Το μυθιστόρημα «Τάλγκο» και η ταινία «Ξαφνικός έρωτας» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Θα διάβαζα μέχρι είκοσι φορές το κάθε γράμμα σου, το διάβαζα δυο – τρεις φορές μόλις ερχόταν, το φιλούσα, το έχωνα στην τσάντα μου, το ξαναδιάβαζα στο λεωφορείο. Το κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου, μη μου το κλέψουν, μη μου το αρπάξει κανείς, το κρατούσα όπως κρατάει η μάνα το χέρι του παιδιού της όταν διασχίζουν κεντρική λεωφόρο. Ήμασταν συνεχώς μαζί, οι άλλοι άνθρωποι γύρω μου είχαν καταντήσει ωχροί σαν αναμνήσεις. Μου έτυχε να βρεθώ με μεγάλη παρέα στο εστιατόριο χωρίς να πω ούτε ν’ ακούσω λέξη. Κάποια στιγμή το μάτι μου καρφώθηκε σε μια άδεια καρέκλα όπου σιγά σιγά εμφανίστηκες εσύ και μου χαμογέλασες. Οι άλλοι έπαψαν να υπάρχουν. Για μένα, η μόνη κατειλημμένη καρέκλα ήταν αυτή η καρέκλα, η κενή…
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Τάλγκο» του Βασίλη Αλεξάκη).
Ο συγγραφέας, σκιτσογράφος και δημοσιογράφος Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1943. Ζει στο Παρίσι από το 1968, έρχεται όμως και στην Αθήνα, όπου διαμένει σ’ ένα υπόγειο διαμέρισμα προς το τέλος της οδού Αναγνωστοπούλου. Έχει παραγάγει ένα πλούσιο συγγραφικό έργο και στα γαλλικά και στα ελληνικά. Το 2007 η Γαλλική Ακαδημία τού απένειμε το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Ap. J.-C.» (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «μ.Χ.»).
Το «Τάλγκο», ένα από τα πιο ερωτικά μυθιστορήματα της ελληνικής πεζογραφίας, εξελίσσεται σε τρεις μεσογειακές χώρες, την Ελλάδα, τη Γαλλία και την Ισπανία, και πραγματεύεται την αδιέξοδη ερωτική σχέση μιας νεαρής παντρεμένης γυναίκας, της Ελένης, που παραδίδει μαθήματα χορού, με τον Γρηγόρη, οικονομολόγο κι επιτυχημένο στέλεχος της Ε.Ο.Κ., που ζει μόνιμα στο Παρίσι. Το μυθιστόρημα αυτό είναι το πρώτο του Βασίλη Αλεξάκη που γράφτηκε απευθείας στα ελληνικά. Εκδόθηκε στην Αθήνα, το 1980, από τις εκδόσεις «Εξάντας», και ανατυπώθηκε από τις ίδιες εκδόσεις, το 1993.
«Το “Τάλγκο” – γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο – αφηγείται μιαν απλή και ταυτόχρονα τραγική ερωτική ιστορία. Είναι από τα βιβλία που τα αφήνει κανείς απ’ τα χέρια του μόνο όταν φτάσει στην τελευταία σελίδα» είχε γράψει στην «Καθημερινή» η Ελένη Γαλάνη.
Επίσης, στην Εφημερίδα «Lavanguardia» της Βαρκελώνης είχε γραφεί το εξής: «Χάρη σ’ αυτόν τον Έλληνα που μένει στη Γαλλία, το ισπανικό τραίνο Τάλγκο μπήκε στη διεθνή λογοτεχνία».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στο «Τάλγκο» της αρθρογράφου και διηγηματογράφου Βασιλικής Πιτούλη: «Το “Τάλγκο”, ένα σχετικά μικρό μυθιστόρημα 168 σελίδων, σε ξαφνιάζει μάλλον ευχάριστα με την κινηματογραφική γλώσσα του. Έχει την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, και μάλιστα από μια γυναίκα παντρεμένη, η οποία σ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου απευθύνεται στον εραστή της. Η φωνή της γίνεται κραυγή ή ψίθυρος κατά περίπτωση, αλλά συνέχεια είναι φωνή γυναίκας ερωτευμένης, η οποία γνωρίζει βαθιά ότι η πατρίδα της είναι εκείνος που αγαπά. Το θέμα πατρίδα δείχνει να απασχολεί για προφανείς λόγους τον Βασίλη Αλεξάκη. Ο ίδιος ο εραστής της γυναίκας αφηγήτριας είναι μετανάστης στη Γαλλία, και στο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης διαφαίνονται οι ιδέες ότι η αγάπη και η γλώσσα είναι οι ισχυρότερες πατρίδες που υπάρχουν. Στο σημείο αυτό θα με βρει απόλυτα σύμφωνη. Ο θάνατος, το αντίπαλο δέος του έρωτα, υποβόσκει σ’ όλο το βιβλίο. Η οχύρωση στην παιδική ηλικία δεν είναι παρά φόβος θανάτου. Η απειλή του θανάτου του ίδιου του έρωτα οδηγεί την Ελένη… σε μια αλλοτρίωση από τον ίδιο της τον εαυτό.
“Γιατί μου πήρες την Ελένη αφού δεν τη θέλεις πια;” ρωτάει τον αδιάφορο και μάλλον φευγάτο ήδη εραστή.
Τελικά νικάει η ζωή, αλλά εμείς έχουμε προλάβει να εντυπωσιαστούμε από τη βαθιά γνώση της γυναικείας ψυχής που διαθέτει ο Βασίλης Αλεξάκης. Θα έλεγα ότι το “Τάλγκο” αποτελεί μια ελεγεία στον γυναικείο έρωτα που καταδεικνύει την ευαισθησία του συγγραφέα και την ικανότητά του να ατενίζει τον κόσμο με θηλυκή ματιά. Και αυτό είναι ένας αναντίρρητος πλούτος».
Παραθέτω μερικά ακόμη χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα:
Είχα ξεχάσει τι ωραία που νιώθεις όταν κάνεις έρωτα. Το σώμα μου είχε καταντήσει σαν κάτι παλιά επαρχιακά σαλόνια, θλιβερά και βουβά, με τα παντζούρια μονίμως κλειστά, τα έπιπλα σκεπασμένα μ’ άσπρα σεντόνια, σαν κάτι σαλόνια όπου δεν φαίνεται να κατοικούν παρά μόνο φαντάσματα επίπλων. Εσύ άνοιξες τις πόρτες και τα παράθυρα κι ένιωσα να με διαπερνά ένα γλυκύτατο καλοκαιρινό αεράκι. Ήταν μεσημέρι. Ανακάλυψα γύρω μου ένα θεόρατο κήπο με μυριάδες πουλιά.
Θυμάσαι τι γέλια κάναμε; Ίσως γι’ αυτό να γράφω, για να επιζήσει κάτι απ’ όλα αυτά, για να μην τ’ αρπάξει όλα ο χρόνος. Προσπαθώ κάτι να του κλέψω, έστω μερικές στιγμές. Ό,τι θυμάμαι. Στο τέλος θα μας πάρει ως και τις αναμνήσεις μας. Θα είναι σαν να μην έχουμε ζήσει καν. Ίσως δεν θα ’πρεπε να βασίζομαι τόσο στις λέξεις… Τα πλήκτρα της γραφομηχανής, σε τέσσερις σειρές όπως είναι, μοιάζουν με κερκίδες σταδίου όπου κάθονται φρόνιμα τα γράμματα.
…………………………………………………………………………………………..
Καταλαβαίνω τους λόγους που σ’ οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση. Πιστεύω όμως ότι υπάρχει ένας ακόμη που δεν τον αναφέρεις, μόλο που είναι ο σοβαρότερος. Θέλω να πω, βρε Γρηγόρη, ότι δε μ’ ερωτεύτηκες όπως σ’ ερωτεύτηκα εγώ. Εγώ ερωτεύτηκα όλες τις πτυχές του εαυτού σου, ο έρωτάς μου, σαν την αγάπη της μάνας, σε περιέβαλλε ολόκληρο, κανένα τμήμα του εαυτού σου δεν άφηνε ακάλυπτο. Ερωτεύτηκα τ’ όνομά σου, ερωτεύτηκα τη φωνή σου, ερωτεύτηκα τα γόνατά σου. Αν με είχες αγαπήσει κι εσύ έτσι, οι λόγοι που σ’ έκαναν να δώσεις τέλος στη σχέση μας θα είχαν μετρήσει λιγότερο, μπορεί να μην είχαν μετρήσει και καθόλου, γιατί απλούστατα δε θα μπορούσες να κάνεις χωρίς εμένα.
…………………………………………………………………………………………..
(Η τελευταία παράγραφος) Κοίταξα ψηλά στον ουρανό που ήταν ακόμη φωτεινός. Είδα τα πουλιά που κάθονταν στα σύρματα του ηλεκτρικού. Τόσες και τόσες φορές έχω δει τα πουλιά στα σύρματα του ηλεκτρικού, πρώτη φορά πρόσεξα ότι τα σύρματα ήταν πέντε κι ότι τα πουλιά έμοιαζαν με νότες μουσικής.
Το 1984, ο σκηνοθέτης Γιώργος Τσεμπερόπουλος μετέφερε το βιβλίο στον κινηματογράφο, με τίτλο της ταινίας «Ξαφνικός έρωτας».
«Αλήθεια, γιατί άλλαξαν την εύηχη λέξη “Τάλγκο” κι έβαλαν τον τίτλο “Ξαφνικός έρωτας”; Φαντάζομαι για λόγους εμπορικούς. Ένας έρωτας, και μάλιστα ξαφνικός, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει το κοινό του» παρατηρεί εύστοχα η Βασιλική Πιτούλη.
Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι η Μπέττυ Λιβανού (στον ρόλο της Ελένης), ο Αντώνης Θεοδωρακόπουλος, στην πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση (στον ρόλο του Γρηγόρη), ο Νικήτας Τσακίρογλου (στον ρόλο του Κώστα, συζύγου της Ελένης), η Σοφία Σεϊρλή (στον ρόλο της Μάγδας, φίλης της Ελένης) κ.ά. Καλλιτεχνικός διευθυντής ο Νίκος Περάκης και διευθυντής φωτογραφίας ο Γιώργος Πανουσόπουλος. Την πραγματικά υπέροχη μουσική της ταινίας έγραψε ο Σταμάτης Σπανουδάκης, ο οποίος και απέσπασε πολλές καλές κριτικές.
Στον «Ξαφνικό έρωτα», η Βαρκελώνη του μυθιστορήματος «Τάλγκο» αντικαθίσταται από την πανέμορφη Λισαβόνα… Ξεχωριστή παραμένει στη μνήμη όσων έχουν δει την ταινία η μαγευτική τοποθεσία όπου υπήρχε το ξενοδοχείο, στο οποίο έζησαν οι πρωταγωνιστές την κορύφωση αλλά και το αδιέξοδο και το τέλος της ερωτικής τους σχέσης… Μια ερημική τοποθεσία, στην άκρη της πόλης, δίπλα στη θάλασσα με την ατέλειωτη αμμουδιά… Εκεί απ’ όπου ξεκινάει ο απέραντος Ατλαντικός Ωκεανός… Εκεί όπου τα άλογα παίζουν διαρκώς με τα κύματα… Εκεί όπου δεν ακούγεται παρά ο ήχος των κυμάτων και των πουλιών της θάλασσας… Εκεί όπου η Ελένη, λίγο πριν εγκαταλείψει το ξενοδοχείο, είχε κατέβει, για να προσθέσει λίγες σταγόνες θαλασσινού νερού μέσα σ’ εκείνο το ίδιο μπουκαλάκι, που της είχε στείλει ο Γρηγόρης από το Παρίσι – λίγο καιρό πριν – με σταγόνες βροχής…
Ο «Ξαφνικός έρωτας» του 1984, με σκηνοθεσία και σενάριο του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, τιμήθηκε με κρατικά βραβεία καλύτερης ταινίας, φωτογραφίας και ερμηνείας (για την Μπέττυ Λιβανού). Η απάντηση στο εύλογο ερώτημα αν η ταινία αυτή αντέχει ακόμη στη δοκιμασία του χρόνου είναι πραγματικά δύσκολη… Το σίγουρο είναι πως «Ο ξαφνικός έρωτας» είχε αποτελέσει μια ταινία – σταθμό για την δεκαετία του ’80, καθώς απέδιδε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ψυχικές διακυμάνσεις μιας ερωτευμένης γυναίκας…
Το τραγούδι «Έλα για λίγο», με μουσική και στίχους του Σταμάτη Σπανουδάκη, ερμήνευσε συναρπαστικά η Ελένη Βιτάλη.
Έλα λίγο
μόνο για λίγο
ζω και ξαναζώ
κάθε μας στιγμή
σε χώρο μυστικό
καρδιά μου σ' ανταμώνω.
Έλα λίγο
μόνο για λίγο
μέσα μου σιωπή
μίλα μου εσύ
όλη μου η ζωή στα χέρια σου κλεισμένη.
Έλα λίγο
μόνο για λίγο
ζω και ξαναζώ
κάθε μας στιγμή
σε χώρο μυστικό
καρδιά μου σ' ανταμώνω.
Έλα λίγο μόνο για λίγο...
Αξιοσημείωτο είναι το σχόλιο κάποιου ραδιοφωνικού παραγωγού, δημοσιευμένο στο διαδίκτυο, τον Νοέμβριο του 2006: «…Θυμάμαι τον εαυτό μου σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο, να έχει καρφωθεί στο πράσινο εξώφυλλο του βιβλίου “Τάλγκο”. Ήταν πριν από πολλά χρόνια… Ένιωσα αμέσως την επιθυμία να το αγοράσω, κυρίως επειδή είχα ακούσει πως ήταν το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία “Ξαφνικός Έρωτας”. Την ταινία δεν την είχα δει. Είχα ερωτευθεί όμως το τραγούδι της ταινίας, που ερμήνευε… μοναδικά η Ελένη Βιτάλη. Αρπάζω το βιβλίο και στο οπισθόφυλλο διαβάζω ένα εξαιρετικό σχόλιο για την ερωτευμένη γυναίκα “που δεν τολμά να αφήσει το νερό να τρέξει στο μπάνιο από φόβο μήπως δεν ακούσει το τηλέφωνο…”. Θεώρησα την εικόνα πολύ δυνατή. Άντρες, γυναίκες, δεν έχει σημασία, με το άγχος ενός τηλεφωνήματος – δεν υπήρχαν τότε κινητά και αναπάντητες. Από το ίδιο βράδυ βυθίστηκα στις σελίδες του βιβλίου. Ένα ζευγάρι που ζει συμβατικά. Ένας έρωτας που παρεμβάλλει. Ο απλός και δυνατός λόγος του Αλεξάκη. Οι υπέροχες περιγραφές της Αθήνας και του Παρισιού. Η δίψα των ερωτευμένων ανθρώπων. Το δώρο με το νερό της βροχής. Το ταξίδι με το ισπανικό τρένο Τάλγκο. Οι εικόνες του κόσμου, που μπορεί να παρατηρήσει μόνο ένας ερωτευμένος. Δεν μπορείς να ξεχάσεις, για παράδειγμα, την εικόνα όπου τα ηλεκτρικά σύρματα μοιάζουν με πεντάγραμμα και τα πουλιά με νότες ούτε φυσικά και το τέλος του βιβλίου, το οποίο μετά από χρόνια το βλέπω μόνο ως “χάπι εντ”».
Όπως επίσης δεν μπορείς να ξεχάσεις – θα προσέθετα εγώ – ούτε την παράγραφο (από το βιβλίο) για το ταξίδι της Ελένης στη Βαρκελώνη [«Όλη τη νύχτα σχεδόν δεν έκλεισα μάτι. Στεκόμουν στο διάδρομο και κοίταζα έξω, το σκοτάδι. “Είναι ίσως η πιο ωραία νύχτα της ζωής σου, σκεφτόμουν. Δεν πρέπει να χάσεις ούτε λεπτό”»] ούτε τη σκηνή (από την ταινία) της συνάντησης του Γρηγόρη με την Ελένη, στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Λισαβόνας, κι εκείνο το φιλί που μοσχομύριζε βασιλικό, κάτω από τον καυτό ήλιο της Μεσογείου…
* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα