βρει το φώς.
Απλό στη σύλληψη του, συνάμα και περίτεχνα σκηνοθετημένο από τον τρόπο που στήνει τους ηθοποιούς μέχρι τις στιγμές που αποφορτίζει συναισθηματικά το κοινό. Ο Καουρισμάκιπαραμένει όπως ακριβώς τον γνωρίσαμε και χαιρόμαστε για αυτό, κοινωνικά ευαίσθητος και ρομαντικός, βλέπει όμως τη μια πλευρά του νομίσματος, ενώ η άλλη που δεν αγγίζει, προβληματίζει όλο και περισσότερο κοινό και νέους δημιουργούς.
Ο συμπαθής και ηλικιωμένος πρωταγωνιστής ονόματι Μαρσέλ Μάρξ δεν φαίνεται να ενοχλείται από το γεγονός πως απέτυχε να γίνει συγγραφέας στο Παρίσι. Εργάζεται ως λούστρος στο λιμάνι της Χάβρης ώστε να μπορέσει να εξασφαλίσει το μεροκάματο τόσο για τον ίδιο όσο και για τη σύντροφο του Αρλετί, με μοναδική διέξοδο του το κοντινό μπαράκι για ποτό με φίλους. Θα βρει συμπτωματικά κρυμμένο στο λιμάνι τον φοβισμένο και κατατρεγμένο έγχρωμο Ιντρισά, ένα νεαρό αγόρι που προσπαθεί να ξεφύγει από τις αρχές για να μην απελαθεί. Ουσιαστικά κάπου εδώ ξεκινά το έργο, με τον Μαρσέλ να αφήνει κατά μέρος τους αρχικούς του ενδοιασμούς, με τη σωτηρία του μικρού να αποτελεί τη βασική του προτεραιότητα.
Είναι δεδομένο πως θα χυθεί πολύ μελάνι για αυτό το έργο όσον αφορά την πολιτική και κοινωνική υφή του, με δεδομένη απ’ όλους μας της αποδοχής πως πρόκειται για άψογη κινηματογράφηση λόγου, εικόνας και χαρακτήρων.
Γράφτηκε πως ο Καουρισμάκι, με το “Λιμάνι της Χάβρης” επαναφέρει το άφαντο, τα τελευταία χρόνια, πολιτικό σινεμά, προσδιορίζοντας και τη νέα εποχή των διαφόρων κρίσεων, με πιο σημαντική αυτή των ανθρώπινων αξιών. Δεν μπορούμε να μην συμφωνήσουμε πως οι πανανθρώπινες αξίες της συμπόνιας, της κατανόησης του αδυνάτου, μέσα στο κυρίαρχο ιδεολογικό σύστημα βρίσκονται στο περιθώριο, και σίγουρα αναδεικνύονται τόσο από τον Φινλανδό σκηνοθέτη όσο κι από τον Ρομπέρ Γκεντιγκιάν στα “Χιόνια του Κιλιμάντζαρο” της ίδιας χρονιάς.
Η ύπαρξη αυτών των αξιών που πρεσβεύει ο Καουρισμάκι, είμαστε σίγουροι πως θα βοηθήσουν στην επίλυση των ζητημάτων όπως αυτό της μετανάστευσης; Γιατί ναι μεν βάζει πλάι πλάι την εργατική τάξη με τους μετανάστες, ως θύματα και οι δύο του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου, αλλά μένει εκεί αρνούμενος να αποδεχθεί πως και αυτή η εργατική τάξη είναι εξιδανικευμένη όπως την παρουσιάζει, ενώ δεν βλέπει ότι συν τω χρόνω -δυστυχώς θα έλεγα- έχει αλλοιωθεί, έχει πάρει άλλη μορφή. Αισθάνομαι ότι μένει πίσω από τις εξελίξεις, όπως και το 1990, σε μια σημαντική στιγμή της καριέρας του με την ταινία “Η γυναίκα με τα σπίρτα”, ένα έργο εξαιρετικό σε όλα τα επί μέρους στοιχεία του, που όμως μιλούσε για εργάτες - μηχανές τη στιγμή που όλα αυτά κατέρρεαν.
Προσωπικά τον επικροτώ για τον συναισθηματικό του πλούτο και την ιδεολογική του τοποθέτηση, είμαι λάτρης του από τότε που είδα το τελευταίο μέρος της τριλογίας για το Ελσίνκι, αλλά σε αυτό το θέμα κλείνω με την οπτική κάποιων νεότερων σκηνοθετών που βιώνουν και αφουγκράζονται πιο σφαιρικά τις κοινωνικές ανησυχίες των Ευρωπαίων.
Επί παραδείγματι, ο Ιταλός Εμανουέλ Κριαλέζε στο “Teraferma”, έργο που ολοκληρώθηκε λίγες βδομάδες μετά το “Λιμάνι της Χάβρης” και προβλήθηκε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Βενετίας, πραγματεύεται το ίδιο θέμα, κοντά στην ίδια “γειτονιά”, και ρίχνει όπως κι ο Καουρισμάκι την ευθύνη στο κράτος για την άθλια μεταχείριση των μεταναστών, αλλά ξεχωρίζει γιατί ενδοσκοπεί στις σκέψεις και τους προβληματισμούς των “νόμιμων” κατοίκων. Μπορεί τελικά να υπερνικά και εδώ η ανθρώπινη ευαισθησία για τον συνάνθρωπο, από την άλλη μεριά όμως στο μεγαλύτερο μέρος του έργου ο θεατής βρίσκεται μεταξύ πραγματικών διλημμάτων, και με την τραγική διαπίστωση πως ναι, όσο θύμα θεωρείται ο “ξένος” το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και για τον αυτόχθονα.
Παρόμοιο σε συμπεράσματα είναι και το “Play” του Ρούμπεν Οστλουντ, με τους ντόπιους και τους αλλοδαπούς να αποτελούν τις δυο τραγικές όψεις της σουηδικής κοινωνίας, με τον σκηνοθέτη να κρατά αποστάσεις και να δίδει σημασία στην ποιότητα του ανθρώπου παρά στη καταγωγή και στην ιδιότητα του. Ακόμα και ο δικός μας ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης στο πρόσφατο “Man at Sea”, ανεξάρτητα από τις όποιες ενστάσεις, βρίσκεται μέσα στο πνεύμα των σύγχρονων προβληματισμών και δεν πέφτει στη παγίδα της υπερπροβολής της θετικής πλευράς όσων επιζητούν τη γη της επαγγελίας.
Εν κατακλείδι, το “Λιμάνι της Χάβρης” έχει φαρδιά πλατιά τη σφραγίδα του μεγάλου δημιουργού του και θα αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές των θεατών. Οι επιφυλάξεις που διατυπώσαμε θέτουν προβληματισμούς αλλά δεν αφαιρούν την αξία της ταινίας, ιδίως στην εποχή της βίας του ατομικισμού και της αποστασιοποίησης.
Περισσότερο ενθουσιασμένοι από μας ήταν οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, που στις Κάννες επιθυμούσαν ο Χρυσός Φοίνικάς να πάει για πρώτη φορά, μετά από τρεις ατυχείς προσπάθειες, στον 54χρονο Καουρισμάκιπαρά στο συμπατριώτη τους Τέρενς Μάλικ. Έλαβε τελικά το βραβείο των κριτικών κινηματογράφου (FIPRESCI). Θεωρείται δεδομένο επίσης πως το έργο αυτό θα κονταροχτυπηθεί για το ξενόγλωσσο Όσκαρ με το ιρανικό “Ένας Χωρισμός”.
(7,5/10)
Ιάκωβος Γωγάκης
Πηγή: Sevenart.gr
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα